Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

H ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ-ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

 

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

Ἡ προ­σευ­χή φαί­νε­ται νά εἶ­ναι βα­θιά ρι­ζω­μέ­νη στίς ψυ­χές τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ ἀ­πό τήν ἀρ­χή, με­τά τήν ἔ­ξω­ση τῶν πρω­το­πλά­στων ἀ­πό τόν Πα­ρά­δει­σο, για­τί ἔ­γι­νε ἀ­νάγ­κη τῆς ἀ­δύ­να­μης καί τα­λαί­πω­ρης φύ­σης τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἀ­νοί­γον­τας τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀ­πό τό πρῶ­το βι­βλί­ο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, θά συ­ναν­τή­σει τήν προ­σευ­χή σύν­τρο­φο τῆς ζω­ῆς τῶν ἀν­θρώ­πων. Ὁ Ἀ­βρα­άμ καί ὅ­λοι οἱ Πα­τριά­ρχες, ὁ Μω­ϋ­σῆς, Ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ Ναυ­ῆ, στη­ρί­ζον­ταν στήν προ­σευ­χή. Εἶ­ναι γνω­στό τό γε­γο­νός ἐ­κεῖ­νο πού μέ τήν προ­σευ­χή του ὁ Μω­ϋ­σῆς στα­μά­τη­σε τόν ἥ­λιο καί δέν προ­χω­ροῦ­σε ἡ ἡ­μέ­ρα μέ­χρι πού νί­κη­σαν τούς ἐ­χθρούς τους.

Θά ἀ­να­φέ­ρου­με μό­νο με­ρι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πό τά πολ­λά, γιά νά ἀν­τι­λη­φθεῖ ὁ ἀ­να­γνώ­στης πό­ση σημ­μα­σί­α ἔ­δι­ναν στή δύ­να­μη τῆς προ­σευ­χῆς οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ Θε­οῦ.

Κά­ποι­ος πού με­λε­τᾶ τή Γρα­φή, δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι ἡ προ­σευ­χή ἦ­ταν τό πλέ­ον πρό­σφο­ρο ὅ­πλο στά χέ­ρια τῶν ἀν­θρώ­πων ἐ­κεί­νων ἀνδ­ρῶν καί γυ­ναι­κῶν, τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ. Ἡ προσευχή ἦταν καταφύγιο σωτηρίας σέ στιμές θλίψεων, ἀλλά καί σέ στιγμές χαρᾶς καί εὐφροσύνης αἰτία δοξολογίας. Καμιά τελετή, κανένα ἔργο δέ γινόταν ἄν δέν προπορευόταν κάποια προσευχή.
Αὐτό βέβαια τό υἱοθέτησε καί ἡ Ἐκκλησία μας καί ὅπως βλέπουμε στό εὐχολόγιο ὑπάρχουν εὐχές – προσευχές γιά κάθε περίσταση. Κι’ ὅμως οἰ σημερινοί χριστιανοί, ἄλλοι τίς ἀγνοοῦν καί ἄλλοι δέν τούς δίνουν σημασία, ἀφήνοντας κατά μέρος τίς προσευχές σάν κάτι τό ἀχρείαστο.


Ἄς δοῦμε λοιπόν ἔστω καί ἐλάχιστα παραδείγματα πρῶτα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη.

Μέ τήν­ προ­σευ­χή ὁ Ἰ­σα­άκ ἔ­λυ­σε τήν στεί­ρω­ση τῆς γυ­ναί­κας του Ρεβ­βέκ­κας.( Γέ­νε­ση.25, 21)
Μέ τήν προσευχή του ὁ Μωϋσῆς πόσες φορές δέν ἔσωσε τό λαό του ἀπό τόσους κινδύνους; Μέχρι καί τόν ἥλιο σταμάτησε καί παρατάθηκε ἡ ἡμέρα γιά νά νικηθοῦν οἱ ἐχθροί τοῦ λαοῦ του.( Ἰησοῦς Ναυῆ, 10. 12,13).
Ὁ βασιλιάς Ἐζεκίας πέφτει ἄρρωστος «ἕως θανάτου» καί τόν πληροφορεῖ ὁ πρ. Ἠσαΐας ὅτι θά ἀ­πο­θά­νει. Ἀ­μέ­σως ἀρ­χί­ζει προ­σευ­χή με­τά δα­κρύ­ων καί ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀ­κού­ει καί τοῦ ἀ­παν­τᾶ: « Ἤ­κου­σα τῆς προ­σευ­χῆς σου, εἶ­δον τά δά­κρυ­ά σου... ἰ­δού ἱ­ά­σο­μαί σε... καί προ­σθή­σω ἐ­πί τάς ἡ­μέ­ρας σου 15 ἔ­τη».(Δ΄ Βασ. 20. 1-6)
Ἡ Πα­να­γί­α μας δέν εἶ­ναι καρ­πός προ­σευ­χῆς τῶν ἀ­τέ­κνων γο­νέ­ων της τοῦ Ἰ­ω­α­κείμ καί τῆς Ἄν­νας;
Ἡ βα­σί­λισ­σα Ἐ­σθήρ μέ τήν προ­σευ­χή της ἔ­σω­σε τόν Ἰ­ου­δα­ϊ­κό λα­ό ἀ­πό τή σφα­γή. (Ἐ­σθήρ, 5. 1).
Ὁ προ­φή­της Δα­νι­ήλ μέ τήν προ­σευ­χή του γνώ­ρι­σε μέ ἀ­πο­κά­λυ­ψη Θε­οῦ τόν χρό­νο ἐρ­χο­μοῦ τοῦ Μεσ­σί­α καί τό τέ­λος τοῦ κό­σμου. Ἀ­να­φέ­ρε­ται στό ὁ­μώ­νυ­μο βι­βλί­ο.
Ὁ Βα­σι­λιάς Δαυ­ΐδ ἔ­γι­νε συ­νώ­νυ­μος μέ τήν προ­σευ­χή. Ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με τό «Ψαλ­τή­ρι τοῦ Δαυ­ΐδ».
Δέ θά μᾶς φτάσει ὁ χρόνος ἀπό τοῦ νά διηγοῦμε παραδείγματα προσευχῆς ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη.
Ἄς πᾶ­με τώ­ρα καί στήν Και­νή Δι­α­θή­κη, τή δι­κή μας ἐ­πο­χή, γιά νά δοῦ­με καί ἐ­δῶ ὅ­τι ἡ προ­σευ­χή εἶ­ναι τό Α καί τό Ω τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς. Εἶ­ναι τό θε­μέ­λιο πού στη­ρί­ζει τό πνευ­μα­τι­κό οἰ­κο­δό­μη­μα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς τῶν μα­θη­τῶν τοῦ Να­ζω­ραί­ου. Εἶ­ναι ἡ δύ­να­μη τῆς πνευ­μα­τι­κῆς προ­ό­δου καί σω­τη­ρί­ας.
Στήν ἐ­πο­χή τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, ἡ προ­σευ­χή λαμ­βά­νει ἄλ­λη δι­ά­στα­ση. Ἐ­νῶ στήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη­ἡ προ­σευ­χή πε­ρι­ο­ρι­ζό­ταν μό­νο στού οἰ­κεί­ους καί ὁ­μο­ε­θνεῖς, τώ­ρα δι­ευ­ρύ­νε­ται καί συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει καί τούς ἐ­χθρούς ἀ­κό­μα « προ­σεύ­χε­σθε ὑ­πέρ τῶν ἐ­πη­ρει­α­ζόν­των ὑ­μᾶς». Τή δι­ά­στα­ση αὐ­τή ἔ­δω­σε ὁ Ἴ­διος ὁ Θε­άν­θρω­πος Ἰ­η­σοῦς μέ τό λό­γο του καί τό πα­ρά­δειγ­μά του. Μέ τήν προ­τρο­πή «αἰ­τεῖ­τε, ζη­τεῖ­τε καί κρού­ε­τε,» (Λουκ. 11. 9) τήν προ­σευ­χή ἐν­νο­οῦ­σε. Ὁ Ἴ­διος μᾶς πα­ρέ­δω­σε καί ἕ­να δεῖγ­μα προ­σευ­χῆς τό γνω­στό « Πά­τερ ἡ­μῶν...» πού τό γνω­ρί­ζουν καί τά μι­κρά παι­διά. Στούς μα­θη­τές Του ἔ­λε­γε νά ἀ­γρυ­πνοῦν καί νά προ­σεύ­χον­ται ( Μάρκ.13. 23).
 
Δέν ἀρ­κέ­σθη­κε ὁ Κύ­ριος μό­νο στό νά συμ­βου­λεύ­ει γιά προ­σευ­χή, ἀλ­λά πρῶ­τος Αὐ­τός προ­σευ­χό­ταν « ἦν δι­α­νυ­χτε­ρεύ­ων ἐν τῇ προ­σευ­χῇ τοῦ Θε­οῦ» (Λουκ. 6. 12). Εἶ­ναι δέ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ἡ « Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή προ­σευ­χή Του» πού ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ἐὐ­α­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης. Καί πρέ­πει νά ἐ­πι­με­νου­με λέ­γει στήν­προ­σευ­χή μας καί γιά τοῦ­το εἶ­πε καί τήν πα­ρα­βο­λή τοῦ « ἄ­δι­κου κρι­τή καί τῆς ἀ­δι­κου­μέ­νης χή­ρας»(Λουκ. 18.21)Γιά νά μᾶς ἐν­θαρ­ρύ­νει ἀ­κό­μα μᾶς βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι «ὅ­σα ζη­τή­σου­με στήν προ­σευ­χή μας καί πι­στεύ­ου­με πώς θά τά λά­βου­με, θά τά λά­βου­με σί­γου­ρα» (Ματθ. 21. 22) Με­τά τήν Ἀ­νά­λη­ψη Του στούς οὐ­ρα­νούς, ἡ προ­σευ­χή ἔ­γι­νε ἀ­χώ­ρι­στος σύν­τρο­φος τῶν μα­θη­τῶν Του, ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ ὁ Λου­κᾶς, «ἦ­σαν προ­σκαρ­τε­ροῦν­τες τῇ προ­σευ­χῇ καί τῇ δε­ή­σει» (Πράξ.1. 14)
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μέ τή σει­ρά του ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος συμ­βου­λεύ­ει τούς χρι­στια­νούς τῆς Ρώ­μης: «νά προ­σκαρ­τε­ροῦν στίς προ­σευ­χές» ( Ρωμ. 12,12.) Καί ὁ Ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος τό ἴ­διο κά­νει (Α΄Πέ­τρου 4.7).
Ὅ ­λα ὅ­σα δί­δα­ξε ὁ Κύ­ριος καί οἱ Ἀ­πό­στο­λοι τά πα­ρά­λα­βε καί τά ἐ­φαρ­μό­ζει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας μέ τίς δι­ά­φο­ρες Ἀ­κο­λου­θί­ες καί Λει­τουρ­γεῖ­ες τις.
Με­γά­λη εἶ­ναι καί ἡ συμ­βο­λή ἐ­κεί­νων τῶν πα­λαι­ῶν Ἀ­σκη­τῶν τῆς ἐ­ρή­μου στή δι­ά­δο­ση καί χρή­ση τῆς προ­σευ­χῆς, στόν πι­στό λα­ό τοῦ Κυ­ρί­ου. Καί οἱ λό­γιοι Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ τίς προ­σευ­χές πού συ­νέ­τα­ξαν βο­ή­θη­σαν τά μέ­γι­στα στό νά γί­νει ἀ­νάγ­κη ἡ προ­σευ­χή, ἀλ­λά καί σ’ ὅ,τι τήν ἀ­φο­ρᾶ.
Τό συμ­πέ­ρα­σμα ἀ­π’ ὅ­τι ἀ­να­φέ­ρα­με πρέ­πει κά­θε χρι­στια­νός ἄν θέ­λει νά­ προ­ο­δεύ­ει πνευ­μα­τι­κά στή ζω­ή του καί νά ἔ­χει τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Κυ­ρί­ου, θά πρέ­πει νά μά­θει νά προ­σεύ­χε­ται σω­στά καί συ­χνά, πρᾶγ­μα πού θά μᾶς τό δι­δά­ξουν στή συ­νέ­χεια οἱ σο­φοί μας Πα­τέ­ρες

Πηγή : paterikiorthodoxia.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου