Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΘΕΛΗΤΙΣΜΟΥ




Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

 ΚΑΙ 

Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΘΕΛΗΤΙΣΜΟΥ




Τοῦ ᾿Αρχιμ. Μαξίμου Ματθαίου



“Τόν δι᾿ οἶκτον γενόμενον, ὡς εὐδόκησεν, ἄνθρωπον,
ἐν δυσί θελήσεσιν, ἐνεργείαις τε, κατανοούμενον, ῞Οσιε,
ἐκήρυξας Μάξιμε, ἀποφράττων μιαρῶν, τά ἀπύλωτα στόματα,
μονοθέλητον, μονενέργητον τοῦτον δοξαζόντων…”
(Στιχηρό προσόμοιο τοῦ ῾Εσπερινοῦ)




῾Ο ῞Αγιος Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητής ἀναδείχθηκε μέγας ὑπέρμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἐναντιωθείς σέ ἀποφάσεις αὐτοκρατόρων καί πατριαρχῶν, οἱ ὁποῖοι χάριν πολιτικῶν σκοπιμοτήτων προχώρησαν σέ ἐνέργειες δημιουργίας αἱρετικῶν δοξασιῶν καί ὑπερασπίσεως αἱρετικῶν ὁμάδων καί λαῶν καί συγκεκριμένα τῶν μονοφυσιτῶν, προκειμένου νά τούς προσεταιρισθοῦν, νοθεύοντας τό ὀρθόδοξο δόγμα καί τήν ἐξ αὐτοῦ ἀπορρέουσα δυνατότητα ἀνθρωπίνης λυτρώσεως καί σωτηρίας, τήν ὁποία μᾶς ἐχάρισε ἡ Θεία ᾿Ενανθρώπιση τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
῾Ως γνωστόν ἡ Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενική Σύνοδος (451) κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, τό αὐτό ἔπραξε καί ἡ Ε΄ ἐν Κωνστανινουπόλει (553). Παρά τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τούς αὐστηρούς νόμους τῶν αὐτοκρατόρων, ὁ μονοφυσιτισμός δέν ἐξαλείφθηκε καί ἔτσι οἱ περιοχές τῆς Συρίας, Παλαιστίνης, Αἰγύπτου, Μεσοποταμίας καί ᾿Αρμενίας παρέμειναν χωρισμένες ἀπό τό κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας, συνέστησαν δέ ἐκκλησίες ἀποκομμένες ἀπό τήν κοινωνία μέ τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία.



Κατά τόν ἕβδομο αἰῶνα, ἐποχή τῆς ἀραβικῆς ἐξαπλώσεως, τῶν περσικῶν καί ἀβαρικῶν ἐπιδρομῶν, ἡ αὐτοκρατορία ἀντιμετωπίζει μεῖζον πρόβλημα μέ τίς ἀνατολικές μονοφυσιτικές περιοχές, ἀπό τίς ὁποῖες προερχόταν κατά μέγα μέρος καί τό στράτευμα τοῦ αὐτοκράτορος. ῾Ο αὐτοκράτωρ ῾Ηράκλειος (610-641), ᾿Αρμένιος στήν καταγωγή καί ὁ πατριάρχης Σέργιος (610-638), Σῦρος, μεγάλοι ἡγέτες καί οἱ δύο (διάσωση ΚΠόλεως ἀπό τήν πολιορκία Περσῶν καί ᾿Αβάρων τό 626 καί ἐπανάκτιση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τό 630), γιά νά μή χάσει ἡ αὐτοκρατορία τίς ἀνατολικές ἐπαρχίες, θέλησαν νά συγκρατήσουν τούς μονοφυσιτικούς πληθυσμούς μέ θεολογικές ἐκφράσεις οἰκειότερες πρός τόν δικό τους τρόπο κατανοήσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου. ᾿Επί μεγάλο χρονικό διάστημα ἀνεζητεῖτο καί ἐκυοφορεῖτο λύση, πού νά συμβιβάζει τό ὀρθόδοξο – κατά τόν ὄρο τῆς Χαλκηδόνος – δόγμα, μέ τίς μονοφυσιτικές ἀπόψεις πρός ὄφελος τῆς αὐτοκρατορίας. ῾Η λύση πού ἐπινοήθηκε ἦταν ὁ μονοθελητισμός καί, ὡς συνέπειά του, ὁ μονοενεργητισμός, τοῦ ὁποίου εἰσηγητής ὑπῆρξε ὁ πατριάρχης Σέργιος, ὑποστηρικτής ὁ αὐτοκράτωρ ῾Ηράκλειος καί ἐκφραστής ὁ, διαδεχθείς στόν πατριαρχικό θρόνο τόν Σέργιο, Πύρρος (638-642, 654). Σέργιος καί Πύρρος συντάσουν τήν “῎Εκθεση”, μονοθελητικοῦ περιεχομένου, προκειμένου νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἔνωση τῶν μονοφυσιτικῶν ἐκκλησιῶν τῆς ἀνατολῆς μέ τήν αὐτοκρατορία, πού δημοσιεύθηκε τό 638 μέ τήν ὑπογραφή τοῦ ῾Ηρακλείου καί ἐπικύρωθηκε ἀπό ἐνδημοῦσα στήν Κωνσταντινούπολη Πατριαρχική Σύνοδο, πού συνεκάλεσε ὁ Πύρρος, γιά νά ὑποστηρίξει τίς μονοθελητικές ἀπόψεις.
῞Ομως ἡ λύση αὐτή ἀντί νά ἀποκαθιστᾶ μιά ἰσορροπία, ὅπως ἐπεδιώκετο, ἔφερε τόν χριστιανικό κόσμο τῆς αὐτοκρατορίας ἕνα βῆμα πιό κοντά στόν μονοφυσιτισμό. Κι αὐτό γιατί μέ τήν μία θέληση -καί μία ἐνέργεια- ἐν Χριστῷ, ὑπερισχύει τῆς ἀνθρωπίνης Του θελήσεως καί ἐνεργείας ἡ θεία θέληση καί ἐνέργεια, ἡ ἀνθρωπ?νη καταργεῖται, κι ἔτσι ἡ ἀνθρωπότης τοῦ Χριστοῦ παύει νά συμμετέχει στήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ἄνθρωπος παραμένει σχεδόν ὅπου βρισκόταν πρίν νά γεννηθεῖ ὁ Θεάνθρωπος, παθητικά ὑποταγμένος στό θεῖο θέλημα, χωρίς νά μπορεῖ μέ ἐλεύθερη βούληση νά ἀποφασίσει ὡς ξεχωριστή προσωπικότητα τή σωτηρία του. Τό ἔργο τῆς ἐνανθρωπήσεως μένει στό χῶρο τοῦ συμβόλου καί ὄχι τῆς ἀληθινῆς ἐν ἐλευθερίᾳ ζωῆς. ῾Η ἐφεύρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ καί μονοενεργητισμοῦ, ὡς “ὀρθόδοξη” λύση, δέν διέφερε ἀπό τήν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ. ῞Ολα αὐτά δέν τά ὑπολόγισαν οἱ εἰσηγητές τοῦ μονοθελητισμοῦ, στήν προσπάθειά τους νά δώσουν πολιτική λύση στό μεγάλο πρόβλημα πού ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσουν.
῾Ο μοναχός Μάξιμος (580-662), ὅμως, γνωρίζει καλά τίς διαστάσεις τοῦ προβλήματος. ῞Ελληνας ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, γόνος ἐπιφανοῦς βυζαντινῆς οἰκογένειας, μέ μεγάλη ἐγκυκλοπαιδική καί ἰδιαιτέρως φιλοσοφική παιδεία, σέ ἡλικία 30 ἐτῶν ἀνέλαβε τά καθήκοντα τοῦ πρώτου γραμματέως τοῦ ῾Ηρακλείου, γρήγορα ὅμως ἀπεσύρθη καί ἐκάρη μοναχός στή μονή Φιλιππικοῦ στή Χρυσούπολη. Μετά δέ δεκαετῆ παραμονή ἐκεῖ, ἐμόνασε ἐπί διετία στή μονή ῾Αγίου Γεωργίου τῆς Κυζίκου καί τό 626 ἐξ αἰτίας τῆς ἐπιδρομῆς Περσῶν καί ᾿Αβάρων ἔφυγε στήν ᾿Αφρική, ὅπου καί συνδέθηκε μέ τό μοναχό Σωφρόνιο, μετέπειτα Πατριάρχη ῾Ιεροσολύμων, πολέμιο τοῦ μονοθελητισμοῦ.


Στήν Καρχηδόνα, συναντᾶται μέ τόν ἐκθρονισμένο Πατριάρχη Πύρρο, ὁ ὁποῖος εἶχε καταφύγει ἐκεῖ μετά τόν θάνατο τοῦ ῾Ηρακλείου (642). ῾Ο Μάξιμος σέ δημόσια συζήτηση μέ τόν ἔκπτωτο Πύρρο τό 645 (J.P.Minge, Patrologia Graeca, τ.91, σ. 287-354), καί σέ ἐπιστολή του “πρός Μαρῖνον τόν ὁσιώτατον πρεσβύτερον” στήν Κύπρο, τήν ὁποία ἔγραψε τό ἴδιο ἔτος (J.P.Minge, Patrologia Graeca, τ.91, σ. 9-38), διατυπώνει μέ ἐντυπωσιακή εὐκρίνεια τά ἐπιχειρήματά του ἐναντίον τοῦ μονοθελητισμοῦ καί τοῦ μονοενεργητισμοῦ. ῾Ομολογεῖ τίς δύο ἐν Χριστῷ θελήσεις, τήν θεία καί τήν ἀνθρωπίνη, καί μᾶς παρουσιάζει τίς ἄμεσες συνέπειες τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος στή σωτηρία καί λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου, κάτι πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἄμεσα στήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα.


Μέ βάση τίς ἀπόψεις τῶν μεγάλων Πατέρων καί τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων καταδεικνύει τήν συγκεκαλυμμένη “ὀρθοδόξως” αἵρεση. “῾Ημεῖς δέ τοῖς ἁγίοις Πατράσιν ἑπόμενοι, φαμέν, ὅτιπερ αὐτός (ὁ Χριστός) ὁ τῶν ὅλων Θεός, ἀτρέπτως γενόμενος ἄνθρωπος, οὐ μόνον ὡς Θεός ὁ αὐτός καταλλήλως τῇ αὐτοῦ θεότητι ἤθελεν, ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος ὁ αὐτός καταλλήλως τῇ αὐτοῦ ἀνθρωπότητι (ἤθελεν)” (297Β). Δέν εἶναι δυνατόν, τονίζει, καί νά παραμένουμε σταθεροί στίς ἀποφάσεις καί τόν δογματικό ὄρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων – “῞Ενα καί τόν αὐτόν Χριστόν υἱόν, Κύριον, μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον” – καί νά ἐνώνουμε τά θελήματα καί τίς ἐνέργειες σ᾿ ἕνα. Δέν χωρίζονται οἱ φύσεις ἀπό τίς ἰδιότητες. “Εἰ τό λέγειν τάς φύσεις ἄνευ τῆς ἑκάστῃ προσούσης ἰδιότητος, ἤ Θεόν τέλειον καί ἄνθρωπον τέλειον τόν Χριστόν, ἄνευ τῶν τῆς τελειότητος γνωρισμάτων, ἀναθεματιζέσθωσαν αἱ σύνοδοι καί πρό τούτων οἱ Πατέρες. Οὐ μόνον τάς φύσεις, ἀλλά καί τήν ἑκάστης φύσεως ἰδιότητα, ὁμολογεῖν ἡμῖν νομοθετήσαντες. Καί οὐ μόνον Θεόν τέλειον καί ἄνθρωπον τέλειον τόν αὐτόν, ἀλλά καί τῆς τελειότητος τά γνωρίσματα, τουτέστιν, ὁρατόν καί ἀόρατον τόν αὐτόν καί ἕνα λέγοντες, θνητόν καί ἀθάνατον, φθαρτόν καί ἄφθαρτον, ἁπτόν καί ἀναφῆ, κτιστόν καί ἄκτιστον. Καί κατ᾿ αὐτήν τήν εὐσεβῆ ἔννοιαν, καί δύο εὐσεβῶς θελήματα τοῦ αὐτοῦ καί ἑνός ἐδογμάτισαν” (300ΑΒ).


Καί “ἤθελεν” ὁ Χριστός, βεβαίως, καί ὑπέταξε ἑκουσίως τήν ἀνθρώπινη θέληση στόν Θεό καί Πατέρα, καί δέν ἤθελε παρά ἐκεῖνο πού ὁ Θεός θέλει. Αὐτός εἶναι ὁ δρόμος καί γιά τόν ἄνθρωπο, νά προσβλέπει πρός τόν Χριστό ὡς πρός τύπο καί ὑπογραμμό τῆς δικῆς του θελήσεως (Α΄ Πέτρ. β΄ 21) καί νά τόν μιμεῖται ἐλευθέρως. “῾Ο αὐτός (Χριστός) ὅλος ἦν Θεός μετά τῆς ἀνθρωπότητος, καί ὅλος ὁ αὐτός ἄνθρωπος μετά τῆς θεότητος · αὐτός ὡς ἄνθρωπος, ἐν ἑαυτῷ καί δι᾿ ἑαυτοῦ τό ἀνθρώπινον ὑπέταξε τῷ Θεῷ καί Πατρί, τύπος ἡμῖν ἑαυτόν ἄριστον καί ὑπογραμμόν διδούς πρός μίμησιν, ἵνα καί ἡμεῖς πρός αὐτόν ὡς ἀρχηγόν τῆς ἡμῶν ἀφορῶντες σωτηρίας, τό ἡμέτερον ἑκουσίως προσχωρήσωμεν τῷ Θεῷ, ἐκ τοῦ μηκέτι θέλειν παρ᾿ ὅ αὐτός θέλει” (305D) (Πρβλ. ῾Εβρ. β΄ 10, ιβ΄ 2).
Στήν ἐπιστολή πρός Μαρῖνον ὁρίζει τήν ἔννοια τῆς θελήσεως καί τῆς βουλήσεως ὡς ἐξατομικευμένης καί ἐλλόγου θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἀποφασίζει γιά τό περιεχόμενό της μέ μιά ἄνευ προηγουμένου ἐλευθερία. ᾿Εκεῖ ἀναφαίνεται ὁ νέος τύπος τοῦ θέλοντος ἀνθρώπου. ῾Ο ἄνθρωπος δέν συνειδητοποιεῖ πιά τή θέλησή του ὡς ἐλκόμενη ἀπό τό ἀντικείμενό της καί τίς ἰδιότητές του (᾿Αριστοτέλης), ἀλλά μ᾿ ἕνα τρόπο αὐστηρά προσωπικό. Στή συζήτηση μετά Πύρρου διευκρινίζει ὅτι, ἡ μέν φυσική θέληση εἶναι κοινή σέ ὅλους, ἀλλά τό “πῶς θέλειν”, ὁ τρόπος δηλ. τῆς χρήσεως, εἶναι προσωπικός καί μάλιστα δημιούργημα τοῦ θέλοντος, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς πνευματικῆς ἐσωτερικῆς καλλιέργειας καί ὡριμότητος καί τῆς ὑποταγῆς – ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. “Οὐ ταὐτόν τό θέλειν καί τό πῶς θέλειν· ὥσπερ οὐδέ τό ὁρᾷν καί τό πῶς ὁρᾷν. Τό μέν γάρ θέλειν, ὥσπερ καί τό ὁρᾷν, φύσεώς (ἐστι)· καί πᾶσι τοῖς ὁμοφυέσι καί ὁμογενέσι προσόν· τό δέ πῶς θέλειν, ὥσπερ καί τό πῶς ὁρᾷν, τουτέστι θέλειν περιπατῆσαι, καί μή θέλειν περιπατῆσαι, καί δεξιά ὁρᾷν, ἤ ἀριστερά, ἤ ἄνω, ἤ κάτω, ἤ πρός ἐπιθυμίαν, ἤ κατανόησιν τῶν ἐν τοῖς οὖσι λόγων, τρόπος ἐστί τῆς τοῦ θέλειν καί ὁρᾷν χρήσεως, μόνῳ τῷ κεχρημένῳ προσόν, καί τῶν ἄλλων αὐτόν χωρίζον, κατά τήν κοινῶς λεγομένην διαφοράν” (293Α). Τό ὁρᾶν ἐδῶ ὡς αἴσθηση κατ᾿ ἐξοχήν οἰκεία στό νοεῖν, σημαίνει σχεδόν ὅ,τι καί τό θέλειν. ῾Ο θέλων ἄνθρωπος ἔχει ἐκ τῶν προτέρων ἀποφασίσει ὅτι τό βλέμμα του ἔχει σκοπό νά ἐπιθυμήσει τό ἀντικείμενο ἤ ἀντιθέτως νά δεῖ μέσα σ᾿ αὐτό τήν ἐκπεφρασμένη βούληση τοῦ Δημιουργοῦ καί ὁ σκοπός αὐτός εἶναι μόνο αὐτοῦ τοῦ θέλοντος καί κανενός ἄλλου. ῎Ετσι ἀναδεικνύεται ἡ μοναδικότης τοῦ θέλοντος καί ἐν συνεχείᾳ τοῦ πράττοντος ἀνθρώπου. Πῶς ὅμως αὐτή ἡ σαφήνεια τῆς μοναδικότητος ἑκάστου μπορεῖ νά ὑποταχθεῖ παθητικά – ἀνενεργά – στή θεία θέληση, πού θά ἤθελε καί θά ἐνεργοῦσε τά ἑαυτῆς ἐρήμην τοῦ “κεχρημένου”, δηλαδή τῆς συγκεκριμένης ἀνθρωπίνης προσωπικότητος; “Θέλησις γάρ τό αὐτεξούσιον εἶναι” (301C) λέει στόν Πύρρο. Καί πῶς μπορεῖ νά καταργηθεῖ τό αὐτεξούσιο;


῾Ο νέος τύπος τοῦ θέλοντος ἀνθρώπου, πού εἶναι ὁ νέος ἄνθρωπος, ὁ ἀνακαινισμένος ἐν Χριστῷ, εἶναι ὁ ἀποσπασμένος ἀπό τίς αἰσθήσεις, ὁ ἐλεύθερος ἐσωτερικά. ῾Η ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐπιλέγει ἐλευθέρως ἤ νά ζήσει ἀληθινά, ἐλεύθερα καί αἰώνια ἤ νά παραδώσει τήν ἐλευθερία της, ὡς εὐκαιρία γιά ἀληθινή ζωή, καί νά ὑποκλιθεῖ σέ τυράννους γνωστούς καί δοκιμασμένους, τά πάθη, τή ζωή τοῦ κακοῦ ὡς ἕξη (ἀμέλεια καλοῦ ὁρίζει τό κακό ὁ Μάξιμος), τή φθοροποιό τυραννίδα τοῦ διαβόλου.


῾Η θέληση τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων, βεβαίως, ἔχουν κοινό σκοπό, τή σωτηρία τῶν ὅλων: “πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι” (Α΄ Τιμ. β΄ 4). ᾿Αλλά δέν εἶναι μία ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων, παρ᾿ ὅλο πού εἶναι ἕνα τό θεληθέν καί ἀπό τό Θεό καί ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἡ σωτηρία τῶν σωζομένων. “Εἰ γάρ τοῦ μέν Θεοῦ τό θέλημα φύσει σωστικόν, τό δέ τῶν ἀνθρώπων φύσει σωζόμενον, ταὐτόν οὐκ ἄν εἴη ποτέ, τό φύσει σῶζον καί τό φύσει σωζόμενον · κἄν εἷς ἀμφοτέρων σκοπός, ἡ σωτηρία τῶν ὅλων καθέστηκεν · ὑπό μέν Θεοῦ προβεβλημένη, ὑπό δέ τῶν ἁγίων προῃρημένη” (25Β). ῾Ο Θεός προβάλλει τό θέλημά Του, οἱ ἄνθρωποι -οἱ ἅγιοι- τό προαιροῦνται μέ τό δικό τους θέλημα.


῎Ετσι, λοιπόν, ὁ Χριστός παρέχει σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους τή δυνατότητα, ὅπως τό ἀνθρώπινο θέλημα του καί οἱ ἀπορρέουσες ἐνέργειές του, νά γίνωνται τόπος, ὑλοποίηση καί τρόπος ὑπάρξεως τοῦ εἶναι. ῎Αν καταργεῖται τό ἀνθρώπινο θέλημα καί οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεανθρώπου, πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά σωθεῖ; Συμπερασματικά: “Εἷς οὖν ἐκ δύο φύσεων ὁ Χριστός, θεότητός τε καί ἀνθρωπότητος, μονογενής Λόγος καί Υἱός καί Κύριος τῆς δόξης· ἐν αἷς γνωρίζεται καί αἷς ἀληθῶς ὑπάρχων πιστεύεται, δύο τε φυσικάς καί γενικάς, καί τῶν ἐξ ὧν ἦν συστατικάς κινήσεις, ἤγουν ἐνεργείας ἔχων, ὧν ἀποτελέσματα τά κατά μέρος ἦν ἐνεργήματα, ἐξ αὐτοῦ τε προβαλλόμενα, καί ὑπ᾿ αὐτοῦ τελειούμενα, χωρίς τομῆς τῶν ἐξ ὧν ὑπῆρχε, καί τῆς οἱασοῦν δίχα συγχύσεως. Οὐ γάρ ὑπομένει τομήν ἤ σύγχυσιν ὁ μηδέποτε τροπαῖς ὑποκείμενος, καί πᾶσι τοῖς οὖσι τήν τε τοῦ εἶναι καί πῶς εἶναι διαμονήν τε καί σύστασιν παρεχόμενος” (36D).


Οἱ ὀρθόδοξες αὐτές θέσεις, εἶναι ἡ μεγάλη προσφορά τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου στήν πνευματική ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος.
῾Ο Πύρρος, ἀφοῦ ἐξήντλησε ὅλα τά ἀντίθετα ἐπιχειρήματα καί ἀφοῦ ἐπείσθη ἀπό τήν καθαρότητα τῆς σκέψεως τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου συνεπικουρουμένης ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, ὑποσχέθηκε ὅτι θά δηλώσει ἔμπρακτα τή μετάνοιά του στή Ρώμη ἐνώπιον τοῦ Πάπα, πρᾶγμα τό ὁποῖο καί ἔκανε. Μεταμελήθηκε ὅμως ἀργότερα καί ἐπανῆλθε στίς προηγούμενες αἱρετικές ἀπόψεις του, ἐπέστρεψε δέ καί στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιά λίγους μῆνες (654) ἐπί τοῦ ὁμόφρονος αἱρετικοῦ αὐτοκράτορος Κώνσταντος τοῦ Β΄ (641-668), ἐγγονοῦ τοῦ ῾Ηρακλείου, ὁ ὁποῖος ἐξέδωσε τόν “Τύπον”, διάταγμα ὑπερασπίζον τήν αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ.


Στά τέλη τοῦ 645 ὁ Μάξιμος μετέβη στή Ρώμη μαζί μέ τούς μαθητές του, δύο ᾿Αναστασίους, Θεόδωρον καί Εὐπρέπιον, ὅπου ἔπεισε τόν Πάπα Μαρτῖνο τόν Α΄ νά συγκαλέσει Σύνοδο. ᾿Από κοινοῦ ἀποφάσισαν τή σύγκληση τῆς Συνόδου τοῦ Λατερανοῦ τοῦ 649, ἡ ὁποία κετεδίκασε τήν αἵρεση τῶν μονοθελητῶν, τά αἱρετικά διατάγματα τῶν αὐτοκρατόρων – τήν ῎Εκθεση τοῦ ῾Ηρακλείου καί τόν Τύπο τοῦ Κώνσταντος τοῦ Β΄ – καί ἀνεθεμάτισε τούς ὑπαιτίους καί ἀρχηγούς τῆς αἱρέσεως Σέργιο καί Παῦλο πατριάρχας ΚΠόλεως, Κῦρο ᾿Αλεξανδρείας, Μακάριο ᾿Αντιοχείας καί Θεόδωρο ἐπίσκοπο Φαράν. Τήν ἐνέργεια αὐτή ὁ αἱρετικός αὐτοκράτορας Κώνστας ὁ Β΄ τήν θεώρησε στάση καί διέταξε τή σύλληψη τοῦ Πάπα Μαρτίνου, καί κατόπιν τοῦ Μαξίμου καί τῶν μαθητῶν του, οἱ ὁποῖοι τό 653 ὡδηγήθηκαν στήν Κωνσταντινούπολη.


῾Ο ῞Αγιος Μάξιμος μετά ἀπό πιέσεις, ἀνακρίσεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια (κόψιμο τῆς γλώσσης καί τῆς δεξιᾶς χειρός) καί διαδοχικές ἐξορίες, ἐκοιμήθη τή 13η Αὐγούστου τοῦ 662 στό φρούριο Σχίμαρι τῆς Λαζικῆς καί ἐτάφη στή Μονή τοῦ ῾Αγίου ᾿Αρσενίου. Τά αὐτά ἔπαθαν καί οἱ μαθητές του ἐξόριστοι σέ φρούρια τῆς Θράκης καί ὁ ῞Αγιος Μαρτῖνος Πάπας Ρώμης, ὁ ῾Ομολογητής, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τό 655, ἐξόριστος στή Χερσῶνα.


῾Η ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τοῦ 680/681, ἡ ὁποία συνεκλήθη στή Κωνσταντινούπολη, βασιλεύοντος Κωνσταντίνου Δ΄ τοῦ Πωγωνάτου (668-685), μέ τή συμμετοχή ἑκατόν ἑβδομήκοντα Πατέρων, κατεδίκασε τόν μονοθελητισμό καί μονοενεργητισμό καί τούς ἐπιφανέστερους ἐκπροσώπους τους, τόν ἐπίσκοπο Φαράν Θεόδωρο, τόν πάπα Ρώμης ᾿Ονώριο Α΄, τούς πατριάρχες ΚΠόλεως Σέργιο, Παῦλο, Πύρρο καί Πέτρο, τόν πατριάρχη ᾿Αλεξανδρείας Κῦρο, τόν ᾿Αντιοχείας Μακάριο καί Στέφανο τόν μαθητή του, καί Πολυχρόνιο τόν νηπιόφρονα γέροντα “τούς τολμήσαντας ἕν θέλημα καί μίαν ἐνέργειαν δογματίσαι ἔχειν μετά τήν σάρκωσιν τόν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν· οὕς μετά τῶν συμφρονούντων αὐτοῖς ἐξέκοψε τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἀνεθεμάτισεν ἡ ἁγία αὕτη σύνοδος · δύο θελήματα φυσικά, καί δύο ἐνεργείας ὁμοίως ἔχειν μετά τήν σάρκωσιν δογματίσασα, καί κυρώσασα, τόν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, οὐκ ἐν διαιρέσει προσώπων, ἀλλ’ ὅτι οὐδεμία φύσις τῶν δύο φύσεων ἐπί Χριστοῦ ἀθέλητος ἦν, ἤ ἀνενέργητος, ἵνα μή, τῶν ἰδιωμάτων τούτων ἑκατέρας τῆς φύσεως ἀναιρουμένων, τῆς ἐνεργείας καί τῆς θελήσεως, καί αἱ φύσεις, ὧν εἰσιν ἰδιώματα, συναναιρεῖσθαι δοκῶσιν” (Ζωναρᾶς).


῾Η ῾Αγία μας ᾿Εκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου, τοῦ ῾Ομολογητοῦ, τήν 21η ᾿Ιανουαρίου (τιμητική μνήμη μέσα στό μῆνα τῶν Μεγάλων Πατέρων), τή 13η Αὐγούστου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του (πού τό Συναξάρι ἐσφαλμένως ἀναγράφει μνήμη τῆς μεταθέσεως τοῦ Λειψάνου του;) καί τήν 20ή Σεπτεμβρίου μετά τῶν μαθητῶν του ᾿Αναστασίου, ᾿Αναστασίου ἑτέρου, Θεοδώρου καί Εὐπρεπίου καί τοῦ ῾Αγίου Μαρτίνου, Πάπα Ρώμης, τοῦ ῾Ομολογητοῦ (ἡ μνήμη τοῦ ῾Αγίου Μαρτίνου, τιμᾶται καί χωριστά τή 13η ᾿Απριλίου).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου