Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΔΙΗΓΗΣΗ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥ 1821 - ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ / ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ (ΔΙΑΛΟΓΟΣ)





ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΟΛΥΖΩΪΔΗΣ ΚΑΙ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ 

(Διάλογος)




- Δὲν βλέπετε ὁλόγυρα στ᾿ ἀκρογιά[λια] τὲς λογγιὲς τοῦ Τυράννου; Δὲν βλέπε[τε] τὸν στρ.[ατό] τῆς Ρούμ[ελης], τῶν Τζουμέ[ρκων], τῆς Κρήτης, τὸν Χάρ[οντα] ἀνεχόρτα[γον] νὰ πατήσουν διὰ νυχτὸς τὰ σπίτια, νὰ ἀτιμάσουν τὲς θυγατέρες;

- Βάστα τὰ λόγια Ἀλέξανδρε. Δὲν ἐφοβήθημεν τὸν Αἰγύπτιον, ποὺ φοβέριζε νὰ μᾶς κάψει καὶ ὁποὺ τρία χιλιάρμενα τὸν πολέμησαν στοὺς Ναβαρίνους. Τὸ βόλι μας ἐβύθισε συχνὰ εἰς τὰ κύματα σύψυχα κορμιὰ καὶ καράβια, τοὺς παλληκαράδες τῆς Τρίπολης ἢ τοῦ Ἀλιτζεριοῦ. Οἱ γεροντότεροι ἐπιάσθηκαν χέρια μὲ χέρια μὲ τοὺς θαλασσοκράτορας, θρέμματα τοῦ μεγάλου Ὠκεανοῦ, καὶ τὰ πέλαγα τῆς Μασσαλίας φυλάττουν ἐνθύμησιν τῆς ἀνδραγαθίας τῶν πατέρων μας, καὶ θέλεις νὰ μᾶς φοβίσουν αὐτοὶ ποὺ ὀνόμασες; Ἂν τὸ πράγμα ποὺ βούλεσαι νὰ κάμεις εἶναι καλὸ κάμε το.

Ἀφορμὴ γυρεύει ὁ νέος ἀρχηγὸς (1) νὰ σᾶς ἀφανίσει, γιατὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἕλληνες ἐμείνετε (2) ἐνδοξότεροι καὶ γενναιότεροι. Οἱ θησαυροὶ ποὺ ἀπόχτησαν μὲ αἷμα καὶ μὲ φόβους οἱ πρόγονοί σας φύγαν ἀπὸ τὸ νησί σας διὰ τὴν κοινὴν ἐλευθερίαν. Ἡ πειρατεία δὲν ἐμόλυνε ποτὲς τὸ πρόσωπό σας. Ἡ κολακεία δὲν φωλιάζει στὰ χείλη σας. Ὅ,τι ἐστάθηκαν οἱ πατέρες μας, ὅ,τι ἡμεῖς θέλομεν νὰ εἴμεθα ἕως θανάτου εἶναι τῆς μοίρας. Ἂν ἡ ἀτιμία καὶ ἐντροπὴ νὰ καταπλακώσουν τὴν Ὕδρα ἂς φθάσει τόπον εἰς τὲς μετέπειτα γενεές. Ἂν τὸ ἄδικο βασιλεύει εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ εἶσαι ἄξιος νὰ τὸ τοξεύσεις πάρε διὰ μετερίζι τὰ στήθη τῶν Ὑδραίων.

Ἐσεῖς τὸ λέγετε καὶ ἐγὼ τὸ δέχομαι. Ὤ μετάνοια ποὺ ἀμφέβαλα ὅτι δὲν βλέπω ἐμπρὸς μου τοὺς νικητὰς τοῦ Καβοντόρ[ου], τῆς Νικάρι, τῆς Σάμου, τῆς Κάσου, τοὺς τροπαιοφόρους γνωστοὺς εἰς τὰ ἄκρα τοῦ κόσμου. Τὸ θάρρος σας ἀνοίγει τὸν νοῦν μας εἰς νέες ἐλευθερίες. Οἱ ἄλλοι, ἂν μᾶς συνδράμουν, θὰ στήσουμε ἐδῶ ὄχι μόνον τὸ ἐλεύθερο τῆς φωνῆς καὶ τῆς γνώμης, ἀλλά, προσκαλώντας πληρεξουσίους ἀπὸ ὅλα τὰ χριστιανικά χώματα, θὰ ρίξομε τὰ παντοτινά θεμέλια τοῦ νόμου, τῆς τύχης καὶ τῆς εὐτυχίας τῆς πατρίδος.

Ὤ, λαὲ τῆς Ὕδρας, ἐγώ, οἱ νόμοι καὶ ἡ ἐλευθερία ξορισμένοι ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καταφεύγομε εἰς ἐσένα. Νέοι ποὺ ἐκυνηγήσατε τὰ χιλιάρμενα τοῦ ἐχθροῦ εἰς τὰ ἄγρια κύματα τῆς θαλάσσης, κορίτζια γεννημένα ἀπὸ εὐσεβίδισσες μανάδες, γέροντες ποὺ μὲ τὴν παλαιάν σας φρόνησιν δοξάζετε τὸν περιβόητο βράχο ποὺ κατοικεῖτε, μὴν μὲ ἀπαρατήσετε εἰς τὸν κίνδυνο ποὺ τρέχω, μαζὶ μὲ τὴν πατρίδα. Φυλάττοντας ἐμὲ θὰ φυλάξετε τὴν ἐλευθερία καὶ θὰ σώσετε τὴν Ἑλλάδα.

- Ποῖος εἶσαι ἐσύ; Πόθεν ἔρχεσαι; Μοιάζει καὶ ἄλλη φορὰ νὰ σὲ εἴδαμε καὶ νὰ κακοπαθήσαμε μαζὶ διὰ τὴν ποθητήν ἐλευθερίαν.

- Ὅσοι ἀπὸ σᾶς ἀρμενίζοντας ἀπὸ τὴν Μαύρη Θάλασσα εἴδατε τὲς στεριὲς νὰ σμίγουν, εἴδατε καὶ τὰ γονικά μου. Ἐκ νεότητος ἀγάπησα μάθηση καὶ σοφία καὶ ὅταν ἄκουσα τὸ σάλπισμα τῆς Πατρίδος, ποὺ ἐκαλοῦσε τὰ τέκνα της εἰς τοὺς πολέμους, δὲν ὄκνευσα εἰς τὰ ξένα. Ἀλλ᾿ ὅπου δοκιμάζονται οἱ ἀνδρειωμένοι, ἐκεῖ ποὺ παίρνεις ἢ δίνεις θάνατο, κι ἐγὼ ἐκίνησα.

Ξημερώματα τοῦ Χριστοῦ, συστρατιῶτες τῶν ἀρμάτων, εἰπέτε ἂν εἰς ἐκείνους τοὺς δακρύχαρους καιροὺς δὲν ἐφάνηκα ἕνας μὲ τοὺς καλύτερους. Τέλος ποῖος εἶμαι τὸ καράβι τοῦ Τζαμαδοῦ μὲ γνωρίζει.

- Εἶπες ποῖος εἶσαι καὶ μᾶς λύπησες τὴν ψυχή, διατί ἐνθυμηθήκαμε τοὺς ἀδελφούς μας σκοτωμένους εἰς τὰ βουνά, εἰς τὰ πέλαγα, εἰς τὲς στεριές. Μαυροφοροῦν οἱ θυγατέρες τους, τοὺς κλαίουν τὰ σπίτιά τους. Ἡμεῖς δὲν θὰ τοὺς ἰδοῦμεν πλέον, ὅπου, ὅταν ἐβάνονταν εἰς τὴν γραμμήν νὰ πιασθοῦν μὲ τὰ τρίκροτα τοῦ ἐχθροῦ, ὁμοίαζε ἡ θάλασσα νὰ χαίρεται τιμημένη ἀπὸ τὴν ἀνδρεία τους. Ἀλλ᾿ ἐσὺ διὰ ποίαν αἰτίαν ἔρχεσαι πρὸς ἡμᾶς;

- Τὰ αἵματα τῶν ἀδελφῶν μας βρυχίζουν εἰς τὰ αὐτιά μου. Ἐγὼ τοὺς ὀνειρεύομαι εἰς τὰ μεσάνυχτα, εἰς τὸ χάραμα. Χλωμοὺς τοὺς βλέπω, ἀπαρηγόρητους καὶ μοῦ λέγουν ὅτι ἀδικήθηκε ἡ γῆ, ποὺ ἐβράχηκε ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τους.

Δρόμον ἐπίβουλον καὶ ὀλετήριον πατεῖ ὁ νέος ἀρχηγός μας. Ἀξιωματικοί γίνονται σήμερα ἐκεῖνοι ποὺ ποτέ ἡ Πατρίδα δὲν ἐγνώρισε στρατιῶτες. Οἱ φίλοι του, οἱ συγγενεῖς του, οἱ κόλακές του συμβασιλεύουν μὲ αὐτόν. Εἰς ἡμᾶς ἀφήνει τὴν φτώχεια, τὴν πίκρα καὶ τὴν μετάνοια διὰ τὰ δοξασμένα ἔργα. Τί καρτεροῦμε; Νὰ μᾶς πωλήσει εἰς ξένο Βασίλειο, νὰ μᾶς παραδώσει σιδεροδέσμιους καὶ νὰ μιλοῦμε τὰ παράπονά μας εἰς τὰ ἀνήλια πέρατα τοῦ κόσμου.

- Κι ἄλλοι μᾶς εἶπαν αὐτὰ ποὺ λέγεις, ἀλλὰ ὁ Γέρο Δημήτριος (1) μᾶς εἶπε νὰ μὴν δίνομεν ἀκρόασιν, ὅτι πολλὰ δυστυχήματα τοῦ καιροῦ εἶναι ἀνοικονόμητα ἀπὸ τὲς περίστασες, ἄλλοι πάλε τὴν προσωπικήν τους βλάβην θέλουν νὰ τὴν κάμουν βλάβην κοινὴν τοῦ ἔθνους.

- Δὲν λέγω ὅτι ὁ γέρο Δημήτριος δὲν ὁμιλεῖ ἀθῶα, ἀλλὰ τὰ γεράματα καθὼς γονατίζουν τὸ κορμί γονατίζουν καὶ τὸν νοῦν. Ὁ γέρο Δημήτρης ἂς ἐξαλείψει τὴν ἀτιμίαν τῶν Ἑλλήνων, ποὺ ἀπὸ ἀνάγκην νὰ θρέψουν τὰ παιδιά τους πᾶνε καὶ μισθώνουν τὰ νικηφόρα χέρια εἰς τὸν τύραννο τῆς Μήλου. Ἂς μᾶς εἰπεῖ διατί οἱ Ἀϊβαλιές, οἱ Σάμιοι, οἱ φίλεργοι Χῖοι, οἱ Κρητικοί, ἐπέστρεψαν πάλε εἰς τὰ νησία μὲ τὰ ἁλυσοδεμένα γονικά τους. Διατί ὁ Γέροντας δὲν καίει τὰ περιγιάλια, νὰ τοὺς πάρει μὲ τὲς πλάκες, νὰ μὴ φύγουν ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς Ἐλευθερίας!

Διατί, ὦ Ὑδραῖοι, ὁ νέος ἀρχηγὸς δὲν ἐπικυρώνει δὲν γνωρίζει τὰ πλούτη, τοὺς θησαυροὺς ποὺ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ νησί σας καὶ ἔσωσαν τὴν Ἑλλάδα; Ὢ λαὲ τῆς Ὕδρας. Δὲν παραξενεύομαι ἂν ὁ Γερο - Δημήτριος, ἂν ἄλλοι 10 ἢ 12 φρονοῦν τὰ ὅμοια. Ἡ ἡμερότητα τῆς καρδίας, οἱ χρόνοι ἐξηγοῦν πολλά, ἀλλ᾿ ἡ ἀναισθησία τῶν πολλῶν μὲ φέρνει εἰς ἀφροσύνη. Ὢ Ὑδραῖοι, καθὼς δυστυχήσατε, καθὼς σάπηκαν τὰ καράβια σας, ἐχάσατε τὸν νοῦν σας, ἐχάσατε τὴν γενναιοψυχία διὰ τὴν ὁποίαν ἐσταθήκατε ἄλλη φορά περιβόητοι εἰς τὸν κόσμο.

Πολὺ μᾶς ἐλέγχεις, Ἀλέξανδρε. Ἀλλὰ τὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ χέρι μας; Τί νὰ κάμουμε ἐμεῖς ἄν, ὡς λέγεις, ἡ ἀδικία βασιλεύει εἰς τὴν Ἑλλάδα; Ἀπὸ ἐδῶ θὰ εὔγει ἡ ἀστραπὴ ποὺ θὰ κάψει τὸ ἔργον τοῦ τυράννου.

- Πῶς, μὲ τὰ σάπια καράβια ἢ μὲ τὲς χηράδες γυναῖκες;

- Ὄχι, ἀφιερώνοντας λατρεῖες εἰς τὸν πολίτην πλέον.

- Μιλεῖς βαθειὰ καὶ σοφὰ διὰ ἡμᾶς.

- Τρόπος τοῦ λέγειν, πλὴν ἁπλούστατο πράγμα. Ἐνθυμοῦ τοὺς περασμένους καιρούς, ὅταν ἦτον ἐλεύθερον εἰς τὸν καθένα νὰ γράφει, νὰ διασαλπίζει τοὺς στοχασμούς του διὰ τὴν κοινὴν σωτηρίαν. Αὐτὴ ἡ ἐλευθερία μᾶς ἔλειψε σήμερον. Ἐγὼ ἤθελα νὰ στήσω ἐφημερίδα εἰς τὸ Ἀνάπλι, νὰ τὴν ὀνομάσω «Ἀπόλλωνα», ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ, νὰ βλέπει τὰ πάντα, νὰ ἔρχονται οἱ ἀδικημένοι νὰ κλαίονται, νὰ ἔρχεται ἡ χήρα νὰ μοῦ μιλεῖ τὰ παράπονά της, νὰ τὰ γράψω καὶ νὰ τὰ ἀκοῦν οἱ συναγωνιστὲς τοῦ ἀνδρός της, νὰ ἔρχεται τὸ κοράσιο νὰ γυρεύσει τὴν προίκαν της ἀπὸ τὸ Ἔθνος, διατὶ ὀρφάνευε ἀπὸ 3 ἀδελφούς καὶ ἀπὸ γέροντας γονεῖς. Σκοτωμένοι τοῦ Καρπενησιοῦ καὶ τοῦ Καβοντόρο, λαβωμένοι τῆς Ἀράχοβας καὶ τῆς Ἀθήνας, διὰ ἐσᾶς ἀγωνιζόμουν, πλὴν νέα τυραννία εἶναι ὕποπτη καὶ γιὰ δίκαιον. Μὲ διώχνουν ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι, ἐμέ, ἐμὲ τὸν δωτήρα τοῦ νόμου καὶ τοῦ πολιτισμοῦ εἰς τὴν πατρίδα καὶ ἔρχομαι φυγὰς νὰ σώσω τὸν θεὸν εἰς τοὺς βράχους σας.

Ὤ, Ἀλέξανδρε. Κι ἄλλη φορά γράφοντας ἐφημερίδες εἰς τὴν πατρίδα μας, καὶ ἂν ἐννοεῖς τοῦτο νὰ κάμεις μὴν λογιάζεις ἐμπόδιο κανένα. Ὤ, ἁπλοὶ ἄνθρωποι μοιάζει ὅτι εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα ποὺ ἐγεννηθήκατε καὶ δὲν κατέχετε εἰμὴ τὸ βυζὶ τῆς μάνας σας.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου