Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ-Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ & ΘΕΡΑΠΕΙΑ

 


ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ
ΓΙΑ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ. 
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ & ΘΕΡΑΠΕΙΑ



υπό Κωνσταντίνου Ε. Ευθυμίου



Πανοσιολογώτατε Αρχιερατικέ Επίτροπε π. Δαμασκηνέ, Αιδεσιμολογιώτατε π. Παναγιώτη, Αιδεσιμώτατοι πατέρες, Κυρίες και Κύριοι,




1. Ας ευχαριστήσουμε πρώτα-πρώτα τον άγιο Θεό, που ευδόκησε να συναχθούμε σήμερα όλοι μας εδώ ύστερα τον άγιο Επίσκοπο και Σεβαστό μας Ποιμενάρχη κ. κ. Γερμανό, με την ευλογία τού οποίου λειτουργεί το Πνευματικό μας Κέντρο και μετά τον δωρητή αυτού τού Κέντρου και εκλεκτό συμπολίτη μας κ. Δημήτριο Γούργουρα, ευχόμενοι για την υγεία ψυχής και σώματος τού ιδίου και των συγγενών του αλλά και για την ανάπαυση των κεκοιμημένων προσφιλών του προσώπων.
Εγώ δε προσωπικά θα ήθελα ακόμη να ευχαριστήσω εκ βάθους καρδίας τον Αιδεσιμολογιώτατο και σεβαστό μας πατέρα Παναγιώτη Βασιλείου για την εξαιρετική τιμή, που μου έκανε με την πρόσκλησή του, να παρουσιάσω την εισήγησή μου για ένα τόσο σοβαρό θέμα στους ευλαβείς ακροατές τού Πνευματικού Κέντρου τής Ενορίας τού αγίου Γεωργίου.

Εισήγηση βάσει τού βιβλίου τού εισηγητού Ο ΓΑΜΟΣ και η μετασκευή του «εξ αρρώστιας εις ρώσιν», που δόθηκε στο Ενοριακό Πνευματικό Κέντρο τού αγίου Γεωργίου Αμαλιάδος στις 27 Νοεμβρίου 2002.
Ομολογώ ότι με διακατέχει ένας φόβος. Ο φόβος μου είναι δικαιολογημένος, γιατί δεν διαθέτω ούτε πανεπιστημιακές περγαμηνές, ούτε εμπειρία εισηγητού. Παρά ταύτα, υπακούοντας στην πρόσκληση τού Αιδεσιμολογιωτάτου π. Παναγιώτου, παίρνω θάρρος να απευθυνθώ προς εσάς και να σάς παρουσιάσω ελάχιστα από εκείνα που γνώρισα, μελετώντας τούς Πατέρες τής Εκκλησίας και όσα βεβαιώθηκα ότι ωφελούν την ψυχή και αποκαλύπτουν πώς μόνον η άνωθεν καταπεμπόμενη αγάπη συσφίγγει, αγιάζει και καθιστά άρρηκτη την συζυγική κοινωνία. Ακόμη πώς ο γάμος είναι δώρο τού Θεού προς τον άνθρωπο, για να κατακτήσει την αγία ταπείνωση, να μάθει να αγαπά και να γίνει έτσι φιλόθεος και φιλάνθρωπος, χρησιμοποιώντας όλα τα θεραπευτικά και ασκητικά μέσα που μεταχειρίζεται η Εκκλησία. 
 
2. Είναι κοινή λοιπόν διαπίστωση ότι σήμερα οι παραδοσιακοί θεσμοί τής ανθρώπινης κοινωνίας διέρχονται παγκοσμίως μία βαθύτατη κρίση. Η κυριότερη γενεσιουργός αιτία αυτής τής κρίσεως, κατά την γνώμη μας, αποτελεί η αποτυχία τού γάμου και τής οικογενείας να εκπληρώσουν την αποστολήτους ή είναι τουλάχιστον στενά συνδεδεμένη με αυτήν.
Η δε αποτυχία τού γάμου οφείλεται στην έλλειψη συνειδητοποίησης από τον σύγχρονο άνθρωπο, που ζει στο άθεο κλίμα τής εποχής, πώς ο γάμος είναι ψυχοσωματική και σωματικοπνευματική ένωση, μυστήριο ενώσεως των συζύγων εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία, εικόνα τής σχέσεως Χριστού και Εκκλησίας και ότι ο σκοπός τού γάμου είναι η κατάκτηση τής μεγαλύτερης δυνατής βελτίωσης τού προσώπου με αμοιβαία ταπείνωση ότι είναι πορεία προς την κατά χάριν θέωση.


Ακόμη δυσκολότερο είναι να κατανοηθεί και αυτή ακόμη η διδασκαλία τής Εκκλησίας για τον γάμο ως «μυστηρίου εις Χριστό και εις την Εκκλησία», γιατί οι περισσότεροι δεν έχουμε ορθή αντίληψη τής Ορθόδοξης Πίστεως για τον αρχικό προορισμό τού ανθρώπου, που δεν ήταν η αυτοθέωση, εξαιτίας τής οποίας αρχικά ματαιώθηκε, αλλά η θέωση τής ανθρώπινης φύσεως, που αργότερα πραγματοποιήθηκε δια τής ενανθρωπήσεως τού Λόγου τού Θεού και Σωτήρος μας Χριστού.

 
Γι' αυτό τα δώρα τού Θεού ο γάμος και η οικογένεια βάλλονται από παντού και έχουν να αντιμετωπίσουν άπειρες αντιξοότητες και δυσκολίες, που αναπόφευκτα οδηγούν στην κρίση. Οι άνθρωποι μολονότι την διαπιστώνουν, αδυνατούν να την ξεπεράσουν.


Αυτή η αδυναμία θα πρέπει να αναζητηθεί όχι στους αιτιακούς παράγοντες τής επιστήμης ούτε στίς αντιλήψεις τού κόσμου, αλλά στην διδασκαλία τής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην προπτωτική κατάσταση τού ανθρώπου και στην πτώση του. Γιατί, κατά τούς θεοφόρους Πατέρες, εκείνη η κατάσταση που καθορίζει τον άνθρωπο, ακόμη και μετά την πτώση, και δίνει βαρύτητα στον γήϊνο προορισμό, είναι η προπτωτική κατάσταση τής ανθρωπίνης φύσεως, είναι ο Παράδεισος.
Ο ερευνητής όμως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ότι όλα όσα αφορούν στον άνθρωπο (όπως ο γάμος, η οικογένεια) αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος εξετάζονται από την σύγχρονη έρευνα και μελετώνται στην παραμορφωμένη και νοσηρή κατάσταση τής πτώσεως τού ανθρώπου. δεν λογαριάζεται ούτε η προπτωτική κατάσταση τού ανθρώπου, ούτε η πτώση του και οι συνέπειές της, ούτε η Ενσάρκωση τού Θεού Λόγου και η σωτήρια διδασκαλία Του, ούτε η ύπαρξη τού διαβόλου.


Η άγνοια ή η περιφρόνηση τής πτώσεως, η αυτοθέωση και η αυτοδικαίωση είναι οι γενεσιουργές αιτίες που τά συμπεράσματα των μελετητών οδηγούνται και οδηγούν σέ πλανεμένες αντιλήψεις αναφορικά μέ την ορθή κατανόηση τού ιδίου τού ανθρώπου, των κοινωνικών θεσμών, και συνεπώς τού μυστηρίου τού γάμου, που μάς ενδιαφέρει.
Η αποτυχία τού γάμου και τής οικογενείας να εκπληρώσουν την αποστολή τους φαίνεται ότι οφείλεται σέ εξωγενείς παράγοντες. Στην πραγματικότητα όμως η αιτία της είναι ενδογενής· αναγεται στην πτώση τού ανθρώπου, όχι απλώς τών Πρωτοπλάστων τότε, αλλά και τού καθενός μας σήμερα στην αποκοπή του από τον Θεό στην διαστροφή τής αγάπης στην επάρατη φιλαυτία δηλαδή στην ακόρεστη λαχτάρα και φλογερή επιθυμία τού ατόμου για ικανοποίηση τών παθών του, τά οποία ταυτίζει από πλάνη ή από άγνοια μέ τον εαυτό του.
Οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται τον γάμο μόνον ως φυσικό, βιολογικό ή κοινωνικοοικονομικό γεγονός. Δεν μπορούν να τον κατανοήσουν ως ψυχοσωματική και σωματικοπνευματική ένωση, ως μυστήριο ενώσεως τών συζύγων εν Χριστώ και εν τή Εκκλησία.
 
Από δειγματοληπτική απεικόνιση τής κοινής γνώμης διαπιστώθηκε ότι έρχονται εις γάμου κοινωνίαν:

• μερικοί εική και ως έτυχεν,


• άλλοι για την απόκτηση γνησίων διαδόχων και κληρονόμων,


• οι περισσότεροι για την ικανοποίηση οικονομικών σκοπών ή την αντιμετώπιση τού τυραννικού αισθήματος τής μοναξιάς ή άλλων ψυχολογικών αδυναμιών τους,


• μερικές γυναίκες παντρεύονται για να βιώσουν τό μητρικό τους φίλτρο, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον σύζυγο και πατέρα τών παιδιών τους,


• άλλες για να «φτιάξουν» ή να «κάνουν» την ζωή τους, δηλαδή να ζήσουν όπως εκείνες θέλουν, δίχως να δεσμεύονται από γνώμες ή κανόνες άλλων,


• οι πιό πολλές γιατί πιστεύουν ότι αγαπουν τον υποψήφιο σύζυγο. Διακρινόμενες όμως από αρνητική διάθεση για τούς γονείς του, τον θέλουν αποκομμένο από τό σόϊ του,


• πολλοί άλλοι θεωρούν ότι ο γάμος είναι μία κοινωνικά αναγνωρισμένη και νόμιμη ερωτική σχέση χωρίς καμία συνείδηση βαθύτερης ευθύνης και αποστολής,


• τό ιδεώδες τού γάμου για αυτούς είναι η ικανοποίηση τού ατομικού τους εγωϊσμού όπου επιδιώκουν την πραγματοποίηση τών επιθυμιών τους, χωρίς ποτέ να νοιάζονται για τον άλλον τον βλέπουν σάν αντικείμενο ηδονής και συναμα τον αποστρέφονται από κακότητα και μίσος


• υπάρχουν και εκείνοι που επιθυμούν να προσφέρουν, αλλά κυρίως που αξιώνουν να λαμβάνουν. Η «αγάπη» τους καθορίζεται σχεδόν πάντοτε από την καλή συμπεριφορά τού άλλου και γι' αυτό, όταν για κάποιον λόγο λείψει η ανταπόδοση, ο «ερωτευμένος» ανακαλύπτει ότι κάτω από την φαινομενική αρμονία υπάρχει ένα αγεφύρωτο ρήγμα, και τότε ο έρωτάς του μετατρέπεται σέ σφοδρή απέχθεια.
 
Αποδείχθηκε επίσης από την έρευνα, ότι οι μελλόνυμφοι ή οι σύζυγοι αγνοούν, αδυνατούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν τον γάμο ως κοινωνία αγαπητική αγαπωμένων και μετανοούντων προσώπων που ανήκουν στο Σώμα τού Χριστού, στην Εκκλησία ως κοινωνία αγάπης που στηρίζεται στην προσφορά χωρίς ίδιον όφελος, κατά τό παράδειγμα τού Ιησού, Χριστού, που σταυρώθηκε για μάς χωρίς κανένα αντάλλαγμα και δίχως να τό αξίζουμε.


Σέ αυτή την άγνοια ή την αδυναμία κατανόησης τού γάμου ως μυστηρίου εν Χριστώ και εν τή Εκκλησία, συντελούν οι αντιλήψεις τού «πολιτισμένου» κόσμου κάθε εποχής, οι μελέτες τών τεχνοκρατών, οι θεωρίες τών φιλοσόφων και οι παρατηρήσεις τών επιστημόνων, οι οποίοι, επειδή δεν εμφορούνται από τό πνεύμα τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, θεωρούν τον γάμο αλλά και την οικογένεια, μόνο ως κοινωνικό, φυσικό, βιολογικό και οικονομικό γεγονός.
Γι αυτό και προσπαθούν να «εξασφαλίσουν» την βιωσιμότητα τού γάμου και να αντιμετωπίσουν τά δραματικά προβλήματα τής οικογενείας μέ νομοσχέδια, κοινωνικά και οικονομικοτεχνικά μέτρα. Αλλά παρ' όλες τίς φιλότιμες προσπάθειές τους παρατηρείται σέ όλες τίς πολιτισμένες χώρες μεγάλη αύξηση διαζυγίων, επίταση τής διαφθοράς, επιδείνωση τών ψυχικών νοσημάτων και έξαρση τής βίας και τής εγκληματικότητας.


Η σκληρή δηλαδή πραγματικότητα φανερώνει ότι τά αίτια τών οικογενειακών προβλημάτων, τής κρίσεως τού γάμου, αλλά και τής γενικώτερης κατάπτωσης τών ηθικών αξιών τής κοινωνίας δεν αντιμετωπίζονται μέ νομικά, επιστημονικά ή τεχνοκρατικά μέτρα.


Η ρίζα τής κρίσεως τού γάμου εντοπίζεται, κατά την άποψή μας, στην ψυχή τού ανθρώπου, για την οποία οι ανθρώπινοι νόμοι καθίστανται απολύτως ανίσχυροι, επειδή αυτή υπόκειται αποκλειστικά στούς πνευματικούς νόμους, που όσο και άν αμφισβητούνται, αγνοούνται ή περιγελούνται από τούς πολλούς, υπάρχουν και λειτουργούν.
 


Πολλοί λοιπόν επιστήμονες και φιλόσοφοι θεωρούν ότι ο κλονισμός τού γάμου οφείλεται σέ διάφορα αίτια, μερικά από τά οποία εκτιμούν ότι είναι:


• τά αυξημένα έξοδα λόγω τής εξέλιξης τής τεχνολογίας και τής κατευθυνόμενης υπερκαταναλωσης,


• η εξωσπιτική εργασία τής μητέρας, που γίνεται από αναγκη,


• η έλλειψη προσωπικής επαφής και επικοινωνίας τών μελών τής οικογενείας,


• η τεχνητή εξίσωση τής γυναίκας μέ τον άνδρα και οι συνέπειές της,


• η παράλληλη σχέση τών συζύγων, δηλαδή η μοιχεία,


• η σεξουαλική ελευθεριότητα, η μοναξιά και οι ψυχο-νευρωτικές διαταραχές,


• η δυσκολία προσαρμογής τών συζύγων,


• οι διαφορές τών αντιλήψεων, οι οποίες συνήθως οδηγούν σέ συγκρούσεις,


• η πεισματική ή εγωϊστική συμπεριφορά τών συζύγων,


• η ιδιοσυγκρασία και ο χαρακτήρας τους,


• η κοσμοθεωρία τους για τον γάμο, και


• πολλές άλλες υποκειμενικές ή αντικειμενικές αιτίες.


Όλα αυτά πράγματι δυσχεραίνουν την συζυγία, αλλά δεν αποτελούν τίς γενεσιουργές αιτίες τής κρίσεως τού γάμου. Γιατί, άν αυτά ή οποιοιδήποτε άλλοι εξωτερικοί παράγοντες ή και άλλοι άνθρωποι προκαλούσαν τον κλονισμό τής έγγαμης διαβίωσης, τότε θά έπρεπε να γίνει δεκτό ότι οι σύζυγοι δεν ευθύνονται για τις πράξεις τους, αφού αναγκάζονται παρά την θέλησή τους να τίς διαπράξουν.

 
Όλοι όμως αναγνωρίζουμε ότι ο κάθε άνθρωπος ευθύνεται για τίς πράξεις του, επειδή τίς διαπράττει ή τίς αποφεύγει μέ την θέλησή του ύστερα από δική του σκέψη και απόφαση. Σέ αντίθετη περίπτωση θά είχε τό ακαταλόγιστο τών πράξεών του.


Συνεπώς η αναζήτηση και η θεραπεία τών αιτίων τής κρίσεως τού γάμου θά πρέπει να προσανατολισθεί στην προσωπική ευθύνη, δηλαδή στά πάθη και στίς εγγενείς αδυναμίες τών φορέων τού θεσμού. Και επειδή ο καθένας όντως ευθύνεται για τίς πράξεις του, βοήθεια χρειάζονται οι σύζυγοι και μάλιστα την Ποιμαντική βοήθεια τής Εκκλησίας. Αλλά για να την λάβουν, θά πρέπει οι ίδιοι να καταλάβουν και να έχουν διάθεση να παραδεχθούν ότι την έχουν αναγκη, ώστε μετά να την αναζητήσουν.


Ακόμη χρειάζεται να κατανοήσουν οι σύζυγοι ότι λόγω τού προπατορικού αμαρτήματος, τής αποκοπής τού ανθρώπου από τον Δημιουργό του, δηλαδή τής αυτοθέωσης, ο ίδιος ο άνθρωπος, η ζωή, η κοινωνία, η φύση έχουν δηλητηριαστεί και νοσούν θανάσιμα.


Ετσι και ο γάμος ως φυσικό ή κοινωνικό μόνον γεγονός, μακριά από τον Θεό είναι ασθενής και αδύνατος από την φύση του, για να σωθεί και να λυτρώσει τον άνθρωπο, να τού χαρίσει ακέραια και ολοκληρωμένη ζωή. Γι αυτό χρειάζεται να περάσει μέσα στην Εκκλησία, την Βασιλεία αυτην τού Θεού, για να μεταμορφωθεί, να γίνει «μυστήριον».


'Οταν γίνει «μυστήριον», μεταθέτει τούς συζύγους και την φυσική τους ένωση, από τον παλαιό, αλύτρωτο και χωρίς Θεό κόσμο τού εγωισμού, τής φθοράς και τού θανατου στον καινούργιο, στον θεανθρώπινο κόσμο τής Βασιλείας τού Θεού, τής αγάπης, τής Εκκλησίας.
Πολλοί όμως κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, φιλόσοφοι και άλλοι επιστήμονες, που εμφορούνται από τό κοσμικό και άθεο κλίμα τής εποχής, διακηρύττουν και προτείνουν αναδιάρθρωση τού γάμου μέ κύρια φροντίδα την «εξασφάλιση» τής φυσιολογικής και ψυχοδιανοητικής αναπτυξης τών παιδιών.

 

Οι κυριότερες από τίς προτάσεις τους είναι:


• η εξασφάλιση ενός γάμου θεμελιωμένου στην αλληλεγγύη και όχι στην ανεξαρτησία τών συζύγων, μέ ιδεώδες την ευχαρίστηση από την ικανοποίηση τών επιθυμιών τού ενός από τον άλλον,


• η μετατροπή τής μνηστείας σέ συμβιωτική ή δοκιμαστικό γάμο μέ δυνατότητα ισόβιας συμβίωσης, η οποία να μπορεί να διαλύεται χωρίς συνέπειες και διατυπώσεις, άν δεν υπάρχουν παιδιά, κάτι που κατά την γνώμη τους προστατεύει την νεότητα από την διαφθορά, την πορνεία, τίς νευρώσεις, τά ναρκωτικά και λοιπά εγκλήματα,


• η απαγόρευση τής τεκνογονίας κατά την περίοδο τής δοκιμασίας και για ένα χρόνο μετά τον γάμο, ώστε να βεβαιωθούν οι συμβιούντες για την αρμονική συμβίωση και να αποφευχθεί η γέννηση νόθων παιδιών, τά διαζύγια και οι σοβαρές συνέπειες στά παιδιά,


• η διάλυση τού γάμου πρίν από την τεκνογονία να γίνεται μέ απλές διατυπώσεις και χωρίς συνέπειες. Μετά όμως την τεκνογονία να απαγορεύεται τό διαζύγιο μέχρι να τελειώσουν τίς σπουδές τους τά παιδιά. Σέ αντίθετη περίπτωση, οι γονείς να τιμωρούνται αυστηρότατα,
η νομική και θρησκευτική γαμική υποχρέωση ισόβιας συμβίωσης δύο ανθρώπων που δεν γνωρίζονται καλά να θεωρείται ως παράνομη,


• τό επίκεντρο τού ενδιαφέροντος να μετατεθεί από την γυναίκα αποκλειστικά στο παιδί, για την δημιουργία μιας καλύτερης ανθρωπότητας,


• να μετριασθεί η σημασία τού γάμου τών άτεκνων συζύγων και να μεγιστοποιηθεί εκείνου μέ παιδιά, αλλά μέ δύο μόνο, για την αποφυγή τού υπερπληθυσμού και τών καταστροφικών συνεπειών του,


• για κάθε διένεξη τών συζύγων μετά την τεκνογονία θά προσφεύγουν σέ ειδικούς σταθμούς τού υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών. Δηλαδή σέ διοικητικούς υπαλλήλους ή επιστήμονες, οι οποίοι ασκούν τό λειτούργημά τους μέ γνώμονα τίς υπαρκτές κοινωνικές ή οικονομικές συνθήκες και απαιτήσεις, χωρίς να προτάσσουν ως κριτήριο τίς συνέπειες τών επιλογών τους για τον ανθρώπινο παράγοντα.


Άν προσέξει κανείς τίς προτάσεις τών ειδικών, θά οδηγηθεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος εξετάζεται μόνο σάν βιολογική οντότητα όπως ένα πρόβατο ή ένα μοσχάρι και όχι ως ψυχοσωματικό όν, ως εικόνα Χριστού, και πώς αγνοείται η διδασκαλία τού Χριστού.


Αυτός είναι ο λόγος που τά εισαγόμενα από την δύση μέτρα, πολλά από τά οποία ισχύουν δυστυχώς και στην δική μας κοινωνία, αποδεικνύονται όλο και περισσότερο αναποτελεσματικά και ανεπαρκή.


Η φυσιολογική εξέλιξη τών παιδιών, έστω και άν η συμπεριφορά τών συζύγων έχει μια αυτόβουλη ή από τό νόμο αναγκαστική επίφαση ευγένειας και καλωσύνης, είναι αδύνατη.

 
Η έλλειψη βαθιάς ανθρωπινής σχέσεως και καρδιακής ενότητας, που κατορθώνεται μόνο εν Χριστώ, πληγώνει ανεπανόρθωτα τίς παιδικές ψυχές, πράγμα που συμβαίνει τόσο συχνα και φαίνεται τόσο καθαρά στίς μέρες μας σέ οικογένειες, όπου οι σύζυγοι ζούν συμβατικά κάτω από την ίδια στέγη. Αυτή είναι μια κατάσταση πολύ δυσάρεστη, αλλά-πρέπει να τονισθεί-χίλιες φορές προτιμότερη από τον χωρισμό. Γιατί στην πρώτη περίπτωση τά παιδιά, που η ελπίδα είναι η ζωή τους, συνεχίζουν να ελπίζουν ότι οι γονείς τους μια μέρα θά αγαπηθούν, άρα να ζούν. Στην δεύτερη όμως περίπτωση, δηλαδή τού διαζυγίου, παύουν να ελπίζουν και ζούν έτσι την πιό απάνθρωπη και βάρβαρη ζωή, εξαιτίας αυτών που τά γέννησαν.


Γι αυτό τον λόγο τά κάθε μορφής προβλήματα τού γάμου και τής οικογενείας θεραπεύονται μόνο στο Θεανθρώπινο Σώμα τού Ιησού Χριστού, στην Εκκλησία, και όχι σέ ψυχολόγους ή άλλους παρεμφερείς «ειδήμονες», που δεν ζούν την κατά Χριστόν ζωή, και ακόμη χειρότερα στην τηλεόραση, η οποία στο όνομα τού κέρδους καταρρακώνει τό ανθρώπινο πρόσωπο και προκαλεί μείζονα προβλήματα.


Η απουσία θεανθρωποκεντρικής ζωής μέσα στην οικογένεια όχι μόνο δεν συντελεί στην ομαλή εξέλιξη τών παιδιών, αλλά είναι η σημαντικώτερη γενεσιουργός αιτία τών κάθε μορφής προβλημάτων τους, που απαρηγόρητα από την χάρι τού Θεού καλούνται να σηκώσουν τό αβάσταχτο φορτίο τής σκληρής και απάνθρωπης ζωής. Τά διαζύγια, τά εγκαταλειμμένα παιδιά και τά συνακόλουθα (ψυχοπάθειες, βία, εγκλήματα, ναρκωτικά κ.λπ.) αυξάνουν από μέρα σέ μέρα και περισσότερο.


Η βασική αιτία τής αποτυχίας τών προσπαθειών τών καλοπροαίρετων κοινωνιολόγων, νομικών και άλλων παραγόντων, για την «αναδιοργάνωση» τού γάμου και την αντιμετώπιση τών οικογενειακών και κοινωνικών προβλημάτων οφείλεται στην λανθασμένη προσέγγιση τού ανθρωπίνου προσώπου.


Η εκκοσμικευμένη αντίληψη τής κοινωνίας μας θεωρεί τον άνθρωπο-όπως προαναφέρθηκε-μέ εγκόσμια, υλική μόνο ζωή και αποστολή, που μέ τον θάνατό του χάνεται όπως και οι άλλες υλικές υπάρξεις, ζώα, πτηνά, ψάρια, φυτά, δένδρα. Γι αυτό πολλοί πιστεύουν ότι οι προϋποθέσεις που μπορούν να εξασφαλίσουν την ευτυχία τους είναι:


• η επιλογή συζύγου μέ εξωτερικά και κυρίως οικονομικά προσόντα,


• η μεγιστοποίηση τού ατομικού συμφέροντος τού ενός διά τού άλλου, που επιτυγχάνεται, όπως τό αντιλαμβάνονται, μέ την αλληλεγγύη και την αβρότητα,


• οι αρμονικές ερωτικές σχέσεις,


• η δεσποτική κυριαρχία ή η δουλική υποταγή τού ενός στον άλλο,


• η αγάπη σάν συναίσθημα, πόθος και ευχαρίστηση που προκαλείται από τον άλλον.


Κάτω από τέτοιες συνθήκες, είναι μάλλον αναπόφευκτη συνέπεια η επιλογή συζύγου να γίνεται σύμφωνα μέ τίς απαιτήσεις τού συρμού, τίς έμφυτες φυσικές παρορμήσεις, τίς φοβίες, τίς ιδιοτελείς επιδιώξεις και υπολογισμούς, αλλά όχι σπάνια και για εκδίκηση ή εγκατάλειψη τής πατρικής οικογενείας.


Γίνεται δηλαδή η επιλογή ανάλογα μέ τίς πραγματικές ή τίς τεχνητά προκαλούμενες ανάγκες και ψυχολογικές αδυναμίες εκείνου που κάνει την επιλογή, αφού πρώτα έχει εκτιμήσει, άν και κατά πόσο μπορεί να αξιοποιήσει τίς δυνατότητες τού άλλου, για την ικανοποίηση τών ατομικών του αδυναμιών, αναγκών και συμφερόντων. Μέ άλλα λόγια, εξωθείται σήμερα ο νέος να εκλέξει ως σύζυγο τό καλύτερο διαθέσιμο «προϊόν στην αγορά».


Αυτή η αντίληψη, μολονότι είναι αχαρακτήριστη, δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου παράξενη στην ατομοκρατούμενη κοινωνία, όπου επικρατεί για τό άτομο τό συμφέρον και για τον πολιτισμό τό πνεύμα τής εμπορικής ανταλλαγής και δοσοληψίας.

 
Στην εποχή μας όπου ο αλτρουϊσμός, η συμπόνια, η συμφιλίωση, η υπακοή, η ταπεινοφροσύνη και η πίστη στον αληθινό Θεό σπανίζουν ή περιφρονούνται, θά αποτελούσε για κάποιον πράξη ευγενή και γενναία, άν επέλεγε σύζυγο για να αφοσιωθεί σέ αυτην, να την φροντίζει και να αγαπά την ίδια και τούς συγγενείς της, χωρίς να αποβλέπει σέ κανένα προσωπικό του όφελος, ούτε ακόμα και στην αναγκη να τον αγαπουν.


Η επιτυχία τού σκοπου και τής αποστολής τού γάμου και τής οικογενείας χωρίς την καρδιακή εν τώ Θεανθρώπω ένωση τών μελών, δίχως την προοπτική αιώνιας ζωής μέ τον Θεάνθρωπο Χριστό και εν Αυτώ είναι μία καθαρή ουτοπία.


Αν η ζωή τού ανθρώπου τελείωνε στον τάφο, άν δηλαδή ο άνθρωπος ήταν μόνο μια βιολογική ύπαρξη, τότε οι μελέτες και τά προγράμματα τών ειδικών θά είχαν πλήρη εφαρμογή και επιτυχία, όπως άλλωστε έχουν άλλες οικονομοτεχνικές μελέτεςγια την βιωσιμότητα κτηνοτροφικών μοναδων και τόσων άλλων εμπορικών και πολεμικών βιομηχανιών. Ούτε θά υπήρχε λόγος να αγωνίζεται κανείς εναντίον τής φιλαυτίας του για να αγαπήσει τούς συνανθρώπους του ή κατά τών άλλων παθών του για να καλυτερέψει την υγεία τής ανύπαρκτης για «τούς υιούς τής απειθείας» ψυχής του.


Ο γάμος δεν μπορεί να είναι υγιής ούτε αρμονικός ούτε σταθερός, όταν οι σύζυγοι βρίσκονται έξω από την Εκκλησία τού Χριστού. Γιατί τότε ως πεπτωκότες νοσούν θανάσιμα, χωρίς να τό συνειδητοποιούν.


Οι κοινωνικές λοιπόν πολιτιστικές και λοιπές αντιλήψεις, που εκάστοτε επικρατούν, επηρεάζουν βεβαίως τον γάμο, την οικογένεια και τον χαρακτήρα τού ανθρώπου, όχι όμως γιατί αυτές καθαυτές έχουν κάποια φυσική εξουσία πάνω του, αλλά γιατί ο ίδιος ο άνθρωπος τίς υιοθετεί και επιθυμεί να ζεί σύμφωνα μέ τό πνεύμα τους. Αρα η ευθύνη τών πράξεων τού καθενός βαρύνει πρωτίστως τον ίδιο και δευτερευόντως την κοινωνία και τον πολιτισμό της.


Αλλά οποιεσδήποτε προσπάθειες και άν καταβάλλει μόνος του κανείς, για να αντισταθεί στίς διαβρωτικές και δηλητηριώδεις κοινωνικές επιδράσεις, αποφέρουν συνήθως πολύ πενιχρά αποτελέσματα. Γι αυτό χρειάζεται μαζί μέ την δική του συμμετοχή στην μυστηριακή, στην ασκητική και λειτουργική ζωή τής Εκκλησίας, την λυτρωτική της βοήθεια, γιατί μόνον η Μία, Αγία Εκκλησία τού Ιησού Χριστού θεραπεύει τά ανθρώπινα πάθη και μόνον αυτή μεταμορφώνει τον γάμο από θεσμό αρρωστημένο σέ υγιή και επωφελή, σέ πραγματικό μυστήριο για την σωτηρία και την θέωση τών συζύγων και τών τέκνων τους.


Γι' αυτό οι φιλότιμες προσπάθειες και επιδιώξεις τών προαναφερθέντων επιστημόνων να προσδιορίσουν αρχές και διατάξεις που θά προστάτευαν κατά την γνώμη τους ασφαλέστερα τον γάμο και την οικογένεια, όπως είναι:

• ο αμοιβαίος σεβασμός, η φιλαλληλία και η αλληλεγγύη,


• η εκτίμηση και πίστη μεταξύ τών συζύγων,


• η κατανόηση και ανεκτικότητα,


• οι ηδονιστικές σαρκικές σχέσεις,


• η τεκνογονία, και


• κατοικία ανεξάρτητη από τούς γονείς,
η έγγαμη συμβίωση συνεχίζει να έχει περισσότερα προβλήματα, οδυνηρότερες θλίψεις και δυσκολότερες καταστάσεις να αντιμετωπίσει.
Πράγματι ο σύγχρονος τρόπος ζωής γίνεται πρόξενος πολλών δυσκολιών και προβληματικών καταστάσεων. Στην ουσία όμως ο πρωτεύων αιτιακός παράγοντας, κατά μία χριστιανική άποψη, που κάνει δυσάρεστη μέχρι και αφόρητη την έγγαμη συμβίωση είναι: η λήθη τού Θεού. Γιατί αυτή έχει ως αποτέλεσμα:


• την αυτοθέωση τής λογικής και την εξαχρείωση τού ανθρώπου ως προσώπου,


• την αυτονομία και την αυτάρκεια,


• την διαφθορά τής αγάπης και την διαστροφή της σέ φιλαυτία,


• τον φόβο τής οδύνης και την επιθυμία τής ηδονής,


• την ασυμφωνία τής γνώμης και την αυτοδικαιωση,


• την προσωπολατρία, την ειδωλοποίηση τών συζύγων και τής οικογενείας,


• την προσήλωση στην ιδιοκτησία όχι μόνον κινητών ή και ακινήτων αλλά και γνώμης, απόψεων, ιδεών, γνώσεων, φίλων μέ σκοπό την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμηση,


• τον φόβο προς τό άλλο φύλο αλλά και απώλειας τών στοιχείων τής ιδιοκτησίας,


• την αποξένωση και την μοναξιά και


• την πλανεμένη πεποίθηση τού κάθε συζύγου ότι φταίει ο άλλος.


Η αλήθεια όμως είναι πώς ο καθένας είναι προσωπικά υπεύθυνος για όσα πράττει, λέγει ή τού συμβαίνουν στον γάμο του. Έτσι ο καθένας θά
πρέπει να στραφεί προς τον εαυτό του και μόνο σέ αυτον, ως υπαίτιου για όλα τά προβλήματα που ανακύπτουν στον γάμο του. Για όλα αυτά ουδόλως και ουδαμώς ευθύνεται ο άλλος αλλά μόνος υπεύθυνος είναι ο ίδιος. Γι' αυτό, για να αγαπάς άλλος τρόπος δεν υπάρχει παρά μόνον αυτός: «να κατηγορείς και να κατακρίνεις πάντοτε τον εαυτό σου».


Αλλά στην ανθρωποκεντρική κοινωνία μας δεν φαίνεται να είναι προσφιλής η αναληψη ευθύνης και μάλιστα για άλλα πρόσωπα ούτε γίνεται ευρύτερα αποδεκτό ότι ο άνθρωπος θά πρέπει να ζεί μέ ταπείνωση και υπακοή μια ευχαριστιακή ζωή να αγαπά χωρίς να περιμένει να αγαπηθεί.

 

Αυτός είναι ο λόγος που οι περισσότεροι σήμερα νοιάζονται πώς να αγαπηθούν από τούς άλλους και όχι πώς να αγαπήσουν αυτοί εκείνους. Προκειμένου δέ να πετύχουν στον σκοπό τους ακολουθούν διάφορους τρόπους, όπως πλουτισμό, κοινωνική θέση, υποκριτική ευγένεια και γλυκύτητα και όλα εκείνα που συνδυάζουν την συμπάθεια μέ την ερωτική έλξη. Θεωρούν ότι η αγάπη είναι τό πιό εύκολο πράγμα και ότι τό δύσκολο είναι να βρεθεί τό κατάλληλο άτομο, για να τούς αγαπήσει.
'Αλλοι διψούν για αγάπη, αλλά οι περισσότεροι αγνοούν ή συγχέουν την γνήσια αγάπη-που είναι σκληρός αγώνας και θείο δώρο-μέ αφηρημένες έννοιες, παρορμήσεις ή αισθήματα. Γι αυτό και αποτυγχάνουν σέ αυτην τόσο συχνα, όσο σέ τίποτα άλλο σέ αυτον τον κόσμο.
Εντούτοις δεν φαίνονται πρόθυμοι να εξετάσουν τούς λόγους τής οδυνηρής αυτής αποτυχίας, αλλά ούτε και μπορούν από μόνοι τους να μάθουν, ότι:


• η αγάπη είναι ελευθερία, τρόπος ζωής, οφειλή και υποχρέωση προς τούς εαυτούς τους και προς τούς άλλους χωρίς δικαιώματα ή οφέλη,


• αυτό μαθαίνεται μέσα στην Εκκλησία ζώντας την ασκητική, την λειτουργική και την μυστηριακή της ζωή,


• η αγάπη δεν είναι συναίσθημα είναι σταυρική ζωή για ταπείνωση, η οποία ελκύει την χάρι τού Παναγίου Πνεύματος που φέρνει στο ανδρόγυνο και στην οικογένεια αληθινή χαρά.



3. Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι όποιος ζεί χωρίς Χριστό και πιστεύει ότι αδικείται, συνήθως γίνεται τυφλό εκτελεστικό όργανο τού μίσους, τού φθόνου, τής εκδίκησης και τών άλλων παθών του μέ βλαπτικές συνέπειες για τον ίδιο και για όσους εξαρτώνται ή σχετίζονται άμεσα μέ αυτόν.


Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι, ακόμη και ευλαβείς χριστιανοί σύζυγοι, όταν συγκρούονται, δεν μπορούν να σκέπτονται τον Θεό. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο ένας προσέχει τά λόγια τού άλλου που πηγάζουν από τά πάθη ή από λογισμούς τού διαβόλου. Τότε ο νούς τους σκοτίζεται από τά πάθη και αντί να σκέπτεται τον Θεό, γίνεται έρμαιο τών παθών. Έτσι η σύγκρουση καθίσταται σχεδόν αναπόφευκτη.


Άν όμως έστω ο ένας σύζυγος, μολονότι «περιλούζεται» από τον άλλον μέ ακατονόμαστες ύβρεις, κατορθώνει να έχει τον νού του στον Θεό, τότε όχι μόνο δεν χάνει την νηφαλιότητά του και την υπομονή του αλλά μέ την γαλήνη του συνήθως ηρεμεί και τον άλλον.


Οι νοσηρές καταστάσεις, που προκαλούνται από τά πάθη, θεραπεύονται μόνο ζώντας ο άνθρωπος την ζωή τής Εκκλησίας. Γιατί έξω από την Εκκλησία βασιλεύει ο ανθρωποκεντρισμός, ενώ μέσα σέ αυτην ο θεανθρωποκεντρισμός. Συνεπώς μπαίνοντας κανείς στην Εκκλησία αποτοξινώνεται από όσα πνευματικά δηλητήρια παίρνει κάθε μέρα έξω στην κοινωνία που ζεί. Γίνεται αποτοξίνωση πνευματική. Έτσι υιοθετεί την αγάπη και τό πνεύμα τής θυσίας, τής υπομονής, τής ταπεινοφροσύνης τού Χριστού. Κέντρο τής ζωής του γίνεται ο Χριστός.
Αυτή η ζωή συνεπάγεται βέβαια σκληρούς αγώνες και πραγματικές θυσίες, δηλαδή Σταυρό, αλλά έτσι μπορεί κανείς να γίνεται λίγο-λίγο μάρτυρας τού Σταυρωθέντος και Αναστάντος Ιησού Χριστού και να ζεί την αληθινή χαρά. Να κατανοεί και να συμπονεί τον άλλον.
 

4. Άν δεν αποκτήσουμε επίγνωση:


• ότι βρισκόμαστε σέ πτώση,


• πώς εκπέσαμε από «τής δόξης τού Θεού»,


• ότι ο άνθρωπος και τά «περί τον άνθρωπον» μπορούν να κατανοηθούν και να θεραπευθούν ξεκινώντας μόνον από τον Θεό και μέ κέντρο τον Θεάνθρωπο, και


• πώς τά πάθη μας μπορούμε να τά μεταμορφώσουμε σέ αρετές και να αποκτήσουμε βεβαία πίστη και πραγματική αγάπη μόνο μέ την βοήθεια τού Θεού,
θά οδηγούμεθα σέ πλανεμένες αντιλήψεις και εσφαλμένες λύσεις.

 

5. Ο άνθρωπος πλάσθηκε ελεύθερος όχι για να κάνει «ό,τι τού κατέβει»-πράγμα που και αυτό μπορεί να κάνει-αλλά για να μάθει να αγαπά, χωρίς ποτέ να προσδοκά να αγαπηθεί. Γιατί όσο περισσότερο η αγάπη αποσπάται από τό «συμφέρον», τόσο περισσότερο καθορίζεται από τό πνεύμα τής αυταπάρνησης, τής θυσίας και τής ελευθερίας.


Εκείνος που αγαπά μέ αυτό τό πνεύμα, στην πράξη έχει καταργήσει κάθε περιορισμό είναι πράγματι ελεύθερος και αληθινός και μπαίνει στην καθολική διάσταση. Ανήκει όντας ελεύθερος σέ όλους και πολύ περισσότερο στην σύζυγό του χωρίς να θέλει, ούτε κάν να σκέπτεται, να ανήκει αυτή σέ αυτον.


Για να ενωθεί όμως κανείς και να ανήκει σέ όλους χρειάζεται να μεταμορφώσει τά πάθη του, ώστε να μπορέσει να ταυτίσει τό θέλημά του μέ εκείνο τού Θεού. Άν τό κατορθώσει, ακόμη και όταν προσπαθεί να τό πετύχει, διαπιστώνει ότι ευρίσκεται σέ αγαστή σύμπνοια, σέ συμφιλίωση και σέ ομοφροσύνη μέ όλους τούς άλλους ανθρώπους που έχουν κατορθώσει ή που προσπαθούν τό ίδιο μέ αυτον. Και όλοι μαζί είναι ενωμένοι μέ τον Σωτήρα Χριστό. Είναι ο ένας για τον άλλον και ο ένας μέσα στον άλλον. Ετσι μόνο μπορούν να ανήκουν στον Θεό. Διαφορετικά ο άνθρωπος αδυνατεί να κατανοήσει τον προορισμό του και εν προκειμένω τον σκοπό τού γάμου να είναι ο ένας μέσα στον άλλον να είναι ένα ανδρόγυνο: «ό ο Θεός συνέζευξεν».


Αντίθετα, ο χωρισμός τού ανθρώπου από τον Θεό τού προξενεί αυτοστιγμεί μια ρωγμή στην ψυχή του. Ενα ξένο στοιχείο εισέρχεται στίς σχέσεις όλων η διάσπαση. Η αμοιβαία οικειότητα χάνεται και ο ένας προσπαθεί μάταια να συναντήσει, να ενωθεί μέ τον άλλον.


Ετσι προκύπτει ότι η διάσπαση τού ανδρογύνου σέ άνδρα και σέ γυναίκα είναι πρωτίστως πρόβλημα πνευματικής πτώσεως και δευτερευόντως φυσικής αντιπαλότητας ή ψυχολογίας. Γι αυτό ο Απόστολος Παύλος λέει: «ούτε γυνή χωρίς ανδρός ούτε ανήρ χωρίς γυναικός εν Κυρίω».
Η εκ νέου ολοκλήρωση τού ανδρογύνου βρίσκεται στο μυστήριο τού γάμου. Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει αυτό τό μυστήριο ανάλογα μέ τον βαθμό τής πνευματικότητός του.
Στην αληθινή ορθόδοξη χριστιανική οικογένεια δεν βασιλεύει αυταρχικά ο άνδρας ή η γυναίκα, αλλά ο Χριστός, ο οποίος εξαγιάζει τά ανθρώπινα, ενώνει τούς συζύγους και εξασφαλίζει στίς αδυναμίες τους νίκη και σωφροσύνη. Επειδή και οι δύο επιθυμούν και αγωνίζονται να εφαρμόσουν στην ζωή τους τίς εντολές τού Χριστού και όχι να κάνει ο καθένας τους τό δικό του θέλημα.


Η αμοιβαιότητα ανάμεσα στον άνδρα και στην γυναίκα βρίσκεται κατ αρχήν στην σχέση τού Χριστού και τής Εκκλησίας Του. Γι αυτό οφείλουμε να αναζητήσουμε την μόνη αληθινή λύση τών ανθρωπίνων σχέσεων μέσα στο κλίμα τών σχέσεων τού Χριστού μέ την Εκκλησία Του. Μόνο μέσα από αυτές τίς σχέσεις είναι δυνατό να χειραγωγηθούν και να αναπτύξουν σωστές σχέσεις ο ένας μέ τον άλλο και οι δύο μέ τά παιδιά τους. Η υλοποίηση όμως αυτή συνιστά έργο ολόκληρης ζωής και μόνο διαδοχικά μπορεί κανείς να τό προσεγγίζει.

 

6. Οι σύζυγοι που συγκρούονται μεταξύ τους, που κάνουν τον βίο τους αβίωτο και πιστεύουν ότι μόνον ένα διαζύγιο θά τούς λυτρώσει από τά βάσανα και, πώς ένας δεύτερος γάμος μέ ένα καλύτερο πρόσωπο θά τούς βοηθήσει, να βρούν καταφύγιο και παρηγοριά, να έχουν ειρήνη, ομόνοια, αλληλοκατανόηση, πλανώνται οικτρά, αφού φορέας τής ασθένειας είναι ο καθένας μόνος του και όχι, κατά την πλανεμένη αντίληψη, ο άλλος.
Εφόσον κουβαλάμε τά πάθη μας και ζούμε για αυτά, όπου και να πάμε, μέ όποιον και να συζήσουμε, όσες φορές και άν παντρευτούμε τίποτα δεν θά κερδίσουμε, αλλά θά κάνουμε τά ίδια και θά υποφέρουμε δεινότερη δυστυχία.
Εκείνο πάλι που απωθεί τούς συζύγους, σάν την μαγνητική δύναμη τούς αντίθετους πόλους, είναι όχι μόνο τό μίσος και ο φθόνος αλλά και η εμπαθής αγάπη η εγωϊστική αγάπη. Αυτή εκδηλώνεται αγαπητικά μόνον όταν ο άλλος ανέχεται να χρησιμοποιείται σάν αντικείμενο ιδιοκτησίας και σκεύος ηδονής. Είναι δαιμονική αγάπη. Γι' αυτό-όχι σπάνια-οδηγεί ακόμη και σέ αυτον τον φόνο.


Η ανιδιοτελής όμως αγάπη, η ελεύθερη από τά πάθη μας αγάπη, δεν εξαρτάται ούτε από την συμπεριφορά ούτε από τίς ενέργειες ούτε από τίς πράξεις τού άλλου. Αυτή η αγάπη είναι αγάπη πόνου και θυσίας είναι αγάπη σταυροαναστάσιμη αλλά και ελευθερίας έχει ως θεμέλιο τον Χριστό και αγαπάμε τον ή την σύζυγο και τούς άλλους ανθρώπους, επειδή εμείς θέλουμε να τούς αγαπάμε αλλά και για να δοξάζεται τό Πανάγιο όνομα τού Θεού. Γι' αυτό αυτή η αγάπη ζεί εις τον αιώνα και φέρνει ειρήνη την ειρήνη και την γλυκύτητα τού Χριστού. Άν δεν ήταν έτσι, ο Χριστός δεν θά μάς έδινε εντολή να αγαπάμε ακόμα και τούς εχθρούς μας. Επιπλέον, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, η αγάπη συνδέει τον Θεό και τούς ανθρώπους μέ τον εαυτό της και μέ εκείνον που την έχει.


Έτσι λοιπόν όσοι θέλουν να χωρίσουν, ζητούν τό χωρισμό από φθόνο προς τον ή την σύζυγο, που μέχρι πρίν λίγο διεκήρυτταν πώς τάχα θά θυσίαζαν και αυτην την ζωή τους για αυτον ή για αυτην, αλλά και από άγνοια για τό καλύτερο. Τό καλύτερο είναι τό θέλημα τού Θεού «ό ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μή χωριζέτω» είναι η συν-χώρηση, η υπομονή, η ταπείνωση, η αγάπη, η Βασιλεία τού Θεού. Σταυρός μέν, Ανασταση δέ.
Αντίθετα, τό διαζύγιο παρακάμπτει τον Σταυρό τού Χριστού Είναι όμως και αυτό σταυρός, αλλά σταυρός χωρίς σωτηρία είναι ο σταυρός τού «εξ ευωνύμων» ληστού είναι επικύρωση τής φιλαυτίας τών συζύγων και δρόμος προς την κόλαση, προς την οικογενειακή και κοινωνική συμφορά.
 


7. Αναμφιβόλως εκείνο που μπορεί να βοηθήσει τούς συζύγους είναι πράγματι η αλλαγή. Να αλλάξουν όμως όχι ο ένας τον άλλον μέ κάποιο άλλο πρόσωπο, αλλά ο καθένας την δική του γνώμη και θέληση και τον προσωπικό του τρόπο σκέψεως. Να μετανοήσουν να μεταμορφώσουν μέ την βοήθεια τού Θεού την επάρατη φιλαυτία τους σέ αγάπη προς τον Θεό και προς τούς άλλους, να ταυτίσουν την θέλησή τους μέ τό θέλημα τού Θεού, και να γίνουν πάλι ένα.
Να παραβλέπουν και να συγχωρούν τά λάθη και τίς παραλείψεις τού άλλου, να προσπαθούν να κατανοούν και να συμμετέχουν στην ψυχική του κατάσταση. Να συγχωρούν και να ενδιαφέρονται ο ένας για την σωτηρία τού άλλου. Αριθμητικά όρια για τό πόσες φορές οφείλει κανείς να συγχωρεί τον άλλον δεν υπάρχουν. Γιατί ο Θεός συγχωρεί τά αμαρτήματα τών ανθρώπων μόνον όταν κατά τον ίδιο τρόπο και οι ίδιοι συγχωρούν τά μεταξύ τους παραπτώματα.
 

8. Φυσικά για τούς περισσότερους είναι πράγματα υπερβολικά δύσκολα, άν όχι αδύνατα, αλλά μέσα στην Εκκλησία μέ μετάνοια, εξομολόγηση, θεία Κοινωνία όλα αλλάζουν μέ πολλούς κόπους και θλίψεις, μέ μεγάλη υπομονή, αλλά πάντοτε μέ επιτυχία.
Οσοι δεν γεύτηκαν τούς καρπους τής μετανοίας δεν μπορούν να καταλάβουν την γλυκύτητα τής θείας χάριτος και την παρηγοριά τού Παναγίου Πνεύματος. Γι αυτό καταγίνονται μέ επίγειες και ανθρώπινες μικροχαρές, οι οποίες στο βάθος κρύβουν οδύνη, λύπη και μοναξιά.
Όσοι όμως γεύτηκαν μέσα από την μετάνοια τίς δωρεές τού Θεού, την ανακούφιση, την παρηγοριά, την ηδύτητα, τό χαροποιό πένθος και την απαλλαγή από τίς ενοχές, αυτοί καταλαβαίνουν τό νόημα και την πραγματική χαρά τής πνευματικής ζωής.
Ο άνθρωπος, όταν αγαπά αληθινα, δονείται σέ ολόκληρο τό είναι του και ωθείται μέ ισχυρή ωστική δύναμη προς τό πρόσωπο που αγαπά, μέ τό οποίο γίνεται ένα, αλλά ταυτοχρόνως διατηρεί την μοναδικότητα και ακεραιότητα τού εαυτού του, ενώ η αγάπη του δεν περιορίζεται μόνο σέ αυτό τό πρόσωπο. Μέσω αυτού ενώνεται μέ ολόκληρο τον κόσμο.
Γι' αυτό και δεν μπορεί κανείς να διαρρήξει τά δεσμά αυτής τής αγάπης, αφού ενώνει, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, και εκείνους που τούς χωρίζουν οι ωκεανοί.
 

9. Ο άνδρας και η γυναίκα προκειμένου να παντρευτούν αρχίζουν ένα ταξίδι αφήνουν την πατρική τους οικογένεια αφήνουν αληθινά την ζωή τους σέ αυτον τον παρόντα και συγκεκριμένο κόσμο και συντελείται κιόλας μια πράξη μυστηριακή, μια πράξη που είναι προϋπόθεση οποιουδήποτε άλλου πράγματος που θά ακολουθήσει. Ήσαν πρόσωπα χωριστά και τώρα κλήθηκαν να γίνουν κάτι περισσότερο από εκείνο που ήσαν: μια νέα ζωή, να ενωθούν «εις σάρκα μίαν», να γίνουν μια μικρή εκκλησία, όπως θεόπνευστα διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες τής Εκκλησίας, και τό πλήρωμα τής μεγάλης Εκκλησίας, και αυτό σημαίνει να ενωθούν μέ τον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Χριστό.
Ο γάμος λοιπόν αρχίζει σάν ένας πραγματικός χωρισμός από τον κόσμο, γιατί δεν πρέπει να μάς διαφεύγει ότι ο Χριστός είναι «ουκ εκ τού κόσμου τούτου» και πώς μετά την Αναστασή του δεν Τον αναγνώρισαν ούτε οι μαθητές Του. Ο Λουκάς και ο Κλεόπας καθώς πήγαιναν στούς Εμμαούς, τούς πλησίασε ο ίδιος ο Ιησούς και βάδιζε μαζί τους. Δεν Τον εγνώρισαν μέχρι που κάθισε μαζί τους για φαγητό, πήρε τό ψωμί, τό ευλόγησε και αφού τό έκοψε σέ κομμάτια, τούς έδωσε. Ανοίχτηκαν τότε τά μάτια τους και κατάλαβαν ποιός είναι.
Οι ασκούμενοι στην ταπείνωση σύζυγοι μέ πολλή υπομονή σηκώνουν τον σταυρό στην ζωή τους-και όχι μόνο τον δικό τους, αλλά και τού ή τής συζύγου τους-έστω μέ αδυναμίες και ατέλειες, οι οποίες ημέρα μέ την ημέρα εξαλείφονται, και στην θέση τους εντυπώνονται τά σταυρικά τής αγάπης «στίγματα τού Ιησού» στο σώμα και στην ψυχή τους. Είναι οι γυναίκες και οι άνδρες που πασχίζουν να αγαπουν πραγματικά, να κατανοούν τον ή την σύζυγό τους μέ τίς αμαρτίες και τίς αδυναμίες που έχει, να τον ή την αποδέχονται όπως είναι, ακόμη και όταν δεν τό αξίζει, μιμούμενοι τον Χριστό που τούς αγάπησε χωρίς να τό αξίζουν.
 

10. Στον γάμο οι αγωνιζόμενοι και ταπεινοί χριστιανοί σύζυγοι δεν συνηθίζουν ο ένας τον άλλον, ώστε αυτή η συνήθεια να τούς απωθεί (όπως συμβαίνει στούς εκτός Εκκλησίας πεπτωκότες συζύγους), αλλά μέσα από τούς αγώνες, τίς θυσίες, τίς δοκιμασίες ωριμάζουν όσο περναει ο καιρός. Ανακαλύπτουν ο ένας στον άλλον κάθε μέρα και κάτι τό νέο. Ομοιάζει, θά έλεγε κανείς, μέ τό ηλιοβασίλεμα ή την ανατολή τού ηλίου, που ενώ επαναλαμβάνονται κάθε μέρα, δεν χορταίνονται. Γιατί μαθαίνουν οι ταπεινοί και μετανοούντες σύζυγοι να ξεπερνούν τον εγωϊσμό τους· τό «εγώ» και τό «εσύ» γίνονται «εμείς» και επιτυγχάνουν έτσι μεγαλύτερες βαθμίδες αγάπης, η οποία δεν είναι μόνο σαρκική, αλλά είναι και πνευματική. Αισθάνονται αυτήν την αγάπη να επεκτείνεται προς τά παιδιά στην αρχή που θα γεννηθούν, και μετά να βγαίνει σιγά-σιγά από την οικογένεια και να αγκαλιάζει τούς συγγενείς, τούς φίλους και όλο τον κόσμο.
Χρειάζεται όμως να προσέχουμε. Γιατί η αγάπη τής οικογενείας-και αυτή ακόμη!-μπορεί να έχει ένα εγωκεντρισμό, να αγαπάμε δηλαδή μόνον όσους κλείνουν οι τέσσερεις τοίχοι τού σπιτιού μας. Αυτό είναι μια δαιμονική αγάπη.
Οι χριστιανοί σύζυγοι αγαπάμε τον σύντροφο τής ζωής μας, αγαπάμε τα παιδιά μας, για να μπορούμε μετά να αγαπήσουμε όλο τον κόσμο. Άρα η αγάπη αρχίζει από την οικογένεια, αλλά δεν τελειώνει στην οικογένεια, πρέπει να είναι καθολική αγάπη για όλους τούς ανθρώπους. Η οικογένεια υπάρχει για να είναι γέφυρα που μάς οδηγεί στην αγάπη προς τον Θεό και προς όλους τούς ανθρώπους.
 

11. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό κατ εικόνα Του με σώμα ορατό και ψυχή αόρατη. Ο σκοπός του είναι να γίνει κατά χάριν θεός, να εξομοιωθεί με τον Πλάστη του. Κατά συνέπεια κάθε ενέργεια, σκέψη και πράξη τού ανθρώπου πρέπει να αποβλέπει στην θέωση.
Εν προκειμένω λοιπόν, όταν ένας άνδρας ή μια γυναίκα αποφασίζει να εκλέξει σύζυγο, οφείλει να βρει σύντροφο που να μπορούν να βοηθούν ο ένας τον άλλον πρωτίστως στην πνευματική προκοπή, στον αγιασμό και στην θέωση και δευτερευόντως στα βιοτικά.
Γι αυτό, όταν εξετάζεις και ζητείς σύζυγο, να αναζητείς πρόσωπο που έχει, όπως και εσύ, ευλάβεια τής ψυχής, φιλόξενη διάθεση, επιείκεια, αληθινή σύνεση και τον φόβο τού Θεού, άν θέλεις να ζεις με αληθινή χαρά.
 

12. Το μυστήριο τού γάμου αρχίζει με το: «Ευλογημένη η Βασιλεία τού Πατρός και τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τούς αιώνας των αιώνων. Αμήν». Από την αρχή δηλώνεται ο προορισμός: πορευόμαστε αληθινά προς την Βασιλεία την ανακηρύττουμε σκοπό για ολόκληρη την ζωή μας. «Ευλογημένη» σημαίνει να αποδέχεσαι μέ αγάπη και να πορεύεσαι προς εκείνο που αγαπάς και αποδέχεσαι. Το «Αμήν» δηλώνει καθαρά πώς η πορεία των νεονύμφων προς τον Θεό έχει ήδη αρχίσει, προηγουμένου τού Χριστού και τού Ευαγγελίου.
Εννοείται όμως ότι για να συνεχίσουν οι σύζυγοι την πορεία τους προς τον Θεό, χρειάζεται συνεχώς να ξεπερνούν τον παλαιό άνθρωπο που κρύβουν μέσα τους, να σταυρώνουν τον εγωισμό και τα πάθη τους και να αποκτούν την αγία αρετή τής ταπεινοφροσύνης, για να προσφέρουν ο καθένας τους τον εαυτό του στον σύντροφο τής ζωής του.
Από την άποψη αυτή ο γάμος είναι μία συμμετοχή στον θάνατο και στην Ανάσταση τού Χριστού. Αυτό είναι πολύ δύσκολο είναι είδος μαρτυρίου. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ακολουθία τού γάμου ψάλετε τό «Άγιοι Μάρτυρες, οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες...» είναι ένας συνεχής και σκληρός αγώνας για την κατάκτηση μέ την χάρι τού Θεού τής αγιότητας.
Έτσι όμως μπορεί ο άνδρας να δέχεται την γυναίκα και η γυναίκα τον άνδρα, τα υλικά πράγματα, τον εαυτό τους ως δώρα τού Θεού και ευχαριστώντας τον Θεό να τα επαναπροσφέρουν πάλι στον Θεό και Πατέρα τους ως θυσία να ζουν θεοκεντρικά να έχουν ως κέντρο τής ζωής τους τον Θεό να δέχονται τα πάντα ως δώρα τού Θεού και όλα να τα αντιπροσφέρουν μέ ευχαριστία στον Θεό ως δώρα δικά Του «τα σά εκ τών σών». Να ζούν την σταυρική και την ευχαριστιακή ζωή στην χαρά τής Αναστάσεως.
Τότε θά αξιωθούν σέ αυτήν την πρόσκαιρη ζωή τους οι σύζυγοι να συνοδοιπορούν μέ τον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Κύριο, όπως οι άγιοι Μαθητές Του Λουκάς και Κλεόπας τό εσπέρας τής Κυριακής τού Πάσχα, οι οποίοι πορεύονταν από την Ιερουσαλήμ προς τούς Εμμαούς.
Συνοδοιπορούντες δέ οι γονείς και τα παιδιά τους σέ τούτη την ζωή μέ τον Κύριο τής Δόξης θά έχουν την ευλογία να συνομιλούν μαζί Του μέ την προσευχή, και τό σπουδαιότερο, θά διανοίγονται οι πνευματικοί οφθαλμοί τους για να τον αναγνωρίζουν «στον τεμαχισμό τού Αρτου», δηλαδή κατά την Θεία Ευχαριστία. Και όταν τούς κυκλώνουν τα νέφη τών δοκιμασιών και όλα γύρω τους είναι σκοτεινα, θά μπορούν να τού πουν, όπως οι δύο Μαθητές Του, «Κύριε, μείνε μαζί μας, γιατί βράδιασε και η ημέρα ήδη τελειώνει».
 

13. Καταβλήθηκε μέγιστη προσπάθεια να φανεί στο μέτρο τού δυνατού η αναγκη εξυγίανσης και εξαγιασμού τού γάμου μέσα από την Εκκλησία. Αλλά και ότι χρειάζεται η αγωνία και ο προσωπικός σκληρός αγώνας τού καθενός εναντίον των παθών του και ποτέ κατά τού άλλου συζύγου. Ακόμη πώς τα προβλήματα τού γάμου και η λύση τους βρίσκονται στην καρδιά τού καθενός μας. Αλλά και οι αρετές δεν βρίσκονται κάπου έξω από τον άνθρωπο, υπάρχουν στην καρδιά του και για να φανούν χρειάζεται να καθαρθεί η καρδιά από την κακία που τις σκεπάζει. Επίσης, ότι ο άλλος δεν είναι εχθρός, δεν είναι ξένος είναι ευεργέτης, φίλος, αδελφός, σύζυγος, παιδί μας και πώς όλοι μαζί μπορούμε να γίνουμε φίλοι και αδελφοί Εκείνου που σταυρώσαμε και ενταφιάσαμε Εκείνου που μάς χαρίζει, αν θέλουμε, άφεση των αμαρτιών μας και Ανάσταση ζωής.
Κοντολογίς αυτή η εργασία έγινε για να φανεί ότι:


• ο γάμος είναι δώρο τού Θεού προς τον άνδρα και την γυναίκα για να πορευθούν μέσα από την άσκηση και με τα Άγια Μυστήρια τής Εκκλησίας στην Βασιλεία των ουρανών,


• ως φυσικό όμως και κοινωνικό γεγονός ανήκει στον πεσόντα κόσμο που υπάρχει εκτός τής Εκκλησίας,


• ένας τέτοιος γάμος είναι αδύνατος να λυτρώσει τον άνθρωπο και να τού χαρίσει ακεραία και ολοκληρωμένη ζωή, και


• η οικογένεια που δεν οδηγεί τα μέλη της στην ολοκλήρωση, τα κατευθύνει στην αλλοτρίωση,


• είναι αναγκαια η στροφή τού ανθρώπου προς τον εαυτό του και μόνο σε αυτον, ως υπαίτιου για όλα τα προβλήματα που ανακύπτουν στον γάμο ο καθένας είναι προσωπικά υπεύθυνος για τις πράξεις του,


• ο γάμος ως πεπτωκώς έχει αρρωστήσει θανάσιμα και χρειάζεται να μεταμορφωθεί από θεσμός αρρωστημένος σε υγιή και επωφελή να περάσει μέσα στην Εκκλησία να γίνει «μυστήριο» για την σωτηρία και την θέωση των συζύγων και των τέκνων τους,


• ο εξαγιασμός τού γάμου είναι έργο σταυρικής ζωής των συζύγων για ταπείνωση και μετάνοια, για μεταμόρφωση τής φιλαυτίας τους σε αληθινή αγάπη είναι προ πάντων δώρο τής χάριτος τού Αγίου Πνεύματος.

Τώρα είμαι πρόθυμος να ακούσω τις ερωτήσεις και τις κρίσεις σας, για τις οποίες σάς υπόσχομαι ότι θα είμαι ευγνώμων. Σάς ευχαριστώ.

 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου