Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

Όχι μόνο καθαρά Δευτέρα αλλά "Καθαρή Εβδομάδα"

Ονομάζεται «Καθαρή Εβδομάδα» από τον λαό η πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που αρχίζει με την Καθαρή Δευτέρα και τελειώνει με το Ψυχοσάββατο των Αγίων Θεοδώρων. Σε πολλές περιοχές, ιδίως της Μικράς Ασίας και της Καππαδοκίας, τηρούσαν τις τρεις πρώτες ημέρες της εβδομάδας αυτής απόλυτη νηστεία, ακόμη και από ψωμί ή νερό. Έτρωγαν την Καθαρή Τετάρτη, αφού πρώτα μεταλάμβαναν στην πρώτη λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων της Σαρακοστής, και μάλιστα με ειδικά για την περίσταση φαγητά και άλλα εδέσματα, όπως καρυδόπιτες, σούπες με φασόλια και πετιμέζι, χυλόπιτες κ.λπ.

Στη Σινώπη μάλιστα οι συγγενείς πρόσφεραν δώρα σε όσους από την οικογένεια είχαν τηρήσει το τριήμερο, συνήθως μαξιλαρόπανα και μαντήλια. Την Καθαρή Τρίτη τη θεωρούσαν ημέρα των ψυχών και άνοιγαν τη «σταφυλαρμιά», ενώ την Καθαρή Τετάρτη, ιδίως στη Θράκη, συνήθιζαν να κάνουν προσφορές στους ενδεέστερους για την ψυχή των ζώντων συγγενών τους. Την Καθαρή Παρασκευή, πριν από το Σάββατο κατά το οποίο εορτάζεται το διά κολλύβων θαύμα του Αγίου Θεοδώρου,

Όσον αφορά τη σαρακοστιανή νηστεία, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι παλαιότερα σε πολλές περιοχές τηρούσαν το λεγόμενο «τριήμερο», που έχει μοναστηριακή προέλευση. Πρόκειται για τριήμερη τελετουργική, απόλυτη νηστεία, η οποία τηρείται συνήθως τις τρεις πρώτες ημέρες της μεγάλης Τεσσαρακοστής και τις τρεις πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Αντιστοίχως, οι νηστεύοντες τρώνε για πρώτη φορά την Καθαρή Τετάρτη ή τη Μεγάλη Τετάρτη μετά την προηγιασμένη Θεία Λειτουργία, κάποτε δε στο τραπέζι αυτό παρατίθενται ειδικά εδέσματα, όπως καρυδόπιτα, σούπα με φασόλια και πετιμέζι, ενώ στη Σινώπη τους πρόσφεραν και δώρα μαντήλια ή υφάσματα.

ΠΗΓΗ : Facebook.

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΩΝ ΔΩΡΩΝ

 

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
 ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΩΝ ΔΩΡΩΝ

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Β. Τζέρπου, δρ. Θ.

Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ κύριος λόγος πού συνετέλεσε στή διαμόρφωση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς τῆς τεσσαρακονθήμερης περιόδου νηστείας καί γενικῆς πνευματικῆς προπαρασκευῆς γιά τή μεγάλη ἑορτή τοῦ Σταυραναστάσιμου Πάσχα πού ἀκολουθεῖ, εἶναι τό παράδειγμα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος πρίν ἀρχίσει τή δημόσια δράση Του προετοιμάστηκε στήν ἔρημο "νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καί νύκτας τεσσαράκοντα" γιά νά ἀντιμετωπίσει τούς γνωστούς τρεῖς πειρασμούς τοῦ διαβόλου (Ματθ. δ´ 11). Πρός μιά τέτοια πνευματική ἔρημο παρομοιάζεται ἀπό τούς ἁγίους πατέρες καί ἡ Μ. Τεσσαρακοστή, κατά τή διάρκεια τῆς ὁποίας ὁ χριστιανός, μιμούμενος τόν Κύριο, ἀποδύεται σ' ἕναν ἀνάλογο πνευματικό ἀγώνα, ἀντιτάσσοντας στόν πρῶτο πειρασμό αὐτή καθαυτή τή νηστεία, στόν δεύτερο τήν ἀδιάλειπτο λατρεία τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καί στόν τρίτο τήν ταπείνωση ὡς μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν.

Ὅμως, ἡ χριστοκεντρική αὐτή θεμελίωση τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί ἡ σωτηριολογική θεώρησή της, ὡς μιᾶς ξεχωριστῆς εὐκαιρίας μίμησης τοῦ Χριστοῦ, φαίνεται ἰδιαίτερα στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο διοργανώνεται καί νοηματίζεται κατά τήν περίοδο αὐτή ἡ κοινή προσευχή τῆς Ἐκκλησίας. Καί δέν ἀναφερόμαστε ἐδῶ στήν πνευματική πανδαισία πού προσφέρουν στούς πιστούς οἱ δοξολογικές ἀκολουθίες τῶν πέντε Κυριακῶν τῶν Νηστειῶν ἤ ἡ τόσο λαοφιλής καί πανηγυρική ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου, πού ψάλλεται κατά τίς ἑσπερινές λατρευτικές συνάξεις κάθε Παρασκευῆς, ὡς προεόρτιος ἤ μεθεόρτιος ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Ἐννοοῦμε κυρίως τόν κύκλο τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Νηχθημέρου (Μεσονυκτικό, Ὄρθρος, Ὧρες, Ἑσπερινός, Μέγα Ἀπόδειπνο), στίς ὁποῖες καί ἐγκρύπτεται κυρίως τό ἐσώτερο νόημα τῆς πνευματικότητας τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Διότι ἐμπλουτισμένες, κατά τήν περίοδο αὐτή, μ' ἕνα πλῆθος ἐκλεκτῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων καί κατανυκτικῶν ὕμνων, καί σέ συνδυασμό μέ τή νηστεία καί τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν, οἱ ἀκολουθίες αὐτές ἀποτελοῦν μιά θαυμάσια ἔκφραση τοῦ ἰδανικοῦ καί τῆς ἀδιάλειπτης δοξολογίας τοῦ Θεοῦ καί ταυτόχρονα τό πλαίσιο μιᾶς καθημερινῆς πνευματικῆς "ἀποδεκάτωσης" τῆς ζωῆς μας, ὅπως ὁρίζει τήν πνευματικότητα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης.

Ὅσο, ὅμως, κι ἄν οἱ ἀκολουθίες αὐτές ἀποτελοῦν τά εὔοσμα ἐκεῖνα ἄνθη, πού φαιδρύνουν μέ τήν παρουσία τους τήν πνευματική ἔρημο τῆς τεσσαρακονθήμερης νηστείας, εἶναι ἐπίσης γεγονός ὅτι, ἐξ αἰτίας ἱστορικῶν συγκυριῶν καί τῆς προοδευτικῆς ἀλλαγῆς τοῦ τρόπου ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ἡ πρόσβαση σ' αὐτές ἀποτελεῖ σήμερα προνόμιο μόνο τῶν μοναχῶν καί ὁρισμένων ἄλλων φιλακόλουθων χριστιανῶν. Γι' αὐτό καί εἶναι εὔλογο τό ἀπό πολλές πλευρές διατυπούμενο αἴτημα τῆς ἀναπροσαρμογῆς τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν στά δεδομένα τῆς σύγχρονης ζωῆς. Κάτω ἀπό τίς προϋποθέσεις αὐτές ἡ περισσότερο ἀξιοποιήσιμη ποιμαντικά εἶναι ἀναμφισβήτητα ἡ Ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, πού ἀποτελεῖ τό ἀποκορύφωμα τῆς καθημερινῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν περίοδο αὐτή.
 

 
Πράγματι, ἡ ἀκολουθία τῶν Προηγιασμένων Δώρων εἶναι μιά ἰδιαίτερη ἑσπερινή ἀκολουθία, πού ψάλλεται κατά τίς Τετάρτες καί Παρασκευές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί τά ἰδιάζοντα στοιχεῖα τῆς ὁποίας νοηματίζουν κατά ἕνα ξεχωριστό τρόπο τήν ἑσπερινή προσευχή τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν περίοδο αὐτή. Ἔτσι, Τά πρός Κύριον (Ψαλμ. 119-133) εἶναι οἱ λεγόμενες Ὠδές τῶν Ἀναβαθμῶν, πού ἔψαλλαν οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι, καθώς ἀνέβαιναν λιτανεύοντας τά σκαλιά τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος καί διά μέσου τῶν ὁποίων ἐκφράζεται καί σήμερα κατά ἕνα μοναδικό τρόπο ὁ πόθος τοῦ λατρεύοντος χριστιανοῦ γι' αὐτή τήν ἑσπερινή του συνάντηση μέ τόν Κύριο. Ἡ εὐλογία τοῦ λαοῦ μέ τήν ἀναμμένη λαμπάδα καί ἡ ἱερατική ἀναφώνηση "Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι" ἕλκουν τήν καταγωγή τους ἀπό τήν ἀρχαία χριστιανική συνήθεια τῆς εὐλογίας τοῦ ἑσπερινοῦ φωτός καί ἀποτελοῦν μιά συμβολική ἀναγωγή στήν ἔννοια τοῦ πνευματικοῦ φωτός τοῦ Χριστοῦ (Ἰωάν. η´ 12· Ματθ. ιδ´ 20), πού συνδέεται ἄμεσα καί πρός τά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα πού ἀκολουθοῦν. Πρόκειται γιά τά ἴδια περίπου ἀναγνώσματα, πού διαβάζονταν στίς ἀντίστοιχες ἑσπερινές κατηχητικές συνάξεις τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί μᾶς μεταφέρουν στήν ἀτμόσφαιρα τῆς πνευματικῆς προετοιμασίας τῶν πρός τό Ἅγιο Φώτισμα (Βάπτισμα) εὐτρεπιζομένων ἀδελφῶν, πού γινόταν κατά τήν περίοδο αὐτή, καί ὑπέρ τῶν ὁποίων ὥς σήμερα γίνονται εἰδικές δεήσεις στά πλαίσια τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς. Χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς εἶναι ἀκόμη ἡ ἀσματική ψαλμώδηση τοῦ ἀναδιπλούμενου 140 ψαλμοῦ τοῦ λυχνικοῦ, μέ ἐφύμνιο τόν β´ στίχο τοῦ "Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου...", πού ἐπέχει θέση προκειμένου ἤ ἀλληλουαρίου τῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων καί τή λειτουργικότητα τοῦ ὁποίου, ὡς ψαλμοῦ μετανοίας στά πλαίσια τῆς ἑσπερινῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐξαίρει ἰδιαίτερα ὁ ἱερός Χρυσόστομος.

Ἐκεῖνο, ὅμως, τό ὁποῖο διαφοροποιεῖ οὐσιαστικά τήν ἀκολουθία αὐτή ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη ἑσπερινή ἀκολουθία εἶναι κυρίως τό γεγονός ὅτι κατά τήν τέλεσή της δίδεται στούς πιστούς ἡ δυνατότητα μιᾶς πραγματικῆς συνάντησης καί κοινωνίας μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, ἀφοῦ μποροῦν νά μεταλάβουν ἀπό τά Τίμια Δῶρα, πού καθαγιάστηκαν κατά τή Θεία Λειτουργία τῆς προηγούμενης Κυριακῆς. Καί αὐτό, διότι κατά τίς ἡμέρες αὐτές ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε νά μήν τελεῖται ἡ κανονική Θεία Λειτουργία, γιά νά μήν διαταράσσεται ἀπό τόν δοξολογικό της χαρακτήρα ἡ κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν. "Ὁμοῦ δέ χαίρειν καί πενθεῖν ἀσύμβατόν τε καί ἀνακόλουθον", ὅπως λέγει ἕνα ἀρχαῖο κείμενο.
 

 
Ὡστόσο αὐτό τό "συνεσκιασμένον καί πενθηρόν καί μυστικόν" τῆς κατανυκτικῆς αὐτῆς τελετῆς δέν ἔχει καμιά σχέση πρός τό κραυγαλέο πένθος τῆς δυτικῆς πνευματικότητας ἤ τά μελαμβαφῆ ἄμφια, πού κατέκλυσαν τά τελευταῖα χρόνια καί τούς δικούς μας ναούς. Ἀλλά ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ τό χαροποιόν πένθος τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, μ' αὐτό τό θρηναγάλλιασμα τῆς ψυχῆς, πού ἐκφράζεται κατά ξεχωριστό τρόπο στόν εἰδικό χερουβικό ὕμνο τῆς ἀκολουθίας, "Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σύν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν...". Πρόκειται γιά τόν ὕμνο πού ψάλλεται κατά τήν εἰσόδευση τῶν Προηγιασμένων Δώρων ἀπό τήν πρόθεση στήν ἁγία τράπεζα καί προσδίδει στήν ὅλη στιγμή μιά μυστική καί ὑπερκόσμια μεγαλοπρέπεια, "γιατί ἐκφράζει λειτουργικά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ καί τό τέλος μιᾶς μακρᾶς νηστείας, προσευχῆς καί ἀναμονῆς· τόν ἐρχομό τῆς βοήθειας, τῆς ἀνακούφισης καί τῆς χαρᾶς πού περιμένουμε".

Ὄντας, λοιπόν, ἀπό τή φύση της ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων μιά ἑσπερινή ἀκολουθία, συνδυασμένη μέ προσέλευση στή Θεία Κοινωνία, ἀποτελεῖ τό καλύτερο ἐφαλτήριο ἐκκίνησης σ' αὐτό τό μεῖζον ἀγώνισμα χρησιμοποίησης τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς, στό ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἰδιαίτερα κατ' αὐτή τήν ἱερή περίοδο ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. Διότι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐκεῖνο πού μᾶς σώζει τελικά δέν εἶναι οὔτε ἡ νηστεία, οὔτε ἡ ψαλμωδία, οὔτε ἡ προσευχή ἀπό μόνα τους, ἀλλά "τό ἐκτελεῖσθαι ταῦτα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ... ὅταν ἀτενῶς ἡ διάνοια ἐκείνῳ ἐνορᾶ, καί διά τό πρός αὐτόν ὁρᾶν καί νηστεύῃ καί ψάλλῃ καί προσεύχηται". Αὐτή δέ ἡ "ἀτενής ἐνόραση" τοῦ Θεοῦ καί ἡ καύση τῆς καρδίας (Λουκ. κβ´ 32) ἐν ὄψει τῆς βραδυνῆς Θείας Κοινωνίας εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού δίνει ἕνα ἐντελῶς διαφορετικό νόημα σέ κάθε στιγμή τῆς ἡμέρας πού πέρασε καί ἀποτελεῖ τήν σταυραναστάσιμη ἐκείνη γεύση πού αὐξάνει τόν πόθο τῶν χριστιανῶν γιά περισσότερη χριστοποίηση τῆς ζωῆς τους "ὅτι χρηστός ὁ Κύριος" (Ψαλ. λγ´ 9).

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ



ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ  
 
Επιμέλεια κειμένου : Μυργιώτης Παναγιώτης Μαθηματικός 


Ο Εθνομάρτυς και αγωνιστής της Ελευθερίας της Ελλάδος και της Ορθοδοξίας

Αθανάσιος Διάκος, γνωστός ήρωας της επανάστασης του 1821 με μαρτυρικό

τέλος. Κοιμήθηκε ως Έλληνας ήρωας και γενναίος χριστιανός. ΣΔεν απαρνήθηκε

την πίστη του, ούτε και την ελληνικότητά του. Ανδρείος στο φρόνημα ως

ελληνορθόδοξος μαχητής. Τον κατέγραψε η ιστορική και λαϊκή μνήμη στις

χρυσές σελίδες που (πρέπει να) εμπνέουν και (να) καθοδηγούν τις μετέπειτα

γενεές.

Το πραγματικό όνομα του Διάκου, κατά μια εκδοχή, ήταν Αθανάσιος Μασαβέτας

και κατά άλλη εκδοχή Αθανάσιος Γραμματικός. Γεννημένος το 1788, μυήθηκε

στην Φιλική Εταιρεία το 1818 και το 1820 έγινε αρματολός στη Λιβαδειά. Είχε

έφεση στη θρησκεία και η μητέρα του σε ηλικία 12 ετών τον πήγε στο

μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη στην Αρτοτίνα Φωκίδας για να εκπαιδευτεί. Έγινε

μοναχός και λόγω του μεγάλου ζήλου γρήγορα χειροτονήθηκε διάκος. Η λαϊκή

παράδοση αναφέρει ότι, όταν ο Αθανάσιος Διάκος ήταν μοναχός ένας τούρκος

πασάς με τα στρατεύματά του επισκέφθηκε το μοναστήρι εντυπωσιάστηκε από την

εμφάνιση του νεαρού διάκου και με τα λεγόμενα του (και την μετέπειτα

πρότασή του) πρόσβαλε τον διάκο, ο οποίος πάνω στον καυγά που επακολούθησε

σκότωσε τον τούρκο και αναγκάστηκε να φύγει στα βουνά και να γίνει κλέφτης.

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή σε ένα γάμο την Αρτοτίνα όπου γλεντούσαν και

πυροβολούσαν ένα βόλι σκότωσε τον γιό της Κοντογιάννενας από μεγάλο σόι,

γειτονικού χωριού. Στον γάμο αυτό παρών ήταν και ο Διάκος, ο οποίος

κατηγορήθηκε ότι αυτός είναι ο φονιάς, χωρίς να είναι βέβαιο ότι αυτός

άθελά του τον σκότωσε. Έτσι αναγκάστηκε να καταφύγει στα βουνά. Αργότερα,

στο πανηγύρι της Παναγιάς ο Διάκος κατέβηκε στο χωριό και οι Τούρκοι τον

συνέλαβαν μαζί με κάποιον Καφέτζο που κυνηγούσαν και τους οδήγησαν στις

φυλακές από τις οποίες κατάφεραν να δραπετεύσουν και να καταφύγουν και πάλι

στα βουνά. Μαζί έφτασαν στο λημέρι του ξακουστού κλέφτη της Δωρίδας Τσαμ

Καλόγερου. Σε μια συμπλοκή με τους τούρκους ο καπετάνιος Τσάμ Καλόγερος

πληγώθηκε βαριά και ο Διάκος με ηρωισμό και αυτοθυσία τον έσωσε από βέβαιο

θάνατο μεταφέροντάς τον στους ώμους του σε απάτητο ύψωμα δυο ώρες πορεία.

Εκεί ο καπετάνιος Τσάμ Καλόγερος είπε παρουσία όλων των ανδρών της ομάδος

του: «Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να γίνει καπετάνιος σας».


 
 
Αργότερα οι άνδρες της ομάδας του Τσάμ Καλόγερου χωρίστηκαν σε τρείς

ομάδες, εις την μία αρχηγός ήταν ο Διάκος, ο Γούλας και ο Σκαλτσοδήμος.

Εκείνο το διάστημα πληροφορείται ο Διάκος ότι τουρκικό απόσπασμα συνέλαβε

και σκότωσε τον πατέρα του και έναν από τους αδελφούς του και ορκίζεται να

τιμωρήσει αυστηρά την τουρκιά. Κάθε απόσπασμα που ξεμυτούσε αποδεκατίζετο

από τους άνδρες του Διάκου.

Εκείνη την εποχή ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων κατέστρωνε σχέδια εναντίον του

Σουλτάνου και κάλεσε στην έδρα του καπεταναίους, μεταξύ αυτών και τον

Σκαλτσοδήμο, ο οποίος έστειλε τον Διάκο. Ο Διάκος υπήρξε αρματολός από το

1814 έως το 1816 και όταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έγινε καπετάνιος υπήρξε

πρωτοπαλίκαρό του. Αργότερα δημιουργεί δική του ομάδα και όπως συμβαίνει

και με άλλους καπετάνιους γίνεται και μέλος της Φιλικής Εταιρείας

προετοιμαζόμενος για τον μεγάλο, πάνδημο ξεσηκωμό. Αφού άρχισε η επανάσταση

ο Διάκος με τον φίλο του και ντόπιο καπετάνιο Βασίλειο Μπούσγο πολιορκούν

την Λιβαδειά και την ελευθερώνουν. Την 4η Απριλίου 1821 η ελληνική σημαία

κυματίζει περήφανα στην ελεύθερη Λιβαδειά. Ο Χουρσίτ Πασάς με εντολή του

Σουλτάνου στέλνει δυο από τους καλύτερους διοικητές από την Θεσσαλία, τον

Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ-Μεχμέτ πασά με 8000 πεζούς και 1000 ιππείς με

σκοπό να καταστείλουν την επανάσταση στην Ρούμελη και στη συνέχεια να

προχωρήσουν στην Πελοπόννησο. Ο Διάκος και η ομάδα του που ενισχύθηκαν με

τον Πανουργιά και τον Δυοβουνιώτη αποφάσισαν να αποκόψουν την πορεία των

τούρκων στη Ρούμελη λαμβάνοντας θέσεις κοντά στις Θερμοπύλες. Οι 1500

Έλληνες μαχητές χωρίστηκαν σε τρείς ομάδες. Η ομάδα του Διάκου ανέλαβε να

υπερασπιστεί την γέφυρα της Αλαμάνας στον Σπερχειό ποταμό. Ο Δυοβουνιώτης

την Γέφυρα του Γοργοποτάμου και ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας. Ο

Δυοβουνιώτης γρήγορα οπισθοχώρησε και η ομάδα του Πανουργιά, όταν ο ίδιος

πληγώθηκε, οπισθοχώρησαν και πολλοί χάσανε τη ζωή τους, μεταξύ αυτών και ο

επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας και ο αδελφός του Παπαγιάννης. Οι τούρκοι

συγκέντρωσαν όλες τις δυνάμεις των εναντίον του Διάκου. Ο συνεργάτης

Μπούσγος του προτείνει να οπισθοχωρήσουν πριν περικυκλωθούν από τους

πολυάριθμους εχθρούς. Ο Διάκος αρνείται λέγοντας "Ο Διάκος δεν φεύγει, ούτε

εγκαταλείπει τους συντρόφους του" και έμεινε με 48 παλικάρια.

 

 
Η μάχη της Αλαμάνας.

Πολεμώντας γενναία τραυματίζεται και συλλαμβάνεται από πέντε Τσάμηδες, οι

συμμαχητές του Μπακογιάννης και Καλύβας ορμούν να τον ελευθερώσουν αλλά

πέφτουν νεκροί από τα βόλια των εχθρών. Ο Διάκος οδηγείται στη Λαμία και

τον παρουσιάζουν στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος γνώριζε και εκτιμούσε τον Διάκο

από την περίοδο που ήταν μαζί στην αυλή του Αλή Πασά. Ο Βρυώνης προσφέρει

αξιώματα και πολλά δώρα και θέτει ως όρο να αλλαξοπιστήσει ο Διάκος και να

ασπαστεί το Ισλάμ. Του ζητείται να προδώσει Χριστό και Ελλάδα. Να γίνει

εφιάλτης. Αν είναι δυνατόν. Ο Αθανάσιος Διάκος απαντά με υπερηφάνεια και

λεβεντιά. "Εγώ Γραικός εγεννήθηκα, Γραικός θε να αποθάνω!" Το γνωρίζει και

το αντιλαμβάνεται ότι τον περιμένει ο θάνατος. Ο Ομέρ Βρυώνης δείχνει

συμπάθεια προς τον Διάκο αλλά, τον οδηγεί προς τον θάνατο, πιεζόμενος από

τους υπόλοιπους τούρκους. Ο Διάκος αντιμετωπίζει τον θάνατο με ψυχραιμία.

Ένα παράπονο βγαίνει από τα χείλη του, αφού δεν θα ζήσει την ημέρα της

ελευθερίας. Είπε, λοιπόν: "Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει,

τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι». Στη Λαμία κλείνουν

τον Διάκο σε ένα παλιό χάνι. Τρείς Έλληνες παρακολουθούν κρυφά από

χαλασμένα παραθυρόφυλλα του χανιού τα τεκταινόμενα μέσα σε αυτό. Τον έδεσαν

με σχοινιά σε ένα παχνί και τον φυλάγανε. Ο διάκος πονούσε αλλά δεν

παραπονιότανε. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και εμφανίζονται δυο μπέηδες, ο Ομέρ

Βρυώνης και ο σκληρός Χαλήλ Μπέης, ο οποίος αφού βεβαιώνεται ότι ο Διάκος

είναι δεμένος παριστάνει τον γενναίο παλικαρά. Κτυπά τον δεμένο Διάκο. Τον

διακόπτει ο Βρυώνης και αρχίζει διάλογος μεταξύ Διάκου και Βρυώνη. Οι

παρατηρητές δεν ακούνε αλλά βλέπουν τον Διάκο να απορρίπτει τις προτάσεις

του Βρυώνη κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. Ο Βρυώνης εξαγριώνεται και

αρχίζει να φωνάζει, μα ο Διάκος τον αντιμετωπίζει με απόλυτη ηρεμία. Οι δυο

μπέηδες φεύγουν και αναλαμβάνει πλέον ο δήμιος.

 
 

 
 
Το μαρτυρικό τέλος του Αθανασίου Διάκου.

Αρχίζουν οι τούρκοι τις προεργασίες για το τέλος της επίγειας ζωής του

Εθνομάρτυρα. Στο μισοσκόταδο βλέπει ο Διάκος και οι τρείς παρακολουθούντες

τους τούρκους να ανάβουν φωτιά και να βάζουν πάνω μια σιδεροστιά και ένα

μεγάλο χάλκινο κακάβι στο οποίο ρίχνουν μέσα λάδι. Πιάνουν τον Διάκο καθώς

είναι δεμένος χειροπόδαρα και τον βάζουν να καθίσει πάνω σε ένα σκαμνί,

ώστε τα πόδια του να κρέμονται. Οι τούρκοι τον περιπαίζουν και του

υπόσχονται διάφορα. Αυτός απαντά κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. Σε κάθε

άρνηση οι βασανιστές μπήγουν πιο βαθειά τα καρφιά στο σώμα του ήρωα, ο

οποίος αναταράζεται ολόκληρος από τους πόνους. Η μυρωδιά του καιόμενου

λαδιού τρυπά τις μύτες όλων. Βλέπουν οι τρείς αυτόπτες μάρτυρες τους

τούρκους να παίρνουν το καυτό λάδι και να το ρίχνουν στα γυμνωθέντα πόδια

του Διάκου, ο οποίος σφαδάζει από τους πόνους κάθε φορά που πέφτει καυτό

λάδι στα πόδια του. Όταν διαπίστωσαν ότι δεν αντιδρά έντονα άφησαν τα

πόδια, τον ξεγύμνωσαν το επάνω μέρος του σώματος σχίζοντας την πουκαμίσα

και το γιλέκο. Αρχίζουν να ρίχνουν το καυτό λάδι στο κορμί, στο στήθος και

στα χέρια. Βουβή η αντίδραση του εθνομάρτυρα. Η βουβή αντίδραση τους

εκνευρίζει τον βασανίζουν αλλά, προσέχουν να μη πεθάνει, αυτή είναι η

εντολή που έχουν. Το σώμα του φαίνεται ότι αρχίζει να νεκρώνεται αλλά το

πνεύμα του φαίνεται καθάριο από τις αντιδράσεις και τις αρνήσεις του.

Εξοργίζονται και επινοούν νέους τρόπους βασανισμών. Με τα καρφιά αρχίζουν

να σπάνε τις φυσαλίδες που δημιουργηθήκανε από το καυτό λάδι σε ολόκληρο το

σώμα του. Το χάραμα βρήκε τον Διάκο να κρατιέται όρθιος με τα σχοινιά και

τους βασανιστές του αποκαμωμένους από το ξενύχτι και την κούραση. Όταν ο

ήλιος ανέβηκε ψηλά βγάζουν τον Διάκο έξω σέρνοντάς τον χωρίς όμως να

δείχνει ότι καταλαβαίνει. Τον οδηγούν στο τελικό μαρτύριο, στο σούβλισμα.

Με την άδεια του Χαλήλ Μπέη πολύς κόσμος συγκεντρώθηκε για να δει το

απάνθρωπο μαρτύριο. Για να φοβηθεί, αυτός ήταν ο στόχος των τούρκων.

Ανάμεσα στο πλήθος ξεχωρίζει η μάνα του Διάκου, η οποία πληροφορήθηκε το

γεγονός και ήλθε να αποχαιρετήσει τον υιό της από την επίγεια τούτη

προσωρινή ζωή. Η εμφάνιση του δημίου με ένα σουβλί στα χέρια μαρτυρά τις

προθέσεις των τούρκων. Ο δήμιος τρέμει από τον φόβο γιατί πρέπει ο

Αθανάσιος Διάκος να μη πεθάνει κατά την διάρκεια του σουβλίσματος. Το έργο

του δημίου λεπτό και φοβερό. Δένει τον Διάκο σε ένα σαμάρι ανάσκελα και με

τα πόδια ανοικτά και αρχίζει το έργο. Χώνει την πολύ καλά λεπτυσμένη άκρη

του σουβλιού, ξεκινώντας απ' τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα

επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρμα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην

πλάτη του, λίγο κάτω απ' το δεξιό του το αυτί. Από κάποιες μικροκινήσεις

που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος,

δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός. Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι

και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και

ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ' ένα δέντρο.

Στη συνέχεια, σπεύδουν να συγυρίσουν τη φωτιά που έχουν ανάψει. Και τότε

γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες. Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του

άλογο στέκε¬ται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια

κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που

βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του,

χάνε¬ται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια. Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει αυτό και

αφρίζει απ' το θυμό του. Και δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω

στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο!


 

Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μένει άφωνος. Στη συνέχεια ο

Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποίητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το

σουβλί τον νεκρό τον Διάκο και να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος.

Άφησαν τον νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχεδόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι

φρουροί αποχώρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν

ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν

λάκκο εκεί ακριβώς που σήμερα είναι ο τάφος του. Του έβγαλαν το σουβλί, τον

καθάρισαν λίγο και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό,

από φόβο.

Περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με

μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θά¬ψει το Διάκο

έκανε έρευνες να τον βρει.

Στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε τον Διά¬κο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε

τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο

ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυ¬πτήρια επίσημα, παρουσία και

του Βασιλέως Γεωργίου Α' και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών,

στρα¬τιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.

Ο αείμνηστος μητροπολίτης Φθιώτιδος Νικόλαος προώθησε την αίτηση ανακήρυξης

της αγιότητας του Αθανασίου Διάκου, αλλά η πρότασή του δεν έχει γίνει δεκτή

έως σήμερα από την Ιερά Σύνοδο. Για το θέμα ο μακαριστός μητροπολίτης

δήλωσε: «Ο Αθανάσιος Διάκος δικαίως ονομάσθηκε “Ο ηρωικότερος των ηρώων της

Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 και ο γενναιότερος των γενναίων”. Υπήρξε

ομολογητής του Χριστού και μάρτυρας με τη γνησιότητα και τη ζωντάνια των

μαρτύρων της πρωτοχριστιανικής εποχής. Προκλήθηκε να αρνηθεί την πίστη του

με πλούσιες ανταμοιβές και δελεάσματα, αλλά έμεινε αμετακίνητος, προτιμήσας

τον μαρτυρικό θάνατο από την προδοσία και την ατιμία. Ο δι’ ανασκολοπισμού

μαρτυρικός θάνατός του υπήρξε “το γνησιώτερον βάπτισμα”, όπως χαρακτηρίζουν

οι Διαταγές των Αποστόλων τον θάνατο του μάρτυρος, το οποίο εξάλειψε κάθε

αμαρτία και τον παρέδωσε καθαρόν και άγιον εις τον Θεόν».

Πληροφορία που τιμά την Εκκλησία μας και τον ελληνικό Λαό.

Το κέντρο νεότητας «Άγιος Φώτιος» της Ιεράς Μητροπόλεως Κίτρους και

Κατερίνης με τις ευλογίες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Γεωργίου και

την άοκνη προσπάθεια του πατρός Παύλου Ντούρου, που έγραψε το σενάριο και

έκανε τη σκηνοθεσία, και πληθώρας εθελοντών ετοίμασε κινηματογραφική ταινία

για τον άξιο Εθνομάρτυρα, και ίσως ιερομάρτυρα, Αθανάσιο Διάκο.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ




Η τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο της τρυφής. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό ως το τελειότερο και εκλεκτότερο δημιούργημα του Θεού, ως «εικόνα και καθ' ομοίωσις» αυτού ( Γέν.1,26). Πλάστηκε να ζει αιώνια μέσα στη χάρη και τις ευλογίες του Θεού, ατέρμονο βίο άπαυτης ευδαιμονίας. Αυτή τη σημασία έχει η βιβλική διήγηση περί του κήπου της Εδέμ (Γεν.2 ο κεφ.). Ο άνθρωπος έκαμε κακή χρήση της ελεύθερης βούλησής του και προτίμησε το κακό. Ο αρχέκακος διάβολος τον παρέσυρε στην πτώση και την καταστροφή. Αυτό του στέρησε τον παράδεισο, δηλαδή την αέναη και ζωοποιό παρουσία του Θεού και την κοινωνία των ακένωτων ευλογιών Του.

Μέγα χάσμα ανοίχτηκε ανάμεσά τους (Εφ.2,13). Η αγία Γραφή αναφέρει συμβολικά πως οι πρωτόπλαστοι διώχτηκαν από τον κήπο της Εδέμ και δύο αγγελικά όντα τάχθηκαν να φυλάγουν με πύρινες ρομφαίες την πύλη του, για να μην μπορούν να την παραβιάσουν αυτοί. Το ατέλειωτο δράμα του ανθρωπίνου γένους άρχισε!

Ο Αδάμ και η Εύα τότε κάθισαν απέναντι από τον κήπο της τρυφής και θρηνούσαν για το κακό που τους βρήκε.

Αναλογίζονταν την πρότερη ευδαιμονία τους, την σύγκριναν με την τωρινή δυστυχία τους, προέβλεπαν το μέλλον ζοφερό και γι' αυτό έκλαιγαν γοερά. Τα καυτά τους δάκρυα πότιζαν την άνυδρη γη και οι σπαραχτικές κραυγές τους έσπαζαν την ηρεμία της έξω του παραδείσου ερήμου.

Όμως δυστυχώς ο θρήνος των πρωτοπλάστων δεν ήταν αποτέλεσμα μεταμέλειας για την ανυπακοή και την ανταρσία τους κατά του Θεού. Δεν ήταν πράξη μετάνοιας και αίτημα συγνώμης προς το Θεό, αλλά ωφελιμιστικός σπαραγμός. Δε θρηνούσαν για τη χαμένη αθωότητα και αγιότητα, αλλά για τη χαμένη υλική ευμάρεια του παραδείσου. Ούτε ένας λόγος μετάνοιας δεν ακούστηκε από τα χείλη τους! Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως αν εκείνη την τραγική στιγμή οι προπάτορές μας μετανοούσαν ειλικρινά και ζητούσαν ταπεινά συγνώμη από τον απόλυτα φιλάνθρωπο Θεό, θα είχαν αποκατασταθεί στην πρότερη της πτώσεως κατάστασή τους.

Κυριακή 10 Μαρτίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ - ΑΓΑΠΗ ΝΑΙ, ΑΛΛΑ ΠΟΙΑ ΑΓΑΠΗ; - ΠΡΩΤ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ


  
 
Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ
Ματθαίου κε' 31-46.

ΑΓΑΠΗ ΝΑΙ· ΑΛΛΑ ΠΟΙΑ ΑΓΑΠΗ;




«ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε»
(Ματθ. κε' 40).

1. Η σημερινή ευαγγελική περικοπή έρχεται να μας υπενθυμίσει μια μεγάλη αλήθεια. Την περασμένη Κυριακή μίλησε το ιερό Ευαγγέλιο για την αγαθότη­τα του Θεού- Πατέρα, που περιμένει το πλάσμα του να επιστρέψει. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας κάμει να ξεχάσουμε και την δικαιοσύνη Του. Ο Θεός δεν είναι μονάχα στοργικός Πατέρας. Είναι και δίκαιος Κριτής. «Οὔτε ὁ ἔλεος αὐτοῦ ἄκριτος, οὔτε ἡ κρίσης ἀνελεήμων» λέγει ο Μ. Βασίλειος. Θα κρίνει τον Κόσμο, μας λέγει το Ευαγγέλιο, και μάλιστα όχι αυθαίρετα, αλλά σύμφωνα με τα έργα μας. Μας φέρνει, λοιπόν, η σημερινή περικοπή ενώπιον του γεγονότος της κρίσε­ως. Και λέμε «γεγονότος», γιατί η παγκόσμια κρίση αποτελεί για την πίστη μας εσχατολογική βεβαιότητα και πραγματικότητα, που ομολογείται σ' αυτό το Σύμ­βολο μας ως εκκλησιαστική πίστη: «Και πάλιν ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς...».

Καλούμεθα, λοιπόν, σήμερα να συνειδητοποιή­σουμε τρία πράγματα. Πρώτον, ότι Κριτής μας θα είναι ο Ι. Χριστός, ως Θεός. Σωτήρ ο Χριστός αλλά και Κριτής. Αν την πρώτη φορά ήλθε ταπεινός στη γη, «ἵνα σώσῃ τόν κόσμον», τώρα θα έλθει «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ», ίνα κρίνη τον κόσμον. Αυτός που έγινε για μας «κατάρα» πάνω στον Σταυρό, έχει κάθε δικαίωμα να μας κρίνει, αν αφήσαμε να μείνει μέσα μας και στην κοινωνία μας ανενέργητη η θυσία Του. Δεύτε­ρον θα κρίνει όχι μόνο τούς Χριστιανούς, ούτε μόνο τούς εθνικούς, όπως πίστευαν οι Εβραίοι για την κρί­ση του Θεού. Θα κρίνει όλους τούς ανθρώπους, χρι­στιανούς και μη, πιστούς και απίστους. Τρίτον βάση της κρίσεως, το κριτήριο, θα είναι η αγάπη. Η στάση μας δηλαδή απέναντι στους συνανθρώπους μας. Καθο­λική - παγκόσμια η κρίση, καθολικό - παγκόσμιο και το κριτήριο. Ο παγκόσμιος νόμος της ανθρωπιάς, στον όποιο συναντώνται όλοι, χριστιανοί και μη. Και όσοι εγνώρισαν τον Χριστό και όσοι δεν μπόρεσαν να τον γνωρίσουν και γι' αυτό έμειναν μακριά από το Ευαγγέλιό Του. Στο νόμο αυτό, δεν υπάρχει χώρος για προφάσεις και δικαιολογίες. Η πείνα, η δίψα, η γύ­μνια, η αρρώστια, η φυλακή βοούν, δεν μπορούν να μείνουν κρυφά, για να έχει το δικαίωμα να ισχυρισθεί κάποιος πώς δεν τα πρόσεξε... Δεν μπορεί να τ' αγνοή­σει κανείς, χωρίς προηγουμένως να παύσει να έχει συναισθήματα ανθρώπου, αν δεν έχει τελείως «αχρειώσει», εξαθλιώσει, την εικόνα του Θεού μέσα του.

2. Το συγκλονιστικό μεγαλείο και την φρικτότητα της ώρας της Κρίσεως ζωγραφίζουν με υπέροχα χρώ­ματα οι ύμνοι της ημέρας. «Ὦ, ποία ὥρα τότε! ὅταν... τίθωνται θρόνοι καί βίβλοι ἀνοίγωνται, καί πράξεις ἐ­λέγχωνται καί τά κρυπτά τοῦ σκότους δημοσιεύον­ται»! Είναι φρικτή και η απλή σκέψη της ώρας της κρίσεως, γιατί όχι μόνο υπενθυμίζει την ανετοιμότητά μας να εμφανισθούμε μπροστά στο βήμα του φοβερού Κριτού, αλλά και διότι αποκαλύπτει την τραγικότητα της ζωής μας, την οποία δαπανάμε μέσα σε έργα μα­ταιότητος, που δεν αντέχουν στο φως της αιωνιότητος. Δεν δικαιούμεθα ενώπιον του κριτού μας για όσα ο κόσμος θεωρεί μεγάλα και σπουδαία: γνώσεις, θέ­σεις, τίτλους, αξιώματα, πλούτο, δόξα. Αυτά όλα είναι δυνατό μάλιστα να οδηγήσουν στην καταδίκη μας.

Κρινόμεθα βάσει της έμπρακτης εφαρμογής της αγά­πης μας. Όχι ως άτομα δηλαδή, αλλά ως μέλη της αν­θρώπινης κοινωνίας. Ο θεός δεν έπλασε άτομα, αυτό­νομα και ανεξάρτητα. Μάς έπλασε, για να γίνουμε πρόσωπα και κοινωνία προσώπων. Και οι μεγαλύτε­ρες αρετές, αν μείνουν απλώς ατομικές, είναι μετοχές χωρίς αντίκρυσμα ενώπιον του Μεγάλου Κριτού. Για­τί δεν βρήκαν την πραγμάτωση τους μέσα στην αν­θρώπινη κοινωνία. Δεν καταξιώθηκαν σε διακονίες. Έτσι λ.χ. η γνώση είναι θεία ευλογία, όταν όμως θηρεύεται για χάρη του συνανθρώπου, για την διακονία του πλησίον. Το ίδιο και η εγκράτεια και η ευλάβεια, και η νηστεία και σύνολη η άσκησή μας. Αν όλα αυ­τά γίνονται για μια ατομική δικαίωση και όχι ως δια­κονία των αδελφών, των πλησίον, μας ελέγχει η φωνή του Θεού: «Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν» (Ματ. θ΄ 13)! Αγάπη θέλω και όχι την θρησκευτικότητα, που αποβλέπει στην αυτοέξαρση και την αυτοπροβολή. Πού βλέπει τον τύπο ως πεμπτουσία της ευσέβειας.

3. Ο κόσμος έχει μάθει να εξαγοράζει τα πάντα, ακόμη και τις συνειδήσεις. Στο χώρο όμως της πίστε­ως δεν ισχύει ο νόμος αυτός. Η ατομική ευσέβεια δεν μπορεί να εξασφαλίσει θέση στην βασιλεία του Θεού, αν δεν γίνει πρώτα εκκλησιαστική, αν δεν συνοδεύε­ται δηλαδή από τα έργα της αγάπης. Ο στίβος του χριστιανού είναι και η κοινωνία και όχι μόνο το «ταμιείον». Εις το ταμιείον του καταφεύγει ο Χριστια­νός για τον πνευματικό του ανεφοδιασμό. Ποτέ όμως δεν εξαντλείται η πολιτεία του στο στενό χώρο της α­τομικότητας του. Αν η πνευματικότητα μας είναι ορ­θή, θα οδηγεί σε ανιδιοτελή αγάπη. Ας το ακούσουμε μια για πάντα: Το επιχείρημα των γλυκανάλατων χρι­στιανών της ανευθυνότητος και του «λάθε βιώσας» δεν έχει καμμιά δύναμη: «Κύτταξε την ψυχή σου» δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από δειλία και υποχώ­ρηση, αν δεν συνοδεύεται και από το στίβο: «Πάλευσε για να φτιάξεις τη χριστιανική σου κοινωνία». Διαφορετικά είμασθε κατά λάθος ανάμεσα σε χριστια­νούς. Η θέση μας είναι κάπου στην Άπω Ανατολή, στη νέκρωση του νιρβάνα.

4. Αισθάνομαι όμως την ανάγκη να προλάβω στο σημείο αυτό μια απορία. Αν κρινόμασθε βάσει της έμπρακτης αγάπης μας, τότε που πηγαίνει η πίστη; Ποια σημασία έχει ο υπέρ της πίστεως και της καθαρότητος του δόγματος αγώνας; Αν δεν έχει διαστά­σεις αιώνιες, τότε γιατί να γίνεται;

Κατά την ώρα της κρίσεως η πίστη, και ως αφο­σίωση και ως διδασκαλία, δεν αποκλείεται, όπως πι­στεύουν εν πρώτοις πολλοί. Προϋποτίθεται. Κριτής μας είναι Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Μας σώζει η μας κατακρίνει η συμπεριφορά και στάση μας απέναντι του. Γιατί μας διευκρινίζει ότι στο πρόσωπο Του αναφέρεται κάθε πράξη μας προς τον συνάνθρωπό μας, καλή ή κακή. Ηθικά αδιάφορες πράξεις δεν υπάρχουν. Αν τονίζει σαν κριτήριο την αγάπη, δεν σημαίνει πώς θέλει ν' αποκλείσει την πίστη. Θέλει να προλάβει ακριβώς την καταδίκη της πίστεως εκ μέρους μας σ' ένα σύνολο θεωρητικών αληθειών χωρίς ανταπόκριση και εφαρ­μογή στη ζωή μας. Όπως ο κεκηρυγμένος άθεος και ο συνειδητός αρνητής της πίστεως μεταφράζει την α­θεΐα και απιστία του σε αντίθεα έργα, έτσι και ο πιστός πρέπει να κάμει την πίστη του κινητήρια δύναμη της ζωής του. Γιατί «ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων» (Ιακ. β΄ 20) της α­γάπης, είναι νεκρά. Δεν αποκλείει, λοιπόν, την πίστη, αφού αυτή είναι η προϋπόθεση του ορθού βίου και της σωτηρίας. Αλλά και κάτι περισσότερο. Όχι μόνο «ὁ μή πιστεύσας» (εις τον Χριστό) δεν σώζεται, αλλά και ο μη ορθώς πιστεύσας. Ο Θεός δεν είναι μόνο α­γάπη, είναι και αλήθεια (Ιωαν. ιδ' 6· Α' Ιωαν. δ' 8· δ' 16· ε' 6) και μάλιστα Αυτοαλήθεια. Όποιος προδίδει την αλήθεια προδίδει και την αγάπη. Η αγάπη του Χριστού «συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 6) συζεί δηλαδή και συνευδοκιμεί με την αλήθεια, δεν υπάρχει χωρίς αυ­τήν. Να λοιπόν πώς καταξιώνεται ο αγώνας για την καθαρότητα του δόγματος. Γιατί είναι αγώνας για την αγάπη, είναι η μεγαλύτερη εκκλησιαστική διακονία. Είναι αγώνας πρώτιστα κοινωνικός, γιατί γίνεται χά­ριν του Λαού του Θεού, για να μείνει ανεπηρέαστος α­πό την πλάνη, που είναι πραγματική αυτοκτονία.

Αδελφοί μου!

Όταν ο Χριστός μας ανέφερε την παραβολή της Κρίσεως, οι λόγοι του μπορούσαν να νοηθούν όχι μό­νο σε συνάρτηση προς τούς συγχρόνους του, αλλά και προς όσους έζησαν πριν απ' Αυτόν. Όσοι δεν γνώρισαν τον Χριστό, μπορούν να έχουν λόγους να κριθούν μόνον για την αγάπη τους, μολονότι αγάπη χωρίς πίστη στον Θεό δεν είναι ποτέ δυνατόν να υπάρχει. Όποιος ειλικρινά ασκεί την αγάπη «δέχεται» τον Θεό, έστω και αν τον αγνοεί. Ο άπιστος δεν δύνα­ται να έχει παρά μόνο φαινομενικά αγάπη. Και μόνο εκεί, που υπάρχει βάπτισμα και «άγιο Πνεύμα», είναι δυνατό να υπάρξει «τελεία αγάπη», αγάπη χριστιανι­κή.

Το ζήτημα όμως πρέπει, νομίζω, να τεθεί κατ' άλ­λο τρόπο. Όταν εμείς σήμερα ακούμε την παραβολή, δύο χιλιάδες χρόνια μετά την σάρκωση του Υιού του Θεού, πώς είναι δυνατόν να χωρίσουμε από την αγά­πη μας την (ορθή) πίστη; Το Ευαγγέλιο λέγει καθαρά: «ὁ… μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ίωαν. γ' 18). Μετά την ένσαρκη δηλαδή οικονομία η κρίση εί­ναι συνέπεια της στάσης κάθε ανθρώπου έναντι του Χρίστου. Κριτήριο μένει η αγάπη. Αγάπη όμως που προϋποθέτει την εις Χριστόν πίστη. Γιατί αυτή είναι η μόνη αληθινή. Αυτή μονάχα δικαιώνει και σώζει...

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΈΡΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ
«Κηρύγματικές σκέψεις στα ευαγγελικά αναγνώσματα»
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Θεσσαλονίκη
τηλ. 2310 212659


Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΥ



Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σώμα που βλέπομε να ζει, να κινείται, να εργάζεται, να χαίρεται, να υποφέρει, να γηράσκει και να πεθαίνει.

Είναι και η ψυχή η αθάνατη, που ευρίσκεται ενωμένη με το σώμα, όσο εκείνο ζη. Όταν όμως πεθάνει το σώμα, η ψυχή ζη, υπάρχει και παραμένει αθάνατη.

Είναι πνευματική υπόσταση, αιώνια και μεταφέρεται στον αόρατο κόσμο των πνευμάτων,αλλάζει δηλαδή κατάσταση και τρόπο ύπαρξης Και η Εκκλησία, σαν φιλόστοργη μητέρα, δεν είναι μόνο για όσους ζουν στον κόσμο τούτο, αλλά και για τα παιδιά της που πέθαναν και η ψυχή των βρίσκεται στον πνευματικό κόσμο.


Η διδασκαλία αυτή είναι βασική αλήθεια της ορθοδόξου πίστεώς μας. Σαν συνέχεια αυτού του δόγματος είναι και μια άλλη διδασκαλία στενά ενωμένη με την προηγούμενη.

Είναι η διδασκαλία περί της κρίσεως. Ο Θεός θα κρίνει τους ανθρώπους σύμφωνα με τα έργα τους στην Δευτέρα Παρουσία.

Ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός και ένοχος μπροστά στην θεία δικαιοσύνη, για μικρές ή μεγάλες αμαρτίες.

Το σοβαρότερο καθήκον του ανθρώπου είναι να ευρίσκεται πάντα έτοιμος για την άλλη ζωή,γιατί είναι άγνωστος ο χρόνος και οτρόπος της αναχώρησης μας απο τον κόσμο αυτόν.

Η Εκκλησία εύχεται πάντοτε για την σωτηρία των παιδιών της. Αγωνίζεται να καταρτίζει αγίους, για τη βασιλεία των ουρανών.

Πολλοί όμως άνθρωποι πεθαίνουν με ορισμένες ατέλειες και ρύπους, όχι γιατί ήσαν άπιστοι και ασεβείς, αλλά από αδυναμίες ίσως να ήλθε και ο θάνατος ξαφνικά και έφυγαν ατελείς και ελαττωματικοί στην αρετή και την αγιότητα.


Η Εκκλησία λοιπόν έρχεται βοηθός και παρήγορος και γι'; αυτές τις ψυχές. Παράδοση Αποστολική, αρχαία, να προσφέρονται δώρα και προσφορές, κερά, λιβάνια, κανδήλια, υπέρ των νεκρών. «Δεκτά γαρ ταύτα Θεώ και πολλήν φέροντα την αντίδοσιν», λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, «Ας φροντίσομε για την ωφέλεια των νεκρών μας. Ας τους δώσομε την πρέπουσα βοήθεια, ελεημοσύνες και προσφορές, γιατί αυτό τους δίδει πολλή ανακούφιση και κέρδος και ωφέλεια.


Γιατί αυτά δεν νομοθετήθηκαν στην τύχη αλλά από τους πανσόφους Μαθητές και Αποστόλους του Κυρίου παρεδόθησαν στην Εκκλησία, να μνημονεύει ο ιερέας πάνω στα άχραντα Μυστήρια τους πιστούς που εκοιμήθησαν», λέγει και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.

Και προσθέτει πως «όσοι λησμονούν και αποφεύγουν να τελέσουν τα νενομισμένα στους νεκρούς των θα έχουν ευθύνη και αμαρτία».


Τα μνημόσυνα, λειτουργίες, ελεημοσύνες και όσα άλλα γίνονται για τους νεκρούς, έχουν μεγαλύτερη σημασία για κείνους που πέθαναν σε πολέμους, συμφορές και καταστροφές, σε ερημιές, σε θάλασσες, με θανάτους διαφόρους, και μάλιστα όταν δεν είχαν κανένα δικό τους να ενδιαφερθεί για την ψυχή τους.

Η Εκκλησία μνημονεύει «των από περάτων κεκοιμημένων πατέρων και αδελφών», γιατί γνωρίζει την ευσπλαχνία του Θεού και ότι «νικά το φιλάνθρωπον».


Η στοργή αυτή της Εκκλησίας για τους νεκρούς είναι και μέγα μάθημα για τους ζώντες, γιατί τους καλεί σε συναίσθηση της αμαρτωλότητός των, στην μετάνοια και στην σταθερή προετοιμασία για την σωτηρία της ψυχής των στην αιωνιότητα του Θεού.

Η Εκκλησία μας έχει και δυο Ψυχοσάββατα στα οποία μνημονεύονται όλοι οι χριστιανοί από αρχής του κόσμου μέχρις εσχάτων.


Το πρώτο Ψυχοσάββατο το όρισαν οι Πατέρες την Κυριακή προ τής Κρίσεως (Απόκρεω).


Αυτή τη μέρα ή Εκκλησία τελεί μνημόσυνα για τα παιδιά της πού πέθαναν σε ξένη γη, είτε στη Θάλασσα, είτε στην έρημο γη αυτούς δεν έχουν γίνει κανονικά μνημόσυνα και έχουν στερηθεί την ωφελεία τους.

Οι Θείοι Πατέρες κινούμενοι από φιλανθρωπία όρισαν να τελούνται μνημόσυνα όπερα όλων «των κεκοιμημένων», για να συμπεριλαμβάνονται και κείνοι πού δεν τούς έγιναν ειδικά μνημόσυνα. Για ποιο λόγω όμως διάλεξαν οι Πατέρες αυτό το Σάββατο;

Επειδή θα τοποθετούσαν την επόμενη μέρα τη Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού, ταιριαστά μνημονεύουν και τις ψυχές, για να παρακαλέσουν τον φοβερό Κριτή να χρησιμοποίηση τη συνηθισμένη του συμπάθεια και να τις κατάταξη στην απόλαυση πού τις υποσχέθηκε.


Το δεύτερο Ψυχοσάββατο το τελεί η Εκκλησία μας εννέα μέρες μετά την Ανάληψη τού Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, δηλαδή το Σάββατο προ τής Πεντηκοστής.

Στο μνημόσυνο αυτό ή ‘Εκκλησία μας μνημονεύει όλους τούς ευσεβείς κοιμηθέντες από Αδάμ μέχρι σήμερα. Προσεύχεται γι’ αυτούς και ζητά από το Χριστό πού αναλήφθηκε στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Πατρός να τους αξίωση την ώρα τής Κρίσεως να δώσουν καλή απολογία σ’ Αυτόν πού Θα κρίνη όλη τη γη.

Να παρασταθούν στα δεξιά Του, στη χαρά, με το μέρος των δικαίων και στην φωτεινή τάξη των αγίων. Να γίνουν άξιοι κληρονόμοι τής Βασιλείας και δεν εύχεται μόνο για τούς Χριστιανούς, διότι δεν ήταν κανένας χριστιανός από Αδάμ μέχρι Χριστού, αλλά για όλους τούς ανθρώπους.

Στο σημείο αυτό μπορεί να δη κανείς την αγάπη τής Εκκλησίας μας για όλο το ανθρώπινο γένος.

ΤΙ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΤΟ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ




Τι κάνουν οι ψυχές το Ψυχοσάββατο- Τι κάνουμε τα Ψυχοσάββατα για να συγχωρεθεί η ψυχή των αγαπημένων μας προσώπων


Η Ορθόδοξη εκκλησία για τη Σωτηρία της ψυχής των ανθρώπων που έχουν φύγει από τη ζωή έχει αφιερώσει δυο Ψυχοσάββατα κάθε χρόνο.

Σύμφωνα με τα εκκλησιαστικά βιβλία, τα Ψυχοσάββατα είναι ένα είδος άκαιρου (μη προγραμματισμένου) μνημόσυνου που αναλαμβάνει η ίδια εκκλησία για όσους δεν μπορούν για οποιοδήποτε λόγο να τελέσουν τα καθιερωμένα μνημόσυνα.

Η πρόβλεψη αυτή υπάρχει κυρίως για όσους πέθαναν στη ξενιτιά ή σε δύσκολες συνθήκες ή ακόμη και για τους φτωχούς που δεν έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν τα κανονικά μνημόσυνα.

Τα Ψυχοσάββατα λοιπόν είναι ένα μνημόσυνο που κάνει η εκκλησία ώστε όλοι να έχουν την δυνατότητα να συγχωρεθούν και να κριθούν κατά την Δευτέρα Παρουσία.

Τα Ψυχοσάββατα για να συγχωρεθεί η ψυχή των αγαπημένων μας προσώπων συνηθίζεται να προσφέρουμε κόλλυβα. Τα πηγαίνουμε στην εκκλησία για να διαβαστούν είτε στον Εσπερινό της Παρασκευής είτε στη Θεία Λειτουργία του Σαββάτου.



 
Τι κάνουν οι ψυχές το Ψυχοσάββατο

Οι παλαιότεροι θεωρούσαν γιορτινή την ημέρα του Ψυχοσάββατου. Πίστευαν ότι είχαν τη δυνατότητα, πηγαίνοντας στα νεκροταφεία, να επικοινωνήσουν νοητικά με τους αγαπημένους τους που αναπαύονταν εκεί.

Τα μνημόσυνα είναι ένα πανάρχαιο έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως με δεήσεις, θυσίες και προσφορές ήταν δυνατόν να πετύχουν την συγνώμη των Θεών για τα αμαρτήματα των νεκρών.

Εκείνη την εποχή υπήρχαν και ιερείς αγύρτες που επισκέπτονταν τις οικίες των πλουσίων, ισχυριζόμενοι πως είχαν από τους θεούς την εξουσία να συγχωρούν τις αμαρτίες με κατάλληλες για αυτές ιεροτελεστίες και θυσίες.

Συνώνυμο του Ψυχοσάββατου είναι τα κόλλυβα που είναι σιτάρι βρασμένο και προσφέρονται στους παρευρισκόμενους σε μνημόσυνα στην εκκλησία. Στην συνέχεια διανέμονται σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια. Το έθιμο προέρχεται από τα παλαιότερα χριστιανικά χρόνια και έχει σχέση με τα περίδειπνα των Ελλήνων και άλλων λαών.

Τα υλικά που παρασκευάζονται τα κόλλυβα έχουν τη σημασία τους. Το μεγαλύτερο ποσοστό αποτελείται από σιτάρι που είναι το σύμβολο της γης και συμβολίζει και τις ψυχές των πεθαμένων.

ΠΗΓΗ

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024

ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ - Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ( του Μαθηματικού κ. Μυργιώτη Παναγιώτη )




Σοφία Βέμπο η Ελληνική φωνή ης πραγματικής αντίστασης.

Σοφία Βέμπο, ένα όνομα - σύμβολο μιας εποχής δύσκολης για την πατρίδα. Μιας
εποχής κατά την οποία τα παιδιά της Ελλάδας έπρεπε με αγώνα και αίμα να
υπερασπιστούν την μακραίωνη Ιστορία του τόπου και την Ελευθερία και την
Δημοκρατία σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Σε αυτή την δύσκολη εποχή η Σοφία Βέμπο έδωσε αγωνιστικό παρόν. Δεν
φυγομάχησε, αλλά, πολέμησε. Δεν κρύφτηκε, αλλά, φανερά αγωνιζόταν. Για την
Ελλάδα. Για τον κόσμο ολόκληρο.
Ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή. Η Σοφία γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του
έτους 1910 εις την Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης . Από μικρή σε ηλικία,
μέσω Κωνσταντινούπολης, με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1914, έφθασε εις
την Τσαριτσάνη της Λάρισας, το χωριό του πατέρα της, και από εκεί εις τον
Βόλο, όπου οι γονείς της δούλευαν ως καπνεργάτες. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο
για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια, η οποία είχε άλλα τρία παιδιά,
άρχισε να δουλεύει.
Τον Σεπτέμβριο του 1933 ο αδελφός της Γιώργος πήγε εις την Θεσσαλονίκη για
σπουδές και για δουλειά. Επειδή δεν είχαν νέα του η Σοφία με την κιθάρα της
πήρε το πλοίο της γραμμής για να πάει εις την Θεσσαλονίκη. Κατά τη διάρκεια
του ταξιδιού αρχίζει να παίζει την κιθάρα της και να τραγουδά. Οι επιβάτες
ενθουσιάζονται και χειροκροτούν. Την πλησιάζει ο καλοντυμένος κύριος
Κωνσταντίνος Τσίμπας, ο οποίος της προτείνει να ασχοληθεί με το τραγούδι.
Με τη σύμφωνη γνώμη του αδελφού της Γεωργίου δέχεται την πρόταση του κυρίου
και υπογράφει το πρώτο συμβόλαιο. 13 Οκτωβρίου 1933. Η πρώτη δημόσια
εμφάνιση της Βέμπο ως τραγουδίστριας , η οποία καταχειροκροτήθηκε. Εις την
συνέχεια ο Τσίμπας, ο οποίος είναι άνθρωπος που ασχολείται με την εύρεση
εργασίας σε καλλιτέχνες πείθει Αθηναίους επιχειρηματίες του χώρου να
προσλάβουν την Σοφία.
Το πρώτο συμβόλαιο υπογράφει με τον θεατρικό επιχειρηματία του θεάτρου
“ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ” Φώτη Σαμαρτζή με μηνιαίο μισθό 14.000 δραχμές τον μήνα, ποσό
πολύ μεγάλο για την εποχή. Η Βέμπο ζήτησε από τη Λόλα Βώττη η οποία ήταν η
μουσικοσυνθέτρια του θεάτρου να της γράψει ένα τσιγγάνικο τραγούδι. Έτσι
γεννήθηκε το πρώτο της τραγούδι το “Όμορφη Τσιγγάνα”. 25 Οκτωβρίου 1933
είναι η πρεμιέρα της θεατρικής παράστασης και το τραγούδι της Σοφίας
ενθουσιάζει το κοινό, το οποίο την αναγκάζει να το τραγουδήσει 4 φορές. Η
Βέμπο από την αφάνεια έρχεται εις την επιφάνεια.
Η δισκογραφική εταιρεία Columbia ενδιαφέρθηκε να συνεργαστεί μαζί της για
το τραγούδι “Μη ζητάς φιλιά” των Ντ’ Αντζελίς – Πωλ Νορ. Ο καλλιτεχνικός
διευθυντής της εταιρείας ήταν ανένδοτος. Tελικά το τραγούδι κυκλοφόρησε από
την PARLOPHONE και σημείωσε τεράστια επιτυχία. Μετά από αυτό ο
καλλιτεχνικός διευθυντής της Columbia επισκέπτεται την Σοφία και υπογράφουν
συμβόλαιο συνεργασίας, το οποίο η Βέμπο τήρησε μέχρι το τέλος της ζωής
της. Η περίοδος 1933 έως 1940 είναι πολύ καλή περίοδος για την Σοφία
τραγουδώντας μεγάλες και αξέχαστες επιτυχίες.
 

 
 
Η έλευση του 1940 βρίσκει την Σοφία εις την πρώτη γραμμή. Προσπαθεί να
διασκεδάσει τον ανήσυχο λαό με τραγούδια και θεατρικές παραστάσεις, οι
οποίες σημειώνουν επιτυχία.
28 Οκτωβρίου 1940, ώρα 10:00 π.μ. ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών διακόπτει
το πρόγραμμά του και ο εκφωνητής μεταδίδει το πρώτο έκτακτο ανακοινωθέν του
Γενικού Ελληνικού Στρατηγείου. Ο Κώστας Σταυρόπουλος, εκφωνεί ΕΚΤΑΚΤΟΝ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ. Το γλέντι του πολέμου αρχίζει, όλος ο κόσμος ξεχύνεται εις
τους δρόμους αποφασισμένος να υπερασπιστεί τα πάτρια εδάφη, την Ελευθερία
του, την Δημοκρατία και την Ορθοδοξία. Όλος ο Λαός μια γροθιά ενωμένος
απέναντι εις τον εισβολέα. Τα θέατρα αλλάζουν τα προγράμματά τους και
ανεβάζουν επιθεωρήσεις για να εμψυχώσουν τους φαντάρους που πολεμούν, τη
μάνα που έδωσε την ευχή της εις τον υιό της να πάει εις το μέτωπο, την
σύζυγο η οποία ξεπροβόδησε τον σύζυγο για το πεδίο της μάχης υπέρ πατρίδας
και ελευθερίας. Όλοι δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους. Όπως έλεγε ο Αλέκος
Σακελάριος πρωταγωνίστρια ήταν η Σοφία Βέμπο.
Πληροφορήθηκε η Βέμπο ότι ο Μίμης Τραϊφόρος γράφει ωραίους στίχους και του
ζήτησε να γράψει ένα τραγούδι πάνω στη μουσική της «Ζέχρα» του Μ. Σουγιούλ.
Πράγματι ο Τραϊφόρος εις την διάρκεια της θεατρικής παράστασης γράφει το
τραγούδι «Της Ελλάδος τα παιδιά». Το τραγούδι αυτό ήταν η αιτία να
αγαπηθούνε και μετά από χρόνια, το 1957, να παντρευτούνε. Διαβάζοντας το
τραγούδι η Βέμπο θεώρησε ότι οι τελευταίοι στίχοι ήταν σκληροί και ο
Τραϊφόρος τους άλλαξε. Οι στίχοι λέγανε «Αν δεν΄ ρθήτε νικηταί, να μην
έρθετε ποτέ». Οι στίχοι αυτοί έγιναν «Με της Νίκης τα κλαδιά, σας
προσμένουμε παιδιά». Το ίδιο βράδυ η Σοφία το τραγουδά μέσα από το χαρτί.
Το κοινό ενθουσιάζεται. Παραληρεί. Γεννιέται μια τεράστια επιτυχία. Μια
βόμβα ενθουσιασμού και πατριωτισμού. Ο μαχόμενος ελληνισμός αντλεί δύναμη
και κουράγιο. Τονωτική ένεση ελληνικότητας και πατριωτισμού. Το θέατρο κάθε
βράδυ ασφυκτικά γεμάτο. Οι μισές εισπράξεις της βραδιάς διατίθενται για τον
εθνικό αγώνα.
Κάθε βράδυ η Βέμπο με τον Μένιο Μανωλιτσάκη στο ακορντεόν και τη Μαρίκα
Κοτοπούλη, που την παρουσίαζε, γυρίζουν όλα τα θέατρα διακόπτοντας την
παράσταση, προκειμένου να μαζέψουν χρήματα για το σύλλογο “Η Φανέλα του
Στρατιώτη”. Ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών την κάλεσε και της ζήτησε
συνεργασία παραχωρώντας της μια ώρα την ημέρα να τραγουδά ζωντανά με το
συγκρότημά της. Έτσι η Βέμπο δημιούργησε μια μικρή ορχήστρα με τον
Μοσχούτη στο πιάνο, Μένιο Μανωλιτσάκη στο ακορντεόν και Αβατάγγελο στο
βιολί, τον Τραϊφόρο κονφερασιέ και την αδελφή της Αλίκη. Με αυτή τη μικρή
ορχήστρα γύριζε κάθε μέρα από νοσοκομείο σε νοσοκομείο για να ψυχαγωγεί
τους τραυματίες που επέστρεφαν από το μέτωπο. Οι Γερμανοί μπήκαν στην
έρημη Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1941, ενώ η Βέμπο τραγουδούσε ζωντανά από
το ραδιοφωνικό σταθμό του Ζάππειου. Κάποια στιγμή το τραγούδι της
σταμάτησε και η φωνή του εκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλου ακούστηκε βροντώδης να μεταδίδει το τελευταίο μήνυμα. Η Βέμπο γίνεται στόχος των Ιταλογερμανών.
Ήταν λογικό και αναμενόμενο. Είναι η φωνή της πραγματικής εθνικής αντίστασης
Την γρονθοκοπούν ένα βράδυ που γυρίζει εις το σπίτι της, μπλε πολυκατοικία
εις τα Εξάρχεια, τη φυλακίζουν εις τις φυλακές Αβέρωφ, της αφαιρούν την
άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, (κάποια στιγμή αργότερα της την επέστρεψαν) .
Θα μπουν και εις τη δισκογραφική εταιρεία Columbia και θα καταστρέψουν όλες
τις μήτρες των τραγουδιών της. Η εταιρεία θα κλείσει και θα
επαναλειτουργήσει μετά την κατοχή.
Η ζωή της κινδυνεύει. Με τη βοήθεια των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών
(αρχηγός των οποίων ήταν ο ταγματάρχης Ι. Τσιγάντε), σε συνεργασία με τον
Άγγελο Έβερτ (διοικητή της Ασφάλειας Αθηνών, πατέρα του Μιλτιάδη Έβερτ) και
το Αγγλικό Επιτελείο Μέσης Ανατολής, οργανώνεται η απόδρασή της στη Μ.
Ανατολή, όπου ήδη έχει αρχίσει να γεννιέται ο πυρήνας μιας ελεύθερης
Ελλάδας. Μαζί της φυγαδεύεται κι ο αδελφός της Γεώργιος.
Στις 8 Οκτωβρίου 1942, η Σοφία μαζί με τον αδελφό της, φορώντας παλιόρουχα,
μπαίνουν σ’ ένα καΐκι εις την Κύμη Ευβοίας και φυγαδεύονται εις τη Μέση
Ανατολή. Η Σοφία είναι ντυμένη καλογριά κι έχει πλαστή ταυτότητα με τ’
όνομα Σοφία Βαμβέτσου. Ύστερα από ένα περιπετειώδες ταξίδι, που κρατάει
σχεδόν ένα μήνα, φθάνουν στα παράλια της Τουρκίας και συνεχίζουν για Συρία
(Χαλέπι, Δαμασκό) Παλαιστίνη, Αίγυπτο.
Ο αντίλαλος των τραγουδιών της Βέμπο, γεμάτα Ελλάδα και πατριωτισμό,
μεταφέρεται από τα ελληνικά βουνά εις την Μέση Ανατολή. Διασκεδάζει και
εμψυχώνεις τους Έλληνες φαντάρους και τους συμμάχους.. Πάνω σ’ ένα τζιπ
διασχίζει αποστάσεις κι ερήμους κάνοντας αμέτρητες φορές τον γύρο της
Συρίας, Παλαιστίνης και Αιγύπτου. Η λέξη «κούραση» δεν υπάρχει εις το
λεξιλόγιό της.
 
 

Σε 20.000 λίρες υπολογίζονται οι προσφορές της για τη “Νίκη” στη Μ.
Ανατολή (“Εθνικός Κήρυξ” Ν. Υόρκης, Σάββατο 3 Μαΐου 1947), ποσό τεράστιο
για την εποχή. Προσφέρει συνέχεια, σε οικογένειες φαντάρων, σε θύματα
κατοχής, σε ανάπηρους πολέμου, σε ορφανοτροφεία (Σπετσοπούλειο,
Κανισκάρειο) σε πρόσφυγες, εις τον Ερυθρό Σταυρό. Έως το Φεβρουάριο του
1946, λοιπόν, είναι εις την Αίγυπτο.
Ο πόλεμος έχει πια τελειώσει και η Βέμπο αποχαιρετά την Αίγυπτο μέσα σε μια
ατμόσφαιρα μεγάλης συγκίνησης ύστερα από τη λατρεία που της χάρισε το κοινό
της, αλλά και ευτυχισμένη που θα γύριζε εις την πατρίδα της. Φθάνει εις
τον Πειραιά 16 Φεβρουαρίου του 1946, με το σημαιοστολισμένο αντιτορπιλικό
“ΚΡΗΤΗ”. Στο επόμενο διάστημα ως το τέλος του 1946 η Βέμπο από τη σκηνή
του θεάτρου “ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ” θα λανσάρει τη μεγάλη επιτυχία της «Κάνε κουράγιο
Ελλάδα μου» σε μουσική Λεό Ραπίτη και στίχους Μίμη Τραϊφόρου. Η
επιθεώρηση ήταν γεμάτη εθνικό παλμό, με συγγραφείς Τραϊφόρο-Βασιλειάδη και
μουσική του Λεό Ραπίτη και εξέφραζε το παράπονο της χώρας για την αδικία
που της είχαν κάνει οι μεγάλοι εις την μοιρασιά στέλνοντας το μήνυμα της
συμφιλίωσης προς όλους τους Έλληνες.
Την περίοδο αυτή ο αδελφός της Γεώργιος την πείθει να πάνε για περιοδεία
εις την Αμερική, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις του Τραϊφόρου. Εκεί γνωρίζει
τεράστια επιτυχία. Έλληνες και Αμερικανοί τρέχουν να τη γνωρίσουν και να
την ακούσουν από κοντά. Την είχαν ¨γνωρίσει¨ από τους δίσκους της, τώρα
είναι μπροστά τους η φωνή της Ελλάδας, η φωνή της αντίστασης.
Επιστρέφοντας από την Αμερική οργάνωσε περιοδείες για να συγκεντρώσει
χρήματα για να αποκτήσει δικό της θέατρο. Η πρεμιέρα στο θέατρο “ΒΕΜΠΟ”
δόθηκε στις 18 Ιουνίου του 1950. Ανέβασε την επιθεώρηση «Βίρα τις Άγκυρες»
και συγγραφείς ήταν οι Μίμης Τραϊφόρος και Γιώργος Γιαννακόπουλος.
Συμμετείχε εις το έργο του Κακογιάννη, «Στέλλα». Όταν ¨πέφτουν¨ τα ονόματα
το μόνο όνομα που το μέγεθος των γραμμάτων του είναι ίδιο με εκείνο της
πρωταγωνίστριας Μελίνας Μερκούρη είναι της Σοφίας Βέμπο.
Το Νοέμβριο του 1973 την τραγική βραδιά του Πολυτεχνείου, το σπίτι της, εις
την οδό Στουρνάρα εκατό μέτρα από τα γεγονότα, έγινε καταφύγιο για δεκάδες
νέους τραυματισμένους. Το πρωί που οι αστυνομικοί κτύπησαν την πόρτα της
τη ρώτησαν αν είχε φιλοξενήσει κόσμο εις το σπίτι της. Τους απαντά «Βεβαίως
και φιλοξένησα. Κι εσείς αν μου χτυπούσατε την πόρτα τρέμοντας από φόβο και
με σπασμένα κεφάλια το ίδιο θα έκανα!!». Με απόλυτη ασφάλεια έφυγαν
αργότερα για τα σπίτια τους όλοι οι φιλοξενούμενοί της.
Μετοίκησε εις τη ζώνη των αθανάτων στις 11 Μαρτίου του 1978, ήσυχη για το
ότι έκανε το χρέος της απέναντι εις την Πατρίδα της, εις την οποία μόνο
έδωσε.
«Όσο μεγάλωνα τόσο γινόταν συνείδησις μέσα μου ο προορισμός της ζωής μου.
Και προορισμός μου επίστευα πως ήταν να παντρευτώ και να δημιουργήσω δική
μου οικογένεια. Εάν μου έλεγαν τότε ότι το 1947 θα ήμουν ανύπανδρη και θα
είχα ως επάγγελμα να λέω τραγούδια στο θέατρο, ομολογώ πως θα εθύμωνα πολύ
και ίσως έβαζα τα κλάματα. Στο σπίτι μου επίστευαν και με εδίδασκαν ότι
έπρεπε να γίνω μια καλή νοικοκυρά, μια τρυφερή σύζυγος και μια στοργική
μητέρα», γράφει εις την αυτοβιογραφία της, η οποία δημοσιεύτηκε από την
Πέμπτη 15 Μαΐου ως το Σάββατο 25 Ιουλίου 1947, όταν βρισκόταν σε περιοδεία
στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτά πίστευε, αυτά ονειρευότανε. Άλλες οι βουλές του Κυρίου. Κέρδισε την
κοσμική αθανασία. Και μια καλή θέση εις την Ιστορία.
Αυτή εν συντομία η ζωή της Σοφίας Βέμπο το πατρικό όνομα ήταν Μπέμπου και
το άλλαξε, νόμιμα, σε Βέμπο ,όπως την αποκαλούσαν οι θαυμαστές της.
Σημείωση: Πηγή των κειμένων είναι τα βιβλία του επίσημου βιογράφου της
Ανδρέα Μαμάη, «Σοφία Βέμπο η φωνή της Ελλάδας», των εκδόσεων ΚΕΔΡΟΣ, και το
λεύκωμα «ΒΕΜΠΟ» των εκδόσεων ΠΑΤΑΚΗ ων. Κάποιες αναφορές εις το κείμενο
είναι από το λεύκωμα της Κατερίνας Κ. Πετρίδου «Σοφία Βέμπο».
Κλείνω το μικρό αυτό ¨μνημόσυνο¨ με τους στίχους του τραγουδιού ¨Παιδιά,
της Ελλάδας παιδιά¨
Μεσ’ τους δρόμους τριγυρνάνε οι μανάδες και κοιτάνε ν’ αντικρίσουνε,
τα παιδιά τους π’ ορκιστήκαν στο σταθμό όταν χωριστήκαν
να νικήσουνε.
Μα για ‘κείνους που ‘χουν φύγει και η δόξα τους τυλίγει, ας χαιρόμαστε,
και ποτέ καμιά ας μη κλάψει, κάθε πόνο της ας κάψει, κι ας ευχόμαστε:

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά προσευχόμαστε όλες να ‘ρθετε ξανά.
Λέω σ’ όσες αγαπούνε και για κάποιον ξενυχτούνε και στενάζουνε,
πως η πίκρα κι η τρεμούλα σε μια τίμια Ελληνοπούλα, δεν ταιριάζουνε.

Ελληνίδες του Ζαλόγγου και της πόλης και του λόγγου και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε, υπερήφανα ασκούμε σαν Σουλιώτισσες.

Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά προσευχόμαστε όλες να `ρθετε ξανά.
Με της νίκης τα κλαδιά, σας προσμένουμε παιδιά.


Μυργιώτης Παναγιώτης
Μαθηματικός