Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

ΠΡΟΦΑΣΕΙΣ Α­ΠΙ­ΣΤΙΑΣ




ΠΡΟΦΑΣΕΙΣ  Α­ΠΙ­ΣΤΙΑΣ



«Τον μη βουλόμενον πιστεύσαι 

τις κύριος αναγκάσαι;»[1]

(Ιω. Χρυσόστομος).


Πολύ ορθά ειπώθηκε πως ο άνθρωπος ευκολότερα μπορεί να κου­ραστεί αμαρτάνοντας, παρά να βρίσκει δικαιολογίες (βλ. μηχανι­σμό εκλογίκευσης), που με αυτές νομίζει ότι ελαφρώνει τα αμαρτή­ματά του. Η πρώτη λέξη, που βγήκε από το στόμα των πρώτων αμαρ­τωλών ―Αδάμ και Εύας― μετά την αμαρτία, ήταν λέξη πρόφασης και δικαιολογίας. Κανένας άνθρωπος δεν βρίσκεται στον κόσμο, που να μην προφασίζεται για τις αμαρτίες του (εκτός των λιγοστών εξαι­ρέσεων αγίων μορφών). Μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, όποτε εισέρχεται ο λόγος τού Θεού στην καρδιά μας, και μας ξυπνά τον έλεγχο της συνείδησης, καθη­συχάζουμε την ταραχή της με τις προφάσεις. Ο Ιησούς πάντοτε μας προ­σκαλεί: «έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμά έτσι πάντα»[2]. Και μείς απαντούμε: Ναι, Κύ­ριε, θέλουμε και επι­θυμούμε να έλθουμε σε Σένα τον φιλάνθρωπο Πατέρα και Θεό μας, και να αξιωθούμε των επουρανίων Σου δωρεών, αλλ’ η ασθένεια της σάρκας, η ματαιότητα του κόσμου και οι πειρασμοί τού διαβόλου μάς εμποδίζουν από το άγιό Σου θέλημα. 


Για να αποδεί­ξουμε όμως ότι όλα αυτά και αναρίθμητα άλλα, όπως λ.χ. τής Παραβο­λής τού μεγάλου δείπνου[3], δεν είναι ανίκητα εμπόδια, αλλά γυμνές προφά­σεις, δεν θα προβάλουμε ούτε το αναρίθμητο πλήθος των Αγίων ―ανδρών και γυναικών―, ούτε την αυτεξούσια δύναμη του ανθρώπου, ούτε την ενέργεια της Θείας Χάρης, που, όταν εμείς και μόνο αληθινά θελή­σουμε, διαλύει κάθε δυσκολία, αλλά θα προτείνουμε μόνο το εξής παράδειγμα: Αν κάποιος Υπουργός, γνωστός καλλιτέχνης, ή γενικά διά­σημο πρόσωπο μάς προσκαλούσε στην οικία του, υποσχόμενός μας υψη­λές θέσεις, δημοσιότητα, αξιώματα και γενικά συμμετοχή στην εξουσία, θα τον απο­φεύγαμε, προβάλλοντας ως δικαιολογία αδυναμίες, εμπόδια, πειρα­σμούς ή οτιδήποτε άλλο; Τουλάχιστον οι περισσότεροι θα επέκρι­ναν όσους θα μεταχειρίζονταν διάφορα τέτοια προσχήματα, χάνοντας μία τέτοια ευκαιρία: «Λέγω γαρ υμίν ότι ου­δείς των ανδρών εκείνων των κεκλημένων γεύσεταί μου του δείπνου»[4]. Στον Θεό δεν «χωράει» ούτε ευλο­γοφανής, ούτε παράλογη πρόφαση. Οι προφάσεις γι’ Αυτόν δεν εί­ναι δικαιολογίες, αλλά πονηρολογίες. «Μη εκκλίνης την καρδίαν μου εις λόγους πονηρίας του προφασίζεσθαι προφάσεις εν αμαρτίαις»[5], ικέτευε ο προφητάναξ Δαυίδ. Όσο ισχυρά και αν είναι τα περιστατικά, που μας παρέσυραν στην αμαρτία, πά­ντως την τελευταία λέξη τη λέει η δική μας θέληση.
Οι προφάσεις προέρχονται πάντα από Χριστιανούς, που δεν γεύ­τηκαν τη γλυκύτητα της Θείας Χάρης και δεν εκτίμησαν την αξία τής χριστιανικής ζωής. Επειδή βλέπουν ότι η πνευματική εργασία είναι κο­πιαστική, προτι­μούν τον εύκολο και άνετο βίο. Βαδίζουν προς την Ημέρα τής Κρί­σεως, βασισμένοι πάνω σε αστήρικτες και μάταιες δικαιολογίες. Από τους ανθρώπους αυτούς λείπει η αγάπη προς τον Δημιουργό και Πα­ντοδύναμο Θεό για τις αμέτρητες δωρεές Του, γιατί «μεμισήκασι και εμέ και τον πατέρα μου»[6], όπως βεβαιώνει ο Κύριος, αφού «ο μη αγα­πών με τους λόγους μου ου τηρεί»[7]. Αλλά, δυστυχώς, υπάρχουν άνθρω­ποι, που και το μυστήριο ακόμα τής ιεράς Εξομολογήσεως μολύνουν πάλι με τις προφάσεις τους, νομίζοντας ότι, αφού ξεγέλασαν έτσι τον Πνευματικό ιερέα, θα παραπλανήσουν και…τον Θεό! 


Οι προφάσεις ταιριάζουν στους «πονηρούς και οκνηρούς δού­λους»[8] τής Ευαγγελικής παραβολής και στους εγωιστές, που, σε τε­λική ανά­λυση, αποδείχνονται μωροί και αλόγιστοι, αφού α) αντιφά­σκουν με τον εαυτόν τους, κατά το παράδειγμα του οκνηρού δούλου, γνωρίζοντας και αυτοί, όπως και εκείνος ότι «σκληρός ει άνθρωπος, θερίζων όπου ουκ έσπειρας και συνάγων όθεν ου διεσκόρπισας»[9] και όμως εξακολουθώντας να αδρανούν εντελώς, και β) επειδή πάλι γνω­ρίζουν τη Δικαιοσύνη και Παντογνωσία τού Θεού, που θα τους απο­στομώσει κατά τη Δευτέρα Πα­ρουσία Του ως αδέκαστος Κριτής.
Tι πρόσχημα, αλήθεια, ή ποια δικαιολογία μπορεί να προβάλλει ένας ασθενής και ετοιμοθάνατος, όταν ο γιατρός τού παρέχει ασφαλή και πλήρη θεραπεία, και όμως εκείνος αρνείται να τη δεχτεί; Και ως γνω­στό, ο μακράν τού Θεού άνθρωπος είναι όχι μόνο ετοιμοθάνατος αλλ’ ήδη νεκρός ―πνευματικά― για τον Θεό[10].



[1] Ιω. Χρυσ., Εις Β’ Κορ., MPG 61, 418.
[2] Λουκ. 14, 17.
[3] Λουκά 14, 16-20.
[4] Λουκ. 14, 24.
[5] Ψαλμ. 140, 4.
[6] Ιω. 15, 24.
[7] Ιω. 14, 24.
[8] Ματθ. 25, 26.
[9] Ματθ. 25, 24.
[10] Λουκ. 9, 60.

Σπυρίδων  K. Τσιτσίγκος, MA, DD, PhD
Δρ. Θεολογίας  &  Δρ. Ψυχολογίας
Blog : iorthodoxitheologia.blogspot.com










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου