Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ - Η ΟΡΘΗ ΠΡΟΘΕΣΗ / ΜΑΡΤΥΡΙΚΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ

 




Ἡ ὀρθὴ πρόθεση

(Μνήμη Ἁγίας Ἀγάθης)

Τὴν προαίρεσι τοῦ ἀνθρώπου πάντοτε τὴν ζητεῖ ὁ Θεὸς «μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» (Β´ Κορινθ. 9,7) καὶ παραδίδει «τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πάσιν ἀνθρώποις» (Φιλιπ. 4,5), ποὺ σχεδὸν ἔχει τὸ ἴδιο νόημα. Αὔριο ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν μνήμη τῆς Ἁγίας Ἀγάθης, ἡ ὁποία ἂν καὶ ἦτο μικρὴ κορούλα, ὁ τρόπος ὅμως τῆς ἀθλήσεώς της κατέπληξε τὸν οὐράνιο κόσμο, ὥστε ἄγγελος Κυρίου, μετὰ τὸ μαρτυρικό της τέλος νὰ γράψη φανερά, μπροστὰ στὸν κόσμο πάνω στὸν τάφο της: «Νοῦς ὅσιος αὐτοπροαίρετος, τιμὴ ἐκ Θεοῦ καὶ πατρίδος λύτρωσις».

Πῶς ὅμως μπόρεσε αὐτὸ τὸ μικρὸ κοριτσάκι νὰ κερδίση τόσο τιμητικὴ αἴγλη; Ξέρετε τί σημαίνει, αἰσθητὰ ὁ Θεὸς νὰ ὁμολογήση τὴν εὐαρέσκειά Του στὸ ἔργο μιᾶς ψυχῆς; Σκεφθῆτε σὲ πόση τελειότητα εἶχε φθάσει, οὕτως ὥστε νὰ ἀπαιτήσει τρόπον τινὰ νὰ πάρη αὐτὴ τὴν ἐπισφράγισι ἀπὸ μέρους τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ. Ἂν κανεὶς τὸ ἀξιολογήση αὐτό, ἐπιτυγχάνει αὐτὸ ποὺ λέγεται δωρεὰ σωτηρία. Χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος ἀκριβῶς νὰ δείξη τὴν προαίρεσι καὶ τὴν πρόθεσί του, ὅτι κινῆται πρὸς τὸν Θεὸ ἐξ ἀγάπης καὶ μόνο καὶ δὲν φοβᾶται οὔτε ἀναγκάζεται «μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης» (Β´ Κορ. 9,7), γιατὶ τὸ θέμα τῆς ἀνάγκης εἶναι μεταπτωτικὸ παράσιτο. Ὁ ἄνθρωπος, σὰν κυριότης καὶ σὰν εἰκόνα καὶ ὁμοίωσι τοῦ Θείου, δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ὑποβιβάζεται σὲ κανένα ὅρο ἀνάγκης, διότι ἡ ἀνάγκη φανερώνει δειλία, ἀδυναμία, ἀτέλεια, φόβο, ἀβεβαιότητα κτλ. Νὰ ἀποφύγωμε ὅμως ἀπόλυτα τὸν νόμο τῆς ἀνάγκης, εἶναι ἀδύνατο -λόγω τῆς μεταπτωτικῆς μας δυστυχίας - ἀλλὰ τουλάχιστο στὸ θέμα τῆς προθέσεώς μας ἐξ ἐπιλογῆς, ἠμποροῦμε νὰ ὑπερβοῦμε τοὺς νόμους τῆς ἀνάγκης, ὅσον ἀφορᾷ τὴν πρὸς τὸν Θεὸ προσφορὰ καὶ θυσία μας. Ἡ διάθεσί μας πρὸς τὸ Θεῖο, δὲν θὰ πρέπει νὰ εἶναι οὔτε ἐξ ἀνάγκης, οὔτε ἀπὸ φόβο, οὔτε ἀπὸ ἰδιοτέλεια. Ἁπλούστατα πιστεύουμε στὸν Χριστό μας, γιατὶ τὸ ἀξίζει· τὸν ἀκολουθοῦμε, γιατὶ τοῦ ἁρμόζει· τὸν λατρεύομε, γιατὶ εἶναι αὐτὸς τὸ κέντρο πάσης λατρείας, πάσης τιμῆς καὶ πάσης δόξης. Ὄχι γιὰ νὰ πάρωμε «τὰ Αὐτοῦ». Τί εἶναι «τὰ Αὐτοῦ;» Ἀφοῦ Αὐτὸς ἔδωκε «ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν». Ἐν τούτοις ὅμως, μόνο ποὺ ξέρομε ὅτι ἡ Παναγαθότης Του θὰ μᾶς χαρίση «Αὐτὸν καὶ τὰ Αὐτοῦ», κινούμεθα πάντοτε ἀπὸ ἀγάπη. Ἔτσι ἐσκέπτετο καὶ ἐνεργοῦσε καὶ αὐτὸ τὸ μικρὸ κοριτσάκι, ἡ παμμεγίστη αὐτὴ μάρτυς, ποὺ εἶναι ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ κατέκτησε τὴν θεία εὐαρέσκεια, ὥστε δημοσίως ὁ ἄγγελος, ὡς προείπαμε, νὰ ἐπισφραγίση τὸν τάφο της μὲ τὸν τόσο τιμητικὸ τίτλο· ἀκριβῶς διότι ἡ πρόθεσί της εὐαρέστησε τὸν Θεό. Ἂς δοῦμε ὅμως τί συμβαίνει στὴν πρακτικὴ φάσι τῆς ζωῆς μας, ὅταν κινούμεθα κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο. Ἐμεῖς καὶ οἱ ἀρχὲς τοῦ σκότους εὑρισκόμεθα σὲ μιὰ τιτανομαχία ἀδιάκοπη. Διὰ ποιὸ σκοπό; Ἐμεῖς γιὰ νὰ ἐπισφραγίσουμε τὴν πίστι μας, τὴν ὁποία μέσα μας παραδεχθήκαμε· νὰ τὴν σαρκώσουμε, νὰ τὴν κάνωμε σεσαρκωμένη πίστι. Διότι ἡ πίστι χωρὶς σάρκωσι, δηλ. πίστι χωρὶς ἔργα, πίστι νεκρά, ἀφηρημένη, δὲν ἔχει καμία ἄξια. Τέτοια πίστι ἔχουν ὅλα τὰ κτίσματα, ἀκόμα καὶ οἱ δαίμονες. Ἐμεῖς ἀγωνιζόμεθα νὰ κάνωμε πρᾶξι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο πιστεύομε. Καὶ ἔρχονται οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους νὰ μᾶς φράξουν τὸν δρόμο, νὰ μὴν μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ τὸ ἀποδείξωμε πρακτικὰ καὶ νὰ μᾶς ἐλέγξουν ὡς ψεῦστες, δηλαδὴ ὡς ἀπίστους. Γιατὶ τοῦτο εἶναι τὸ νόημα τῆς κρίσεως, περὶ πίστεως καὶ ἀπιστίας, κατὰ τὸν πνευματικὸ νόμο. Ἐκεῖ ἐλέγχονται ὅσοι ἐπίστεψαν καὶ ὅσοι δὲν ἐπίστεψαν. Ἐμεῖς ὅταν ξεκινήσωμε μὲ ζῆλο γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν σκοπό, τότε ὁ διάβολος ἀποδυναμώνεται, διότι στὴν πραγματικότητα ὁ διάβολος δὲν ἔχει πρόσωπο. Σὰν ὑπόστασι, σὰν πνεῦμα βεβαίως ὑπάρχει. Ὑπάρχει στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ κάθε τόπο καὶ χῶρο καὶ ἰδίως ἀπὸ τὴν δική μας περιφέρεια, διότι «αὐτοῦ αἱ ρομφαίαι ἐξέλιπαν εἰς τέλος» (ψαλμ. 9,7). Ἐρχόμενος ὁ τοῦ «κόσμου ἄρχων», λέει ὁ Ἰησοῦς μας, «ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν» (Ἰωάν. 14,30) «ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται» (Ἰωάν. 16,11), καὶ «ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω» (Ἰωάν. 12,31). Αὐτὰ ὅλα εἶναι ἐκεῖνα τὰ λάφυρα ποὺ μᾶς ἐχάρισε ὁ Ἰησοῦς μας μὲ τὴν παρουσία Του καὶ μὲ τὸν Σταυρό Του, μὲ τὸν ὁποῖο κατήργησε τὸν σατανᾶ. Ἡ θέσι λοιπὸν τοῦ ἐχθροῦ ἀπέναντί μας εἶναι καθαρῶς ὑπομνηματική· ὄχι ἀπ᾿ εὐθείας καὶ στὰ ἴσια. Ἔρχεται μὲ δόλο καὶ ὑπουλότητα νὰ μᾶς ἀποπλανήση, μεταφέροντας καὶ καλύπτοντας τὰ πάντα. Καὶ χρησιμοποιεῖ προφάσεις, δῆθεν εὐλογοφανεῖς, γιὰ νὰ μᾶς ἀπατήση, διότι κατ᾿ εὐθεία εἶναι ἀδύνατο. Καὶ ὁ πιὸ λοξὸς νοῦς εἶναι ἀδύνατο εὐθέως νὰ δῆ τὸν διάβολο καὶ νὰ τὸν παραδεχθῆ καὶ ἔτσι νὰ ἀρνηθῆ τὸν Θεό. Πλανᾶται ὅμως ὁ νοῦς μὲ τὶς ψευδεῖς ὑποδηλώσεις καὶ εὐλογοφανεῖς προφάσεις τοῦ ἐχθροῦ, μέχρι νὰ ἀπατηθῆ, νὰ δεχθῆ τὸ δόλωμα καὶ νὰ γίνῃ προδότης. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πλανηθῆ καὶ ἀκολουθήση τὸν σατανᾶ, τότε αὐτὸς ἀποκτᾷ προσωπικότητα· τότε πλέον δὲν ἔρχεται ὑπὸ τὸ νόημα τῆς ὑπομνήσεως, ἀλλὰ ὑπὸ τὸ νόημα τῆς ἐξουσίας, γι᾿ αὐτὸ καὶ λέει ὁ Ἰάκωβος· «ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ καὶ φεύξεται ἀφ᾿ ὑμῶν» (Ἰάκ, 4,7).

Ὅταν ἡ ὀρθὴ πρόθεσι ὑπάρχει, ὁ κάθε ἀθλητὴς ὅ,τι συναντήσει μπροστά του, στέκει μία στιγμὴ καὶ ἀναλογίζεται.

«Πάω τώρα νὰ κάνω τὴν ἀγρυπνία μου καὶ ἀμέσως αἰσθάνομαι μία παρὰ φύσι κόπωσι, ἕνα νυσταγμό, μίαν ἀκηδία, ἕνα βάρος, ἕνα συγκλεισμό. Σταματῶ, γυρίζω καὶ λέω: Καλὰ τί εἶναι τοῦτο τώρα; Δὲν εἶμαι ἐγὼ αὐτός; Ναί, εἶμαι. Δὲν ἐφύλαξα τὸ πρόγραμμά μου; Ναί, τὸ ἐφύλαξα. Δὲν ἐκοιμήθηκα καταλλήλως, δὲν ἐξεκουράστηκα καταλλήλως, δὲν ἐφύλαξα τὸ ὑπόλοιπο πρόγραμμα; Ναί. Αὐτὸ λοιπὸν τί εἶναι τώρα; Ἄρα αὐτὸς εἶναι. Αὐτὸν περίμενα». Ὀρθώνει τὸ ἀνάστημά του καὶ λέει: «Κακῶς ἦλθες μὲ ἐκείνους ποὺ σὲ ἔφεραν δὲν πρόκειται νὰ κερδήσης τίποτε. Ἐδῶ εἶμαι· τί θὰ μοῦ κάνῃς; Δὲν μὲ ἀφήνεις νὰ πῶ τὴν εὐχή; Δὲν τὴν λέω. Δὲν μὲ ἀφήνεις νὰ ἀγρυπνήσω, δὲν μὲ ἀφήνεις νὰ κάνω τὸν τύπο τῆς ὀρθοστασίας μου κατὰ τὸν κανόνα μου; Δὲν τὸ κάνω. Ἀκριβῶς γιατὶ δὲν εἶμαι ὑπὸ νόμο. Καὶ ἂν τὸ ἀγωνιστικό μου στάδιο ἔχει αὐτὸ τὸν προγραμματισμό, εἶναι γιατὶ τὸ ἤθελα ἐγὼ καὶ τὸ ἔκανα μὲ τὴν ἰδική μου σκέψι καὶ ἀπόφασι, πιστεύοντας ὅτι αὐτὸς ὁ τρόπος ἦταν συντελεστικὸς στὸ νὰ πετύχω». Ὅταν ὅμως αὐτὸς ὁ κακοήθης ἔρχεται νὰ προβάλῃ ἀντίστασι ἀπὸ τὴν ἰδική του ἀναισχυντία, τὰ καταργῶ ὅλα καὶ τοῦ ἀποδεικνύω ὅτι δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς τύπους καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ μὲ ἐλέγξη, διότι οἱ τύποι καὶ τὰ προγράμματα εἶναι ἰδικά μου. Ὑπὸ νόμο δὲν ὑπόκειμαι διότι «ὡς υἱοῖς ἡμῖν προσφέρεται ὁ Θεός» (Ἑβρ. 12,7) καὶ διακείμεθα ὡς υἱοὶ πρὸς τὸν πατέρα καὶ κανεὶς νόμος δὲν μᾶς ὑποβιβάζει. Θέλομε καὶ ἀγωνιζόμεθα. Ἡ σωτηρία μας πηγάζῃ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοῦ ποὺ ἦρθε καὶ ἐβάστασε τὴν παγκόσμιο ἁμαρτία· καὶ τὸ πανάγιό Του αἷμα αὐτὸ εἶναι ποὺ σῴζει, καὶ ὄχι τὰ ἔργα μας. Καὶ ἔτσι μὲ τὴν ὀρθὴ αὐτὴ πρόθεσι, μὲ αὐτὴ τὴν τοποθέτησι ἐκμηδενίζεται ὁ σατανᾶς.
 
 

Ὅταν ὅμως μπαίνουμε μέσα στὸ πρόγραμμά μας μὲ χλιαρότητα, μὲ συμβιβασμοὺς καὶ προσπαθοῦμε ἂν ἦταν τρόπος νὰ ξεφύγωμε, γιατὶ δὲν τοποθετήθηκαν τὰ πράγματα καλά, τότε αὐτὸς γίνεται πανίσχυρος ἐναντίο μας καὶ ἐφαρμόζεται αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Γραφή, ὅτι «περιπατεῖ ὡς λέων ὠρυόμενος» (Α´ Πέτρ. 5,8) ζητώντας ποιὸν νὰ καταπιῇ. Σέ μας ὅμως δὲν εἶναι ὡς «λέων ὠρυόμενος», σὲ μᾶς εἶναι μύρμηγκας, γιατὶ δὲν ἔχει καμία θέσι μαζί μας. Ἐμεῖς πρακτικὰ αὐτὴ τὴν ὥρα εἴμεθα ἐντός, ἀπόλυτα ἐντός, δὲν ἀμφιβάλλαμε σὲ τίποτε, διότι πρακτικὰ ἀκούσαμε τὴν κλῆσι, τὸ «ἀκολούθει μοι» τοῦ Ἰησοῦ μας. Τὸ ἀκούσαμε καὶ μὲ ἕνα πήδημα, ὄχι μὲ βραδύτητα, ἐγκαταλείψαμε καὶ πατρίδα καὶ ἑστία καὶ οἰκογένεια καὶ φύσι καὶ αὐτοεξοριστήκαμε καὶ ἐγίναμε περίγελως εἰς ἐκείνους ποὺ φαντάζονται ὅτι περιγελοῦν, καὶ κατοικοῦμε στὶς τρῶγλες σὰν θηρία, γιατὶ ἀκριβῶς ἐφυτεύθηκε μέσα μας τὸ νόημα τοῦ «ἀκολούθει μοι» καὶ μᾶς ἔγινε δόγμα στὴν ζωή. Αὐτὴ τὴν ὥρα εἴμεθα μέσα, δὲν μπορεῖ ὁ διάβολος τίποτε νὰ κάνῃ, δὲν ἔχει τίποτε νὰ πάρη. Τώρα, τὸ ἐὰν δὲν ἐγίναμε «καθαροί τῇ καρδίᾳ» καὶ ἐὰν δὲν ἐφθάσαμε στὸ σημεῖο νὰ θεωροῦμε τὸν Θεὸ καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ δὲν ἀπόκειται σὲ μᾶς- αὐτὸ ἀπόκειται στὴν πανάγαθο τοῦ Χριστοῦ μας εὐσπλαχνία καὶ Χάρι, ἡ ὁποία θὰ τὸ δώση ὅταν θελήση αὐτή. Ἐμεῖς πάντως τὸ προσμένομε, ὄχι γιὰ τὴν ἀξία, ὄχι γιὰ τὴν ἱκανότητα, ἀλλὰ διότι ἔτσι εἶναι ἡ ἕξι τῆς πατρικῆς Του στοργῆς, νὰ χαρίζῃ αὐτὰ σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ πρέπει πάντοτε νὰ μᾶς ἀπασχολῆ, εἶναι τοῦτο: Νὰ μείνωμε πιστοὶ στὴν ὁμολογία, νὰ κρατήσωμε σωστὴ τὴν πρόθεσί μας ἀπέναντί Του καὶ νὰ συνεχίσωμε τὴν πορεία ἀκολουθώντας Τον, εἰς ὁποιοδήποτε σημεῖο καὶ ἂν μᾶς καλέση ὁ προορισμός μας. Καὶ τότε μετὰ παρρησίας, μετὰ «ἐπαινετῆς ἀναίδειας», κατὰ τὴν γλῶσσα τῶν Πατέρων μας, θὰ ἀνοίξωμε καὶ ἐμεῖς τὸ χέρι μας καὶ θὰ ποῦμε: «Κύριε τὸν δρόμο ἐτελειώσαμε, τὴν πίστι ἐτηρήσαμε· λοιπόν, κλῖνον τὸ οὖς Σου, καὶ κατὰ τὴν ἀγαθότητά Σου, δὸς τὶς ἐπαγγελίες Σου». Ὅλα αὐτὰ ὅμως θὰ γίνουν ἂν ἡ πρόθεσί μας εἶναι σωστή. Ἐὰν ἡ πρόθεσί μας εἶναι χλιαρή, τότε δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ παρρησία. Καὶ δοκιμάστε, μὲ τὴν πεῖρα νὰ τὸ δῆτε. Ὁσάκις ὑπάρχει μέσα μας κάποια ἡττοπάθεια, χάνεται ἡ παρρησία. Αὐτὸ εἶναι καὶ πάλι τὸ παράδοξο. Τὸ θέμα τῆς ἥττης δὲν εἶναι ἐκεῖνο ποὺ μετράει, ἀλλὰ ὁ τρόπος τοῦ χειρισμοῦ ὁ ἐσφαλμένος. Ἄλλωστε δὲν τίθεται θέμα ἀναμαρτησίας καὶ ἂν μία ἡμέρα εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξη ἄνθρωπος χωρὶς νὰ ἁμαρτήση. Ἄρα τὸ θέμα τῆς φιλαμαρτήμονος διαθέσεως εἶναι γνωστό σε μᾶς καὶ ἑπομένως δὲν μᾶς ἀπασχολεῖ αὐτό. Δὲν ὑπάρχει θέμα νὰ μὴν ἁμαρτήσωμε ποτέ. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ, δὲν ὑπάρχει στὴν φύσι μας αὐτό· οὔτε καὶ ὁ Θεὸς τὸ ἀπαιτεῖ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐχάραξε διὰ τῆς Ἐκκλησίας Του τὴν ἀπεριόριστη μετάνοια, ὄχι σὲ ἔκταση ἀλλὰ σὲ πλῆθος.

Ἑπομένως λοιπόν, ὅταν χάνεται τὸ θάρρος καὶ αἰσθανώμαστε τὸν Θεὸ ὡς ὀργισμένο, εἶναι λανθασμένη τοποθέτησι. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς δικαίους καὶ τοὺς δαίμονες ἐξ ἴσου, διότι εἶναι Πανάγαθος Αὐτοαγάπη· δὲν μεταβάλλεται, δὲν ἀλλοιώνεται. Πῶς αἰσθανόμαστε ἐμεῖς ἀπέναντί Του φόβο;
 
 

Καὶ σὰν παράδειγμα λέγω τὸ ἑξῆς.

Κάποτε σφάλλαμε, κάνομε ζημιὰ στὸν πατέρα μας, εἴτε φυσικὸ εἴτε πνευματικό, καὶ ἀμέσως χάναμε τὸ θάρρος μας ἀπέναντί του, ἀρχίζομε νὰ τὸν ντρεπόμεθα, νὰ τὸν φοβούμεθα καὶ γενικὰ ὅλη μας ἡ παρρησία καὶ θέσι στὴν ἀγάπη του ἐχάθη. Τώρα ποιὸς προκάλεσε ὅλη αὐτὴ τὴν σύγχυσι; Ὁ πατέρας καλὰ καλὰ δὲν ξέρει τίποτε ἀκόμα, γιατὶ δὲν εἶδε τὴν ζημιὰ καὶ ὅμως ἐμεῖς σχεδὸν τρέμομε γιὰ τὴν ἐνοχή μας. Βλέπετε ποιὸς δημιουργεῖ τὸν φόβο; Ἡ ἐνοχὴ τοῦ σφάλματος, ὄχι ὅτι ὁ Θεὸς μετέβαλε τὴν ἀγάπη Του σὲ ὀργή.

Αὐτὸ τὸ θέμα ὅμως τῆς ἐνοχῆς δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ προκαλεῖ. Εἶναι ὁ τρόπος τοῦ χειρισμοῦ λανθασμένος. Ἀπὸ ἐκεῖ χάνει ὁ ἄνθρωπος τὴν σωστή, τὴν ἀκέραια προαίρεσι, τὴν ἁγνὴ πρόθεσι. Χάνεται ἀπὸ ἐκεῖ καὶ γι᾿ αὐτὸ χάνει τὴν παρρησία του, ἐνῷ δὲν ὑπάρχει λόγος αὐτὴ νὰ χαθῆ.

Παρ᾿ ὅλο ποὺ ὑπάρχει ἁμαρτωλότης, δὲν ὀργίζεται ὁ Θεὸς ποὺ ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος - ἐφ᾿ ὅσον δὲν ὑπάρχει στὴν φύσι του ἀναμαρτησία - ἀλλὰ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀλλάζει τὸν τρόπο τῆς προθέσεώς του. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ πλάνη τοῦ σατανᾶ ἀπὸ τὰ δεξιά, νὰ προβάλλῃ τὴν ἀπογοήτευσι σὰν ἀνάγκη.

Πάντως πρέπει νὰ προσέχετε, ὅτι ἡ δύναμι τοῦ σατανᾶ στὸ νὰ μᾶς προκαλέση νὰ σφάλλωμε, δὲν εἶναι στὸ νὰ μετρήση τὴν ἔκτασι τῆς ἁμαρτίας. Δὲν κερδίζει τίποτε ἀπὸ ἐδῶ. Ὁ σκοπός του εἶναι τὸ νὰ κάνῃ παραδεκτὴ τὴν ἀπογοήτευσι. Αὐτὸ τὸ διαβολικὸ σκοτεινὸ νέφος ποὺ θολώνει τὸν νοῦ, σβήνει τὴν προαίρεσι καὶ παραδίδει τὸν ἄνθρωπο ἄνευ ὅρων.

Καλά, ἐντάξει, «τῷ Θεῷ ἐπταίσαμεν, τῷ Θεῷ ἀπολογούμεθα». Ὁ σατανᾶς τί δουλειὰ ἔχει στὴν μέση; Νὰ μᾶς γίνῃ δικαστής; Αὐτὸς νὰ κρίνῃ ἐμᾶς; Ὁ «ἀναμάρτητος»(!) ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς; Μὰ γιὰ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐκρεμάσθη στὸν Σταυρό, ἐμᾶς μὲν νὰ σώσῃ καὶ αὐτὸν νὰ ἀπολέση. Ποῦ βρίσκεται ἡ παρρησία του; Ἐσφαλμένη ἡ κρίσι. Βλέπετε;

Νὰ ἀκόμη ἄλλη ἀπόδειξι. Ὁσάκις συμβαίνει σφάλμα, σταματάει ὁ ἄνθρωπος καὶ κάνει ἕνα ἔλεγχο καὶ λέει: «Καλά, ἀπεφάσισα ἐγὼ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστό; Νὰ ἀλλάξω τὸ ἰδίωμα τῆς πνευματικῆς μου ζωῆς; Νὰ ὀπισθοχωρήσω ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ γραμμή; Ὄχι. Ἀφοῦ δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ἄρα τὸ σφάλμα ἦταν ἀτύχημα». Ἡ προαίρεσι δὲν ἐλύγισε, δὲν ἄλλαξε, ἀλλὰ εἶναι ἀπὸ τὰ συμπτώματα τῆς μεταπτωτικῆς μας ἀθλιότητος, ποὺ ἐξ αἰτίας τῆς ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν προσωπικότητα. Ὑποκείμενος στὴν πίεσι τῶν τρομερῶν ἀλλοιώσεων, τὶς ὁποῖες προκάλεσε ἡ πτῶσι, δὲν τὰ καταφέρνει καὶ γλυστράει, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ βαδίζει σὲ ἀνώμαλα μέρη καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν γλιστρήση καὶ νὰ μὴν κατασχιστῇ.

Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι ἡ πραγματικότης, δὲν ὑπάρχει πλέον θέμα ἀπογοητεύσεως καὶ ἀποθαρρύνσεως. Πρέπει λοιπὸν ἀναπεπταμένη νὰ εἶναι ἡ προαίρεσι, ἀκέραια, σωστή. Εἴμεθα ἕτοιμοι γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας νὰ ὑποστοῦμε τὰ πάντα. Κανεὶς δὲν μᾶς σταματᾷ, δὲν μᾶς ἀναχαιτίζει. Κανένα δὲν φοβούμεθα, γιατὶ ἀκριβῶς εἶναι «μεῖζον ὁ ἐν ἡμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α´ Ἰωάν. 4,4).

Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότης. Καὶ πολὺ μὲ παρακίνησε ὁ βίος αὐτῆς τῆς μικρῆς κορούλας, ἀλλὰ μεγάλης μάρτυρος, ποὺ κατόρθωσε νὰ συντρίψη τὸν σατανᾶ καὶ νὰ σώσῃ τὴν πατρίδα της. Ἀμήν.
 

Ἡ μαρτυρικὴ ὁμολογία

(Μνήμη τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων)

Εἰς ἕνα τροπάριο τῆς ἀκολουθίας τῶν ἑορταζομένων Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, λέγεται: «Φέροντες τὰ παρόντα γενναίως, χαίροντες τοῖς ἐλπιζομένοις ἔλεγον οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες».

Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ φαίνεται ἡ ἑτοιμότητα τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ὁμολογιακοῦ χαρακτῆρα τοῦ Χριστιανισμοῦ.

«Φέροντες τὰ παρόντα». Ποιὰ εἶναι αὐτά; Ὁτιδήποτε μπορεῖ νὰ φαντασθῇ ἡ διαβολικὴ διάνοια, ποὺ ἐπινοεῖ τρόπους γιὰ νὰ ἐμποδίση τοὺς πιστοὺς νὰ συνεχίσουν τὸ δρόμο τους. Καὶ ἀρχίζει ἀπὸ τὶς παραμικρὲςἐνοχλήσεις, εἴτε ἐσωτερικὲς εἴτε ἐξωτερικὲς καὶ φθάνει στὸ τέρμα τῶν κακῶν, τὸν θάνατο. Γι᾿ αὐτὸ οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ εἶναι ἕτοιμοι ἀκριβῶς εἰς αὐτὴ τὴν ἔκτασι τῶν κακῶν, οὕτως ὥστε νὰ φέρουν «τὰ παρόντα»γενναίως, ὄχι μὲ μικροψυχία. Καὶ αὐτὸ θὰ τὸ κατορθώσουν, ἐὰν εὑρίσκονται «χαίροντες τοῖς ἐλπιζομένοις».

Πραγματικά, ἐὰν ὑπολογίσωμε τὸ τί περιμένει τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν θεία ἀμοιβή, «οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι» (Ρωμ. 8,18). Ποία δόξα; Αὐτὴ ποὺ λέει ὁ ἀθλητὴς τῆς ἀγάπης. «Νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμέν, καὶ οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐὰν φανερωθῆ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα» (Α´ Ἰωάν. 3,2). Καὶ τότε θὰ εὑρίσκεται ὁ Ἰησοῦς μας, Θεὸς ἐν μέσῳ Θεῶν. Δικαίως λοιπὸν λέγει· «Ἐγὼ εἶπα θεοὶ ἐστὲ καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες».

Εἰς αὐτὰ τὰ ἐλπιζόμενα χαίροντες, ἀλληλοπαρεκινοῦντο οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες καὶ ἔλεγαν. «Ἐὰν τώρα δὲν ἀποθάνουμε, τεθνηξόμεθα πάντως». Ἐὰν τώρα, στὴν ὥρα τῆς ὁμολογίας γιὰ τὴν πίστι μας, τώρα ποὺ ἦλθε ὁ διάβολος νὰ μᾶς φράξη τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Χριστό, ἀρνηθοῦμε νὰ πεθάνωμε, δὲν θὰ πεθάνωμε οὕτως ἢ ἄλλως ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρό; Ἔτσι καὶ ἀλλοιῶς ὁ θάνατος ὑπάρχει καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ τὸν ἀποφύγωμε. Τί θὰ κερδίσωμε, λοιπόν, ἂν παρατείνωμε τὴν ζωή μας γιὰ λίγο μέσα εἰς αὐτὸ τὸ χάος, τὴν κόλασι ποὺ ζοῦμε; Θὰ πεθάνωμε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ κερδίσωμε τὴν ἰδική Του ἀγάπη. Βλέπετε σύνεσι; Καὶ ἄντεξαν στὸ φοβερὸ ἐκεῖνο κρύο καὶ τὰ τόσα ἄλλα δεινὰ ποὺ τοὺς ὑπέβαλαν. Δὲν παρῆλθαν ὅμως τὰ δεινὰ ἐκεῖνα; Πόσο ἐκράτησαν;

Ἀπὸ τότε ὅμως, ἀπὸ τὸν 2ον αἰῶνα, ποὺ ἄθλησαν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες καὶ ἀπέδειξαν τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν Θεό, μέχρι σήμερα, πόσα ἑκατομμύρια γόνατα δὲν ἐλύγισαν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τους, μέσα στοὺς Ἱεροὺς ναούς, κατὰ τὴν μνήμη τους καὶ τοὺς ἐπεκαλέσθησαν μὲ βάθος ταπεινοφροσύνης, νὰ συγκατέβουν καὶ νὰ ἐπιβλέψουν εὐμενῶς καὶ εἰς αὐτούς; Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπὶ γῆς αἴγλη ποὺ ἔχουν, ἡ ἐν οὐρανοῖς πόση, ἀφοῦ ἔγιναν υἱοὶ Θεοῦ;

Ἔτσι πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ ἐρεθίζωμε τὸν ἑαυτό μας. Γιατὶ, ὅπως εἶπε ὁ Ἰησοῦς μας, «τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής» (Ματθ. 26,41). Αὐτὰ τὰ δυό, τὸ πνεῦμα καὶ ἡ σάρξ, παρ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι δυό, ἐν τούτοις εἶναι κατὰ τέτοιο τρόπο ἑνωμένα, ποὺ ἐπηρεάζει τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. Ἐὰν στὴν «σάρκα», τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶναι περισσότερο αἰσθητός, δὲν δίνουμε τρόπους γιὰ νὰ τὸν παρακινοῦμε καὶ μένει μόνος του μέσα στὰ συναισθήματά του τὰ βαριὰ καὶ συγκεχυμένα, τὰ μετὰ τὴν πτῶσι, τότε αὐτὴ ἡ κατάστασι ἐπιδρᾷ καὶ στὸ πνεῦμα του, καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ προχωρήση μπροστὰ παρ᾿ ὅλες τὶς καλὲς προθέσεις ποὺ ἔχει. Ἐπιδρᾷ καὶ σπρώχνει τὸν ἄνθρωπο στὴ νωχέλεια καὶ τὴν ἀδιαφορία καὶ ἔτσι ἐμποδίζει τὸν καλὸ σκοπό.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀγαθὸ κτίσμα καὶ ἔχει ροπὴ πρὸς τὸ ἀγαθό, ἔχει ὅμως ἐξαιτίας τῆς πτώσεως μεγάλη ροπὴ καὶ πρὸς τὸ κακό, γι᾿ αὐτὸ ὠφελοῦν πάρα πολὺ οἱ διάφοροι τρόποι καὶ ὑποκινήσεις, λόγω τοῦ ὅτι χαρακτηριστικὸ τῆς φύσεώς μας εἶναι ἡ μιμητικότης. Μὲ διαφόρους τρόπους καὶ ἐπίνοιες παρακινοῦμε καὶ σπρώχνομε τὸν ἑαυτό μας νὰ ἀποκτήση συνήθεια τοῦ καλοῦ καὶ νὰ ἀποφεύγῃ τὸ κακὸ μὲ τὸν φόβο καὶ τὴν ἀπειλή. Αὐτὸ τὸ βρίσκουμε πολλὲς φορὲς στοὺς βίους τῶν Πατέρων μας καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς Μάρτυρες. Κατὰ τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου, ἐνῷ εὑρίσκονται μέσα στὸ στάδιο, εἴτε παρηγορεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, εἴτε ἐνθαρρύνουν οἱ ἴδιοι τὸν ἑαυτό τους. Ξέρουν ὅτι ἡ φύσι μετὰ τὴν πτῶσι ἔχει ἀποκτήση βαρύτητα καὶ ἂν δὲν τὴν σπρώξης δὲν ἀνεβαίνει. Πολλὲς ἀγαθὲς μνῆμες καὶ παραδειγματισμοὺς ἀναφέρουν οἱ Πατέρες μας καὶ ἰδιαίτερα ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας. Ἂς ἐπιστρέψωμε ὅμως στὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων.

Στὸ τέλος, ὅταν ὁ ἕνας ἐξ αὐτῶν ἐλύγισε καὶ ἀρνήθηκε τὴν ὁμολογία του, τότε ἔκαναν προσευχὴ οἱ Ἅγιοι νὰ τοὺς ἀξίωση ὁ Θεὸς ὅπως ἦταν πιὸ πρὶν σαράντα τὸν ἀριθμό, σαράντα καὶ νὰ μαρτυρήσουν. Καὶ ἀμέσως συνεπληρώθη ἡ θέσι τοῦ πεπτωκότος καὶ ἔτσι ἔμεινε ὁ ἀριθμός τους, ὅπως παρεκάλεσαν. Ἀφοῦ μὲ διαφόρους τρόπους ἐθανατώθησαν οἱ μάρτυρες, διετάχθη, ὅσα σώματα ἦσαν νεκρά, νὰ φορτωθοῦν σὲ ἅμαξες καὶ νὰ πεταχτοῦν μέσα στὸ ποτάμι γιὰ νὰ ἐξαφανισθοῦν, ἢ νὰ ριχθοῦν στὴ φωτιά.

Ὅταν ἐδόθη ἡ ἐντολή, ἄρχισαν νὰ μαζεύουν τὰ λείψανα. Ἕνα ὅμως ἐφαίνετο ὅτι ἦτο ἀκόμη ζωντανό. Αὐτὸ τὸ παραμέρισαν, γιατὶ ἡ διαταγὴ ἦτο μόνο τὰ σώματα τῶν νεκρῶν νὰ καταστρέψουν. Στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου παρευρίσκετο καὶ ἡ μητέρα τοῦ ζωντανοῦ μάρτυρος. Εὐσεβέστατη μητέρα, ἡ ὁποία, ὅταν ἤκουσε ὅτι τὸ παιδί της συνελήφθη καὶ ἐμαρτυροῦσε, ἔτρεξε ἐκεῖ γιὰ νὰ τὸ καμάρωση καὶ νὰ καυχηθῆ γιὰ τὴν χριστιανική της ἰδιότητα, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ ἐνίσχυση συγχρόνως, μὴν τυχὸν καὶ λυγίση σὰν ἄνθρωπος. Πραγματικὴ ἡρωίδα! Ὅταν εἶδε λοιπόν, ὅτι οἱ στρατιῶται ἄφησαν τὸ σῶμα τοῦ παιδιοῦ της, γιατὶ ἦταν ἀκόμα ζωντανὸ καὶ ἔφευγαν, αὐτὴ ἐφώναξε νὰ τὸ πάρουν, ἀλλὰ δὲν τὴν ἤκουσαν. Τί κάνει λοιπόν; Διὰ νὰ ὁλοκληρώση πράγματι τὸν ἡρωισμό της σὰν χριστιανὴ μητέρα, τὸ φορτώνεται καὶ τοὺς ἀκολουθεῖ, θέλει νὰ τὸ ρίξη πάνω στὰ ἄλλα λείψανα, νὰ συντελειωθῇ καὶ αὐτὸς μὲ τοὺς ἄλλους, μήπως καὶ παραμείνει πίσω καὶ ὑστερηθῆ τὴν δόξα ποὺ τοῦ ἀνῆκε. Ἐδῶ, μόνο με τὴν σιωπὴ ἠμπορεῖ νὰ σταθῇ κανείς.

Πῶς νὰ χαρακτηρίση τοὺς παλμοὺς αὐτῆς τῆς χριστιανικῆς καρδιᾶς; Μητέρα αὐτή, νὰ βλέπει τὸ πολτοποιημένο παιδί της νὰ σπαράζῃ καὶ ἀντὶ νὰ ἐπινοήση τρόπους νὰ τὸ παρηγόρηση καὶ ἁπαλύνῃ τοὺς πόνους, ἀντὶ νὰ ἐπινοήση τρόπους παρηγοριᾶς τῆς πληγωμένης καρδίας της ἀπὸ τὸ αἴσθημα τῆς φρίκης, φοβᾶται μήπως δὲν ὁλοκληρωθῆ ἡ ἀγάπη αὐτῆς καὶ τοῦ παιδιοῦ της πρὸς τὸν Χριστό. Ξεχνᾷ ὅλους τοὺς πόνους, τὴν γυναικεία ἀδυναμία καὶ ἀσθένεια καὶ τρέχει μήπως καὶ ὑστερηθῆ τὸ παιδί της τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀξίας τῶν συμμαρτυρησάντων. Ἰδοὺ χριστιανικὴ καρδιά, ἡ ὁποία ἀγαπᾷ ὑπεράνω ὅλων τὸν Θεὸ καὶ μόνο!

Τελειότατο παράδειγμα, ποὺ πρέπει νὰ συγκινῇ τὸν καθένα καὶ ἰδίως ἐμᾶς τοὺς μοναχούς, οἱ ὁποίοι ἐτύχαμε τέτοιας κλήσεως, τῆς ἰδιαιτέρας προνοίας τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἐλύτρωσε ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῆς ματαιοφροσύνης γενικὰ καὶ μᾶς ἐκάλεσε εἰδικὰ στὸ στάδιο ἐκεῖνο, ποὺ ἐστάθησαν ὅσοι τὸν ἀγάπησαν ὁλοκληρωτικὰ καὶ ἐθυσίασαν τὸ πᾶν, ἀκόμα καὶ αὐτὴ τὴν ζωή τους, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὴν ἀγάπη τους πρὸς Αὐτόν.
 
 

Εἴμεθα οἱ συνεχισταὶ καὶ συναθληταὶ τῶν Σαράντα μαρτύρων καὶ ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι κληθέντες ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ μας, ἀφοῦ ἐλκύσθησαν ἀπὸ τὸν Πατέρα Του καὶ ἐνισχύθησαν ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος, κατώρθωσαν νὰ ἀποδείξουν ὅτι ἠγάπησαν ἐξ ὁλοκλήρου τὸν Θεὸ καὶ τὸ ἀπέδειξαν μὲ κάθε εἶδος αὐταπαρνήσεως καὶ φιλοθεΐας, ὅση περιεῖχε ἡ φύσι των. Δὲν εἶναι καθόλου ὑπερβολή, ὅταν βάζομε καὶ ἐμεῖς τὴν εὐτέλειά μας εἰς αὐτὴ τὴν γραμμή. Ναί, σὰν ἀνθρώπινα ὄντα τῶν δυστυχισμένων τούτων καιρῶν, μᾶς λείπουν πάρα πολλά. Καὶ ναὶ μὲν εἰς ἐμᾶς συνέβη δυστυχῶς αὐτὴ ἡ ἐξέλιξι πρὸς τὰ κάτω, ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ἄλλαξε τὴν θέσι του ἀπέναντί μας. Παραμένει ἡ ἀπόλυτος πατρικὴ στοργὴ καὶ ἀγάπησε καὶ ἐμᾶς ὅπως ἀγάπησε καὶ τοὺς προηγούμενους ἀθλητές· ἐκείνους τοὺς μεγάλους μάρτυρες καὶ ὁμολογητές. Ἔβαλε καὶ ἐμᾶς στὴν ἴδια μερίδα, στὸ ἴδιο στάδιο, καὶ περιμένει καὶ ἀπὸ μᾶς στὸ μέτρο τῶν δυνάμεών μας, νὰ ἀποδείξωμε ὅτι προτιμοῦμε τὴν ἀγάπη Του παρὰ ὁτιδήποτε ἄλλο. «Μηδεμίαν ἐν μηδενὶ δίδοντες προσκοπήν,ἵνα μὴ μωμηθῆ ἡ διακονία, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι» (Β᾿ Κορ. 6,3.4).

Καὶ ἔτσι νὰ εἶστε βέβαιοι, ὅτι ἡ θεία Χάρι, ποὺ δὲν κάνει λάθος ποτέ, ἡ ὁποία προεῖδε ὅτι εἴμεθα ἀσθενῆ ὄντα, εὐτελῆ καὶ οὐτιδανὰ ὑποκείμενα, κατεδέχθη στὴν θεοπρεπή της μεγαλοσύνη νὰ μὴν μᾶς ὑστερήση τῆς εὐλογίας καὶ νὰ μᾶς κατατάξη στὴν μερίδα τῶν ἐκλεκτῶν. Ἔχομε πρὸς τούτοις καὶ τὴν πρεσβεία τῶν προαπελθόντων θεωμένων Μαρτύρων, ποὺ καταδέχονται ἐμᾶς τοὺς εὐτελεῖς, παρακαλοῦντες τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ βαστάζῃ τὶς ἀδυναμίες μας, νὰ ἐνισχύση τὶς ἐλλείψεις μας καὶ νὰ μὴν μᾶς ἀφαιρέση τὴν καλὴ κλῆσι τὴν ὁποία μᾶς προσέφερε, παρ᾿ ὅλες τὶς προδοσίες μας.

Μὲ καλὴ πρόθεσι λοιπόν, ὅλοι μας νὰ γυρίσωμε καὶ νὰ παρακαλέσωμε τοὺς Μάρτυρες σήμερον, καὶ αὔριον τοὺς Ὁσίους καὶ μεθαύριο τοὺς Ὁμολογητὰς καὶ ἐν συνεχείᾳ πάντας τους Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἀναμένουν, νὰ ἐντείνουν τὴν προσπάθειά τους, τὴν πατρική τους στοργή, νὰ ἱκετεύσουν τὴν παναγαθότητα τοῦ Χριστοῦ μας νὰ μᾶς ἀνεχθῆ καὶ νὰ δώσουν σὲ μᾶς ζῆλο, μόρια τοῦ ζήλου, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶχαν ἐκεῖνοι στὴν ψυχή τους καὶ κατώρθωσαν νὰ τελειώσουν τὴν μεγάλη τους ἀποστολή. Πράγματι, θὰ γίνῃ καὶ σὲ μᾶς, σὰν τὰ παιδιὰ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶχαν πλουσίους γονεῖς καὶ παρ᾿ ὅλο, ποὺ αὐτὰ οὔτε ἐργάσθησαν, οὔτε γιὰ νὰ ἐργασθοῦν ἦσαν ἱκανά, ἐν τούτοις ἀπέκτησαν εὐμάρεια κληρονομική. Ἐὰν τὸ κατὰ δύναμι καταθέσωμε καὶ ἐμεῖς, τότε θὰ καταδεχθοῦν οἱ Πατέρες μας, οἱ Μάρτυρες, οἱ Ἅγιοι, νὰ μᾶς δώσουν μὲ τὴν πρεσβεία τους αὐτὸ ποὺ μᾶς λείπει καὶ ἔτσι θὰ ἐπιτύχωμε καὶ ἐμεῖς.

Ὅλοι μας λοιπόν, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ἀποδεικνύωμε ὄντως, ὅτι ὄχι μόνο δὲν μεταμεληθήκαμε γιὰ τὴν κλῆσι μας, ἀλλὰ στενάζομε κάθε ἡμέρα μὲ συνείδησι τῆς ἀδυναμίας μας, ὁμολογοῦμε τὴν εὐτέλεια καὶ κηρύττομε τὴν ἀνικανότητά μας, ἀλλὰ ὅμως δὲν ὑποχωροῦμε κατὰ πρόθεσι. Ἐπιθυμοῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ συνεχίσωμε τὸν δρόμο καὶ νὰ τὸν τελειώσωμε ἐν Χριστῷ. Ἀμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου