Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Περί της Θείας Κοινωνίας


Γράφει ο π. Χερουβείμ Βελέτζας

Με αφορμή τον κίνδυνο μετάδοσης ενός ιού, όχι του πρώτου ούτε του επικινδυνότερου στην ανθρώπινη ιστορία, πολύς λόγος έγινε τελευταία για την Θεία Κοινωνία. Οι λεκτικοί διαξιφισμοί δεν ωφελούν αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται. Γι αυτό είναι ανάγκη, μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης, να διευκρινισθούν τα εξής:

1. Η Ορθόδοξη Πίστη είναι θεμελιωμένη στην σταυρική θυσία του Χριστού και στην Ανάστασή του. Όντας τέλειος Θεός, έγινε και τέλειος άνθρωπος, όμοιος κατά πάντα με εμάς, εκτός από την αμαρτία. Την νύκτα πριν από το Πάθος του, παρέδωσε ο ίδιος το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας στους μαθητές του, «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Όπως κατά την σάρκωσή του δεν εγκατέλειψε τον ουρανό, έτσι και μετά την Ανάληψή του στους ουρανούς, ο Χριστός (τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος) βρίσκεται μεν στον ουρανό αλλά δεν εγκατέλειψε τον κόσμο. Γιατί βρίσκεται μέσα στο Άγιο Ποτήριο. Η Θεία Κοινωνία είναι αυτό τούτο το σώμα και αυτό τούτο το αίμα του Χριστού. Και η πηγή της ζωής δεν περιέχει ίχνος φθοράς, ούτε είναι δυνατόν να μεταδώσει μικρόβια, όπως συνηγορεί η δισχιλιετής εμπειρία της Εκκλησίας. Όποιος κοινωνεί το σώμα και το αίμα του Χριστού «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης», γίνεται και ο ίδιος σώμα και αίμα Χριστού. Κοινωνία δίχως την Θεία Κοινωνία δεν υπάρχει, όπως δεν γίνεται ποτιστικό κανένα χωράφι, αν ποτίζεται το διπλανό.

2. Η Εκκλησία είναι σώμα Χριστού, με την παραπάνω έννοια και μόνο. Κέντρο και πηγή της ζωής και της ενότητας της Εκκλησίας, έκφραση και επιβεβαίωση της πίστεως στον Χριστό, είναι το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας ή Θείας Ευχαριστίας, δηλαδή η Θεία Κοινωνία. Η Θεία Κοινωνία είναι η Καινή Διαθήκη και άνευ αυτής δεν υπάρχει Ευαγγέλιο ούτε Εκκλησία. Γι αυτό και η Ορθόδοξη Εκκλησία μεταδίδει την Θεία Κοινωνία μόνο στους βαπτισμένους ορθόδοξους χριστιανούς.

3. Εκκλησία σημαίνει κάλεσμα επί τω αυτώ (πρβλ. εκκλησία του δήμου) και λειτουργία σημαίνει έργο του λαού. Η φύση της Εκκλησίας δεν είναι άλλη από την ενότητα των πιστών με τον Χριστό και μεταξύ τους, με την διαρκή, κοινή και δημόσια λατρεία, δηλαδή την Θεία Λειτουργία, και την συμμετοχή όλων στο κοινό Ποτήριο, στην Θεία Κοινωνία, παρεκτός εάν υπάρχει σοβαρός λόγος. Οι ναοί αυτή την δημόσια κοινή λατρεία εξυπηρετούν, και μάλιστα όλα τα άλλα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με την Θεία Ευχαριστία και σε παλιότερες εποχές τελούνταν λίγο πριν ή μεσα στην Θεία Λειτουργία. Ατομική προσευχή δύναται να πραγματοποιηθεί στον ναό, δεν είναι όμως αυτή η αποστολή του. Ατομική προσευχή οι πιστοί κάνουν κυρίως στο σπίτι τους, ακόμα και όταν βρίσκονται στις δουλειές τους ή περπατούν στον δρόμο. «Ατομική λατρεία» είναι όρος ανύπαρκτος και αδόκιμος.

4. Τα παραπάνω ισχύουν για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Στον Ρωμαιοκαθολικισμό, η ενότητα σημαίνεται στο πρωτείο του Πάπα και η Θεία Κοινωνία έρχεται σε δεύτερη μοίρα· γι αυτό και επιτρέπεται στους ρωμαιοκαθολικούς να κοινωνήσουν σε ναούς άλλου δόγματος και μεταδίδουν την όστια σε οποιονδήποτε. Στον Προτεσταντικό κόσμο δεν υπάρχουν ιερά μυστήρια, η Ευχαριστία είναι απλή ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου και η ενότητα των πιστών έγκειται στο βάπτισμα, όπως εκείνοι το εννοούν. Οι δε ετερόθρησκοι, ως επί το πλείστον συνάγονται στους χώρους λατρείας των για κοινή προσευχή. Επειδή λοιπόν πρόκειται για πράγματα ανόμοια, δεν είναι δυνατόν να συγκρίνεται η Ορθόδοξη Εκκλησία είτε με τους ετερόδοξους είτε με τους ετερόθρησκους και με την πρακτική που εκείνοι ακολουθούν στους χώρους λατρείας υπό συνήθεις ή υπό έκτακτες περιστάσεις.

5. Όλα αυτά αποτελούν κοινή πίστη των ορθοδόξων χριστιανών. Ο Χριστός είπε «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν...», εάν κάποιος θέλει, όποιος θέλει, όποιος πιστεύει. Δεν βιάζει κανέναν, δεν υποχρεώνει κανέναν, δεν απειλεί κανέναν. Ομοίως και η Εκκλησία, κλήρος και λαός, δεν επιθυμεί να προσυλητίσσει κανέναν, δεν κατακρίνει κανέναν, δεν διώχνει κανέναν. Η Εκκλησία καλεί σε ενότητα, δέχεται αυτόν που έρχεται, αποδέχεται όποιον δεν το επιθυμεί, αγαπά αμφότερους και προσεύχεται για την ευημερία, για την δικαιοσύνη, για την αγάπη, για την σωτηρία όλου του κόσμου. Το ίδιο ισχύει και για την Θεία Κοινωνία· καλεί όλους να προσέλθουν με φόβο Θεού, πίστη και αγάπη και όχι μόνο δεν κατακρίνει όποιον δεν πιστεύει ή ολιγοπιστεί, αλλά τον προτρέπει κιόλας να μην κοινωνήσει.

6. Για τους λόγους αυτούς, το πάγιο αίτημα της Εκκλησίας προς τους πολιτικούς άρχοντες ήταν και είναι η εξεύρεση μίας ρεαλιστικής λύσης στο θέμα της απρόσκοπτης τέλεσης της Θείας Λειτουργίας και των λοιπών ιερών μυστηρίων και ακολουθιών, με διάκριση και με σεβασμό τόσο στις υποδείξεις των ειδικών όσο και στην πίστη της Εκκλησίας, κλήρου και λαού, που με περισσή καρτερικότητα υπέμειναν την αποσύνδεσή τους από το πνευματικό τους οξυγόνο. Ήδη, πριν ακόμα η Κυβέρνηση απαγορεύσει την τέλεση των ιεροπραξιών στους ιερούς ναούς, η πλειονότητα των πιστών επέδειξε σύνεση, επιλέγοντας ενσυνειδήτως να απέχει από τον συγχρωτισμό εντός των ναών. Η καθολική απαγόρευση δεν λειτουργεί αποτρεπτικά αλλά ενίοτε αυξάνει τον πόθο για ελευθερία. Κάποιοι λένε ότι στην πολιτική δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Στην Εκκλησία δεν υπάρχουν διλήμματα: «καί τοῦτο ἔδει ποιῆσαι, κἀκεῖνο μή ἀφιέναι».

* Ο π. Χερουβείμ Βελέτζας είναι Ιεροκήρυκας της Ι.Μ. Κέρκύρας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου