Ἀπό νωρίς ἄρχισε ὁ σταυρός του. Ὁ πατέρας του, πού ἦταν ἀρκετά μεγάλος, πέθανε γρήγορα. Τή μητέρα του, πού ἦταν μιά πολύ ἁπλοϊκή χωρική, τήν ξαναπάντρεψαν οἱ δικοί της μέ τό ζόρι σέ ἄλλο τόπο! Τόν Μιχαλάκη καί τήν ἀδελφή του τούς ἔκλεισαν σ᾿ ἕνα ἵδρυμα. Ὅταν μεγάλωσαν τά δύο παιδιά, τό μέν κορίτσι τό πῆρε ὑπό τήν προστασία της κάποια πονόψυχη συγγενής, τόν δέ Μιχαλάκη τόν ἔδιωξε τό ἵδρυμα, γιατί, λέει, μεγάλωσε! Ὁ Μιχαλάκης ὅμως δέν εἶχε μεγαλώσει καί οὔτε μποροῦσε ποτέ νά μεγαλώσει. Κι αὐτό, γιατί εἶχε παιδική καρδιά καί ἁπλό μυαλό. Ἦταν λογικός, ἀλλά ἀπονήρευτος καί εὐκολόπιστος. Ὅλους τούς θεωροῦσε καλούς! Αὐτή ἦταν ἡ «καθυστέρησή» του.Τόν βοήθησε τό ὅτι ἦταν ἐργατικός. Τά ἀφεντικά ὅμως στά ὁποῖα πήγαινε γιά νά βγάλει ἕνα κομμάτι ψωμί, οἱ περισσότεροι δέν ἄφηναν τήν εὐκαιρία νά πάει … χαμένη. Τόν ἐκμεταλλεύονταν ἀσυνείδητα. Καί αὐτός ὁ φτωχός, μόλις τό καταλάβαινε, προσπαθοῦσε νά βρεῖ ἄλλη δουλειά, ἀλλά καί πάλι ἔπεφτε στά ἴδια.
Ἔν τῷ μεταξύ ἡ ἀδελφή του μορφώθηκε λιγάκι, βρῆκε καί μιά δουλίτσα καί ὕστερα ἕναν σύζυγο. Ποτέ ὅμως δέν εἶπε σέ κανέναν εἴτε συγγενή εἴτε ξένο πώς εἶχε ἕναν λίγο «καθυστερημένο» ἀδελφό. Φοβόταν μή χαλάσει ὁ γάμος της καί οἱ κοινωνικές σχέσεις της. Καμία ἐπαφή, κανένα ἐνδιαφέρον. Τρόμος τήν ἔπιανε, μήπως καί μαθευτεῖ τό … τρομερό, κατά τή γνώμη της, μυστικό…
Ὁ καημένος ὁ Μιχαλάκης πληγωμένος, ὥριμος νέος πλέον κατά τήν ἡλικία, δέν ἔπαυε νά τήν ἀγαπάει. Νά τήν πλησιάσει ὅμως δέν τολμοῦσε. Ἤξερε ὅτι δέν τόν ἤθελε. Τοῦ τό εἶχαν πεῖ κάποιοι συγγενεῖς ἀπό τήν πλευρά τῆς μητέρας τους. Πήγαινε ὅμως στό ἀπέναντι πεζοδρόμιο ἀπ᾿ ἐκεῖ πού δούλευε ἡ ἀδελφή του, γιά νά τή δεῖ ἔστω καί ἀπό μακρυά! Καί στόν γάμο της, ὅταν ἔμαθε ὅτι ἐπ᾿ οὐδενί ἤθελε νά παρουσιαστεῖ ὁ ἀδελφός της, μαζί μέ μιά συγγενῆ πού τόν λυπόταν, ἀνέβηκε κρυφά στόν γυναικωνίτη τῆς Ἐκκλησίας πού θά γινόταν ὁ γάμος, γιά νά κρυφοκαμαρώσει τήν ἀδελφούλα του νύφη!
Ὦ, πόσες πληγές εἶχε ἡ ψυχή του πάνω της! Κι ὅμως, εἶχε μιά παιδικότητα, μιά καλωσύνη ἀγγελική. Δέν παραπονιόταν, δέν θύμωνε, ρωτοῦσε γιά ὅλους τούς συγγενεἶς ἄν ἦταν καλά μέ μιά ἤρεμη ἀνεξίκακη ἀγάπη. Χαρακτηριστική ἦταν ἡ ἀπάντησή του ὅταν τοῦ εἶπαν πώς δέν ἔπρεπε νά πάει στόν γάμο τῆς ἀδελφῆς του. Εἶπε σοβαρά καί νηφάλια:
» Ὄχι, δέν θά παρουσιαστῶ. Δέν θέλω νά κάνω κακό στήν ἀδελφή μου!».
Κι ἔτσι, μέ ταπεινώσεις, ταλαιπωρίες καί στερήσεις κύλησε ἡ ζωή του κι ἔφθασε στή μέση ἡλικία. Εἶχε μαζέψει λίγα χρήματα ἀπό τίς δουλειές πού ἔκανε, ἀλλά ἕνας ἐπιτήδειος τοῦ εἶπε ὅτι δῆθεν θά συνεταιρισθοῦν κάνοντας μαζί κάποια δουλειά καί τελικά τοῦ τά » ἔφαγε «. Κι ἔμεινε ὁ φτωχός Μιχάλης πάλι χωρίς δουλειά, χωρίς ἕνα κομμάτι ψωμί. Τότε ἀναγκάστηκε νά πάει νά φυλάει τά ζῶα κάποιου πού εἶχε κτῆμα, φάρμα, ἔξω ἀπό τήν πόλη. Τό πῶς ζοῦσε ἐκεῖ, ποῦ κοιμόταν, τί ἔτρωγε, ὁ Θεός τό ξέρει.
Αὐτό πού τελικά μαθεύτηκε εἶναι τό ὅτι σέ μιά ἀπό τίς δυνατές παγωνιές τοῦ χειμῶνα πρίν λίγα χρόνια τόν βρῆκαν παγωμένο, νεκρό μέσα στήν καλύβα τῶν ζώων!
Ἔτσι ἔπαψαν ὅλοι νά ντρέπονται γιά τόν φτωχό Μιχαλάκη. Ὅταν ὅμως τόν δοῦνε μεθαύριο στόν οὐρανο νά λάμπει σάν μικρός ἥλιος, νά δοῦμε ἄν θά ντρέπονται γιά τή συμπεριφορά τους ὅσοι τόν ἐκμεταλλεύτηκαν, ὅσοι τόν πλήγωσαν, ὅσοι τόν ἀγνόησαν. Ὅποιος ὑπομένει γιά τόν Χριστό τίς θλίψεις καί τίς ταλαιπωρίες αὐτῆς τῆς ζωῆς χωρίς νά ἀγανακτήσει, χωρίς νά μνησικακήσει, τόν ἀναμένει ἡ αἰώνια μακαριότητα κοντά στόν Θεό.
Τό μεγάλο ὅμως αὐτό κατόρθωμα, δέν πραγματοποιεῖται καί δέν ἐπιτυγχάνεται ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει μυστηριακή ζωή, μέσα στήν ὁποία νά ἑνώνεται μέ τόν Χριστό. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἐξομολογεῖται, δέν κοινωνάει, δέν προσεύχεται, δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό, δέν τηρεῖ τίς ἐντολες τοῦ Θεοῦ στή ζωή του, δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτύχει τόν ἐξαγιασμό καί τήν σωτηρία του.
Μερικοί διατυπώνουν τήν ἀπορία τί θά ἀπογίνουν τόσοι ἄνθρωποι πού δέν γνώρισαν Χριστό. Αὐτό, βέβαια, εἶναι θέμα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, ὅπως γράφει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, αὐτοί θά κριθοῦν σύμφωνα μέ τόν ἔμφυτο ἠθικό νόμο, τή συνείδηση πού ἔχει φυτέψει ὁ Θεός μέσα σέ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή(Ρωμ. β΄: 14).
Αὐτοί ὅμως πού γνώρισαν τήν ἀλήθεια καί τόν θεῖο νόμο, ἄς προβληματιστοῦν ἄν δέν τόν σέβονται καί δέν τόν τηροῦν. Σ᾿ ἐκεῖνον πού ἐδόθη πολύ, θά ζητηθεῖ καί πολύ. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες εἰδικά, ἄς ἀναλογιστοῦμε τίς εὐθύνες πού ἔχουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐνώπιον τῆς ἀνθρωπότητας, ἐνώπιον τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας.
Εἴθε!
Ἀπό τό βιβλίο: «Νεώτερα Θαύματα τῆς Παναγίας στή Βαρνάκοβα
& Ἱστορίες γιά τήν Αἰωνιότητα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου