Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ


Τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐπισκέπτεται τόν ἄνθρωπο ὡς πύρινη γλώσσα. Μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου ἡ παρουσία Του στόν ἄνθρωπο αὐξάνεται φωτοβολώντας ὁλοένα καί πιό λαμπρά, ὡσότου καταυγάσει σέ θαυμάσια καί τέλεια ἡμέρα (Παροιμ. 4, 18). Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τό ζῶν ὕδωρ πού ἀναβλύζει «ἀλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. 4, 14). Ὅσοι διψοῦν γι’ αὐτό θά πιοῦν μέ εὐφροσύνη. Ἄν ὅμως δέν μᾶς συνέχει πνευματική δίψα, δέν ἔχουμε μερίδιο σέ Αὐτό. Ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό ὁ χρόνος πού ἔχουμε στή διάθεσή μας, πρίν φθάσει ἡ δική μας Πεντηκοστή, ἀποτελεῖ ἐξαιρετική εὐκαιρία, ὥστε νά διεγείρουμε μέσα μας τήν εὐλογημένη αὐτή δίψα γιά τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Πρίν ἀπό τό πάθος καί τή Σταύρωσή Του ὁ Κύριος ἀνήγγειλε ὅτι θά πήγαινε στόν Πατέρα, ἀλλά δέν θά ἄφηνε τούς μαθητές Του ὀρφανούς, δηλαδή ἀπαράκλητους. Ὑποσχέθηκε ὅτι θά προσευχόταν στόν Πατέρα νά τούς ἀποστείλει τό Πνεῦμα πού θά σκήνωνε μέσα τους γιά πάντα (Ἰωάν. 14, 16-18). Ὡστόσο ἀκόμη καί αὐτοί οἱ μεγάλοι καί ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔμειναν ὀρφανοί ἐπί δέκα περίπου ἡμέρες, ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Διδασκάλου τους ὡς τήν Πεντηκοστή. Στή διάρκεια τῶν τριῶν ἐτῶν πού ἦταν μαζί τους ὁ Κύριος, καθώς καί μετά τήν Ἀνάσταση, εἶχαν δεχθεῖ τήν εὐγενῆ, τρυφερή καί γεμάτη χάρη περιποίησή Του. Εἶχαν κοσμηθεῖ μέ πολλά χαρίσματα: ἀνάσταση νεκρῶν, ἐκδίωξη δαιμονίων, θεραπεία ἀσθενούντων καί ἐξουθενημένων (Ματθ. 10,) . Ἐντούτοις καί αὐτοί ἔμειναν ὀρφανοί γιά λίγο καιρό, ὥστε νά ἀποκτήσουν προσωπική ἐμπειρία τῶν λόγων τοῦ Κυρίου: «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰωάν. 15, 5). Ὁ πρῶτος Παράκλητος ἦταν ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός· τούς εἶχε παρηγορήσει πάντοτε μέ τόν λόγο Του. Ἀλλά ἡ ἐμπειρία τῆς ἐγκαταλείψεως, τῆς πτωχεύσεως καί τῆς μοναξιᾶς ἦταν ἀναγκαία, ὥστε νά φουντώσει στίς καρδιές τους ἡ δίψα γιά τό ζῶν ὕδωρ τῆς Πεντηκοστῆς.


Στήν Παλαιά Διαθήκη, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ Ἑβραῖοι ἑόρταζαν τή μνήμη τῆς παραδόσεως τοῦ Νόμου στόν προφήτη Μωυσῆ, ἐγχαραγμένου σέ λίθο ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ὁ νόμος ἐκεῖνος δέν θά τούς ὁδηγοῦσε ποτέ στήν ἐλευθερία τοῦ Πνεύματος (Β’ Κορ. 3, 3-7), ἀφοῦ κανείς δέν μποροῦσε νά τελειωθεῖ μέ αὐτόν (Ἑβρ. 7, 19). Σκοπός του ἦταν νά προετοιμάσει τούς ἀνθρώπους γιά τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὁπότε ὁ νόμος τοῦ πνεύματος θά ἐγχαρασσόταν στίς πλάκες τῆς καρδιᾶς τους. Ἔτσι, ὅταν ἦλθε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, δέκα ἡμέρες μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, συντελέσθηκε ἕνα ἀληθινά κοσμοϊστορικό γεγονός. Καθώς οἱ μαθητές ἤσαν συγκεντρωμένοι ὅλοι μαζί ἀναμένοντας τόν Κύριο μέ πνευματική δίψα, προσευχόμενοι καί τελώντας τήν κλάση τοῦ Ἄρτου, ὅπως Ἐκεῖνος τούς εἶχε παραγγείλει, τούς ἐπισκίασε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὁ ἄλλος Παράκλητος. Εἶναι σημαντικό νά σημειώσουμε ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα κατῆλθε κατά τήν κλάση τοῦ Ἄρτου, τήν ὥρα πού οἱ Ἀπόστολοι τελοῦσαν τήν Εὐχαριστία, σημεῖο ἀπό τά πολλά πού φανερώνουν ὅτι τή στιγμή ἐκείνη γεννιόταν στόν κόσμο ἡ ἀποστολική Ἐκκλησία.
Στήν Παλαιά, ὅπως καί στήν Καινή Διαθήκη, ἡ ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνοδεύεται ἀπό ὁρατή καί αἰσθητή ἐκδήλωση. Τήν ἡμέρα ἐκείνη, ὅπως περιγράφει τό βιβλίο τῶν Πράξεων, τό Ἅγιο Πνεῦμα ἦλθε ὡς «πνοή βιαῖα». Μετά ἀπό τόν ἰσχυρό καί ὁρμητικό αὐτό ἄνεμο, «διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεί πυρός» κάθισαν σέ κάθε ἕναν ἀπό τούς μαθητές, προδηλώνοντας τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα τους (Πράξ. 2, 2). Τά σημεῖα αὐτά εἶχαν προτυπωθεῖ στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὁ προφήτης Ἠλίας, πληγωμένος ἀπό βαθειά λύπη γιά τήν ἀποστασία τοῦ Ἰσραήλ, εἶχε ἀποσυρθεῖ σέ σπήλαιο καί θρηνοῦσε πικρά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ὁ Κύριος τοῦ ὑπέδειξε νά ἀνεβεῖ στήν κορυφή τοῦ ὅρους, ὅπου τοῦ ἀποκάλυψε τήν παρουσία Του. Πρῶτα φύσηξε ἰσχυρός ἄνεμος πού συνέτριβε τά βράχια, ἔπειτα ἀκολούθησε συσσεισμός καί στή συνέχεια πῦρ· ἀλλά ὁ Θεός δέν ἔκανε ἀκόμη τήν ἐμφάνισή Του. Τότε ἦλθε σάν λεπτή αὔρα, ἡ γαλήνια, ἁπαλή φωνή τοῦ Θεοῦ (Γ΄ Βασ. 19, 11-12).
Ὥστε τήν παρουσία τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ προαναγγέλλει τό σημεῖο πού προηγεῖται αὐτῆς· ὁρμητικός ἄνεμος, ἰσχυρός σεισμός καί φωτιά. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ὁδός τοῦ Κυρίου πρέπει νά προετοιμασθεῖ καί νά διασαφηνισθεῖ, γιά νά μπορέσουμε ἐμεῖς πού εἴμαστε σάρκες νά ἀντιληφθοῦμε καί νά ἀναγνωρίσουμε τήν ταπεινή καί φωτεινή παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μέ τήν ἔλευσή Του, νά μεταποιηθοῦμε σέ πνευματικές ὑπάρξεις.


Στό Εὐαγγέλιο ἡ ὁδός τοῦ Κυρίου προπαρασκευάζεται συχνά μέ «σκληρούς λόγους». Γιά παράδειγμα, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἀποκαλοῦσε τά τέκνα τῶν Ἑβραίων «γεννήματα ἐχιδνῶν» (Λουκ. 3, 7). Ἡ φράση αὐτή ἑρμηνευόταν ἀπό τόν Γέροντα Σωφρόνιο ὡς ἑξῆς: Μέ τόν βαρύ αὐτό χαρακτηρισμό ὁ Τίμιος Πρόδρομος παρηγοροῦσε (Λουκ. 3, 18) τόν λαό μέσα ἀπό τή συντριβή πού τοῦ προξενοῦσε. Ἡ συντριβή ταπεινώνει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, καί ἡ ταπείνωση τήν διευρύνει, ὥστε νά μπορεῖ νά δεχθεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, τή χάρη τοῦ Παρακλήτου, πού εἶναι καί ἡ μόνη ἀληθινή παρηγοριά.


Ὅλοι οἱ σκληροί λόγοι, τότε, μποροῦν νά ἐννοηθοῦν μέσω τῶν λόγων τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με, εἰ μή ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ;» (Β’ Κορ. 2,2) Μέ τόν ἴδιο τρόπο, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ Ἀπόστολος φέρνει τά πνευματικά του τέκνα σέ συντριβή, προκαλώντας μέσα τους τή συναίσθηση ὅτι ἡ ζωή τους δέν εἶναι, ὅπως θά ὄφειλε. Τούς ὁδηγεῖ στήν ταπείνωση, καί, μέ τή βοήθειά της, στή χάρη. Γιατί ὁ Θεός «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Ἰακ. 4, 6· Α’ Πετρ. 5,΄5). Στή συνέχεια, ὄπως λέγεται στήν πρώτη εὐχή τῆς χειροτονίας πρεσβυτέρου, ἀκολουθεῖ «ἡ θεία χάρις, ἡ πάντοτε τά ἀσθενῆ θεραπεύουσα καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα».


Στή ζωή τοῦ χριστιανοῦ ἕνας σκληρός λόγος ἰσοδυναμεῖ μέ τή «βιαῖα πνοή». Ἐκδιηγεῖται τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ καί προξενεῖ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου βαθειά μεταμέλεια. Ἡ συντριβή αὐτή εἶναι ὁ πρόδρομος τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διαλύει τόν ὄγκο τῆς ρυπαρότητας πού σκεπάζει τήν καρδιά. Συντρίβει τούς λίθους τῆς σκληρότητας τοῦ ἔσω ἀνθρώπου καί τόν βοηθᾶ νά ἀνακαλύψει τή «βαθειά καρδιά» του. Ὥστε ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ὑποβάλλεται σέ τέτοιες δοκιμασίες, ὑφίσταται τόν ἀρχέγονο «συσσεισμό», πού εἶναι ὅμως ἀπαραίτητος, γιά νά τόν διδάξει ὅτι μόνο ἕνα πράγμα τοῦ χρειάζεται: ἡ ἀνακάλυψη τῆς καρδιᾶς του.


Ὁ μέγας προφήτης Ἠσαΐας ἐπισημαίνει ὅτι ὁ πόνος προηγεῖται τῆς ἐλεύσεως τοῦ Πνεύματος τῆς σωτηρίας· ὅτι τό Πνεῦμα συλλαμβάνεται πρῶτα μέσα στό φόβο καί στήν ὀδύνη τῆς καρδιᾶς (Ἤσ. 13,). Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μᾶς χρειάζεται συντριβή, μᾶς χρειάζεται φόβος, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό πόνο. Ὅλα αὐτά μᾶς προετοιμάζουν γιά τή νέα ζωή, ὡσότου μία ἔκρηξη, μία βαθειά τομή διανοίξει τήν καρδιά. Τότε πραγματοποιεῖται νέα γέννηση, καί ὁ ἄνθρωπος, πού μεταρσιώνεται πνευματικά, παραδίδεται στά χέρια τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ἄν ἐγκαρτερήσουμε στόν πόνο καί τή συντριβή, ἡ καρδιά μας θά μεταμορφωθεῖ κάποια ἡμέρα σέ φωτεινό κέντρο πνευματικῆς εὐαισθησίας.


Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπιβεβαιώνει ἐπίσης ὅτι ἡ συντριβή τῆς καρδιᾶς πού ἀληθινά μετανοεῖ θά ἀνοίξει στά βάθη της τήν ὁδό πρός τούς ἀλάλητους στεναγμούς τοῦ Πνεύματος, καθώς θά βοᾶ, «ἀββᾶ, ὁ Πατήρ» (Γαλ. 4, 6· Ρωμ. 8, 21-26). Ἐπιπλέον θά ἐπισφραγισθεῖ ἡ υἱοθεσία μας ὡς ἐλεύθερων τέκνων τοῦ Θεοῦ, κάτω ἀπό τή χάρη τοῦ νόμου τοῦ Πνεύματος. Ἄρα, εἶναι ἀναγκαῖο νά ὑποφέρουμε μέ καρτερία τόν πόνο, τήν «περιτομή τῆς καρδίας» (Ρωμ. 2, 29). Ἄλλωστε αὐτό σημαίνει νά βαστάσουμε τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅπως τό θέτει ἀλλοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Γαλ. 6, 17). Ἄς τά ὑπομείνουμε ὅλα ἀδιαμαρτύρητα, ὥσπου νά γεννηθεῖ μέσα μας τό Πνεῦμα τῆς σωτηρίας, καί ἡ ὀδύνη μας νά μετουσιωθεῖ στήν ὁλοφώτεινη χάρη τῆς υἱοθεσίας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.

ΠΗΓΗ : FACEBOOK.COM

ΤΟ ΠΑΝΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ



  Πάσα πνοή, δόξαζε Πνεῦμα Κυρίου.
Δὲ οὗ πονηρῶν πνευμάτων φροῦδα θράση.

«....Καὶ εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ κύριον καὶ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ πατρὸς
ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν πατρὶ καὶ υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον,
τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν....»
Η Αγία μας Εκκλησία την Δευτέρα μετά την Πεντηκοστή εορτάζει το Άγιο
Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. «Tο συμπροσκυνούμενον και
συνδοξαζόμενον» με τον Πατέρα και τον Υιόν, όπως ομολογούμε στο όγδοο
άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως («Πιστεύω»). Η παραπάνω φράση σημαίνει ότι
είναι ίσο κατά την λατρεία και την τιμή, διότι έχει κι Εκείνο την θεία φύση
όπως και τα άλλα δυο Πρόσωπα.


Το Άγιο Πνεύμα δεν έλαβε σάρκα, όπως ο Χριστός. Κατά το τριαδικό ιδίωμα,
εκπορεύεται «αϊδίως»( χωρίς αρχή και τέλος) από τον Πατέρα.
Η επίκληση και ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος είναι βασική προϋπόθεση για
να ομολογήσουμε αυθεντικά ότι ο Χριστός είναι Κύριος και Θεός. «Κανένας δεν
μπορεί να πει ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος, παρά μόνο με τη φώτιση του Αγίου
Πνεύματος», έγραψε ο απόστολος Παύλος (Α' Κορ. 12,3).
Στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε φανέρωση του Αγίου Πνεύματος, κατά την
περιγραφή της πρώτης ημέρας δημιουργίας του κόσμου: «πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο
ἐπάνω τοῦ ὕδατος» (Γεν. 1,2).Δηλαδή την άμορφη μάζα που δημιούργησε ο Θεός
Πατέρας δια του Υιού Του το Άγιο Πνεύμα την ζωογόνησε για να προέλθουν τα
είδη του φυτικού και ζωικού βασιλείου.


Στην Καινή Διαθήκη κατά τον Ευαγγελισμό πληροφορούμαστε ότι Πνεύμα Άγιο θα
την επισκεφθεί την Παναγία (Λουκ. 1,35) και με την Χάρη Του Εκείνη θα
συλλάβει τον Ιησού. Η Εκκλησία μας για αυτό διδάσκει ότι η Ενανθρώπηση
έγινε «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου» (3ο άρθρο του
Συμβόλου της Πίστεως).
Το Άγιο Πνεύμα εμφανίστηκε πάνω από τον Ιησού, χωρίς να λάβει σάρκα, κατά
την βάπτιση του Ιησού στον Ιορδάνη ποταμό με την μορφή περιστεράς. «καὶ
εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτόν»
(Ματθ. 3,16).


Στο τέλος της επίγειας τριαντατρίχρονης ζωής Του ο Κύριος υπόσχεται ότι θα
στείλει το Άγιο Πνεύμα για να τους αποκαλύψει τις θείες αλήθειες και να
τους ενισχύσει ώστε να συνεχίσουν το σωτήριον έργο Του και τους λέγει ότι
«συμφέρει σε σας να φύγω, γιατί τότε θα έρθει σε σας ο Παράκλητος» (Ιω.
16,7).Πράγματι, μετά από δέκα ημέρες από την Ανάληψή Του το Άγιο Πνεύμα με
την μορφή πύρινων γλωσσών ήλθε και στάθηκε πάνω από το κεφάλι του κάθε
μαθητή: «καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε
ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν» (Πραξ. 2,3). Την ημέρα αυτή, της Πεντηκοστής,
πενήντα ημέρες μετά την Ανάσταση, ιδρύθηκε επί γης η Εκκλησία και πορεύεται
και θα πορεύεται έως την συντέλεια των αιώνων.


ΤΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Όπως αναφέραμε το Άγιο Πνεύμα δεν σαρκώθηκε όπως ο Χριστός, αλλά από την
Πεντηκοστή και εντεύθεν είναι διαρκώς παρόν μέσα από τις δωρεές τις οποίες
παρέχει στον καθένα μας. Όπως χαρακτηριστικά ψάλλομε: «Ἁγίῳ Πνεύματι
ἀναβλύζει τά τῆς Χάριτος ρεῖθρα, ἀρδεύοντα ἅπασαν τήν κτίσιν πρός
ζωογονίαν» (Αναβαθμοί δ’ ήχου).


Το Άγιο Πνεύμα είναι «ζωής χορηγός» και « θησαυρός αγαθών». Ιεροποιεί τα
σύμπαντα . Κατέχει κεντρική θέση εις την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Συγκροτεί την εκκλησία, την ζωογονεί, την οδηγεί στην αλήθεια και την
αγιάζει. Στην παλαιά διαθήκη μίλησε με το στόμα των προφητών. Τους αγίους
της Καινής Διαθήκης τους οδήγησε στην ορθή διατύπωση των αληθειών της
πίστης και στη συνέχεια έγινε ο επιστάτης της σωστής ερμηνείας της από τους
πατέρες Εκκλησίας και από τις Οικουμενικές Συνόδους. Έργο Του είναι να
διατηρηθεί η αλήθεια στους κόλπους της Εκκλησίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η
απόφαση της Αποστολικής Συνόδου αρχίζει με τα λόγια: «αποφασίστηκε ως σωστό
από το Άγιο Πνεύμα και από μας…» (Πρ. 15,28).


Όλα τα μυστήρια τελούνται με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, δίνοντας
τον μυστηριακό χαρακτήρα σε αυτά. Μέσω των μυστηρίων ενεργεί τον αγιασμό
των μελών της, τους χαρίζει ποικίλα χαρίσματα, τους καθιστά ικανούς να
πορεύονται στο δρόμο του Θεού.
Στη διοίκηση της Εκκλησίας αναδεικνύει ποιμένες και διδασκάλους, οι οποίοι
παρά τα λάθη και τις ανθρώπινες αδυναμίες, με τον φωτισμό Του, βρίσκουν τα
πρόσφορα μέσα για την καθοδήγηση των πιστών στην κατά Χριστόν ζωή και
σωτηρία.


Αν δεν υπήρχε το Άγιον Πνεύμα η Εκκλησία θα ήταν ένα ίδρυμα ανθρώπων που
θα αποτελούσε ανάμνηση του έργου του Χριστού.
ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
Για την πνευματική πορεία του πιστού βασική προϋπόθεση είναι η παρουσία
του Αγίου Πνεύματος. Η είσοδος του πιστού στην Εκκλησία γίνεται με το
μυστήριο του Βαπτίσματος, το οποίο τελείται « εις το όνομα του Πατρός και
του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Κατά το μυστήριο του Χρίσματος, το οποίο
ακολουθεί το Βάπτισμα, το Άγιο Πνεύμα σφραγίζει τον Χριστιανό («σφραγίς
δωρεάς Πνεύματος Αγίου» όπως χαρακτηριστικά λέγει ο ιερέας που τελεί το
μυστήριο) και τον καθιστά «πνευματοφόρο» και του μεταδίδει τα χαρίσματά
Του.


Κατά την Θεία λειτουργία με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος γίνεται η
μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
Άπειρα είναι εκείνα τα οποία μπορεί να γράψει κανείς για το Άγιο Πνεύμα.
Τόμοι ολόκληροι. Θα κλείσω το κείμενο με μια απλή αλήθεια:
Το Άγιο Πνεύμα δίνεται στον καθένα μας όχι σύμφωνα με την αξία των καλών
έργων του, αλλά δωρεάν, σύμφωνα με το έλεος του Θεού, για τη σωτηρία του.


Ἀπολυτίκιον

Εὐλογητὸς εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους, τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας,
καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καὶ δι' αὐτῶν, τὴν οἰκουμένην
σαγηνεύσας· φιλάνθρωπε, δόξα σοι.

Κοντάκιον


Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς
τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε· καὶ συμφώνως δοξάζομεν,
τὸ πανάγιον Πνεῦμα.


Μυργιώτης Παναγιώτης
Μαθηματικός

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

Ο Νεοϊερομάρτυρας και Εθνομάρτυρας Άγιος Μελέτιοςεπίσκοπος Κίτρους


Ο Νεοϊερομάρτυρας και Εθνομάρτυρας Άγιος Μελέτιοςεπίσκοπος Κίτρους


Τον Μάρτιο 1821, ξεσπά η επανάσταση στην Πελοπόννησο. Η φλόγα της, κατά το
πέρασμα του καιρού, μεταδίδεται σε Στερεά Ελλάδα, Αιγαίο, Θεσσαλία,
Μακεδονία και αλλού. Από τον Σεπτέμβριο του 1820 υπάρχει ένα κλίμα
ενθουσιασμού στη Θεσσαλονίκη για την επερχόμενη επανάσταση. Ο ιεροδικαστής
(μουλάς) της Θεσσαλονίκης Χαϊρουλάχ καταγράφει στο Οδοιπορικό του (δηλαδή
στο Ημερολόγιο δράσης και γεγονότων). Γράφει, λοιπόν, στον σουλτάνο Μαχμούτ
τον Β΄ «έχουν ένα, δυο σχολειά και μερικές εκκλησίες που η πιο μεγάλη
είναι αυτή που ονομάζουν Μηνά εφέντη και που μέσα στα κελιά της μαζεύονται
όλοι οι πρόκριτοι και συζητούν για το Πατριαρχείο, για το Φανάρι και για το
Μοριά. Τη μέρα που έφθασα και πήγα στο κονάκι, είχαν φέρει εκεί μπροστά
στον Γιουσούφ μπέη έναν μεσήλικα άπιστο, Μεστανέ εφέντη, γιατί, λέγει,
μάθαινε στα παιδιά τους ένα τραγούδι, γραμμένο από έναν άπιστο της
Θεσσαλίας (πρόκειται για τον Ρήγα Φεραίο) που η μεγαλειότης σου, με
προγενέστερο προσκυνητό φιρμάνι Σου, είχε καταδικάσει».


Την περίοδο εκείνη αναπληρωτής διοικητής της πόλης ήταν ο προαναφερόμενος
Γιουσούφ μπέης, ο οποίος ασκούσε τρομοκρατία στους Έλληνες κατοίκους. Έτυχε
όμως και η μητρόπολη Θεσσαλονίκης να έχει εκείνη την περίοδο τοποτηρητή τον
επίσκοπο Κίτρους Μελέτιο τον Α΄ Κυριακό, που προσπαθούσε να ποιμάνει με
σύνεση το χριστιανικό πλήρωμα της πόλης και να το ενθαρρύνει να μη φοβάται
τον Γιουσούφ. Ο Μελέτιος βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη από το 1819, αφού ο
μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ιωσήφ απουσίαζε στην Κωνσταντινούπολη ως μέλος
της Πατριαρχικής Ιεράς Συνόδου. Ο Μελέτιος ως πρωτόθρονος επίσκοπος της
Μητροπολιτικής Επαρχιακής Συνόδου Θεσσαλονίκης ανέλαβε τα καθήκοντα του
τοποτηρητή του θρόνου Θεσσαλονίκης κατά κανονικό και έννομο έθος.
Για τον ιερομάρτυρα πολύ λίγα είναι γνωστά. Καταγόταν από το νησί της
Άνδρου ή κατ άλλους από τον Κολινδρό Πιερίας και από το 1812 είχε
χειροτονηθεί επίσκοπος Κίτρους. Υπήρξε αφιλοχρήματος, ως πραγματικός
Ορθόδοξος, αποφεύγοντας να αποκτήσει περιουσία κατά τη διάρκεια της
αρχιερατείας του. Σύμφωνα με την καταγραφή που απέστειλε στον σουλτάνο,
μετά τον μαρτυρικό του θάνατο, ο Σαλήχ Δουτφή εφέντης, το σύνολό της
αποτιμάται μόλις σε 1.102 γρόσια περίπου.


Ο Γιουσούφ μπέης δεν θα άφηνε ανενόχλητο τον τοποτηρητή επίσκοπο. Ο
Γιουσούφ ήταν άνδρας βάναυσος, τυρρανικός , που εχθρεύονταν πάνω από όλα
τους χριστιανούς. Τους ισχυρισμούς αυτούς επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο
Χαϊρουλάχ, όταν συναντήθηκε μαζί του στο διοικητήριο. Στη συνάντηση αυτή ο
Τούρκος διοικητής έδειξε να γνωρίζει καλά τις επαναστατικές κινήσεις των
Ελλήνων και προσδιόρισε και τη στάση που θα κρατούσε λέγοντας: «Πρέπει
αλύπητα να τους κτυπούμε, όπου τους βρίσκουμε». Ο Χαϊρουλάχ δεν συμφώνησε
και του αντιπρότεινε: «Θα ήταν προτιμότερο αντί να τους κτυπάμε, να τους
φερόμαστε καλύτερα σαν φίλοι, ώστε να ΄ναι ευχαριστημένοι και να μην έχουν
παράπονα». Ο Γιουσούφ διακόπτει τη συζήτηση και φεύγει. Ο Χαϊρουλάχ θεώρησε
καλύτερο τρόπο προσέγγισης να επισκεφθεί τον Μελέτιο. Η συνάντηση έγινε στο
επισκοπείο. Ο Χαϊρουλάχ προειδοποίησε τον Μελέτιο για τις προθέσεις του
Γιουσούφ μπέη και τον συμβούλεψε να νουθετήσει τους Έλληνες να είναι πιστοί
στους νόμους και στις εντολές του Γιουσούφ. Τον ενημέρωσε για τις διάφορες
επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων μέσα στην πόλη σε συνδυασμό με τις
κινήσεις στην Πελοπόννησο και στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Ο Μελέτιος
έδειξε προσποιητή άγνοια και διαβεβαίωσε τον ιεροδικαστή για την πίστη του
και αφοσίωσή του στον σουλτάνο. Η συνάντηση έγινε γνωστή στον Γιουσούφ
μπέη, καθώς και οι λεπτομέρειες αυτής. Τον Φεβρουάριο του 1821 ο Χαϊρουλάχ
συλλαμβάνεται και φυλακίζεται από τον Γιουσούφ χωρίς να το γνωρίζει ο
σουλτάνος.


Η έναρξη της επανάστασης βρίσκει τον Χαϊρουλάχ στη φυλακή και τον Μελέτιο
να κινείται δραστήρια. Ο Γιουσούφ έχει πληροφορίες για επικείμενη
επανάσταση και στη Θεσσαλονίκη. Αρχίζει τις συλλήψεις και ζητά από την
ελληνική κοινότητα και από το Άγιον Όρος να του στείλουν ομήρους. 400
συνολικά όμηροι φυλακίζονται, εκ των οποίων οι 100 είναι μοναχοί. Οι
συνθήκες φυλάκισης άθλιες. Γράφει ο Χαϊρουλάχ «όλοι αυτοί, όπως είναι
φυσικό, κακοποιούνται στα χέρια του Γιουσούφ, τους μαστιγώνει, τους βρίζει,
τους εξευτελίζει και τους θανατώνει ακόμα». Ο σουλτάνος αποφυλακίζει τον
Χαϊρουλάχ αλλά ο Γιοσούφ τον κρατάει στη Θεσσαλονίκη και δεν τον αφήνει να
φύγει. Έτσι γίνεται ο αυτόπτης μάρτυρας του μαρτυρίου του Μελετίου.


Ο Μελέτιος συνεχίζει να εκτελεί κανονικά τα καθήκοντά του ακόμη και όταν
αντιλαμβάνεται ότι η κατάσταση βαίνει κακώς. Πληροφορείται ότι ο
μητροπολίτης Ιωσήφ μαζί με τους άλλους έξι συνοδικούς αρχιερείς βρίσκονται
φυλακισμένοι από τις 10 Μαρτίου 1821 και ο Οικουμενικός Πατριάρχης
Γρηγόριος ο Ε΄ έχει απαγχονιστεί στις 10 Απριλίου του ιδίου έτους. Έβλεπε
και από την άλλη πλευρά την αυξανόμενη επιθετικότητα του Γιουσούφ μπέη,
αλλά δεν σκέφτηκε ούτε μια στιγμή να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη και το
ποίμνιο που του είχε η εκκλησία, εμπιστευτεί, ειδικά αυτές τις δύσκολες
στιγμές.


Η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη έγινε δραματική τον Μάϊο του 1821. Την
περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα ο Χαϊρουλάχ: «Η Θεσσαλονίκη, η ωραία
τούτη πόλη, που στολίζει σαν σμαράγδι το τιμημένο στέμμα Σου» γράφει προς
τον Σουλτάνο, «μεταβλήθηκε σε ένα απέραντο σφαγείο. Ο μουτεσελήμ Γιουσούφ
μπέης, διέταξε τους χαφιέδες του να γυρνούν στους δρόμους της πόλης και να
σκοτώνουν αλύπητα κάθε άπιστο που θα συναντούσαν. Οι μισοί από τους ομήρους
σφάκτηκαν μπροστά στον Γιουσούφ. Από την εκδικητική μανία του Γιουσούφ δεν
γλίτωσε ούτε ο Μελέτιος, ο οποίος θεωρήθηκε ότι έχει ενεργή συμμετοχή στο
επαναστατικό κίνημα και για αυτό συνελήφθη άμεσα μαζί με τον εφημέριο του
αγίου Μηνά, τον παπα-Γιάννη. Το μαρτύριο του επισκόπου και του παπα-Γιάννη
είναι φρικτό». Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, την πρώτη μέρα του
φεγγαριού του Μαΐου (18-19) ο Γιουσούφ μπέης διέταξε να του φέρουν τον
Μακάρ εφέντη (δηλ. τον Μελέτιο) και τους άλλους «αγιάνιδες» (πρόκριτους)
των ρωμιών. «Τους φέραν δεμένους και τότε ράγισε η καρδιά μου, βλέποντας
τον Μακάρ εφέντη, με τα άσπρα του γένια και τα μακριά μαλλιά του
ακατάστατα, να παραδίδεται στα χέρια των «μπασή μποζούκ» και να
κομματιάζεται στη μεγάλη πλατεία του Κοπανού (αγορά Βλάλη). Ενός άλλου
γέροντα σεβάσμιου, του παπα-Γιάννη, της εκκλησίας του Μηνά εφέντη, του
κόψαν τα πόδια και τα χέρια. Κι έπειτα, κρατώντας τα κομμένα χέρια του, με
τα δάκτυλα του βγάλαν τα μάτια του».


Ο ιερομάρτυρας επίσκοπος Κίτρους Μελέτιος, όπως και ο παπα-Γιάννης,
πλήρωσαν με τη ζωή τους την αγάπη για το ποίμνιό τους, την Εκκλησία και την
πατρίδα. Ένας ακόμη αρχιερέας, μαζί με τον εφημέριο του ναού του Αγίου
Μηνά, πότισε με το αίμα του το δένδρο της ελευθερίας και συνέβαλε με τη
θυσία του στην τελική απελευθέρωση του τόπου. Οι Τούρκοι δεν συγχώρεσαν
ποτέ την ανάμειξή του στη επανάσταση του ’21.


Ο Μάρτυρας επίσκοπος, συγκαταλέγεται στη χορεία των Νεοϊερομαρτύρων. Μια
χορεία που συγκέντρωσε πάνω της, σε όλη τη μακρόχρονη περίοδο της
Τουρκοκρατίας, το μίσος, τη θρησκευτική υστερία και τον φανατισμό των
Οθωμανών περισσότερο από κάθε άλλον, γνωρίζοντας την εκδικητική τους μανία.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι σε πολλές περιπτώσεις είχαν τη δυνατότητα
αρκετοί από αυτούς τους αγίους αρχιερείς - και ο Μελέτιος ανάμεσά τους - να
γλυτώσουν και να αποφύγουν το μαρτύριο. Αντί αυτού όμως, προτίμησαν το
μαρτύριο και τον θάνατο. Η θυσία τους δεν πήγε χαμένη, αφού έγινε ισχυρό
μέσο χαλύβδωσης και στερέωσης του φρονήματος των Ελλήνων για ελευθερία. Το
αίμα τους πότισε και θέριεψε το δένδρο της Ελευθερίας και της Ορθοδοξίας.
Η μνήμη του Αγίου Μελετίου, επισκόπου Κίτρους, τιμάται την 18η Μαΐου και η
πόλις της Κατερίνης θα κτίσει περικαλλή Ναό στο όνομά Του.


Απολυτίκιον Ήχος γ΄ Θείας Πίστεως.

Χαίρει έχουσα, η Πιερία,
Ιερόαθλον λαμπρόν ποιμένα,
Τον επίσκοπον Κίτρους Μελέτιον,
Υπέρ Χριστού γάρ το αίμα εξέχεε
Θεσσαλονίκης φοινίξας το έδαφος
διό άπαντες, τιμώμεν αυτόν εν άσμασι,
Αυτού εξιστορούνες τα θαυμάσια.


Κοντάκιον Ήχος πλάγιος του δ΄ Τη υπερμάχω

Της Πιερίας ποιμενάρχην ιερόαθλον
Της Εκκλησίας στεφανίτην τον περίδοξον
εγκωμίοις καταστέξωμεν εγκαρδίως, εν
εσχάτοις γαρ τοις έτεσιν ενήθλησεν,
υποστάς αυτού της κάρας την απότμησιν
Διό κράζομεν, χαίρεις Κίτρους Μελέτιε.


Μεγαλυνάριον

Κίτρους ποιμενάρχην περιφανή
Και της Πιερίας, σεμνολόγημα ιερόν,
Μάρτυρα Κυρἰου, και άμα αρχιθύτην,
Μελέτιον τον Νέον ανευφημήσωμεν


Ποίημα Μητροπολίτου Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας ΙΩΗΛ

Πηγές και βοηθήματα
Παπάζογλου Αβραάμ, Η Θεσσαλονίκη κατά τον Μάιο του 1821.Μακεδονικά 1,
Χρονολογία 1940, Σελίδες 417-428.
Αγγελόπουλου Αν. Αθανασίου, Ο Εθνομάρτυρας Επίσκοπος Κίτρους Μελέτιος,
ιστότοπος του Ιδρύματος Εθνικού και Θρησκευτικού Προβληματισμού.
Σωτηριάδη Ιγνατίου (Αρχιμ.), Πανόραμα Ιστορίας της Ιεράς Μητροπόλεως
Κίτρους, τόμος Α΄, Έκδοση Βαρναβείου Βιβλιοθήκης Ιεράς Μητροπόλεως Κίτρους
και Κατερίνης 1999.
Εγκόλπιο ημερολόγιο Ιεράς Μητροπόλεως Κίτρους, Κατερίνης και Πλαταμώνος
έτους 2017.
Στεργιούλη Χαράλαμπου Νεομάρτυρες από τη σκλαβιά στον Ουρανό, έκδοση
Αρχονταρίκι, 2021


Μυργιώτης Παναγιώτης
Μαθηματικός

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΡΩΣΟΥ

 

Πλήρης χαρίτων ὁ αἰχμάλωτος ὤφθη∙

Αἰχμαλωτίσας τοῦ σκότους τὸν προστάτῃν.



Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε σε ένα χωριό της λεγομένης Μικράς Ρωσίας, περί το 1690 μ.Χ., από γονείς ευλαβείς και ενάρετους. Όταν έφθασε σε νόμιμη ηλικία στρατεύθηκε, ενώ βασίλευε στη Ρωσία ο Μέγας Πέτρος. Έλαβε μέρος στον πόλεμο που έκανε εκείνος ο τολμηρός τσάρος εναντίον των Τούρκων κατά το 1711 μ.Χ., και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τατάρους. Οι Τάταροι τον πούλησαν σε έναν Οθωμανό αξιωματικό Ίππαρχο, που καταγόταν από το Προκόπιον της Μικράς Ασίας, το οποίο βρίσκεται πλησίον στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο αγάς τον πήρε μαζί του στο χωριό του. Πολλοί από τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού και έγιναν Μουσουλμάνοι, είτε γιατί κάμφθηκαν από τις απειλές, είτε γιατί δελεάστηκαν από τις υποσχέσεις και τις προσφορές υλικών αγαθών.

Ο Ιωάννης, όμως, ήταν από μικρός αναθρεμμένος με παιδεία και νουθεσία Κυρίου και αγαπούσε πολύ τον Θεό και την πίστη των πατέρων του. Ήταν από εκείνους τους νέους, όπου τους σοφίζει η γνώση του Θεού, όπως κήρυξε ο σοφός Σολομών, λέγοντας: «Ο δίκαιος είναι γνωστικός και στη νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δεν είναι το πολυχρόνιο, ούτε μετριέται με τον αριθμό των ετών. Η φρονιμάδα πιο νέους ανθρώπους είναι σεβάσμια ωσάν να είναι φέροντες και ο καθαρός βίος τους κάνει ωσάν να είναι γέροντες πολύμαθοι».

Έτσι, λοιπόν, και ο μακάριος Ιωάννης, έχοντας την σοφία που δίδει ο Θεός σε εκείνους που τον αγαπούν, έκανε υπομονή στη δουλεία και στην κακομεταχείρηση του αφέντη του και στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών, οι οποίοι τον φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο, φανερώνοντάς του την περιφρόνηση και την απέχθειά τους. Στον αφέντη του και σε όσους τον παρακινούσαν να αρνηθεί την πίστη του, αποκρινόταν με σθεναρή γνώμη ότι προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πέσει σε τέτοια φοβερή αμαρτία. Στον αγά είπε: «Εάν με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου, θα είμαι πολύ πρόθυμος στις διαταγές σου. Αν με βιάσεις να αλλαξοπιστήσω, γνώριζε ότι σού παραδίδω την κεφαλή μου, παρά την πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα αποθάνω».

Ο Θεός, βλέποντας την πίστη του και ακούγοντας την ομολογία του, μαλάκωσε την σκληρή καρδιά του αγά και με τον καιρό τον συμπάθησε. σε αυτό συνήργησε και η μεγάλη ταπείνωση όπου στόλιζε τον Ιωάννη, καθώς και η πραότητά του.

Έμεινε, λοιπόν, ήσυχος ο μακάριος Ιωάννης από τις υποσχέσεις και απειλές του Οθωμανού κυρίου του, ο οποίος τον είχε διορισμένο στον σταύλο του, για να φροντίζει τα ζώα του. Σε μία γωνιά του σταύλου ξάπλωνε το κουρασμένο σώμα του και αναπαυόταν, ευχαριστώντας τον Θεό, διότι αξιώθηκε να έχει ως κλίνη τη φάτνη στην οποία ανεκλίθη κατά την γέννησή Του ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Ήταν δε αφοσιωμένος στο έργο του, περιποιούμενος με στοργή τα ζώα του κυρίου του, τα οποία αισθάνονταν τόση την προς αυτά αγάπη του Αγίου, ώστε να τον ζητούν όταν απουσίαζε, να τον προσβλέπουν με αγάπη και να χρεμετίζουν με χαρά όταν τα χάιδευε, ωσάν να συνομιλούσαν μαζί του.

Με τον καιρό ο αγάς τον αγάπησε, καθώς και η σύζυγός του, και του έδωσαν για κατοικία ένα μικρό κελλί κοντά στον αχυρώνα. Όμως ο Ιωάννης δεν δέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στον σταύλο, για να καταπονεί το σώμα του με την κακοπέραση και με την άσκηση, μέσα στη δυσοσμία των ζώων και στα ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ο σταύλος γέμιζε από τις προσευχές του Αγίου και η κακοσμία γινόταν οσμή ευωδίας πνευματικής. Ο μακάριος Ιωάννης είχε εκείνο τον σταύλο ως ασκητήριο, και εκεί πορευόταν κατά τους κανόνες των Πατέρων, επί ώρες γονυπετής και προσευχόμενος, κοιμώμενος για λίγο επάνω στα άχυρα, χωρίς άλλο σκέπασμα παρά μία παλαιά κάπα, γευόμενος με διάκριση, πολλές φορές μόνο λίγο ψωμί και νερό, και νηστεύοντας τις περισσότερες ημέρες.

Συνέχεια έψαλλε τους λόγους του ιερού ψαλμωδού: «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου καὶ ἐλπιῶ ἐπ’ Αὐτόν. Ὅτι Αὐτὸς ρύσεταί με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους. Ἔθεντο με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καὶ εἰσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου Κύριε, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτιρῆσαι ἡμᾶς». Ψαλμούς σιγόψαλλε και κατά την ώρα που ακολουθούσε πίσω από το άλογο του αφέντη του.

Με την ευλογία που έφερε ο Άγιος στον οίκο του Τούρκου Ιππάρχου, αυτός πλούτισε και έγινε ένας από τους ισχυρούς του Προκοπίου.

Ο Άγιος ιπποκόμος του, εκτός της προσευχής και της νηστείας, που έκανε ως άλλος Ιώβ, πήγαινε τη νύχτα και έκανε όρθιος αγρυπνίες στο νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν κτισμένη μέσα σε ένα βράχο και βρισκόταν κοντά στον οίκο του Τούρκου κυρίου του. Εκεί πήγαινε κρυφά τη νύχτα, κοινωνούσε δε κάθε Σάββατο τα Άχραντα Μυστήρια. και ο Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», επέβλεψε επί τον δούλο του τον πιστό και έκανε, ώστε να πάψουν να τον περιπαίζουν και να τον υβρίζουν οι σύνδουλοί του και οι άλλοι αλλόθρησκοι.

Αφού, λοιπόν, ο αφέντης του Ιωάννη πλούτισε, αποφάσισε να υπάγει για προσκύνημα στη Μέκκα, τη ιερά πόλη των Μωαμεθανών.

Αφού πέρασαν αρκετές ημέρες από την αναχώρησή του, η σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα και προσκάλεσε τους συγγενείς και τους φίλους του ανδρός της, για να ευφρανθούν και να ευχηθούν να επιστρέψει υγιής στον οίκο του από την αποδημία. Ο μακάριος Ιωάννης διακονούσε στην τράπεζα. Παρέθεσαν δε σε αυτή και ένα φαγητό, το οποίο άρεσε πολύ στον αγά, το λεγόμενο πιλάφι, το οποίο συνηθίζουν πολύ στην Ανατολή. Τότε η οικοδέσποινα θυμήθηκε τον σύζυγό της και είπε στον Ιωάννη: «Πόση ευχαρίστηση θα ελάμβανε, Γιουβάν, ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το πιλάφι!». Ο Ιωάννης τότε ζήτησε από την κυρία του ένα πιάτο γεμάτο πιλάφι και είπε ότι θα το έστελνε στον αφέντη του στη Μέκκα. Στο άκουσμα των λόγων του γέλασαν οι προσκεκλημένοι. Αλλά η οικοδέσποινα είπε στην μαγείρισσα να δώσει το πινάκιο με το φαγητό στον Ιωάννη, σκεπτόμενη ή ότι ήθελε να το φάει ο ίδιος μόνος του ή να το πάει σε καμιά φτωχή χριστιανική οικογένεια, όπως συνήθιζε να κάνει, δίδοντας το φαγητό του.

Ο Άγιος το πήρε και πήγε στον σταύλο. Εκεί γονυπέτησε και έκανε προσευχή εκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τον Θεό να αποστείλει το φαγητό στον αφέντη του με όποιον τρόπο οικονομούσε Εκείνος με την παντοδυναμία Του. Με την απλότητα που είχε στην καρδιά του ο Ιωάννης πίστεψε ότι ο Κύριος θα εισακούσει την προσευχή του και το φαγητό θα πήγαινε θαυματουργικά στη Μέκκα. Πίστευε, «μηδὲν διακρινόμενος» κατά τον λόγο του Κυρίου, χωρίς να έχει κανένα δισταγμό ότι αυτό που ζήτησε θα γινόταν. Και, όπως λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «τὰ ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καὶ θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ότι, δηλαδή, αυτά τα υπερφυσικά θαύματα συμβαίνουν σε εκείνους που έχουν απλούστερη διάνοια και είναι θερμότεροι στην ελπίδα την οποία έχουν προς τον Θεό. Πράγματι! το πιάτο με το φαγητό χάθηκε από τα μάτια του Οσίου. Ο μακάριος Ιωάννης επέστρεψε στην τράπεζα και είπε στην οικοδέσποινα ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα. Ακούγοντας οι προσκεκλημένοι τον λόγο αυτό γέλασαν και είπαν ότι το έφαγε ο Ιωάννης.

Αλλά ύστερα από λίγες ημέρες γύρισε από την Μέκκα ο κύριός του και έφερε μαζί του το χάλκινο πιάτο, προς μεγάλη έκπληξη των οικίων του. Μόνο ο μακάριος Ιωάννης δεν εξεπλάγη. Έλεγε, λοιπόν, ο αγάς πιο οικίους του: «Την δείνα ημέρα (και ήταν η ημέρα του συμποσίου, κατά την οποία είπε ο Ιωάννης ότι έστειλε το φαγητό στον αφέντη του), την ώρα κατά την οποία επέστρεψα από το μεγάλο τζαμί στον τόπο όπου κατοικούσα, βρήκα επάνω στο τραπέζι, σε έναν οντά (δωμάτιο) όπου τον είχα κλειδωμένο, τούτο το σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Στάθηκα με απορία, σκεπτόμενος, ποίος άραγε είχε φέρει εκείνο το φαγητό και προ πάντων δεν μπορούσα να εννοήσω με τί τρόπο είχε ανοίξει την πόρτα, την οποία είχα κλείσει καλά. Μη γνωρίζοντας πως να εξηγήσω αυτό το παράδοξο πράγμα, περιεργαζόμουν το πιάτο μέσα στο οποίο άχνιζε το πιλάφι και είδα με απορία ότι ήταν χαραγμένο το όνομά μου επάνω στο χάλκωμα, όπως σε όλα τα χάλκινα σκεύη της οικίας μας. Ωστόσο, με όλη την ταραχή όπου είχα από εκείνο το ανεξήγητο περιστατικό, κάθισα και έφαγα το πιλάφι με μεγάλη όρεξη, και ιδού το πιάτο που το έφερα μαζί μου, και είναι αληθινά το δικό μας».

Ακούγοντας αυτή τη διήγηση οι οικείοι του Ιππάρχου εξέστησαν και απόρησαν, η δε σύζυγός του, του εξιστόρησε πως ζήτησε ο Ιωάννης το πιάτο με το φαγητό και είπε ότι το έστειλε στη Μέκκα, και ότι, ακούγοντάς τον να λέγει ότι το έστειλε, γέλασαν.

Αυτό το θαύμα μαθεύτηκε σε όλο το χωριό και στη γύρω περιοχή και όλοι θεωρούσαν πλέον τον Ιωάννη ως άνθρωπο δίκαιο και αγαπητό στον Θεό, τον έβλεπαν δε με φόβο και σεβασμό, και δεν τολμούσε κανείς να τον ενοχλήσει. Ο κύριός του και η σύζυγός του τον περιποιούνταν περισσότερο και τον παρακαλούσαν πάλι να φύγει από τον σταύλο και να κατοικήσει σε ένα οίκημα, το οποίο ήταν κοντά στον σταύλο, όμως εκείνος δεν ήθελε να αλλάξει κατοικία. Περνούσε, λοιπόν, τον βίο του με τον ίδιο τρόπο, ως ασκητής, εργαζόμενος όπως πριν στην περιποίηση των ζώων και κάνοντας με προθυμία τα θελήματα του αγά.

Αλλά ύστερα από λίγα χρόνια, κατά τα οποία έζησε ο μακάριος Ιωάννης με νηστεία, προσευχή και χαμευνία, πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, ασθένησε και ήταν ξαπλωμένος πάνω στα άχυρα του σταύλου, τον οποίο είχε αγιάσει με τις δεήσεις του και με την κακοπάθεια του σώματός του για το όνομα και την αγάπη του Χριστού.

Προαισθανόμενος ο Όσιος το τέλος του, ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και γι' αυτό έστειλε και κάλεσε έναν ιερέα. Αλλά ο ιερεύς φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα Άγια Μυστήρια στο σταύλο, εξαιτίας του φανατισμού των Τούρκων. Όμως σοφίστηκε, κατά Θεία φώτιση, και πήρε ένα μήλο, το έσκαψε, έβαλε μέσα την Θεία Κοινωνία και έτσι μετέβη στο σταύλο και κοινώνησε τον μακάριο Ιωάννη. Ο Ιωάννης, μόλις έλαβε το Άχραντο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού, τον Οποίο τόσο αγάπησε. Ήταν το 1730 μ.Χ.

Το 1733 μ.Χ., το ακέραιο και ευωδιάζον ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου μεταφέρθηκε, μετά την εκταφή του, αρχικά στη λατομημένη σε βράχο εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, αργότερα στο νεόδμητο ναό του Αγίου Βασιλείου και τέλος στο ναό που ανεγέρθηκε προς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σε λάρνακα στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας. Εκεί κατέφθαναν αναρίθμητοι προσκυνητές και πάσχοντες από διάφορα νοσήματα που εύρισκαν την θεραπεία τους.

Όταν, κατά το 1832 μ.Χ., επί σουλτάνου Μαχμούτ του Β', επαναστάτησε εναντίον του ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου Ιμπραχήμ πασάς, ο σουλτάνος έστειλε εναντίον του και τον Χαζνετάρ Ογλού Οσμάν πασά με 1.800 στρατιώτες. Ο Οσμάν πασάς, αφού πέρασε την Καισάρεια της Καππαδοκίας, έφθασε κοντά στο Προκόπιο, όπου σκεπτόταν να αναπαυθεί και να αναχωρήσει την άλλη ημέρα. Επειδή όμως οι περισσότεροι από τους Μουσουλμάνους του Προκοπίου, σαν γενίτσαροι που ήσαν, μισούσαν τον σουλτάνο, συμφώνησαν όλοι να μην δεχθούν τον Οσμάν πασά στο Προκόπι ούτε στα σύνορα. Οι Χριστιανοί, που ήσαν πιστοί στον σουλτάνο, προσπάθησαν να πείσουν τους συμπατριώτες τους να πειθαρχήσουν στον σουλτάνο και να δεχθούν τον στρατό που ερχόταν από εκείνον, λέγοντας μάλιστα σε αυτούς ότι μπορεί ο Οσμάν πασάς να αγανακτίσει και να καταστρέψει το χωριό. Εκείνοι όμως δεν άλλαζαν γνώμη. Τότε οι Χριστιανοί πήραν τα γυναικόπαιδα και έφυγαν στα γύρω χωριά και στις σπηλιές, για να μην πέσουν θύματα της ανόητης αντιδράσεως των γενιτσάρων.

Πράγματι, την άλλη ημέρα, όταν ο Οσμάν πασάς εισήλθε στο Προκόπι, το λεηλάτησε και το κατέστρεψε. Κάποιοι από τους στρατιώτες εισήλθαν και στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Άρπαξαν τα ιερά σκεύη και άνοιξαν τη λάρνακα του Οσίου ελπίζοντας να βρουν και εκεί χρυσαφικά και ασημικά. δεν βρήκαν όμως τίποτε. Από το κακό τους, που βγήκαν γελασμένοι και για να κοροϊδέψουν τη χριστιανική πίστη, αποφάσισαν να κάψουν το ιερό λείψανο.

Το έβαλαν στο προαύλιο, μάζεψαν πολλά φρύγανα, έβαλαν φωτιά και έριξαν με ασέβεια το ιερό σκήνωμα μέσα στις φλόγες. Το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου όχι μόνο έμεινε άφλεκτο, αλλά και φάνηκε στους άπιστους ότι ζούσε, τους φοβέριζε και τους έδιωχνε από τον περίβολο της εκκλησίας.

Την επόμενη ημέρα γέροντες Χριστιανοί βρήκαν τα ασημικά, που είχαν αφήσει από τον τρόμο τους οι Τούρκοι στρατιώτες, πήραν με ευλάβεια το ιερό λείψανο και το τοποθέτησαν πάλι μέσα στη λάρνακα.

Η δεξιά του Οσίου Ιωάννου δόθηκε από τους κατοίκους του παλαιού Προκοπίου το 1881 μ.Χ., στον αντιπρόσωπο της Μονής Παντελεήμονος Αγίου Όρους Ιερομόναχο Διονύσιο, σε αντάλλαγμα για την μεγάλη βοήθεια της Μονής στην ανέγερση του Ναού του Οσίου πάνω στον τάφο του.

Το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Εύβοια τον Οκτώβριο του 1924 μ.Χ μαζί με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας από το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης». και ενώ το πλοίο βρισκόταν στη Ρόδο δεν προχωρούσε, αλλά περιστρεφόταν μέσα στη θάλασσα και έμενε στον ίδιο τόπο. Ο κυβερνήτης του πλοίου φοβήθηκε. Τότε ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, που είχε πάρει μαζί του το ιερό λείψανο κρυφά, εξήγησε στον πλοίαρχο ότι μέσα στο πλοίο και μάλιστα στο αμπάρι ήταν το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου. Αμέσως ο κυβερνήτης διέταξε την μεταφορά του ιερού σκηνώματος στο διαμέρισμα του πλοίου, το οποίο χρησιμοποιούταν ως ευκτήριος οίκος, όπου το εναπέθεσαν και άναψαν το καντήλι.

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΡΥΘΡΩΝ - ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ ΜΗΝΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ

 


Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΥ ΑΓΙΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ & ΕΛΕΝΗΣ ΕΡΥΘΡΩΝ ΤΗΝ 20/05/25

 


Με ιδιαίτερη κατάνυξη τελεστηκε σήμερα Τρίτη 20/05/25 ο εσπερινός στο Ιερό Παρεκκλήσι Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ερυθρών Ακολουθεί φωτογραφικό υλικό. Χρόνια πολλά με υγεία σε όλους και να έχουμε Βοήθεια μας τους Αγίους!!



















Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Νεομάρτυς Νικόλαος εν Βουνένοις

 

Νεομάρτυς Νικόλαος εν Βουνένοις κείμενο Τις πρώτες ημέρες του Μαΐου με την ανθισμένη φύση την πλημμυρισμένη από μυρωδιές λουλουδιών και υπέροχων τριαντάφυλλων και υπό την χάρη του Χριστός Ανέστη η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει την 9η του μηνός τρεις μεγάλους Αγίους τον Χριστόφόρο, τον Προφήτη Ησαΐα και τον Άγιο Νικόλαο τον Νέο ή τον εν Βουνένοις.

Εις το κείμενο αυτό θα αναφερθούμε, εν συντομία, εις τον βίο και την
παρακαταθήκη του Αγίου Νικολάου του Νέου.

Ο Νικόλαος γεννήθηκε από γονείς ευλαβείς και ενάρετους στα μέρη της
Ανατολής. Από μικρός φανέρωσε την κλίση του προς το αγαθόν, αποφεύγοντας
την συναναστροφή με συνομηλίκους του θρασείς και επιδίωκε την συντροφιά
ενάρετων ενηλίκων. Η φήμη του ως ενάρετου και αγαθού ανθρώπου έφθασε στα
αυτιά του αυτοκράτορα, ο οποίος τον διόρισε Δούκα αφού πρώτα τον γνώρισε
από κοντά. Οι αρμοδιότητες του Νικολάου ήταν να εκπαιδεύει και να διατηρεί
τους στρατιώτες του αξιόμαχους. Δεν παρέλειπε να τους μιλάει για τον Χριστό
και να διδάσκει την αγάπη και την δικαιοσύνη για όλους τους ανθρώπους.
Η αυτοκρατορία εκτός από τους εξωτερικούς εχθρούς είχε να αντιμετωπίσει
και εσωτερικές εξεγέρσεις. Σε μια εξέγερση των Θεσσαλών ο Αυτοκράτορας
στέλνει τον Νικόλαο και τους στρατιώτες του. Χύθηκε άδικα ανθρώπινο αίμα
για να παταχτεί η εξέγερση. Ακολούθως στάλθηκε στη Θεσσαλονίκη με άλλους
τοπάρχες με τους στρατιώτες των για να καταστείλουν εξέγερση, πράγμα που
πέτυχαν.

Η ευαίσθητη χριστιανική του καρδιά τον οδήγησε στην σκέψη, μήπως χάσει τη
ζωή του πρόωρα πριν είναι έτοιμος για το αιώνιο ταξίδι και πήρε την απόφαση
να μονάσει. Με συνοδεία δώδεκα στρατιωτών του αποσύρεται στα Βούνενα της
Θεσσαλίας, όπου μόναζαν αρκετοί ενάρετοι μοναχοί , ζώντας με νηστεία,
προσευχή και πνευματικές ασκήσεις.

Οι Άβαροι καταφθάνουν στην Θεσσαλία κυριεύουν την Λάρισα, σφάζουν
λεηλατούν και εξαναγκάζουν χριστιανούς να προσκυνήσουν τα είδωλα. Αρκετοί
Χριστιανοί δεν απαρνούνται τον Αληθινό Θεό και Σωτήρα και υπομένουν μύρια
βασανιστήρια και, τέλος, τον στέφανο της αιωνίου Ζωής.
Όταν συμβαίνουν αυτά ο μακάριος Νικόλαος και οι δώδεκα συμοναστές του
Γρηγόριος, Αρμόδιος, Ιωάννης, Δημήτριος, Μιχαήλ, Ακίνδυνος, Θεόδωρος,
Παγκράτιος, Πανταλέων, Αιμιλιανός και Ναούδιος βρίσκονται στην σκήτη της
Βουνένης. φθάνουν στα Βούνενα και συλλαμβάνουν τον Νικόλαο και τους
στρατιώτες του.

Ένα βράδυ την ώρα της προσευχής εμφανίζεται Άγγελος Κυρίου και τους λέγει
«Ετοιμαστείτε να σταθείτε γενναίοι, διότι εις ολίγας ημέρας μέλλει να
μαρτυρήσετε, δια να λάβετε τα βραβεία και τους στεφάνους της αθλήσεως και
ούτω να κληρονομήσετε την Ουράνιον Βασιλεία» Ακούγοντας αυτά εχάρησαν και
με μεγαλύτερο ζήλο συνέχισαν τον ασκητικό αγώνα.
Μετά από μερικές ημέρες έμαθαν οι βάρβαροι Άβαροι ότι στο ΄βουνό των
Βουνένων υπάρχουν ασκητές προσκυνούντες ακατάπαυστα και δοξολογούντες τον
Χριστό και έσπευσαν να τους φονεύσουν. Ο μακάριος Νικόλαος συμβούλευε τους
αδελφούς και συνασκητές του λέγοντας «Μη φοβηθώμεν, αδελφοί, τον πρόσκαιρον θάνατον, ούτε να δειλιάσωμεν, διότι, τώρα ήλθεν η ώρα να δείξωμεν την ανδρείαν μας και να κληρονομήσωμεν, με μικράν και ολίγην τιμωρίαν,
παντοτεινήν και αιωνίαν ανάπαυσιν»..

Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγε ο Άγιος προς ενίσχυση των αδελφών και
καταφθάνουν ως θηρία ανήμερα οι Άβαροι τιμωρούν αυτούς ανηλεώς και
ασπλάχνως με ραβδισμούς, στρεβλώσεις και με άλλα βασανιστήρια. Οι μακάριοι
γενναίως επέμειναν τα βασανιστήρια και δεν πρόδωσαν την πίστη τους και
τέλος τους αποκεφάλισαν. Το Άγιο Νικόλαο βλέποντάς των νέο, ωραίο και
γενναίο δεν τον πείραξαν αλλά, προσπάθησαν με λόγια και κολακείες να τον
αλλαξοπιστήσουν. Δεν υπολογίσανε σωστά, Ούτε κατ ελάχιστον δείλιασε ο
Νικόλαος και με θάρρος τους απαντούσε «Εγώ δεν είμαι μωρόν παιδίον, δια να
απατηθώ και να αρνηθώ τον αληθή Θεό, όστις με έπλασε και να προσκυνήσω
είδωλα κωφά και αναίσθητα. Αλλά καθώς εξ αρχής ήμουν ευσεβής Ορθόδοξος
Χριστιανός, ούτω θέλω παραμείνει έως ότου παραδώσω την ψυχή μου εις τας
αχράντους χείρας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίον, ως Θεόν
αληθινόν και Σωτήρα μου, προσκυνώ, λατρεύω και σέβομαι και για την αγάπη
Του μεγάλη προθυμία αισθάνομαι και πόθο να χύσω το αίμα μου. Τους δε δικούς
σας θεούς καταφρονώ και ατιμάζω, επειδή είναι λίθοι και ξύλα αναίσθητα ή
άλλη τις ύλη ευτελής και άχρηστος».

Οι βάρβαροι συνεχίζουν τις κολακείες και τις πιέσεις λέγοντας ότι ο Χριστός
δεν θα τον βοηθήσει και εάν γίνει συγκοινωνός και ομόγνωμος με αυτούς δεν
θα στερηθεί την γλυκύτατη τούτη ζωή με πολλά βάσανα. Ο Άγιος απαντά «Αυτά
τα οποία απειλείτε να μου κάνετε επιθυμώ πολύ να τα δοκιμάσω, διότι, εάν με
χωρίσετε από την ματαίαν και πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, προσφέρετε εις εμέ
Βασιλείαν ουράνιον και ζωήν ατελεύτητον, ώστε να συνδοξάζομαι αιωνίως με
τον Χριστόν μου και να απολαμβάνω εις τον Παράδεισων χαράς ανεκλάλητου,
ευφροσύνης και αγαλλιάσεως».

Διαπίστωσαν οι βάρβαροι ότι ο Άγιος δεν αλλάζει πίστη και άρχισαν τα φρικτά
βασανιστήρια. Ο Άγιος υπέμεινε γενναίως και προσευχόμενος έλεγε »Υπομένων
υπέμεινα τον Κύριον» ( ψαλμός λθ΄2) .Έδινε την εντύπωση ότι άλλος εδέχετο
τα βασανιστήρια και όχι αυτός. Τέλος τον έστησαν στον κορμό ενός δένδρου
και τον λόγχευσαν, ακούοντες από αυτόν τούτα, μεταξύ άλλων, λόγια «όσα κακά
κάμνετε εις εμέ, τόσους στεφάνους μου πλέκετε. Ο δε Κύριός μου Ιησούς
Χριστός παρίσταται βοηθός μου και μου ελαφρύνει την τιμωρία, ώστε ουδέ πόνο
τινα να αισθάνομαι».

Αφού άκουσαν την γενναία απόφαση του Αγίου να παραμείνει στρατιώτης του
Δεσπότου Χριστού τον αποκεφάλισαν. Το μαρτυρικό αίμα του Νικολάου πότισε
την θεσσαλική γη. Ήταν εννέα Μαΐου του 720 μ. Χ. και ο μακάριος Νικόλαος
έλαβε τον στέφανο της μαρτυρικής δόξης και πρεσβεύει στον θρόνο του Θεού να
μας ελεήσει και να μας συγχωρέσει.

Το λείψανο του αγίου έμεινε άταφο και αναλλοίωτο για πολλά χρόνια και
βρέθηκε κατά τρόπο θαυματουργικό. Εις τα μέρη της Ανατολής, όπου γεννήθηκε
ο Άγιος υπήρξε πλούσιος άρχοντας που αρρώστησε από σπάνια αρρώστια, την
λώβη. Ξόδεψε πάρα πολλά χρήματα αλλά μάταια. Ένα βράδυ στο όνειρό του,
εμφανίζεται ο Άγιος και του λέγει να πάει στο βουνό των Βουνένων να βρεις
το λείψανό μου και εκεί θα βρεις την υγεία σου. Έτσι και έγινε. Ο άρχοντας
έκτισε ναό προς τιμή και ευχαριστία του Αγίου.

Το θαύμα αυτό έγινε γνωστό σε Ανατολή και Δύση και πολλοί πήγαιναν στο
τάφο του Αγίου και εύρισκαν την υγεία τους. Ο μάρτυρας Άγιος Νικόλαος πολλά
θαύματα έκανε και συνεχίζει να κάνει σε όσους με πίστη και ελπίδα
επικαλούνται την πρεσβεία του στον θρόνο του Θεού.


Μυργιώτης Παναγιώτης
Μαθηματικός