Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ (ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)


 




ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (1-44)


1 Ἦν δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς.

2 ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει.

3 ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ.

4 ἀκούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ' ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι' αὐτῆς.

5 ἠγάπα δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον.

6 ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας·

7 ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν πάλιν.

8 λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· ραββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ ᾿Ιουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ;

9 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει·

10 ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ.

11 ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω αὐτόν.

12 εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται.

13 εἰρήκει δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει.

14 τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς παρρησίᾳ· Λάζαρος ἀπέθανε,

15 καὶ χαίρω δι' ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ

16 εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ' αὐτοῦ.

17 ᾿Ελθὼν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ.

18 ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν ῾Ιεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε,

19 καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν.

20 ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο.

21 εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει.

22 ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός.

23 λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου.

24 λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.

25 εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή.

26 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο;

27 λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος.

28 καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ εἰποῦσα· ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σε.

29 ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν.

30 οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ' ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα.

31 οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι οἱ ὄντες μετ' αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ.

32 ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός.

33 ᾿Ιησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ ᾿Ιουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν,

34 καὶ εἶπε· ποῦ τεθείκατε αὐτόν;

35 λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς.

36 ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν·

37 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ;

38 ᾿Ιησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ.

39 λέγει ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι.

40 λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ;

41 ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου.

42 ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας.

43 καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω.

44 καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν.
 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 



1 Ήταν τότε κάποιος που ασθενούσε, ο Λάζαρος από τη Βηθανία, από το χωριό της Μαρίας και της Μάρθας της αδελφής της.

2 Και ήταν η Μαρία εκείνη που άλειψε τον Κύριο με μύρο και σκούπισε τα πόδια του με τα μαλλιά της, της οποίας ο αδελφός της ο Λάζαρος ασθενούσε.

3 Απέστειλαν ανθρώπους, λοιπόν, οι αδελφές προς αυτόν και έλεγαν: «Κύριε, δες, αυτός που αγαπάς ασθενεί».

4 Όταν το άκουσε τότε ο Ιησούς, είπε: «Αυτή η ασθένεια δεν είναι για θάνατο, αλλά για τη δόξα του Θεού, για να δοξασθεί ο Υιός του Θεού μέσω αυτής».

5 Μάλιστα ο Ιησούς αγαπούσε τη Μάρθα και την αδελφή της και το Λάζαρο.

6 Μόλις λοιπόν άκουσε ότι ασθενεί, τότε έμεινε στον τόπο όπου ήταν δύο ημέρες.

7 Έπειτα, μετά από αυτό, λέει στους μαθητές: «Ας πηγαίνουμε στην Ιουδαία πάλι».

8 Του λένε οι μαθητές: «Ραβί, τώρα ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν οι Ιουδαίοι, και πάλι πηγαίνεις εκεί;»

9 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Δεν είναι δώδεκα οι ώρες της ημέρας; Αν κάποιος περπατά την ημέρα, δε σκοντάφτει, γιατί το φως του κόσμου τούτου βλέπει.

10 Αν όμως κάποιος περπατά τη νύχτα, σκοντάφτει, γιατί το φως δεν είναι με αυτόν».

11 Αυτά είπε, και μετά από αυτό τους λέει: «Ο Λάζαρος ο φίλος μας έχει κοιμηθεί, αλλά πορεύομαι για να τον ξυπνήσω».

12 Του είπαν λοιπόν οι μαθητές: «Κύριε, αν έχει κοιμηθεί, θα σωθεί».

13 Ο Ιησούς όμως είχε μιλήσει για το θάνατό του. Ενώ εκείνοι νόμισαν ότι μιλάει για την κοίμηση του ύπνου.

14 Τότε λοιπόν τους είπε ο Ιησούς καθαρά: «Ο Λάζαρος πέθανε,

15 και χαίρομαι για σας, για να πιστέψετε, επειδή δεν ήμουν εκεί. Αλλά ας πηγαίνουμε προς αυτόν».

16 Είπε τότε ο Θωμάς, ο λεγόμενος Δίδυμος, στους συμμαθητές του: «Ας πηγαίνουμε κι εμείς να πεθάνουμε μαζί του».

17 Όταν ήρθε λοιπόν ο Ιησούς, τον βρήκε ήδη τέσσερις ημέρες να είναι στο μνήμα.

18 Και η Βηθανία ήταν κοντά στα Ιεροσόλυμα σε απόσταση μικρότερη από τρία χιλιόμετρα.

19 Και πολλοί από τους Ιουδαίους είχαν έρθει προς τη Μάρθα και τη Μαρία, για να τις παρηγορήσουν για τον αδελφό τους.

20 Η Μάρθα, λοιπόν, μόλις άκουσε ότι ο Ιησούς έρχεται, τον προϋπάντησε. Και η Μαρία καθόταν μέσα στον οίκο.

21 Είπε τότε η Μάρθα προς τον Ιησού: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δε θα πέθαινε ο αδελφός μου.

22 Αλλά και τώρα ξέρω ότι όσα ζητήσεις από το Θεό, θα σου τα δώσει ο Θεός».

23 Της λέει ο Ιησούς: «Θα αναστηθεί ο αδελφός σου».

24 Του λέει η Μάρθα: «Ξέρω ότι θα αναστηθεί κατά την ανάσταση, την έσχατη ημέρα».

25 Της είπε ο Ιησούς: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πιστεύει σ’ εμένα κι αν πεθάνει θα ζήσει,

26 και καθένας που ζει και πιστεύει σ’ εμένα δε θα πεθάνει στον αιώνα. Το πιστεύεις αυτό;»

27 Του λέει: «Ναι, Κύριε. Εγώ έχω πιστέψει ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο ερχόμενος στον κόσμο».

28 Και όταν είπε αυτό, έφυγε και φώναξε τη Μαρία την αδελφή της κρυφά και της είπε: «Ο δάσκαλος είναι εδώ και σε φωνάζει».

29 Εκείνη τότε, μόλις το άκουσε, σηκώθηκε γρήγορα και ερχόταν προς αυτόν.

30 Ακόμα, λοιπόν, ο Ιησούς δεν είχε έρθει στο χωριό, αλλά ήταν ακόμα στον τόπο όπου τον προϋπάντησε η Μάρθα.

31 Οι Ιουδαίοι, τότε, που ήταν μαζί της στην οικία και την παρηγορούσαν, όταν είδαν τη Μαρία ότι γρήγορα σηκώθηκε και εξήλθε, την ακολούθησαν, επειδή νόμισαν ότι πηγαίνει στο μνήμα, για να κλάψει εκεί.

32 Η Μαρία, λοιπόν, μόλις ήρθε εκεί όπου ήταν ο Ιησούς, όταν τον είδε, έπεσε μπροστά στα πόδια του και του λέει: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δε θα μου πέθαινε ο αδελφός».

33 Ο Ιησούς, τότε, καθώς την είδε να κλαίει και τους Ιουδαίους που ήρθαν μαζί της να κλαίνε, αναστέναξε στο πνεύμα του και ταράχτηκε

34 και είπε: «Πού τον έχετε θέσει;» Του λένε: «Κύριε, έλα και δες».

35 Δάκρυσε ο Ιησούς.

36 Έλεγαν λοιπόν οι Ιουδαίοι: «Δες πώς τον αγαπούσε».

37 Μερικοί όμως από αυτούς είπαν: «Δεν μπορούσε αυτός, που άνοιξε τα μάτια του τυφλού, να κάνει ώστε και αυτός να μην πεθάνει;»

38 Ο Ιησούς, λοιπόν, πάλι αφού αναστέναξε μέσα του, έρχεται στο μνήμα. Και εκείνο ήταν σπήλαιο, και ένας λίθος βρισκόταν πάνω του στην είσοδο.

39 Λέει ο Ιησούς: «Σηκώστε το λίθο». Του λέει η αδελφή του πεθαμένου, η Μάρθα: «Κύριε, ήδη μυρίζει, γιατί είναι η τέταρτη ημέρα που πέθανε».

40 Της λέει ο Ιησούς: «Δε σου είπα ότι, αν πιστέψεις, θα δεις τη δόξα του Θεού;»

41 Σήκωσαν λοιπόν το λίθο. Τότε ο Ιησούς σήκωσε τους οφθαλμούς του πάνω και είπε: «Πατέρα, σε ευχαριστώ γιατί με άκουσες.

42 Εγώ βέβαια ήξερα ότι πάντα με ακούς, αλλά για το πλήθος που έχει σταθεί γύρω το είπα, για να πιστέψουν ότι εσύ με απέστειλες».

43 Και αφού είπε αυτά, με μεγάλη φωνή κραύγασε: «Λάζαρε, βγες έξω».

44 Εξήλθε τότε ο πεθαμένος, έχοντας δεμένα τα πόδια του και τα χέρια του με επιδέσμους, και το πρόσωπό του ήταν περιδεμένο με μαντίλι. Τους λέει ο Ιησούς: «Λύστε τον και αφήστε τον να φύγει».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου