Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΔΙΗΓΗΣΗ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥ 1821 - ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ / ΤΣΑΜΑΔΟΣ (ΔΙΑΛΟΓΟΣ)

 



ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ - ΤΖΑΜΑΔΟΣ *

(Διάλογος) [Νικηταρᾶς:]




- Ὅποτε θέλει ἂς ἔλθει ὁ θάνατος. Δὲν μὲ μέλλει, δὲν μοῦ κακοφαίνεται ἂν γέροντας νὰ σκοτωθῶ πιασμένος μαλλιὰ μὲ μαλλιὰ μὲ τοὺς ἐχτρούς, ἀλλά, μοῦ κακοφαίνεται νὰ δώσω ἢ νὰ πάρω θάνατο πολεμώντας ὡς ἐχθρὸς μ᾿ ἕναν Ὑδραῖον, μ᾿ ἕναν Κορίνθιον, μ᾿ ἕναν ἀπὸ τὸ Ξηρόμερο ἢ ἀπὸ τὴν Μακεδονία. Δὲν εἶναι οἱ Ὑδραῖοι, δὲν εἶναι οἱ Κορίνθιοι ποὺ μοῦ ἐσκότωσαν τὸν πατέρα, τὸν ἀδελφόν, τὸν ἀγαπητόν μου καλύτερα ἀπὸ ἀδελφόν, υἱὸν τοῦ Ζαχαριᾶ.

Τὸ ἄγριο κύμα μᾶς ἔρριξε εἰς τοὺς τόπους σας (1). Ἄλλη φορά πατροκαημένος ἔλεγε ὁ γέροντας (2): «Θανατώσετε ἐμένα ποὺ παλαιός ἐχθρὸς εἶμαι τῆς φυλῆς σας. Ἀλλὰ τὰ παιδιὰ εἶναι ἀθῶα, αὐτὰ ἀναστήθηκαν εἰς τὰ ξένα». Ἐκεῖνοι ἔσφαξαν τὸν πατέρα μου, ἐβλαστημοῦσαν τὸν Ζαχαριᾶ, ποὺ στὰ ζῶντα του μόνον ἀκούοντας τ᾿ ὄνομά του ἔσερναν φωνήν τρομάρας, ἐβίαζαν τὸν ἀδελφόν μου ν᾿ ἀλλάξει τὴν πίστιν του. Ὁ νέος, ὡραῖος σὰν ἡ εὔμορφη αὐγή, τοὺς ἔλεγε: «Θέλω νὰ πάγω ἐκεῖ ποὺ ἐπῆγε ὁ πατέρας μου». Τοῦ ἔκοφταν τὸ κεφάλι καὶ ἔκανε ὁ νέος τὸν σταυρό του, καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα του ἔγινε σταυρός εἰς τὸ χῶμα. (3). Καὶ οἱ ψυχὲς τῶν τριῶν γνωρίζουν ἂν ἐγὼ τοὺς ἐγδίκησα καὶ ἂν ἄγριον μὲ εἶδαν τὰ περιγιάλια τῆς Ζακύνθου, οἱ νύχτες, τὰ φεγγάρια, νὰ περπατῶ ξώφρενα, ἕως ὁποὺ δὲν ἐπληρωνόμουν (4) τὸ ἀθῶο αἷμα. Ἀλλά τί εἶναι ἡ ἐγδίκησις τοῦ πατρός μου (5), ὅταν ὅλο τὸ γένος μου βοᾷ ἐγδίκησιν. Χιλιάδες μύριοι σταυροὶ ἐκυμάτισαν εἰς τὸ αἷμα σὰν ὁ σταυρός τοῦ ἀδελφοῦ μου. Ὤ, πόση χαρὰ δοκίμασα, γέροντα (1), ὅταν μετέπειτα οἱ καιροί, ἡ θεία Πρόνοια, ἡ εὐχὴ τοῦ πατέρα μου, ἔκαμαν νὰ βροντήσει τὸ Ἑλληνικὸ ντουφέκι. Καὶ εἰς τὸ Ἀνεμογδούρι, στὴν Ρίζα τρεῖς χιλιάδες στρατιῶτες Τριπολιτσῶτες, Μυστριῶτες, Νησιῶτες, μ᾿ ἐκήρυξαν στρατηγόν τους. Καὶ ἔλεγα: Πότε οἱ τρεῖς χιλιάδες θὰ γίνουν 300 χιλιάδες καὶ μαζὶ τους ἐγώ, ταπεινότερος ἀπ᾿ ὅλους, νὰ πᾶμε νὰ προσκυνήσουμε τοὺς θείους τόπους τῆς θρησκείας μας, τὴν Ἱερουσαλήμ καὶ τὸν ναὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας; Αὐτοὶ οἱ στοχασμοὶ αἰωνίως εἶναι εἰς τὸν νοῦν μου. Ἦταν ὅταν ἐτζακιζόμουν στὴν Στυλίδα ἢ ὅταν οἱ σημαῖες τοῦ ἐχθροῦ μὲ ἀπόκλεισαν εἰς τὸν Ἅϊ Σώστη σ᾿ ἕναν πύργο μὲ 4 συντρόφους μου, καὶ ὅταν ἐχτυποῦσα, ἔπαιρνα μὲ τὲς πλάκες τὰ παλληκάρια μου διὰ νὰ μὴν πέφτουν στὰ λάφυρα, ἀλλὰ νὰ χυμοῦν στὸν ἐχθρό, κι ὅταν περιφερόμουν ὡς δοῦλος στὸ μοναστήρι, στὶς Καλτεζιὲς νὰ διαδίνω τὸ μυστήριο τῆς Ἑταιρείας, καὶ ὅταν ἐκρουστάλλιασαν τὰ γένεια μου στὴν Ἀράχοβα, καὶ ὅταν στὸ τραπέζι στὸν Ἅι - Γιώργη ἐστήσαμε καταμεσῆς τοῦ τραπεζιοῦ τὸ κεφάλι Μουστάμπεη καὶ Κεχαγιά, καὶ ἐτραγουδήσαμε μὲ τὸν ἀρχηγό Καραϊσκάκη τὰ παλαιὰ τραγούδια καὶ ἐχαιρόμαστε μὲ τὴν παντοχή, πλὴν καὶ ἄλλοι ἐμᾶς θὰ τραγουδίσουν. Μακάριζε ὤ γέροντα, τὸν ἀδελφόν σας. Δὲν ἐχάθηκε ἀλλὰ ζεῖ, πάλι· περίσσια πολεμώντας ἔσβησε τὸ χρέος του πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μὲ τὸ αἷμα του ἐκοινώνησε καὶ ἀπὸ τὰ λημέρια τῶν δικαίων τὸν ἔχομε ἐγὼ κι ἐσὺ εἰς τὸ πρόσταγμα τῆς πατρίδας.

Πηγαίνω, ἀκριβό μου τέκνο, εἰς τὴν Ὕδρα, ἔμαθα καὶ ἐδιδάχθηκα περισσότερο ἀπ᾿ ὅσα παρ᾿ ὅλα ὅσα μοῦ γράφει ὁ Κυβερνήτης (2). Θυμοῦ, ἀκριβό μου τέκνο, ὅτι διὰ ἐμὲ ἀνοίγεται ὁ τάφος, ἀλλὰ τὰ παιδιὰ μου εἶναι εἰς τὸν ἀνθὸ τῆς νεότητας καὶ νὰ εἶσαι πάντοτε φίλος μὲ αὐτά. Παρηγορημένος θὰ κατεβῶ στὸ μνῆμα ἂν στὰ ἄχαρα γηρατειά μου κατόρθωσα νὰ ἀποδιώξω ἀπὸ τοὺς συμπατριώτας μου κινήματα ἐπιζήμια εἰς τὴν δόξα τοῦ νησιοῦ καὶ τοῦ γένους (3).

Διὰ νὰ πλουτισθεῖ ἡ πατρίδα, τὸ βασίλειόν μας, πρέπει νὰ γίνει μεγάλο, καὶ ἡ διχόνοια δὲν εἶναι ὁ ἴσιος δρόμος. Μοῦ εἶπες, γέροντα, ὅτι δὲν νοιώθω τὸν κόσμο. Δὲν τὸ στέργω. Καὶ ἄλλοι μοῦ τὸ εἶπαν, πλὴν ἐγὼ ποτὲ δὲν τὸ ἐπίστευσα.

Δέκα χρονῶν ἤμουν καὶ ἔσερνα ἄρματα μὲ τὸν πατέρα μου. Ἐξενυχτούσαμε στὲς σπηλιές, ἐξημερωνόμαστε στὰ δάση σὰν θηρία. Ἐπέφταμε εἰς τοὺς ἐχθρούς, οἱ Χριστιανοὶ μᾶς εἶχαν παρηγορίαν. Μὲ ἡμᾶς ἦτον τὸ μελλούμενο τοῦ Ἑλληνικοῦ ὀνόματος. Ὅταν ἐμεγάλωσα, οἱ σύντροφοί μου μ᾿ ἐμένα ἐστομώσαμε τὴν λαγκαδιὰ καὶ τὸν βράχο ἀπὸ νικημένα κουφάρια. Δὲν ἤξευρα ἀλήθεια ἄλλα πράγματα, ἀλλ᾿ ἐγνώριζα ἐκεῖνο ποὺ σώζει τὴν πατρίδα. Ἂν αὐτοὶ ποὺ καυχιοῦνται ὅτι ἠξεύρουν νὰ κάμουν τοὺς νόμους, αὐτοὶ θὰ εἶχαν γῆν νὰ καθίσουν, οἶκον νὰ ἀρχηγεύσουν, ἂν τὰ σπαθιὰ μας καὶ τὰ τουφέκια μας δὲν ἤθελε κοιμήσουν εἰς τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου τοὺς παλληκαράδες τῶν ἀλλοφύλων; Μὴ μὲ καταφρονεῖς, λοιπόν, Δημήτρη, πὼς τάχα δὲν γνωρίζω τὰ ἁρμόδια καὶ τὰ πρεπούμενα, διατὶ ἀδικεῖς τὰ χυμένα αἵματα τῶν Ἑλλήνων, χυμένα διὰ τὴν πατρίδα.



[Δημήτρης Τζαμαδός:]



- Μοῦ ἀρέσει ὅπως ὁμιλεῖς ἀγκαλὰ καὶ εἶχα νὰ σοῦ ἀντιλογήσω. Σὰν ἐσὲ ὁμιλοῦσε ὁ ἀδελφός μου ποὺ ἐχάσαμε εἰς τὴν Σφαχτηρία (4). Ἴσως, ἀδελφὲ μου, ἀνοιγοκλειώντας διὰ ὕστερη φορὰ τὰ μάτια σου ἐκοίταζες ποῦ πέφτει ἡ Ὕδρα, αὐτὴ ποὺ εἶχε ἀναστήσει τὰ δοξασμένα σου νιάτα. Σὲ πλάκωνε λύπη, μήνα βάρβαρος ἐχθρὸς τὴν πάταγε. Τὸ καράβι σου ἐγλύτωσε, ἀδελφέ μου, καὶ ἐσὺ δὲν ἐγλύτωσες.

Τέκνο μου, Νικήτα, σοῦ λέγω ὅτι, ὅσοι φρονεῖτε ὡς σ᾿ ἀκούω, ὀλιγοήμερη εἶναι ἡ ζωή σου, καὶ συχνὰ ὁ θάνατός σας γίνεται ζημία χωρὶς κέρδος (5).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου