Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Νεομάρτυς Νικόλαος εν Βουνένοις

 

Νεομάρτυς Νικόλαος εν Βουνένοις κείμενο Τις πρώτες ημέρες του Μαΐου με την ανθισμένη φύση την πλημμυρισμένη από μυρωδιές λουλουδιών και υπέροχων τριαντάφυλλων και υπό την χάρη του Χριστός Ανέστη η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει την 9η του μηνός τρεις μεγάλους Αγίους τον Χριστόφόρο, τον Προφήτη Ησαΐα και τον Άγιο Νικόλαο τον Νέο ή τον εν Βουνένοις.

Εις το κείμενο αυτό θα αναφερθούμε, εν συντομία, εις τον βίο και την
παρακαταθήκη του Αγίου Νικολάου του Νέου.

Ο Νικόλαος γεννήθηκε από γονείς ευλαβείς και ενάρετους στα μέρη της
Ανατολής. Από μικρός φανέρωσε την κλίση του προς το αγαθόν, αποφεύγοντας
την συναναστροφή με συνομηλίκους του θρασείς και επιδίωκε την συντροφιά
ενάρετων ενηλίκων. Η φήμη του ως ενάρετου και αγαθού ανθρώπου έφθασε στα
αυτιά του αυτοκράτορα, ο οποίος τον διόρισε Δούκα αφού πρώτα τον γνώρισε
από κοντά. Οι αρμοδιότητες του Νικολάου ήταν να εκπαιδεύει και να διατηρεί
τους στρατιώτες του αξιόμαχους. Δεν παρέλειπε να τους μιλάει για τον Χριστό
και να διδάσκει την αγάπη και την δικαιοσύνη για όλους τους ανθρώπους.
Η αυτοκρατορία εκτός από τους εξωτερικούς εχθρούς είχε να αντιμετωπίσει
και εσωτερικές εξεγέρσεις. Σε μια εξέγερση των Θεσσαλών ο Αυτοκράτορας
στέλνει τον Νικόλαο και τους στρατιώτες του. Χύθηκε άδικα ανθρώπινο αίμα
για να παταχτεί η εξέγερση. Ακολούθως στάλθηκε στη Θεσσαλονίκη με άλλους
τοπάρχες με τους στρατιώτες των για να καταστείλουν εξέγερση, πράγμα που
πέτυχαν.

Η ευαίσθητη χριστιανική του καρδιά τον οδήγησε στην σκέψη, μήπως χάσει τη
ζωή του πρόωρα πριν είναι έτοιμος για το αιώνιο ταξίδι και πήρε την απόφαση
να μονάσει. Με συνοδεία δώδεκα στρατιωτών του αποσύρεται στα Βούνενα της
Θεσσαλίας, όπου μόναζαν αρκετοί ενάρετοι μοναχοί , ζώντας με νηστεία,
προσευχή και πνευματικές ασκήσεις.

Οι Άβαροι καταφθάνουν στην Θεσσαλία κυριεύουν την Λάρισα, σφάζουν
λεηλατούν και εξαναγκάζουν χριστιανούς να προσκυνήσουν τα είδωλα. Αρκετοί
Χριστιανοί δεν απαρνούνται τον Αληθινό Θεό και Σωτήρα και υπομένουν μύρια
βασανιστήρια και, τέλος, τον στέφανο της αιωνίου Ζωής.
Όταν συμβαίνουν αυτά ο μακάριος Νικόλαος και οι δώδεκα συμοναστές του
Γρηγόριος, Αρμόδιος, Ιωάννης, Δημήτριος, Μιχαήλ, Ακίνδυνος, Θεόδωρος,
Παγκράτιος, Πανταλέων, Αιμιλιανός και Ναούδιος βρίσκονται στην σκήτη της
Βουνένης. φθάνουν στα Βούνενα και συλλαμβάνουν τον Νικόλαο και τους
στρατιώτες του.

Ένα βράδυ την ώρα της προσευχής εμφανίζεται Άγγελος Κυρίου και τους λέγει
«Ετοιμαστείτε να σταθείτε γενναίοι, διότι εις ολίγας ημέρας μέλλει να
μαρτυρήσετε, δια να λάβετε τα βραβεία και τους στεφάνους της αθλήσεως και
ούτω να κληρονομήσετε την Ουράνιον Βασιλεία» Ακούγοντας αυτά εχάρησαν και
με μεγαλύτερο ζήλο συνέχισαν τον ασκητικό αγώνα.
Μετά από μερικές ημέρες έμαθαν οι βάρβαροι Άβαροι ότι στο ΄βουνό των
Βουνένων υπάρχουν ασκητές προσκυνούντες ακατάπαυστα και δοξολογούντες τον
Χριστό και έσπευσαν να τους φονεύσουν. Ο μακάριος Νικόλαος συμβούλευε τους
αδελφούς και συνασκητές του λέγοντας «Μη φοβηθώμεν, αδελφοί, τον πρόσκαιρον θάνατον, ούτε να δειλιάσωμεν, διότι, τώρα ήλθεν η ώρα να δείξωμεν την ανδρείαν μας και να κληρονομήσωμεν, με μικράν και ολίγην τιμωρίαν,
παντοτεινήν και αιωνίαν ανάπαυσιν»..

Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγε ο Άγιος προς ενίσχυση των αδελφών και
καταφθάνουν ως θηρία ανήμερα οι Άβαροι τιμωρούν αυτούς ανηλεώς και
ασπλάχνως με ραβδισμούς, στρεβλώσεις και με άλλα βασανιστήρια. Οι μακάριοι
γενναίως επέμειναν τα βασανιστήρια και δεν πρόδωσαν την πίστη τους και
τέλος τους αποκεφάλισαν. Το Άγιο Νικόλαο βλέποντάς των νέο, ωραίο και
γενναίο δεν τον πείραξαν αλλά, προσπάθησαν με λόγια και κολακείες να τον
αλλαξοπιστήσουν. Δεν υπολογίσανε σωστά, Ούτε κατ ελάχιστον δείλιασε ο
Νικόλαος και με θάρρος τους απαντούσε «Εγώ δεν είμαι μωρόν παιδίον, δια να
απατηθώ και να αρνηθώ τον αληθή Θεό, όστις με έπλασε και να προσκυνήσω
είδωλα κωφά και αναίσθητα. Αλλά καθώς εξ αρχής ήμουν ευσεβής Ορθόδοξος
Χριστιανός, ούτω θέλω παραμείνει έως ότου παραδώσω την ψυχή μου εις τας
αχράντους χείρας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίον, ως Θεόν
αληθινόν και Σωτήρα μου, προσκυνώ, λατρεύω και σέβομαι και για την αγάπη
Του μεγάλη προθυμία αισθάνομαι και πόθο να χύσω το αίμα μου. Τους δε δικούς
σας θεούς καταφρονώ και ατιμάζω, επειδή είναι λίθοι και ξύλα αναίσθητα ή
άλλη τις ύλη ευτελής και άχρηστος».

Οι βάρβαροι συνεχίζουν τις κολακείες και τις πιέσεις λέγοντας ότι ο Χριστός
δεν θα τον βοηθήσει και εάν γίνει συγκοινωνός και ομόγνωμος με αυτούς δεν
θα στερηθεί την γλυκύτατη τούτη ζωή με πολλά βάσανα. Ο Άγιος απαντά «Αυτά
τα οποία απειλείτε να μου κάνετε επιθυμώ πολύ να τα δοκιμάσω, διότι, εάν με
χωρίσετε από την ματαίαν και πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, προσφέρετε εις εμέ
Βασιλείαν ουράνιον και ζωήν ατελεύτητον, ώστε να συνδοξάζομαι αιωνίως με
τον Χριστόν μου και να απολαμβάνω εις τον Παράδεισων χαράς ανεκλάλητου,
ευφροσύνης και αγαλλιάσεως».

Διαπίστωσαν οι βάρβαροι ότι ο Άγιος δεν αλλάζει πίστη και άρχισαν τα φρικτά
βασανιστήρια. Ο Άγιος υπέμεινε γενναίως και προσευχόμενος έλεγε »Υπομένων
υπέμεινα τον Κύριον» ( ψαλμός λθ΄2) .Έδινε την εντύπωση ότι άλλος εδέχετο
τα βασανιστήρια και όχι αυτός. Τέλος τον έστησαν στον κορμό ενός δένδρου
και τον λόγχευσαν, ακούοντες από αυτόν τούτα, μεταξύ άλλων, λόγια «όσα κακά
κάμνετε εις εμέ, τόσους στεφάνους μου πλέκετε. Ο δε Κύριός μου Ιησούς
Χριστός παρίσταται βοηθός μου και μου ελαφρύνει την τιμωρία, ώστε ουδέ πόνο
τινα να αισθάνομαι».

Αφού άκουσαν την γενναία απόφαση του Αγίου να παραμείνει στρατιώτης του
Δεσπότου Χριστού τον αποκεφάλισαν. Το μαρτυρικό αίμα του Νικολάου πότισε
την θεσσαλική γη. Ήταν εννέα Μαΐου του 720 μ. Χ. και ο μακάριος Νικόλαος
έλαβε τον στέφανο της μαρτυρικής δόξης και πρεσβεύει στον θρόνο του Θεού να
μας ελεήσει και να μας συγχωρέσει.

Το λείψανο του αγίου έμεινε άταφο και αναλλοίωτο για πολλά χρόνια και
βρέθηκε κατά τρόπο θαυματουργικό. Εις τα μέρη της Ανατολής, όπου γεννήθηκε
ο Άγιος υπήρξε πλούσιος άρχοντας που αρρώστησε από σπάνια αρρώστια, την
λώβη. Ξόδεψε πάρα πολλά χρήματα αλλά μάταια. Ένα βράδυ στο όνειρό του,
εμφανίζεται ο Άγιος και του λέγει να πάει στο βουνό των Βουνένων να βρεις
το λείψανό μου και εκεί θα βρεις την υγεία σου. Έτσι και έγινε. Ο άρχοντας
έκτισε ναό προς τιμή και ευχαριστία του Αγίου.

Το θαύμα αυτό έγινε γνωστό σε Ανατολή και Δύση και πολλοί πήγαιναν στο
τάφο του Αγίου και εύρισκαν την υγεία τους. Ο μάρτυρας Άγιος Νικόλαος πολλά
θαύματα έκανε και συνεχίζει να κάνει σε όσους με πίστη και ελπίδα
επικαλούνται την πρεσβεία του στον θρόνο του Θεού.


Μυργιώτης Παναγιώτης
Μαθηματικός

Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

Η ΜΑΝΑ ΜΑΣ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ!!


Η Μάνα μας εορτάζει.Τα χρόνια περνούν, οι εποχές αλλάζουν. Μερικά πράγματα μένουν αναλλοίωτα
εις το πέρασμα του χρόνου. Ιδέες, ιδανικά. Πρόσωπα αγαπημένα χαράζουν εις
την καρδιά μας γράμματα ανεξίτηλα.
Μάνα, μητέρα, μάμμη μαμά ή μάδερ (για τους προχωρημένους) είναι το ίδιο
όνομα. Μάνα. Μια λεξούλα των τεσσάρων γραμμάτων και πόσα πράγματα δεν γεννά μέσα μας. Πόσες και πόσες αναμνήσεις δεν ξεπηδούν εις την μνήμη μας.
Πρόσωπο, η μάνα, από τα πλέον αγαπημένα. Με πολλαπλούς ρόλους και της
ανιδιοτελούς αγάπης. Η πιο αγνή και πραγματική εις τον κόσμο είναι η
μητρική αγάπη για τα παιδιά της.

 

 

Μάνα ο νιός, μάνα ο γέρος, μάνα ακούς σε κάθε μέρος. Τι όνομα γλυκό και
ιερό. Για εννέα ολόκληρους μήνες τρέφει και κουβαλάει εις τα σπλάχνα της το
έμβρυο, τον καρπό της μίξης του άνδρα και της συζύγου του. Καρπό ευλογημένο
από τον Θεό εις το Ιερό μυστήριο του γάμου και επιστέγασμα της αγάπης του
ενός των συζύγων προς τον άλλο σύζυγο.

 


Για εννέα μήνες μάνα και έμβρυο αλληλοεπιδρούν. Τα αισθήματα της μάνας
χαρά, λύπη, στεναχώρια γίνονται αντιληπτά από το παιδί, βιώνει και αυτό τα
ίδια αισθήματα. Ένα σκίρτημα του βρέφους σκορπά χαμόγελα χαράς εις την μάνα
και δια αυτής εις τον πατέρα και την υπόλοιπη οικογένεια.
Το πρώτο πρόσωπο το οποίο θα αντικρύσει το μωρό θα είναι το χαρούμενο
πρόσωπο της μάνας εις την οποία θα χαρίσει το πρώτο του κλάμα. Την πρώτη
αγκαλιά, το πρώτο χάδι, τα πρώτα λόγια από ποιον θα τα αισθανθεί το
νεογέννητο;;. Από τη μάνα φυσικά. Την πρώτη απορία, επιτυχία ή αποτυχία σε
ποιόν απευθυνθήκαμε και τα εκμυστηρευτήκαμε ;;. Η μάνα το ασφαλές
καταφύγιο. Εις την γλυκιά της αγκαλιά βρίσκαμε το ασφαλές και σίγουρο
λιμάνι. Ο λόγος της ως βάλσαμο δρούσε εις την αγνή μας καρδιά.
Κυματοθραύστης εις την πατρική λογική, έδινε λύσεις εκεί που φαίνονταν ότι
δεν υπήρχαν.

 


Το ιερό της πρόσωπο ύμνησαν ποιητές και συγγραφείς, τραγούδησε η λαϊκή
μούσα, το σεπτό πρόσωπό της ζωγράφησαν ζωγράφοι και σμίλευσαν γλύπτες και
αγαλματοποιοί. Όλοι μας μιλάμε και την ευχαριστούμε για τις θυσίες που
έκανε για μας .Πόσες φορές δεν ξενύχτησε άγρυπνη εις το προσκέφαλο μας όταν
μικρά αρρωσταίναμε ή πόσες φορές δεν ξενύχτησε να μας περιμένει
αργοπορημένους από βραδινές εξόδους ή καθυστερημένους από το σχολείο ή την
εργασία. Άγρυπνος φρουρός να μη πάθουμε κάποιο κακό εις το παιχνίδι ή η
αγωνία της να προετοιμαστούμε για τα μαθήματα της επόμενης ημέρας. Να
ξυπνήσει γρήγορα το πρωί για να ετοιμάσει το πρωινό ή για να μας δώσει κάτι
για το διάλειμμα του σχολείου ή της εργασίας. Όλα έπρεπε να τα προβλέψει
και να τα ετοιμάσει. Να φροντίσει για την τακτοποίηση του σπιτιού, το
μεσημεριανό ή και το βραδινό της οικογένειας. Εις την εργασία της να είναι
εις την ώρα της ξεκούραστη και αποδοτική.


 
Αν ο πατέρας για λόγους εργασίας έφευγε εις τα ξένα, σύνηθες φαινόμενο
παλαιότερα, η μάνα αναλάμβανε και τον ρόλο του πατέρα. Να μεγαλώσει τα
παιδιά και μάλιστα να τους δώσει παιδεία Χριστού και νουθεσία πατριωτική
έπρεπε να διαθέσει πολύτιμο χρόνο χωρίς να παραμελήσει και τις γεωργικές
εργασίες και τα ζωντανά της οικογένειας. Άθλος πραγματικός, χωρίς να χάσει
την καλή διάθεση και χωρίς να διαμαρτύρεται. Οι κίνδυνοι εκτροχιασμού των
νέων πάντοτε υπήρχαν και θα υπάρχουν. Τότε και σήμερα έχει πολλά
προβλήματα-προκλήσεις να αντιμετωπίσει. Είναι ο στυλοβάτης της οικογένειας
και άμεσος συνεργάτης του αρχηγού και συζύγου της. Μαζί ο άνδρας και η
γυναίκα, ως σύζυγοι ευλογημένοι από τον Θεό, αντιμετωπίζουν τα προβλήματα
των παιδιών και της οικογενείας.
Δικαιολογημένα, λοιπόν, την ύμνησαν ποιητές και συγγραφείς. Ας αναφέρουμε
λίγα κείμενα .
 

 



 
Άγγελος Βλάχος Η καρδιά της μάνας Ένα παιδί, μοναχοπαίδι, αγόρι, αγάπησε
μιας μάγισσας την κόρη. - Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά, μ’ αν θέλεις να
σου δώσω το φιλί μου, της μάνας σου να φέρεις την καρδιά να ρίξω να τη φάει
το σκυλί μου. Τρέχει ο νιος, τη μάνα του σκοτώνει και την καρδιά τραβάει
και ξεριζώνει. Και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει και πέφτει ο νιος
κατάχαμα με δαύτη. Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει και την ακούει να
κλαίει και να μιλάει. Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει: - Εχτύπησες, αγόρι
μου; και κλαίει!


Μαρία Πολυδούρη "Μητέρα μου". Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα ποὺ
πνιχτικό, βαθὺ σκότος θὰ γίνῃ στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει... Ἄχ, πώς
μου λείπεις σὲ μία τέτιαν ὥρα. Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα ποὺ
πνιχτικό, βαθὺ σκότος θὰ γίνῃ στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει... Ἄχ, πώς
μου λείπεις σὲ μία τέτιαν ὥρα.


Στέλιος Σπεράντσας "Η μανούλα" Ποιός την κούνια μας κουνάει, όταν είμαστε
μικράκια; Ποιός χαμογελά στο πλάι και γλυκά μας λέει λογάκια και τον ύπνο
προσκαλεί; Η μαμά μας η καλή! Τα μαλλιά μας ποιός χτενίζει; Ποιός μας
καμαρώνει, αλήθεια; Ποιός παιχνίδια μας χαρίζει; Ποιός μας λέει τα
παραμύθια στη φωτίτσα μας σιμά; Η γλυκιά μας η μαμά! Κι όταν κάποτε ένα
στόμα κάτι με θυμό μας λέει, κι όταν παρακούμε ακόμα, ποιός πονεί και
σιγοκλαίει κι έχει πίκρα στην καρδιά; Πάντα η μάννα μας, παιδιά!


Ιωάννης Πολέμης "Ο αποχαιρετισμός της μάνας" Μισεύεις για την ξενιτιά και
μένω μοναχή μου, σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι, για χάρη σου ν’
ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη. Τα δάκρυά μου να γεννούν διαμάντια σ’
ό,τι αγγίζεις και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις. Να πίνεις και
να ξεδιψάς και να ‘ναι αυτό γεμάτο, σα να ‘ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να
‘σαι από κάτω. Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα, δίχτυα
πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα. Παιδί μου, αν εμένανε πάψεις να με
θυμάσαι, με δίχως βαρυγκώμηση συχωρεμένος να ‘σαι. Κι αν πάλι το φτωχό
καλύβι μας, ντροπή σου φέρνει, ωστόσο και πάλι θα ‘μαι πρόθυμη, συχώρεση να
δώσω. Μ’ αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι, να ‘ναι η ζωή
σου, όπου κι αν πας, αγκάθια και τριβόλοι.


Νικηφόρος Βρεττάκος "Μάνα και Γιος" Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος
πολέμαγε κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος σαν να 'χε ο Διόνυσος
γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: "Ίτε παίδες Ελλήνων ..." .
Γεώργιος Βερίτης "Μάνα γλυκυτάτη" (΄Απαντα ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Εκδόσεις ΔΑΜΑΣΚΟΣ,
Αθήναι, 1968) Θέ μου, να κάμω σε Σένα θερμή προσευχή! Θέ μου, η αγάπη Σου
ας είν΄ πιο βαθιά, πιο γλυκιά για τη Μάνα! Μέσα της κάμε ν΄ απλώνεται πάντα
η δική Σου γαλήνη, και στις πληγές της καρδιάς της η χάρη Σου βάλσαμο ας
γίνη. Μάνα γλυκύτατη, Μάνα ουρανόσταλτη, ατίμητη Μάνα!


Γ. Βιζυηνός «Πως να πειράξω τη μητέρα» Πως να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί, που όλη νύχτα κι όλη μέρα για το καλό μου
προσπαθεί; Πως ν' αρνηθώ ή ν' αναβάλλω ό,τι ορίζει κι απαιτεί, αφού στη γη
δεν έχω άλλο κανένα φίλο σαν κι αυτή; Αυτή στα στήθη τα γλυκά της με είχε
βρέφος απαλό με κάθιζε στα γόνατά της και μ' έμαθε να ομιλώ.


Οδυσσέας Ελύτης: Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι κάτι
θα περισσέψει που να το ανακράξεις σε στιγμή μεγάλου κινδύνου.
Η θέση της μάνας κατέχει ξεχωριστή θέση εις το δημοτικό τραγούδι. Η
ελληνική φυλή με τις αθάνατες παραδόσεις έχει ανεβάσει εις το υψηλότερο
βάθρο της οικογένειας, της κοινωνίας αλλά και της πατρίδος και της
θρησκείας την μάνα για την αγάπη της παρακινεί εις τα τίμια, εις τις
ηθικές αξίες και εις τον πατριωτικό φρονηματισμό. Για τον λόγο αυτό το
δημοτικό τραγούδι στολίζει με τους πιο όμορφους στίχους το ενδιαφέρον και
αγάπη της μάνας για τη κλέφτικη ζωή, για τον ξενιτεμό, τον έρωτα, τον γάμο
και τον θάνατο του παιδιού της.



ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΛΕΦΤΙΚΗ ΖΩΗ


Ο κλέφτης του βουνού στο τραχύ λημέρι του θυμάται τη μανούλα του και ρωτάει
τα δέντρα του δάσους:
«Ακούω τα δέντρα και βογγούν και τις οξιές και τρίζουν
Έκατσα και τα ρώτησα γλυκά σαν τη μανούλα»
Άλλο τραγούδι χαρακτηρίζει μαύρη τη ζωή του κλέφτη:
«Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες
με το ντουφέκι αγκαλιά σαν το παιδί η μάνα»
Αντίθετα, του Κίτσου η μάνα θέλει να πάει στα κλέφτικα λημέρια να δει το
γιο της και τα βάζει με τα στοιχεία της φύσης που δεν της το επιτρέπουν.
«Του Κίτσου η μάνα κάθονταν, στην άκρη στο ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
– Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια»
Και εις το γνωστό τραγούδι «Τα παιδιά της Σαμαρίνας» ο κλέφτης που πεθαίνει
σκέφτεται τη μάνα του να μη πικραθεί από το θάνατό του και παραγγέλλει εις
τους συντρόφους του, τα κλεφτόπουλα:
«Κι αν σας ρωτήσει η μάνα μου, η δόλια η αδελφή μου,
μην πείτε πως σκοτώθηκα, πως είμαι λαβωμένος.


 



 
ΕΙΣ ΤΟΝ ΞΕΝΙΤΕΜΟ


Η μοίρα πολλών ανθρώπων τους οδήγησε εις την ξενιτειά. Δύσκολες οι εποχές,
τα ταξίδια κουραστικά πολυήμερα. Χωρίς δρόμους, χωρίς συγκοινωνιακά μέσα
λεωφορεία, τραίνα και αεροπλάνα. Παρά μόνο πεζοπορία και καραβάνια ζώων. Οι
τόποι φάνταζαν μακρινοί και ο ξενιτεμός φαρμάκι.
Συγκινητική η ώρα του αποχαιρετισμού με την ευχή της μάνας.
– «Θα φύγω, μάνα, και μην κλαις και δος μου την ευχή σου
κι ευχήσου με, μανούλα μου, να πάω καλά στα ξένα.
– Παιδί μου, πάαινε στο καλό, κι όλοι οι αγιοί κοντά σου».
Προτού να περάσει ο κερατζής (ίσως ο Ρόβας), να πάρει το γιο της για τα
ξένα, η μάνα ετοιμάζει να ψήσει ψωμί για το ταξίδι:
«Με πόνους βάνει το νερό, με δάκρυα τ’ αλεύρι
και με τους αναστεναγμούς φωτιά βάνει στο φούρνο.
– Φούρνε μ’, μην κάψεις το ψωμί, στην ώρα μην το βγάλεις,
για να περάσει ο κερατζής, να μείν’ ο γιος μου πίσω»


 

 
 
ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟ ΓΑΜΟ


Η μάνα δένεται με την ερωτικό πόνο του παιδιού της. Ο έρωτας εις το
δημοτικό τραγούδι είναι αγνός και δεν ευτελίζεται. Πρωταγωνιστής, συνήθως,
είναι η κόρη. Και σε άλλο Ηπειρώτικο τραγούδι η κόρη ζητάει το γιατρό, για
να της γιατρέψει τον ερωτικό καημό.
«Δεν μπορώ, μανούλα μ΄, δεν μπορώ, σύρε να φέρεις το γιατρό
Αγάπησα, μάνα μ’, αγάπησα, πικρά η δόλια το μετάνιωσα.
Φέρτονε, μανούλα, το γιατρό να μου γιάνει τον καϋμό»
Αν τύχει η κόρη κι έχει κρυφό κάποιο ερωτικό δεσμό, η μάνα που ξέρει καλά
την καρδιά της καταλαβαίνει καλά. Η Μαλάμω που γυρίζει απ’ τη βρύση
δικαιολογεί πώς έσπασε τη στάμνα της:
– «Μάνα μ’, παραπάτησα και τη στάμνα μου την τσάκισα.
– Δεν είναι παραπάτημα, μόν’ είν’ αντρός αγκάλιασμα».
Όσο αγαπάει η μάνα την κόρη, άλλο τόσο αγαπάει και το γιο της, που είναι το
καμάρι της.
«Από τη γης βγαίνει νερό κι απ’ την ελιά το λάδι,
κι από τη μάνα την καλή βγαίνει το παλληκάρι».
Συγγενικά με τα ερωτικά τραγούδια, είναι και τα τραγούδια του γάμου, γιατί
εκφράζουν κι αυτά τα ίδια συναισθήματα. Είναι τραγούδια της χαράς και
συνοδεύονται με ευχές και με παινέματα για τους νεόνυμφους. Μέχρι να φτάσει
η χαρούμενη αυτή στιγμή, από χρόνια η μάνα ετοίμαζε τα προικιά της κόρης
της.
«Τρεις χρόνους ράβουν τα προικιά και τρεις τα πανωπροίκια
και τα κρυφά της μάνας της λογαριασμό δεν έχουν».
Τα τραγούδια της χαράς δεν παραλείπουν να υπογραμμίσουν και την πίκρα του
χωρισμού.
«Αφήνω γεια, μανούλα μου, αφήνω γεια, πατέρα»
Ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης και η μάνα δίνει την ευχή της:
«Είκοσι χρόνια πότιζα μηλίτσα στην αυλή μου,
τώρα που μου την πήρανε, ας πάει με την ευχή μου».
Τα παράπονα όλα για την αποτυχία του γάμου τής κόρης τα φορτώνεται η μάνα:
«Θέλω να πάω στη μάνα μου, να πάω στα γονικά μου».


 

 
ΕΙΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ


Εκεί που ξεχειλίζει η μητρική οδύνη και φτάνει στο απόγειό της είναι για το
θάνατο του παιδιού της. Πονάει και θρηνεί η μάνα περισσότερο από κάθε άλλον.
«Αν δε φουσκώσει η θάλασσα, ο βράχος δεν αφρίζει.
Αν δε σε κλάψει η μάνα σου, ο κόσμος δε δακρύζει».
Στα μοιρολόγια ξεχύνεται ολάκερος ο ψυχικός πόνος της μάνας:
«Εσύ, παιδί μου, κίνησες να πας στον κάτω κόσμο,
κι αφήνεις τη μανούλα σου πικρή, χαροκαμένη.
Παιδάκι μου, τον πόνο σου πού να τον απιθώσω;».
Η μάνα σκέφτεται ακόμη και το δικό της πρόωρο θάνατο. Τρέμει και ανησυχεί
πώς θα βιώσουν αυτό το ενδεχόμενο θλιβερό γεγονός τα παιδιά της:
«Με τι καρδιά, με τι ψυχή, θα πάω εγώ στον Άδη,
ν’ αφήσω τα παιδάκια μου, να κλαιν αυγή και βράδυ;
Να κλαίνε, να φωνάζουνε. μανούλα μ’, πού να είσαι;
βαριά αποκοιμήθηκες κι εμάς δε μας θυμάσαι».
Η καρδιά της μάνας με την πάροδο του χρόνου δεν έχει αλλάξει. Πάντα
συμπονετική συμπαραστάτης εις τα βλαστάρια της, τα βλέπει πάντα μικρά,
φροντίζει να μη κρυώσουν, να μη αργήσουν. Βοηθός των ως την τελευταία
στιγμή της ζωής της. Να προσφέρει. Να ξεκουράσει τα κουρασμένα παιδιά της
και τα εγγόνια της, τα οποία οι γονείς των είναι κουρασμένοι.
Πάρα πολλά θα μπορούσαμε να γράψουμε για αυτό το υπέροχο, ιερό πρόσωπο την
Μάνα και μάλιστα την Ελληνίδα μάνα. Για αυτή την καταπληκτική Ελληνίδα μάνα
και για κάθε μάνα καθιερώθηκε μόνο μια μέρα κάθε έτος για να εορτάζεται.
Της αξίζει να εορτάζεται κάθε μέρα για την τεράστια προσφορά της. Πολύ
σημαντική, καθοριστική η συμβολή της Μάνας εις την ανάπτυξη και εις την
πορεία του καθενός μας εις την ζωή.

Μυργιώτης Παναγιώτης

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΙΕΡΟΥ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΕΡΥΘΡΩΝ (ΠΡΟΣΤΑΤΟΥ ΤΩΝ ΟΔΗΓΩΝ)

 


ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΙΕΡΟΥ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΥ ΑΓΙΩΝ ΕΦΡΑΙΜ & ΕΙΡΗΝΗΣ ΕΡΥΘΡΩΝ


 

ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΙΕΡΟΥ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΕΡΥΘΡΩΝ


 

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΡΥΘΡΩΝ - ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ ΜΗΝΟΣ ΜΑ'Ι'ΟΥ

 




Τρίτη 22 Απριλίου 2025

Ο ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ



Κατηχητικός Λόγος Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

Ει τις ευσεβής και φιλόθεος, απολαυέτω της καλής ταύτης και λαμπράς
πανηγύρεως.

Ει τις ευγνώμων, εισελθέτω χαίρων εις την χαράν του Κυρίου αυτού.

Ει τις έκαμε νηστεύων, απολαυέτω νυν το δηνάριον.

Ει τις από της πρώτης ώρας ειργάσατο, δεχέσθω σήμερον το δίκαιον όφλημα.

Ει τις μετά την τρίτην ήλθεν, ευχαρίστως εορτασάτω.

Ει τις μετά την έκτην έφθασε, μηδέν αμφιβαλλέτω· και γαρ ουδέν ζημειούται.

Ει τις υστέρησεν εις την ενάτην, προσελθέτω, μηδέν ενδοιάζων.

Ει τις εις μόνην έφθασε την ενδεκάτην, μη φοβηθή την βραδύτητα· φιλότιμος
γαρ ων ο Δεσπότης, δέχεται τον έσχατον καθάπερ και τον πρώτον· αναπαύει τον
της ενδεκάτης, ως τον εργασάμενον από της πρώτης· και τον ύστερον ελεεί και
τον πρώτον θεραπεύει· κακείνω δίδωσι και τούτω χαρίζεται· και τα έργα
δέχεται και την γνώμην ασπάζεται· και την πράξιν τιμά και την πρόθεσιν
επαινεί.

Ουκούν εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου υμών· και πρώτοι και
δεύτεροι τον μισθόν απολαύετε. Πλούσιοι και πένητες μετ' αλλήλων χορεύσατε·
εγκρατείς και ράθυμοι την ημέραν τιμήσατε· νηστεύσαντες και μη
νηστεύσαντες, ευφράνθητε σήμερον. Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες.
Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθη πεινών. Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της
πίστεως· πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω
πενίαν· εφάνη γαρ η κοινή Βασιλεία. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα· συγνώμη γαρ
εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον· ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του
Σωτήρος θάνατος. Έσβεσεν αυτόν, υπ' αυτού κατεχόμενος.

Εσκύλευσε τον άδην ο κατελθών εις τον άδην. Επίκρανεν αυτόν, γευσάμενον της
σαρκός αυτού. Και τούτο προλαβών Ησαΐας εβόησεν· ο άδης φησίν, επικράνθη,
συναντήσας σοι κάτω.

Επικράνθη· και γαρ κατηργήθη.

Επικράνθη· και γαρ ενεπαίχθη.

Επικράνθη· και γαρ ενεκρώθη.

Επικράνθη· και γαρ καθηρέθη.

Επικράνθη· και γαρ εδεσμεύθη.

Έλαβε σώμα και Θεώ περιέτυχεν.

Έλαβε γήν και συνήντησεν ουρανώ.

Έλαβεν όπερ έβλεπε και πέπτωκεν όθεν ουκ έβλεπε.

Πού σου, θάνατε, το κέντρον;

Πού σου, άδη, το νίκος;

Ανέστη Χριστός και σύ καταβέβλησαι.

Ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες.

Ανέστη Χριστός και χαίρουσιν άγγελοι.

Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται.

Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος.

Χριστός γαρ εγερθείς εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο.

Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.

Αμήν.

Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

ΕΠΕΙΔΗ Ο ΘΕΟΣ ΜΑΣ ΑΓΑΠΑΕΙ.. - Π.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΥΤΗΛ

 


Επει­δή ο Θεός μας αγα­πά­ει όλους και θέ­λει όλοι να σω­θού­με, γι' αυτό και έρ­χε­ται η Χά­ρις του, ακό­μα και σε αν­θρώ­πους που έχουν ακά­θαρ­τη καρ­διά και υπε­ρί­πτα­ται πάνω από την καρ­διά τους και την ''τρυ­πά­ει'' λίγο, προ­κει­μέ­νου να δη­μιουρ­γη­θεί μια κα­τά­νυ­ξη σ' αυ­τούς.


Ο Θεός ''τρυ­πά­ει'' την καρ­διά τους, από ένα κή­ρυγ­μα, από ένα λόγο, από ένα πε­ρι­στα­τι­κό στη ζωή τους και τότε αι­σθά­νον­ται αυ­τοί οι άν­θρω­ποι, πα­ρό­λο που δεν εί­ναι κα­λο­προ­αί­ρε­τοι μια γλυ­κύ­τη­τα.


Και δί­νει ένα δείγ­μα σ' αυ­τούς, σαν να τους λέει:
"Αυ­τό θα νοιώ­θεις, όταν κα­θα­ρί­σεις την καρ­διά σου.
Εγώ έρι­ξα το βέ­λος, το απο­σύ­ρω και φεύ­γω"...


Λέει στο Γε­ρον­τι­κό, ότι όταν κά­ποιος πνί­γε­ται και δεν ξέ­ρεις κο­λύμ­πι, μην πέ­σεις στην θά­λασ­σα για να τον σώ­σεις. Δώσε του το ρα­βδί σου. Εάν τώρα αυ­τός που πνί­γε­ται, τρα­βή­ξει το ρα­βδί σου, έχει κα­λώς..


Εάν πάλι δεν μπο­ρεί να σω­θεί και τρα­βά­ει και σένα μέσα στο νερό, τότε άσε το ρα­βδί σου στα χέ­ρια του για να σω­θείς...


Μην το ξε­χνού­με αυτό ποτέ: Δεν ση­μαί­νει, ότι για να σώσω τον άλλο πρέ­πει να χαθώ εγώ!


Αυ­τοί που τε­λι­κά κο­λά­ζον­ται, δεν πα­ρα­πέμ­πον­ται από τον Θεό στην κό­λα­ση, αλλά οι ίδιοι στέλ­νουν τον εαυ­τόν τους στην κό­λα­ση.


Όταν ένας μα­θη­τής που μέ­νει στην ίδια τάξη με­τε­ξε­τα­στέ­ος, δεν τον πα­ρα­πέμ­πει ο σύλ­λο­γος των κα­θη­γη­τών, αλλά ο ίδιος ο μα­θη­τής πα­ρα­πέμ­πει τον εαυ­τόν του, στο να μεί­νει στην ίδια τάξη...


Γι' αυ­τόν που αμέ­λη­σε την προ­κο­πή του και γύ­ρι­σε πίσω στην προ­τέ­ρα του αμαρ­τω­λή ζωή, εί­ναι ζή­τη­μα αν μπο­ρέ­σει μετά να σω­θεί. Για­τί αυ­τός που κρύ­ω­σε, ενώ είχε θερ­μαν­θεί, δεν ξα­να­θερ­μαί­νε­ται, σχε­δόν ποτέ... εκτός θαύ­μα­τος.


Π. Αθανάσιος Μυτιληναίος +