Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΡΥΘΡΩΝ - ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΟΣΙΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΤΟΥ ΠΑΦΛΑΓΟΝΑ


 

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΡΥΘΡΩΝ - ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΤΗΣ ΠΑΝΣΟΦΟΥ


 

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΡΥΘΡΩΝ - ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΙΕΡΟΥ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΥ ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΡΥΘΡΩΝ

 


ΛΟΓΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΣΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ




Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
«Λόγος εἰς τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου»

(νεοελληνικὴ ἀπόδοση)

Ἐὰν τὸ δένδρο ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸν καρπό, καὶ τὸ καλὸ δένδρο παράγει ἐπίσης καλὸν καρπὸ (Ματθ. 7, 16. Λουκ. 6, 44), ἡ μητέρα τῆς αὐτοαγαθότητος, ἡ γεννήτρια τῆς ἀΐδιας καλλονῆς, πῶς δὲν θὰ ὑπερεῖχε ἀσυγκρίτως κατὰ τὴν καλοκαγαθία ἀπὸ κάθε ἀγαθὸ ἐγκόσμιο καὶ ὑπερκόσμιο; Διότι ἡ δύναμις ποὺ ἐκαλλιέργησε τὰ πάντα, ἡ συναΐδια καὶ ἀπαράλλακτη εἰκὼν τῆς ἀγαθότητος, ὁ προαιώνιος καὶ ὑπερούσιος καὶ ὑπεράγαθος Λόγος, ἀπὸ ἀνέκφραστη φιλανθρωπία κι᾽ εὐσπλαγχνία γιὰ χάρι μας ἠθέλησε νὰ περιβληθῇ τὴν ἰδική μας εἰκόνα, γιὰ νὰ ἀνακαλέσῃ τὴν φύσι ποὺ εἶχε συρθῇ κάτω στοὺς μυχοὺς τοῦ ἅδη καὶ νὰ τὴν ἀνακαινίσῃ, διότι εἶχε παλαιωθῆ, καὶ νὰ τὴν ἀναβιβάσῃ πρὸς τὸ ὑπερουράνιο ὕψος τῆς βασιλείας καὶ θεότητός του. Γιὰ νὰ ἑνωθῇ λοιπὸν μὲ αὐτὴν καθ᾽ ὑπόσταση, ἐπειδὴ ἐχρειαζόταν σαρκικὸ πρόσλημα καὶ σάρκα νέα συγχρόνως καὶ ἰδική μας, ὥστε νὰ μᾶς ἀνανεώσῃ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, ἐπὶ πλέον δὲ ἐχρειαζόταν καὶ κυοφορία καὶ γέννα σὰν τὴ δική μας, τροφὴ μετὰ τὴ γέννα καὶ κατάλληλη ἀγωγή, γινόμενος πρὸς χάριν μας καθ᾽ ὅλα σὰν ἐμᾶς, εὑρίσκει γιὰ ὅλα πρέπουσα ὑπηρέτρια καὶ χορηγὸ ἀμόλυντης φύσεως ἀπὸ τὸν ἑαυτό της αὐτὴν τὴν ἀειπάρθενη, ἡ ὁποία ὑμνεῖται ἀπὸ μᾶς καὶ τῆς ὁποίας σήμερα ἑορτάζομε τὴν παράδοξη εἴσοδο στὰ ἅγια τῶν ἁγίων. Διότι αὐτὴν προορίζει πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ὁ Θεὸς γιὰ τὴ σωτηρία καὶ ἀποκατάσταση τοῦ γένους, καὶ τὴν ἐκλέγει ἀνάμεσα ἀπὸ ὅλους, ὄχι ἁπλῶς τοὺς πολλούς, ἀλλὰ τοὺς ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ἐκλεγμένους καὶ θαυμαστοὺς καὶ περιβοήτους γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ σύνεσι, καθὼς καὶ γιὰ τὰ κοινωφελῆ καὶ θεοφιλῆ συγχρόνως ἤθη καὶ λόγια καὶ ἔργα.

2. Διότι στὴν ἀρχὴ ἐσηκώθηκε ἐναντίον μας ὁ νοητὸς καὶ ἀρχέκακος ὄφις καὶ μᾶς κατέῤῥιψε στὰ βάραθρα τοῦ ἅδη. Κι᾽ ὑπάρχουν πολλοὶ λόγοι, γιὰ τοὺς ὁποίους ἐσηκώθηκε ἐναντίον μας καὶ ὑπεδούλωσε τὴ φύσι μας· φθόνος καὶ ζηλοτυπία καὶ μῖσος, ἀδικία καὶ δόλος καὶ σοφιστεία, καὶ μαζὶ μὲ τὰ τέτοια, ἡ θανατηφόρος δύναμις ποὺ ἔχει μέσα του, τὴν ὁποία πρῶτος ἐγέννησε καὶ μόνος του, ἀφοῦ πρῶτος αὐτὸς ἀποστάτησε ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή. Πραγματικὰ στὴν ἀρχὴ ἐφθόνησε τὸν Ἀδάμ, ὅταν τὸν εἶδε νὰ ζῇ στὸν τόπο τῆς ἄφθαρτης τρυφῆς καὶ νὰ περιλάμπεται μὲ θεοειδῆ δόξα καὶ νὰ ὁδηγῆται ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, ἀπὸ ὅπου αὐτὸς ἀπεῤῥίφθηκε δικαίως καὶ ἀπὸ φθόνο ἐξεμάνη ἐναντίον του μὲ τὴ χειρότερη μανία, ὥστε νὰ θελήσῃ καὶ νὰ τὸν θανατώσῃ ἀκόμη. Ὁ φθόνος εἶναι πατέρας ὄχι τοῦ μίσους μόνο ἀλλὰ καὶ τοῦ φόνου, τὸν ὁποῖο ἐπέφερε σ᾽ ἐμᾶς ἀναμιγνύοντάς τον μὲ δόλο ὁ δολερὸς καὶ ἀληθινὰ μισάνθρωπος ὄφις. Διότι καταλήφθηκε ἀπὸ ἔρωτα πρὸς τὴν τυραννία σὲ βάρος του ἐντελῶς ἄδικα, γιὰ καταστροφὴ τοῦ πλασθέντος κατ᾽ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσι Θεοῦ· ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐτόλμησε νὰ ἐπιτεθῇ κατὰ πρόσωπο, ἐχρησιμοποίησε τὸν δόλο καὶ τὴν πονηρία. Ἀφοῦ ἐπλησίασε διὰ τοῦ αἰσθητοῦ ὄφεως ὡς φίλος καὶ καλὸς σύμβουλος ὁ φοβερὸς καὶ πραγματικὰ ἐχθρὸς καὶ ἐπίβουλος, κατορθώνει, φεῦ!, κρυφὰ νὰ ἐπιτύχῃ καὶ μὲ τὴ ἀντίθεη συμβουλὴ χύνει σὰν δηλητήριο στὸ ἄνθρωπο τὴν θανατηφόρα δύναμί του.

3. Ἐὰν λοιπὸν ὁ Ἀδάμ, κρατώντας δυνατὰ τότε τὴν θεία ἐντολή, ἀπέῤῥιπτε τὴν ἐχθρικὴ πονηρὰ συμβουλή, θὰ ἐφαινόταν νικητὴς κατὰ τοῦ ἀντιπάλου καὶ ἀνώτερος τῆς θανατηφόρας φθορᾶς, καταντροπιάζοντας τὸν μανιακὸ καὶ δόλιο προσβολέα. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖνος ὑποκύπτοντας ἑκούσιως, ποὺ δὲν ἔπρεπε ποτὲ νὰ τὸ κάμῃ, ἐνικήθηκε καὶ ἀχρειώθηκε, κι᾽ ἔτσι, ἀφοῦ ἦταν ῥίζα τοῦ γένους, μᾶς ἀνέδειξε καταλλήλους θνητοὺς βλαστούς, ἐχρειαζόταν ὁπωσδήποτε, ἂν ἔπρεπε νὰ ἀνταποδώσωμε τὴν ἧττα, νὰ κερδίσωμε τὴ νίκη, ν᾽ ἀποῤῥίψωμε μὲ ψυχὴ καὶ σῶμα τὸ θανατηφόρο δηλητήριο καὶ ν᾽ ἀπολαύσωμε ζωή, καὶ μάλιστα ζωὴ αἰώνια καὶ ἀπαθῆ. Ἐχρειαζόταν λοιπὸν τὸ γένος μας νέα ῥίζα, δηλαδὴ νέο Ἀδάμ, ὄχι μόνο ἀναμάρτητο, ἀλλὰ κι᾽ ἐντελῶς ἀνεξαπάτητο καὶ ἀήττητο, ποὺ ἐπὶ πλέον μπορεῖ καὶ νὰ συγχωρῇ τὶς ἁμαρτίες καὶ νὰ καθιστᾶ ἀθώους τοὺς ἐνόχους, ποὺ ὄχι μόνο ζῆ ἀλλὰ καὶ ζωοποιεῖ, ὥστε νὰ μεταδίδῃ ζωὴ καὶ ἄφεσι ἁμαρτιῶν καὶ στοὺς προσκολλωμένους σ᾽ αὐτὸν καὶ συγγενεῖς κατὰ τὸ γένος, ἀναζωογονώντας ὄχι μόνο τοὺς μεταγενεστέρους, ἀλλὰ καὶ τοὺς πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ἀποθανόντας.

4. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Παῦλος, ἡ μεγάλη σάλπιγγα τοῦ Πνεύματος, βοᾷ λέγοντας, «ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἔγινε ὡς ζωντανὴ ψυχή, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ἔγινε ὡς πνεῦμα ζωοποιὸ» (Α´ Κορ. 15, 45). Ἀναμάρτητος δὲ καὶ ζωοποιὸς καὶ ἱκανὸς νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίες δὲν εἶναι κανεὶς πλὴν τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως ὁ νέος Ἀδὰμ ἦταν ἀναγκαῖο νὰ εἶναι ὄχι μόνο ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ Θεός, νὰ εἶναι κυριολεκτικῶς ζωὴ καὶ σοφία, δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη, εὐσπλαγχνία καὶ κάθε ἄλλο ἀγαθό, ὥστε νὰ διενεργήσῃ τὴν ἀνακαίνισι καὶ ἀναζώωσι τοῦ παλαιοῦ Ἀδὰμ μὲ ἔλεος καὶ σοφία καὶ δικαιοσύνη. Ὁ νοητὸς καὶ ἀρχέκακος ὄφις, χρησιμοποιώντας τὰ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ προεκάλεσε σ᾽ ἐμᾶς τὴν παλαίωσι καὶ τὴ νέκρωσι.

5. Ὅπως λοιπὸν στὴν ἀρχὴ ὁ ἀνθρωποκτόνος ἀπὸ φθόνο καὶ μῖσος ξεσηκώθηκε ἐναντίον μας, ἔτσι ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς ἐκινήθηκε ὑπὲρ ἡμῶν ἀπὸ ὑπερβολὴ φιλανθρωπίας καὶ ἀγαθότητος. Διότι ἀγάπησε δικαίως τὴ σωτηρία τοῦ πλάσματός του, ποὺ ἦταν νὰ τὸ φέρῃ πάλι στὴν ἐξουσία καὶ νὰ τὸ ξανασώσῃ, ὅπως ἐκεῖνος ὁ ἀρχέκακος ἀδίκως ἀγάπησε τὴν ἀπώλεια τοῦ πλάσματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦταν νὰ τὸ ὑποτάξῃ στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τοῦ ἐπιβάλλεται τυραννικῶς. Ὅπως δὲ αὐτὸς διέπραξε τὴ νίκη του καὶ τὴν πτῶσι τοῦ ἀνθρώπου μὲ ἀδικία καὶ δόλο, μὲ ἀπάτη καὶ σοφιστεία, ἔτσι ὁ ἐλευθερωτὴς μὲ δικαιοσύνη καὶ σοφία καὶ ἀλήθεια ἐπραγματοποίησε τὴν τελικὴ ἧττα τοῦ ἀρχεκάκου καὶ τὴν ἀνακαίνισι τοῦ πλάσματός του. Ἀλλὰ ἡ ἀνάπτυξις τοῦ θέματος περὶ τῆς σοφίας ποὺ ὑπάρχει σ᾽ αὐτὴν τὴ θεία οἰκονομία δὲν εἶναι τοῦ παρόντος καιροῦ.

6. Ἦταν δὲ θέμα ἀκριβοῦς δικαιοσύνης καὶ ἡ ἴδια ἡ ἡττηθεῖσα καὶ ὑποδουλωθεῖσα ἑκουσίως φύσις νὰ ξαναπαλαίσῃ γιὰ τὴ νίκη καὶ ν᾽ ἀπωθήσῃ τὴ δουλεία ἑκουσίως. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Θεὸς εὐδόκησε ν᾽ ἀναλάβῃ ἀπὸ ἐμᾶς τὴ φύσι μας ἑνούμενος μὲ αὐτὴν παραδόξως καθ᾽ ὑπόστασι. Ἦταν δὲ ἀδύνατο ἡ ὑψίστη ἐκείνη καὶ ὑπεράνω τοῦ νοῦ καθαρότης νὰ ἑνωθῇ μὲ μολυσμένη φύσι διότι ἕνα μόνο πρᾶγμα εἶναι ἀδύνατο στὸν Θεὸ τὸ νὰ συνέλθῃ σὲ ἕνωσι μὲ ἀκάθαρτο, πρὶν τοῦτο καθαρισθῇ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐχρειαζόταν κατ᾽ ἀνάγκη μιὰ τελείως ἀμόλυντη καὶ καθαρωτάτη παρθένος γιὰ κυοφορία καὶ γέννησι ἐκείνου ποὺ εἶναι καὶ ἐραστής της καὶ δοτὴρ τῆς καθαρότητος ἡ ὁποία καὶ προωρίσθηκε καὶ ἀποτελέσθηκε κι᾽ ἐφανερώθηκε, καὶ τὸ σχετικὸ μὲ αὐτὴν μυστήριο ἐτελέσθηκε, μὲ πολλὰ παράδοξα γεγονότα ποὺ κατὰ καιροὺς συνῆλθαν σὲ ἕνα.

7. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὰ γεγονότα ποὺ συνετέλεσαν σ᾽ αὐτὸ ἑορτάζονται ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα, ἀφοῦ ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα ἀντιληφθήκαμε κυρίως τὸ μεγαλεῖο τῶν γεγονότων ποὺ ὡδήγησαν πρὸς τὸ τόσο μεγάλο τέλος. Διότι αὐτὸς ποὺ εἶναι ἐκ Θεοῦ καὶ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεός, καὶ Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ ὑψίστου Πατρός, συνάναρχος καὶ συναΐδιος, γίνεται υἱὸς ἀνθρώπου, αὐτῆς τῆς Ἀειπάρθενης. «Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερα εἶναι ὁ ἴδιος, καθὼς καὶ στοὺς αἰῶνες» (Ἑβρ. 13, 8), ἄτρεπτος κατὰ τὴν θεότητα, ἄμεμπτος κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα. «Αὐτὸς μόνος», ὅπως ἤδη προεμαρτύρησε ὁ Ἠσαΐας (Ἠσ. 53, 9), «δὲν διέπραξε ἁμαρτία καὶ δὲν εὑρέθηκε δόλος στὸ στόμα του». Καὶ ὄχι μόνο τοῦτο, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς μόνος δὲν συνελήφθηκε μὲ ἀνομίες, οὔτε ἐγεννήθηκε μὲ ἁμαρτίες, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Δαβὶδ στοὺς ψαλμοὺς γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο ὥστε νὰ εἶναι καὶ κατὰ τὸ πρόσλημμα τελείως καθαρὸς καὶ ἀμόλυντος καὶ νὰ μὴ χρειάζεται οὔτε κατ᾽ αὐτὸ καθάρσια μέσα γιὰ τὸν ἑαυτό του· γιὰ νὰ εἶναι ἔτσι δυνατό, διαβιβάζοντας σ᾽ ἐμᾶς γιὰ χάρι μας δικαίως μαζὶ καὶ πανσόφως τόσο τὴν κάθαρσι ὅσο καὶ τὸ πάθος, νὰ δεχθῇ καὶ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασι. Πραγματικὰ ἡ κατὰ τὴν σάρκα ὁρμὴ πρὸς γένεσι, ποὺ εἶναι ἀκουσία καὶ ἀπειθὴς στὸν νόμο τοῦ νοός, ἂν καὶ ἀπὸ μερικοὺς δουλαγωγεῖται βιαίως, ἀπὸ μερικοὺς δὲ σωφρόνως ἀφήνεται μόνο γιὰ παιδοποιΐα, πάντως φέρει τὰ σύμβολα τῆς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καταδίκης, καθὼς εἶναι καὶ λέγεται φθορὰ καὶ ὁπωσδήποτε γιὰ τὴν φθορὰ γεννᾶ, καὶ εἶναι ἐμπαθὴς κίνησις τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἐκράτησε τὴν τιμή, τὴν ὁποία ἡ φύσις μας ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὡμοιώθηκε μὲ τὰ κτήνη.

8. Γι᾽ αὐτὸ ὄχι μόνο ἦλθε ὁ Θεὸς ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ ἦλθε ἀπὸ παρθένο ἁγνὴ καὶ ἁγία, μᾶλλον δὲ πανυπέραγνη καὶ ὑπεραγία, ἀφοῦ εἶναι παρθένος ὄχι μόνο ὑπερτέρα μολυσμοῦ σαρκός, ἀλλὰ καὶ ἀνωτέρα ἀπὸ μολυσμένους σαρκικοὺς λογισμούς. Τὴν σύλληψί της ἐπέφερε ἐπέλευσι παναγίου Πνεύματος, ὄχι ὀρέξεως σαρκός, προεκάλεσε εὐαγγελισμὸς καὶ πίστις στὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Θεοῦ ποὺ νικᾶ κάθε λόγο ὡς ἐξαίσια καὶ ὑπὲρ λόγο, ἀλλὰ δὲν προέλαβε συγκατάθεσις καὶ πεῖρα ἐμπαθοῦς. Διότι συνέλαβε κι᾽ ἐγέννησε, ἐνῶ εἶχε ἐντελῶς ἀπομακρυσμένη τέτοια ἐπιθυμία μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ θυμηδία (διότι εἶπε ἡ παρθένος πρὸς τὸν εὐαγγελιστὴ ἄγγελο, «ἰδοὺ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου ἂς γίνῃ σ᾽ ἐμένα σύμφωνα μὲ τὰ λόγια σου» (Λουκ. 1, 38). Γιὰ νὰ εὑρεθῇ λοιπὸν παρθένος ἱκανὴ γι᾽ αὐτό, ὁ Θεὸς προορίζει πρὸ αἰώνων καὶ ἐκλέγει ἀνάμεσα στοὺς ἐκλεγμένους ἀπὸ αἰῶνες αὐτὴν τὴν ὑμνουμένη τώρα ἀπὸ ἐμᾶς ἀειπάρθενη κόρη.

9. Καὶ βλέπετε ἀπὸ ποῦ ἄρχισε ἡ ἐκλογή. Ἀνάμεσα στὰ παιδιὰ τοῦ Ἀδὰμ ἐξελέγη ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ θαυμάσιος Σήθ, ποὺ μὲ τὴν εὐκοσμία τῶν ἠθῶν, τὴν εὐταξία τῶν αἰσθήσεων καὶ τὴν εὐπρέπεια τῶν ἀρετῶν ἐδείκνυε τὸν ἑαυτό του ἔμψυχο οὐρανὸ κι᾽ ἐπέτυχε γι᾽ αὐτὸ τὴν ἐκλογή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐπρόκειτο νὰ βλαστήσῃ αὐτὴ ἡ παρθένος ὡς θεοπρεπὲς ὄχημα τοῦ ὑπερουρανίου Θεοῦ καὶ ν᾽ ἀνακαλέσῃ τοὺς ἀνθρώπους πρὸς οὐράνια υἱοθεσία.

10. Γι᾽ αὐτὸ ὅλοι οἱ ἀπὸ τοῦ Σὴθ (Γεν. 4, 26) ὠνομάζονταν υἱοὶ Θεοῦ, διότι ἀπὸ αὐτὴν τὴν γενεὰ ἐπρόκειτο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ γίνῃ υἱὸς ἀνθρώπου, ἐφ᾽ ὅσον ἄλλωστε καὶ ὁ Σὴθ γλωσσικῶς σημαίνει ἀνάστασις, μᾶλλον δὲ ἐξανάστασις, ἡ ὁποία εἶναι κυρίως ὁ Κύριος ποὺ ἐπαγγέλεται καὶ χαρίζει ἀθάνατη ζωὴ στοὺς πιστεύοντας σ᾽ αὐτόν. Καὶ πόσο ταιριαστὸς εἶναι ὁ τύπος! «Ὁ μὲν Σὴθ ἔγινε γιὰ τὴν Εὔα, ὅπως λέγει αὐτή, στὴ θέσι τοῦ Ἄβελ», τὸν ὁποῖο ἐφόνευσε ἀπὸ φθόνο ὁ Κάϊν (Γεν. 4, 25)· ὁ δὲ τόκος τῆς παρθένου Χριστὸς ἔγινε στὴ φύσι ἀντὶ γιὰ τὸν Ἀδάμ, τὸν ὁποῖο ἐθανάτωσε ἀπὸ φθόνο ὁ ἀρχηγὸς καὶ προστάτης τῆς κακίας. Ἀλλὰ ὁ μὲν Σὴθ δὲν ἀνέστησε τὸν Ἄβελ, ἀφοῦ ἦταν ἁπλῶς τύπος τῆς ἀναστάσεως· ὁ δὲ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἀνέστησε τὸν Ἀδάμ, διότι αὐτὸς εἶναι ἡ ἀληθινὴ τῶν ἀνθρώπων ζωὴ καὶ ἀνάστασις, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας καὶ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Σὴθ ἀξιώθηκαν τὴν θεία υἱοθεσία κατὰ τὴν ἐλπίδα τους, ὀνομαζόμενοι υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. Ὅτι δὲ ὠνομάζονταν υἱοὶ τοῦ Θεοῦ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐλπίδος εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὸν πρῶτο ὀνομασθέντα ποὺ διαδέχθηκε τὴν ἐκλογή. Ἦταν δὲ αὐτὸς ὁ Ἐνὼς τοῦ Σήθ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸ γεγραμμένο ἀπὸ τὸν Μωυσῆ «πρῶτος ἤλπισε νὰ καλῆται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ» (Γεν. 4, 26). Βλέπετε σαφῶς ὅτι ἐπέτυχε τὸ θεῖο ὄνομα σύμφωνα μὲ τὴν ἐλπίδα;

11. Ἀφοῦ λοιπὸν ἄρχισε ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ παιδιὰ τοῦ Ἀδὰμ ἡ ἐκλογὴ γι᾽ αὐτὴν ποὺ κατὰ τὴν πρόγνωσί του θὰ ἐγινόταν μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπετελεῖτο διὰ μέσου τῶν κατὰ καιροὺς γενεῶν, κατέβηκε μέχρι τοῦ βασιλέως καὶ προφήτου Δαβὶδ καὶ τῶν διαδόχων τοῦ θρόνου καὶ τοῦ γένους του. Ἐπειδὴ δὲ ὁ καιρὸς ἐκαλοῦσε τώρα τὴν ἀποτελείωσι τῆς θείας αὐτῆς ἐκλογῆς, ἐξελέγησαν ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἀπὸ τὸν οἶκο καὶ τὴ γενεὰ τοῦ Δαβίδ, ποὺ ἦσαν μὲν ἄτεκνοι, συνεζοῦσαν δὲ σωφρόνως καὶ ἦσαν ἀνώτεροι στὴν ἀρετὴ ἀπὸ ὅλους ὅσοι ἀνάγουν στὸ Δαβὶδ τὴν εὐγένεια τοῦ γένους καὶ τοῦ ἤθους. Αὐτὸ τὸ ζεῦγος ἐζητοῦσε διὰ τῆς ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς τὴν λῆξι τῆς ἀτεκνίας των ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὑποσχόταν νὰ ἀναθέσουν σ᾽ αὐτὸν ἀπὸ βρέφος αὐτὸ ποὺ θὰ ἐγεννοῦσαν. Τότε παρέχεται ἡ ὑπόσχεσις καὶ δίδεται παιδί, ἡ τωρινὴ Θεομήτωρ, ὥστε ἡ πανάρετη κόρη νὰ γεννηθῇ ἀπὸ πολυαρέτους γονεῖς καὶ ἡ πάναγνη ἀπὸ ἐξαιρετικὰ σώφρονες, καὶ νὰ λάβῃ ὡς καρπὸ ἡ σωφροσύνη, συνερχομένη μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄσκησι, τὸ νὰ γίνῃ γεννήτρια τῆς παρθενίας, καὶ μάλιστα παρθενίας ποὺ προβάλλει ἀφθόρως κατὰ τὴν σάρκα τὸν προαιωνίως γεννημένον ἀπὸ παρθένον Πατέρα κατὰ τὴν θεότητα. Τί πτερὰ ἐκείνης τῆς προσευχῆς! Τί παῤῥησία, ποὺ εὑρῆκε ἑνώπιον τοῦ Κυρίου!

12. Ἀλλὰ ἐπειδὴ βέβαια ἐκεῖνοι ἐπέτυχαν ἔτσι τὰ ζητούμενα μὲ τὴν προσευχή τους καὶ εἶδαν τὴν πρὸς αὐτοὺς θεία ἐπαγγελία νὰ ἐκπληρώνεται ἐμπράκτως, σπεύδοντας καὶ αὐτοὶ νὰ ἐκπληρώσουν τὴν πρὸς τὸ Θεὸ ὑπόσχεσι ὡς φιλαλήθεις καὶ θεοφιλεῖς καὶ φιλόθεοι συγχρόνως, εὐθὺς μετὰ τὸν ἀπογαλακτισμὸ ὁδηγοῦν τὴν ἀληθινὰ ἱερὰ καὶ θεόπαιδα καὶ τώρα θεομήτορα παρθένο στὸ ἱερὸ τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν ἱεράρχη ποὺ εὑρισκόταν σ᾽ αὐτό. Αὐτὴ δέ, γεμάτη θεία χάρι καὶ τέλειο νοῦ ἀκόμη καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴν ἡλικία, ἀντιλαμβανόταν ἀπὸ τότε, καὶ μάλιστα καλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὰ τελούμενα σ᾽ αὐτήν, καὶ ἔδειξε μὲ ὅποιον τρόπο μποροῦσε ὅτι δὲν ὁδηγεῖται, ἀλλὰ αὐτὴ μόνη της μὲ ἐλεύθερη γνώμη προσέρχεται στὸ Θεό, σὰν νὰ εἶναι ἀπὸ ἑαυτοῦ της πτερωμένη πρὸς τὸν ἱερὸ καὶ θεῖο ἔρωτα και νὰ θεωρῇ ἀγαπητὴ καὶ νὰ ἀναγνωρίζῃ ὡς ἀξία της τὴν εἴσοδο καὶ κατοικία στὰ ἅγια τῶν ἁγίων.

13. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ἀρχιερεὺς τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἀντιλήφθηκε τότε ὅτι ἡ κόρη εἶχε ἔνοικη τὴν θεοειδῆ χάρι παραπάνω ἀπὸ ὅλους, ἔπρεπε νὰ τὴν ἀξιώσῃ τὸ ἀνώτερο ἀπὸ ὅλους, νὰ τὴν εἰσαγάγῃ στὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ νὰ πείσῃ αὐτὸ ποὺ γινόταν ὅλους τοὺς τότε ἀνθρώπους ν᾽ ἀγαποῦν, μὲ τὴν σύμπραξι καὶ ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ μαζί, ποὺ ἔστελλε ἀπὸ ἄνω δι᾽ ἀγγέλου ἀπόῤῥητη τροφὴ στὴν παρθένο ἐκεῖ. Μὲ αὐτὴν τὴν τροφὴ ἐδυνάμωνε καλύτερα τὴ φύσι της καὶ συντηροῦσε καὶ τελειοποιοῦσε τὸν ἑαυτό της κατὰ τὸ σῶμα καθαρώτερα καὶ ἀνώτερα ἀπὸ τὶς ἀσώματες δυνάμεις, ἔχοντας ὡς ὑπηρέτες τοὺς οὐρανίους νόες, διότι δὲν εἰσήχθηκε ἁπλῶς καὶ μόνο στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ἀλλὰ καὶ κατὰ κάποιον τρόπο παραλήφθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ συνοίκησι μὲ αὐτὸν γιὰ ὄχι ὀλίγα ἔτη· ὥστε ἔτσι στὸν κατάλληλο καιρὸ ν᾽ ἀνοιχθοῦν οἱ οὐράνιες μονὲς καὶ νὰ δοθοῦν γιὰ ἀΐδια κατοίκια σὲ ὅσους πιστεύουν στὴν παράδοξη γέννα της.

14. Ἔτσι λοιπὸν καὶ γι᾽ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἀπετέθη δικαίως σήμερα στὰ ἅγια ἄδυτα σὰν θησαυρὸς τοῦ Θεοῦ ἡ κόρη ποὺ ἐξελέγη ἀνάμεσα στοὺς ἐκλεκτοὺς ἀπὸ αἰῶνες, ποὺ ἀναδείχθηκε ἁγία τῶν ἁγίων, ποὺ ἔχει τὸ σῶμα καθαρώτερο καὶ θειότερο ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ διὰ τῆς ἀρετῆς κεκαθαρμένα πνεύματα, ὥστε νὰ μὴ εἶναι δεκτικὸ μόνο τοῦ τύπου τῶν θείων λόγων, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ ἐνυποστάτου καὶ μονογενοῦς Λόγου τοῦ προανάρχου Πατρός· σὰν θησαυρὸς ποὺ ὁ Λόγος θὰ τὸν χρησιμοποιοῦσε στὸν καιρό του, ὅπως καὶ ἔγινε, γιὰ πλουτισμὸ καὶ ὑπερκόσμιο καὶ συγχρόνως παγκόσμιο κόσμημα. Κι᾽ ἔτσι καὶ γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο δοξάζει τὴ μητέρα του καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησι καὶ μετὰ τὴ γέννησι. Ἐμεῖς δέ, κατανοώντας τὴ σημασία τῆς σωτηρίας ποὺ μᾶς ἑτοιμάσθηκε δι᾽ αὐτῆς ἀποδίδουμε μὲ ὅλη τὴ δύναμί μας τὴν εὐχαριστία καὶ τὸν ὕμνο. Πραγματικά, ἂν ἡ εὐγνώμων γυναῖκα ποὺ ἀναφέρεται στὸ εὐαγγέλιο, μόλις ἄκουσε γιὰ λίγο τοὺς σωτηριώδεις λόγους τοῦ Κυρίου, ἀπέδωσε τὸν μακαρισμὸ καὶ τὴν εὐχαριστία στὴ μητέρα τούτου, ὑψώνοντας τὴ φωνή της ἀπὸ τὸν ὄχλο καὶ λέγοντας πρὸς τὸν Χριστό, «καλότυχη εἶναι ἡ κοιλία ποὺ σ᾽ ἐβάστασε καὶ οἱ μαστοὶ ποὺ ἐθήλασες» (Λουκ. 11, 27) ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε κοντά μας γραμμένα ὅλα τὰ λόγια τῆς αἰώνιας ζωῆς, καὶ ὄχι μόνο τὰ λόγια, ἀλλὰ καὶ τὰ θαύματα καὶ τὰ παθήματα καὶ τὴν δι᾽ αὐτῶν ἔγερσι τῆς φύσεως μας ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ ἀνάληψὶ της ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, καὶ τὴν δι᾽ αὐτῶν ἐπηγγελμένη σ᾽ ἐμᾶς ἀθάνατη ζωὴ καὶ ἀμετάτρεπτη σωτηρία, πῶς δὲν θ᾽ ἀνυμνήσωμε καὶ μακαρίσωμε ἀδιαλείπτως τὴν μητέρα τοῦ χορηγοῦ τῆς σωτηρίας, τοῦ δοτῆρος τῆς ζωῆς, ἑορτάζοντας τώρα καὶ τὴν σύλληψι αὐτῆς καὶ τὴν γέννησι καὶ τὴν μετοίκησι στὰ ἅγια τῶν ἁγίων;

15. Ἀλλὰ ἂς μετοικίσωμε κι᾽ ἐμεῖς τοὺς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί, ἀπὸ τὴ γῆ στὰ ἄνω· ἂς μεταφερθοῦμε ἀπὸ τὴν σάρκα ἐπάνω στὸ πνεῦμα· ἂς μεταθέσωμε τὸν πόθο ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ μόνιμα· ἂς καταφρονήσωμε τὶς σαρκικὲς ἡδονές, ποὺ ἔχουν εὑρεθῇ ὡς δέλεαρ κατὰ τῆς ψυχῆς καὶ παρέρχονται γρήγορα· ἂς ἐπιθυμήσωμε τὰ πνευματικὰ χαρίσματα ποὺ μένουν ἄφθαρτα· ἂς ὑψώσωμε ἀπὸ τὴν κάτω τύρβη τὴ στάσι καὶ τὴν διάνοιά μας· ἂς τὴν ἀνεβάσωμε στὰ οὐράνια ἄδυτα, ἐκεῖνα τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ὅπου τώρα κατοικεῖ ἡ Θεοτόκος.

16. Διότι ἔτσι θὰ εἰσέλθουν σ᾽ αὐτὴν ἐπωφελῶς γιὰ μᾶς μὲ θεάρεστη παῤῥησία καὶ τὰ ἄσματά μας καὶ οἱ δεήσεις μας πρὸς αὐτὴν κι ἔτσι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παρόντα μὲ τὴ μεσιτεία της θὰ γίνωμε κληρονόμοι καὶ τῶν μελλόντων καὶ μενόντων ἀγαθῶν, μὲ τὴ χάρι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας ποὺ ἐγεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴν γιὰ μᾶς, στὸν ὁποῖο πρέπει δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ συναΐδιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Ο Παύλος Μελάς και οι λοιποί ήρωες πατριώτες του Μακεδονικού αγώνα μας οδηγούν


Ο Παύλος Μελάς και οι λοιποί ήρωες πατριώτες του Μακεδονικού αγώνα μας οδηγούν.

Το όνομα του ήρωα Παύλου Μελά είναι στενά συνδεδεμένο με τον μακεδονικό
αγώνα για να μη γράψω ότι ταυτίζεται με τον αγώνα. Μακεδονικός αγώνας
ονομάζεται ο ακήρυκτος πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, κυρίως, και
άλλων σλαβόφωνων κατά την περίοδο 1904 έως 1908 με το θέατρο των
συγκρούσεων να είναι η τουρκοκρατούμενη τότε Μακεδονία.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η λήξη της επανάστασης του 1821 δεν
βρήκε ολόκληρη την Ελλάδα ελεύθερη. Τα βόρεια σύνορα της ελεύθερης Ελλάδας
αποτελούσε η Θεσσαλία. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι ένα μεγάλο τμήμα του
Ελληνισμού παρέμεινε υποδουλωμένο εις την οθωμανική αυτοκρατορία. Η
Θεσσαλία του Ρήγα Φεραίου, η Μακεδονία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και άλλες
ένδοξες και ελληνικότατες περιοχές Ήπειρος, Κρήτη, Θράκη και πόλεις όπως
Ιωάννινα, Θεσσαλονίκη, Μοναστήρι, Ρόδος, Βέροια στέναζαν κάτω από την μπότα
του τούρκου δυνάστη.

Ο ελεύθερος ελληνισμός το έφερε βαρέως το γεγονός αυτό. Η περιοχή της
Μακεδονίας μας ήταν εμπορικό σταυροδρόμι της εποχής και η ανάμειξη ανθρώπων
διαφορετικών θρησκειών και γλωσσών ήταν γεγονός αναπόφευκτο. Ο τούρκος
δυνάστης απαγόρευε την λειτουργία ελληνικών σχολείων για εκατοντάδες
χρόνια. Αναμενόμενο ήταν κάποιοι άνθρωποι να αρχίζουν να μη μιλάνε
Ελληνικά, να αναπτύσσονται τοπικοί διάλεκτοι και να παρεισφρέουν και
σλαβικές λέξεις. Μήπως σήμερα που λειτουργούν σχολεία δεν παρατηρούμε την
άναρχη εισβολή ξένων λέξεων εις το καθημερινό λεξιλόγιό μας;;.
 


Οι Βούλγαροι και άλλοι σλαβικοί λαοί έβλεπαν τις πλούσιες μακεδονικές
πεδιάδες με τους μεγάλους ποταμούς και τα λιμάνια της Μακεδονίας, κυρίως
της Θεσσαλονίκης, και επιθυμούσαν σφόδρα να τα προσαρτήσουν. Νόμισαν ότι
βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία να προσαρτήσουν την ελληνική Μακεδονία. Οι
ευρωπαίοι προβλέπουν την διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και
προσπαθούν να κερδίσουν ότι μπορούν.

Για να προσαρτήσει την Μακεδονία η Βουλγαρία έπρεπε να αποδείξει ότι οι
Μακεδόνες είναι Βούλγαροι. Για το σκοπό αυτό ιδρύει μια οργάνωση το
Κομιτάτο και τα μέλη της ονομάζονται κομιτατζήδες. Ο ρόλος των κομιτατζήδων
ήταν με την βία και τον εξαναγκασμό να αποδείξουν ότι ο ντόπιος πληθυσμός
ακολουθεί την Βουλγαρία. Εκβιάζουν και απειλούν τους Ορθόδοξους Χριστιανούς
να μη εκκλησιάζονται εις τις εκκλησίες που ανήκουν εις το οικουμενικό
πατριαρχείο αλλά εις τις εκκλησίες που ανήκουν εις τη βουλγαρική εξαρχία.
Στην Οθωμανική τάξη η εκκλησιαστική ένταξη αποτελούσε κριτήριο εθνικής
κατηγοριοποίησης. Η ένταξη κάποιου σε μία από τις δύο Εκκλησίες, τη
βουλγαρική Εξαρχία ή το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, σήμανε τη δήλωσή
του ως «Βούλγαρου» ή «Έλληνα» αντίστοιχα. Μεγάλη η πίεση και η αγριότητα
που αντιμετώπιζαν οι Μακεδόνες για να ενταχθούν εις την Βουλγαρική εξαρχία
και μέσω αυτής να υποδουλωθούν εις την Βουλγαρία. Ταυτόχρονα οι
κομιτατζήδες ιδρύουν και σχολεία εις τα οποία διδάσκεται αποκλειστικά και
μόνο η βουλγαρική γλώσσα.

 
Την ίδια ώρα ο Ελληνισμός αντιδρά, δεν μένει απαθής και αδρανής. Ο
οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ τοποθετεί νέους Αρχιερείς, μορφωμένους
και άξιους να προσφέρουν για τη διάσωση του Ελληνισμού της Μακεδονίας.
Είναι ο Γερμανός Καραβαγγέλης εις την μητρόπολη Καστοριάς, ο Ιωακείμ
Φορόπουλος εις το Μοναστήρι και ο Χρυσόστομος Καλαφάτης εις τη Δράμα.
Ταυτόχρονα, η ελληνική κυβέρνηση στέλνει τους δικούς της ανθρώπους. Ο Ίων
Δραγούμης αναλαμβάνει το Προξενείο Μοναστηρίου, ο Λάμπρος Κορομηλάς το
Προξενείο Θεσσαλονίκης, ο Νικόλαος Σαχτούρης το Προξενείο Σερρών και ο
Τιμολέων Μαυρουδής το Προξενείο Καβάλας.

Θεωρητικά οι κομιτατζήδες θεωρούνται αυτόνομοι αντάρτες, δεν ανήκουν σε
κανένα κράτος και έτσι η πατρίδα μας Ελλάδα δεν μπορεί να κηρύξει πόλεμο σε
καμιά χώρα. Στέλνει μικρές στρατιωτικές μονάδες για να βοηθήσουν τους
μακεδονομάχους. Ο Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης γυρίζει με κίνδυνο της
ζωής του από χωριό σε χωριό για να στηρίξει το ελληνικό φρόνημα. Δάσκαλοι
και δασκάλες με καρδιές φλεγόμενες και παλλόμενες από Ελλάδα και Χριστό
στηρίζουν τα παιδιά και τους γονείς των. Διδάσκουν Ελληνικά και Ελληνική
Ιστορία. Δίνουν δύναμη και κουράγιο για να μη χαθεί ο ελληνισμός από την
Μακεδονία.

Εις την Αθήνα ιδρύεται το μακεδονικό κομιτάτο για να βοηθήσει τον
ελληνισμό της Μακεδονίας από τον δημοσιογράφο Δημήτριο Καλαποθάκη. Πιέζει
προς την κατεύθυνση αυτή και την ελληνική κυβέρνηση.
Τον Αύγουστο του έτους 1904 ο αξιωματικός Παύλος Μελάς εγκαταλείπει λαμπρή
καριέρα, σύζυγο και παιδιά περνάει τα σύνορα και κυκλοφορεί με το ψευδώνυμο
Μίκης Ζέζας. Βοηθά σημαντικά εις τον αγώνα των μακεδονομάχων και είναι ο
σημαντικότερος ήρωας του μακεδονικού αγώνα.

Στις 13 Οκτωβρίου 1904 βρίσκεται εις την κωμόπολη Σιάτιστα και εκεί
περικυκλώνεται από τούρκους αστυνομικούς οι οποίοι είχαν ενημερωθεί από
τους κομιτατζήδες του Μήτρου Βλάχου. Περικυκλωμένος από τούρκους πολεμά
ηρωικά και αντιστέκεται γενναία. Μετά από 2 ώρες αντίστασης διατάζει έξοδο
εις την διάρκεια της οποίας τραυματίζεται και πεθαίνει μετά από μισή ώρα.
Η είδηση του θανάτου του ήρωα ευπατρίδη Παύλου Μελά συγκίνησε και
συγκλόνισε όλο τον Ελληνισμό και όχι μόνο. Από παντού πλέον αρχίζουν να
εμφανίζονται εθελοντές για να πολεμήσουν εις τη Μακεδονία. Ο Καλαποθάκης, ο
Κορομηλάς, ο Δραγούμης και ο Καραβαγγέλης συντονίζουν την προσπάθεια, η
οποία, μετά τον θάνατο του Μελά, παίρνει νέα ορμή.
 


Το 1906 ο Μεσήνιος οπλαρχηγός Σαράντος Αγαπηνός με το ψευδώνυμο «Καπετάν
Άγρας» εγκαθίσταται εις την περιοχή της Λίμνης Γιαννιτσών και καθαρίζει την
περιοχή από τους κομιτατζήδες. Το τέλος του ηρωικό. Μαρτύρησε για την
Μακεδονία. Οι κομιτατζήδες τον κρέμασαν έξω από την Έδεσσα. Εις την Νάουσα
διακρίνεται ο οπλαρχηγός Κωνσταντίνος Μαζαράκης με το ψευδώνυμο « Καπετάν
Ακρίτας». Πολύ σπουδαίος πατριώτης μαχητής και ο Καπετάν Γαρέφης από τον
Βόλο, ο οποίος εγκαταλείπει τα εγκόσμια από τα πυρά των κομιτατζήδων. Εις
τη Φλώρινα ο οπλαρχηγός Κωνσταντίνος Χρήστου ή όπως είναι πιο γνωστός
Καπετάν Κώτας δίνει πολλές μάχες. Οι τούρκοι τον κρεμούν εις το Μοναστήρι.
Είναι σλαβόφωνος και τα τελευταία λόγια είναι «Ζίβια Γκρίτσια! Σλόμποντα ι
Σμιρ!», δηλαδή «Ζήτω η Ελλάδα! Ελευθερία ή Θάνατος!». Εις τη Δράμα,
μαρτυρική είναι η μορφή του καπετάν Άρμεν Κούπτιου, ο οποίος κρεμάστηκε από
τους τούρκους σε ένα πλατάνι στην κεντρική πλατεία της πόλεως. Εις τις
Σέρρες δρα ο δαιμόνιος Δούκας Δούκας ή καπετάν-Ζέρβας, φόβος και τρόμος των
Βουλγάρων. Αυτή όμως που έμεινε στην ιστορία ήταν η εκτέλεση του
καπετάν-Μητρούση μέσα στη πόλη των Σερρών , αφού πρώτα κατάφερε να
αντιμετωπίσει 3.000 Τούρκους μαζί με 5 συντρόφους του. Ένας από αυτούς ήταν
ο Αγρινιώτης Νικόλαος Παναγιώτου, γνωστός ως καπετάν-Κουμπούρας.

Οι ξένες δυνάμεις αρχίζουν να ανησυχούν από την τακτική της πατρίδας μας.
Φοβούνται ότι με τη διάλυση της Τουρκίας θα ενισχυθεί η Ρωσία. Η Ελληνική
κυβέρνηση είναι σε μεγάλη κινητικότητα και εις την Τουρκία ξεσπά επανάσταση
και ο σουλτάνος αναγκάζεται να δώσει Σύνταγμα που εξασφαλίζει ίσα
δικαιώματα σε όλους. Βρισκόμαστε στο έτος 1908. Ο Μακεδονικός αγώνας
σταματά προσωρινά. Αργότερα άλλοι ένδοξοι και αιματηροί αγώνες εξασφαλίζουν
την απελευθέρωση των υπολοίπων τμημάτων της ελληνικής επικράτειας.
Φοβούμαι ότι χωρίς τον αγώνα των γνωστών και αγνώστων μαχητών και ηρώων και μαρτύρων της ελληνικής γης του Μακεδονικού Αγώνα θα είμασταν σήμερα τμήμα της γείτονος και συμμάχου Βουλγαρίας. Σημαντική και καθοριστική η συμβολή εις τον αγώνα αυτόν κληρικών και εκπαιδευτικών και κάθε αγνού πατριώτη Έλληνα. 

Τους οφείλουμε σεβασμό και υποχρεούμαστε να κλίνουμε το γόνυ μας
ευλαβικά και να αποδίδουμε τον πρέποντα σεβασμό.
Το αίμα του Παύλου και πολλών άλλων γνωστών και αγνώστων μαχητών και
πατριωτών πότισε το δένδρο της ελεύθερης Μακεδονίας, της μιας και μοναδικής
και Ελληνικής και μας υποχρεώνει να διαλαλήσουμε ότι τα αιματοβαμμένα
χώματα της Μακεδονίας μας είναι ιερά και να μη ονειρεύονται κάποιοι ότι θα
τα κατακτήσουν. Θα το μετανιώσουν πικρά και μόνο αν σκεφτούν κάτι βέβηλο
και ανίερο.

Το παράδειγμα των ηρώων μαχητών και Πατριωτών μας οδηγεί.


Μυργιώτης Παναγιώτης
Μαθηματικός

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΝΟΣ

 
 
Οι ιερείς της Εκκλησίας μας είναι νοσηλευτές και η Εκκλησία μας θεραπευτήριο. Οι ιερείς πλησιάζουν τους ασθενείς για να τους απελευθερώσουν, να τους επαναπροσανατολίσουν, να τους ανορθώσουν διά της μετανοίας. Συμμετέχουν όσο μπορούν στον πόνο για να τους τον απαλύνουν και να κάνουν πιο ελαφρύ τον σταυρό τους. Είναι μεγάλη η παράκληση των πασχόντων όταν κατανοήσουν το νόημα του σταυρού τους. Η προσωπική άρση του σταυρού νοηματιζόμενη συντελεί στην ανόρθωση. Βλέποντας ο ταλαιπωρούμενος και δοκιμαζόμενος άνθρωπος τη δοκιμασία του ως θεία επίσκεψη και θεία παιδαγωγία μεταβάλλει τη στάση του, αντιμετωπίζει το πρόβλημα πολύ διαφορετικά, αν δεν γεμίζει χαρά γεμίζει πάντως ελπίδα. Η θεία Χάρη μπορεί να οδηγήσει σε αυτή την ωριμότητα τον σκληρά δοκιμαζόμενο. Εμείς θα πούμε τον καλό λόγο, αλλά η Χάρη του Θεού θα ολοκληρώσει το έργο αυτό.

Το ευχολόγιο στα χέρια του ιερέως είναι πολύ παρηγορητικό στις δύσκολες αυτές ώρες. Η σύνοψη ή το προσευχητάρι, με την Παράκληση της Παναγίας και τους υπέροχους Χαιρετισμούς, στα χέρια του ασθενούς είναι φτερά ειρήνης. Η Παναγία, η μάνα όλων των πονεμένων, που πόνεσε τόσο πολύ και συμπονά όλους τους πονεμένους, δίνει μια γλυκιά παραμυθία και μεγάλη ενίσχυση σε όλους. Μη φοβόμαστε το ιερατικό πετραχήλι, τον τίμιο σταυρό, το άγιο έλαιο, τα τίμια και χαριτόβρυτα λείψανα, τον αγιασμό, το αντίδωρο, τη θεία Κοινωνία.


Επανερχόμενοι στο δύσκολο ερώτημα γιατί ο Θεός να επιτρέπει να ταλαιπωρείται το πλάσμα του, να βασανίζεται και ν’ αγωνιά μέσα στον πολύ πόνο, ταπεινά θα πούμε πάλι: Ο πόνος μας αφυπνίζει να ενδιαφερθούμε καλύτερα για τη μετάνοια, την ταπείνωση, την αναθέρμανση της πίστης μας και τη συμπόνια του πλησίον μας. Ο πόνος, σωματικός ή ψυχικός, μας επισκέπτεται για κάποιο ιδιαίτερα σοβαρό λόγο. Για να ξαναδούμε την πορεία, τους στόχους και τον σκοπό της εφήμερης ζωής μας. Είπαμε πως μερικές φορές ένας ψυχικός πόνος είναι δριμύτερος του σωματικού και ίσως και πιο δυσκολοθεράπευτος. Ο μεγάλος ψυχίατρος Γιούνγκ πάντως λέει πως το πρόβλημα του ψυχικώς πάσχοντος, κατά ασυγκρίτως ανώτερο λόγο ανήκει στον πνευματικό παρά στον ιατρό!


Άνθρωποι δίχως Θεό και ηθικές αρχές στον πόνο της ασθένειας διαλύονται και καταντούν αξιολύπητοι. Ο Θεός δεν τους αποστρέφεται, αλλά τους επισκέπτεται διαφορότροπα, με διάφορα φάρμακα για να τους θεραπεύσει κι όχι να τους πληγώσει και πικράνει. Ο θείος και ιερός Χρυσόστομος θαυμάσια συμβουλεύει να μη γογγύζουμε εύκολα με τα δυσάρεστα που μας βρίσκουν και μάλιστα να μη βλασφημούμε. Μήπως έτσι, λέει, θα γίνει πιο ελαφρύς ο πόνος μας; Ούτε χρειάζεται να πολυεξετάζουμε τους λόγους και τις αιτίες και τις αφορμές και να ζητάμε πολλές εξηγήσεις για όλα αυτά που μας επιτρέπει η πανσοφία του Θεού. Να μη λησμονάμε ποτέ πως η παρούσα ζωή είναι στάδιο άθλων και αγώνων και η άλλη ζωή είναι επάθλων και αιώνιας ανάπαυσης. Στις δυσκολίες, τις συμφορές και τους πόνους να επικαλούμεθα τη σωστική βοήθεια του Θεού με κάθε εμπιστοσύνη.


Πάντοτε παραμένει επίκαιρο το θέμα της ασθένειας. Πολλοί οι ασθενείς στα σπίτια, στα νοσοκομεία, στους δρόμους. Είμαστε εμείς οι ίδιοι ασθενείς ή δικοί μας άνθρωποι. Σήμερα εμείς, αύριο άλλοι και το αντίθετο. Ο πόνος κτυπά όλες τις πόρτες, όλες τις ώρες αδιάκριτα, πλουσίων, φτωχών, νέων, ηλικιωμένων, μορφωμένων, αμόρφωτων, όλων. Γιατί ν’ αρρωσταίνουμε και γιατί να πονάμε; Το ίδιο ερώτημα επανέρχεται με δριμύτητα. Δεν είναι μόνο από τις αμαρτίες οι διάφορες αρρώστιες. Αρρώστιες πολλές και μεγάλες είχαν και οι άγιοι. Οι αρρώστιες μας κάνουν να θυμηθούμε τον λησμονημένο Θεό, να τον επικαλεσθούμε, να συνδεθούμε μαζί του. Η μνήμη του Θεού συντείνει στην ειλικρινή μετάνοια. Οι αρρώστιες είναι, αλήθεια, για να μας φέρουν πιο κοντά στον Θεό και όχι να μας απομακρύνουν από Αυτόν. Την πίστη μας στον Θεό αποδεικνύουμε με την υπομονή στις δοκιμασίες και μάλιστα στον πόνο των ασθενειών.


Αν ο πόνος σ’ έκανε συμπονετικό κέρδισες. Αν η ασθένεια σ’ έφερε να θυμάσαι πιο πολύ τον ουρανό είσαι ευλογημένος και μακάριος. Αν ο πόνος σου καθάρισε τα μάτια, για να βλέπεις πιο βαθειά τα γεγονό¬τα και τα πράγματα, τότε είσαι πλούσια κερδισμένος. Αν ο άγιος πόνος σ’ έκανε, αδελφέ μου, πιο καρτερικό, πιο γενναίο, πιο διαλλακτικό και ανεκτικό να ευ¬χαριστείς εκ βαθέων τον Θεό που αρρώστησες. Γιατί αρρώστησες και κέρδισες τελικά έτσι. Δίχως πόνο έχεις πολλές κατακτήσεις, αλλά όχι αληθινές γνώσεις. Ο πόνος σμιλεύει και τελειοποιεί τον άνθρωπο. Δίχως τον πόνο ο άνθρωπος θα ήταν σκληρός και ακατέργαστος. Ο πόνος γεννά τα δάκρυα και τα δάκρυα την κάθαρση. Τα δάκρυα ποτίζουν τα ευώδη άνθη της κατάνυξης, της συντριβής, της ευλάβειας, της ευσέβειας, της ευλογίας.


Δεν υπάρχει άνθρωπος δίχως πόνο. Πήγε κάποτε ένας να πει τον πόνο του σε κάποιον και δεν πρόλαβε και του είπε πρώτα ο άλλος τον πόνο του κι ήταν τόσο πιο μεγάλος που δεν τόλμησε να πει τον δικό του. Δίχως τον πόνο θα είμασταν πιο πονεμένοι, πιο σκληροί, πιο ανάλγητοι, πιο αδιάφοροι και πιο άγριοι. Κα¬τά τον ιερό Χρυσόστομο δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο αυτό που να μη δοκιμάζει στη ζωή του πόνο. Αν δεν πονέσει σήμερα, θα πονέσει αύριο κι αν όχι αύριο σίγουρα μεθαύριο. Κύρια πηγή του πόνου η αμαρτία.


Ο πόνος είπαν είναι ο φρουρός της υγείας. Σαν ένα καμπανάκι μας αφυπνίζει. Αν δεν πονούσαμε δεν θα πηγαίναμε ποτέ στον ιατρό. Ο πόνος είναι σαν ένα σήμα κινδύνου, που εκπέμπεται για να μας γλυτώσει από τα χειρότερα. Αυτά ισχύουν και για το σώμα και για την ψυχή. Έτσι ο πόνος καταντά σ’ ευλογία και για το σώμα και για την ψυχή. Ο πόνος ακόμη καθίσταται σαν ένα προληπτικό εμβόλιο για να μη υπερηφανευόμεθα. Ο πόνος μπορεί να γίνει μία οδός επιστροφής στον Θεό. Ο πόνος γεννά την ωραία και θεάρεστη συμπόνια. Ο πόνος δοκιμάζει την αγάπη μας στον Θεό. Ο πόνος μας ζυγίζει, μας σμιλεύει, μας καλλιεργεί, μας ωριμάζει, μας ωραιοποιεί.


Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη


Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΗΝΑΣ Ο ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑΣ


Αἴγυπτος ὄντως, εἰ τέκοι, τίκτει μέγα.
Τμηθεὶς ἀληθὲς τοῦτο Μηνᾶς δεικνύει.
Μηνᾶς ἑνδεκάτῃ ἔτλη ξίφος γηθόσυνος κῆρ.



Ο Άγιος Μηνάς γεννήθηκε στην Αίγυπτο στα μέσα περίπου του 3ου αιώνα μ.Χ. από γονείς ειδωλολάτρες. Ωστόσο, το ειδωλολατρικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωνε, δεν κατάφερε να σκληρύνει την καρδιά του η οποία, όταν ήλθε η στιγμή, σκίρτησε ακούγοντας την φωνή του «ἐτάζοντος καρδίας καὶ νεφρούς» (Ψαλμοί 7,10) Θεού και έτσι ο, έφηβος ακόμη, Μηνάς έγινε χριστιανός.

Μεγαλώνοντας, επέλεξε να σταδιοδρομήσει στον Ρωμαϊκό στρατό, στο ιππικό τάγμα των Ρουταλικών, υπό την διοίκηση του Αργυρίσκου. Η έδρα της μονάδας του ήταν στο Κοτυάειον (σημερινή Κιουτάχεια) της Μικράς Ασίας. Εκεί ο Μηνάς διακρίθηκε και για την φρόνησή του αλλά και για το ανδρείο του φρόνημα και γι’ αυτό έχαιρε εκτιμήσεως στο κύκλο των στρατιωτικών.

Δυστυχώς όμως, τρεις αιώνες μετά την έλευση του Χριστού και ο παλαιός κόσμος ακόμη δεν ήθελε να δεχθεί το λυτρωτικό μήνυμα της Αναστάσεως, παραμένοντας αυτάρεσκα, εγωιστικά και αυτοκαταστροφικά προσκολλημένος στη φθορά και το σκοτάδι. Οι αυτοκράτορες της Ρώμης άρχισαν και πάλι «πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξεις 26,14). Ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός διέταξαν διωγμό εναντίον των λογικών προβάτων του Χριστού, διωγμό ο οποίος κράτησε από το 303 έως το 311 μ.Χ. Έτσι, οι Ρωμαίοι στρατιώτες διατάχθηκαν να συλλαμβάνουν και να τυραννούν τους χριστιανούς προσπαθώντας να τους κάνουν να αλλαξοπιστήσουν. Αυτή ήταν και η πρώτη κρίσιμη στιγμή κατά την οποία ο Μηνάς κλήθηκε να πει «το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι». Η πίστη του στον Χριστό νίκησε την κοσμική «σύνεση» και λογική.

Ο Άγιος δεν άντεξε, πέταξε στη γη την στρατιωτική του ζώνη απεκδυόμενος μ’ αυτόν τον τρόπο την ιδιότητα του στρατιώτη - διώκτη των χριστιανών, και διέφυγε στο παρακείμενο όρος. Εκεί ασκήτευε, προτιμώντας την συντροφιά των θηρίων της φύσης από την συντροφιά των αποθηριωμένων ειδωλολατρών. Εκεί, «ἐν ἐρημίαις πλανώμενος καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταὶς ὀπαὶς τῆς γῆς» (Προς Εβραίους 11,38), έζησε επί αρκετό διάστημα με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Η ασκητική ζωή και η ησυχία εθέρμαναν την καρδιά του ανάβοντας τον θείο έρωτα και τον πόθο του μαρτυρίου.

Έτσι, σε ηλικία πενήντα περίπου ετών, μετά από θεία αποκάλυψη ότι είχε φτάσει η ώρα του μαρτυρίου, κατέβηκε στην πόλη, σε μέρα ειδωλολατρικού πανηγυριού και με παρρησία, εν μέσω των μαινομένων ειδωλολατρών, ομολόγησε τον Χριστό ως τον ένα και αληθινό Θεό, μυκτηρίζοντας τα κωφά και αναίσθητα είδωλα. Συνελήφθη και σύρθηκε δερόμενος μπροστά στον Πύρρο, τον διοικητή της πόλεως. Εκεί, μιλώντας με θάρρος, αποκάλυψε το όνομά του, την καταγωγή του, το στρατιωτικό του παρελθόν και, φυσικά, διεκήρυξε με τόλμη και αταλάντευτη επιμονή την πίστη του στον Χριστό. Οδηγήθηκε στη φυλακή και το πρωί της επομένης ημέρας, μετά το πέρας του ειδωλολατρικού πανηγυριού, τον παρουσίασαν και πάλι ενώπιον του ηγεμόνος ο οποίος τον κατηγόρησε ότι εξύβρισε τους θεούς και μάλιστα μπροστά του και ότι λιποτάκτησε από τον στρατό. Ο Άγιος αποδέχθηκε τις κατηγορίες χωρίς δισταγμό.

Ο Πύρρος, ευλαβούμενος στην αρχή την ηλικία και την ευκοσμία του, προσπάθησε με λόγια και υποσχέσεις αλλά και με απειλές στη συνέχεια, να τον αποσπάσει από την πίστη του Χριστού. Όταν οι προσπάθειές του προσέκρουσαν στην σταθερή άρνηση του Αγίου, διέταξε να τον υποβάλουν σε ανυπόφορα βασανιστήρια. Οι δήμιοι τον μαστίγωσαν τόσο πολύ ώστε άλλαξαν δύο και τρεις φορές οι μαστιγωτές του. Τον κρέμασαν και τον έγδερναν μέχρι που άρχισαν να φαίνονται τα εσωτερικά όργανα του Αγίου. Έπειτα, σαν να μην έφθαναν αυτά, έτριβαν το καταπληγωμένο του σώμα με τρίχινο ύφασμα και στο τέλος τον έσερναν γυμνό και κατακρεουργημένο πάνω σε μεταλλικά αγκάθια. Όλα τα υπέμενε με γενναιότητα και καρτεροψυχία ο Μάρτυς του Χριστού, εφαρμόζοντας το Ευαγγελικό «καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτείναι» (Ματθαίος 10,28).

Μάλιστα, την ώρα του μαρτυρίου, κάποιοι παλιοί συστρατιώτες του τον προέτρεπαν να θυσιάσει στα είδωλα λέγοντας ότι ο Θεός του θα τον δικαιολογήσει βλέποντας τα βασανιστήρια στα οποία τον υπέβαλλαν. Ο Άγιος αρνήθηκε αποφασιστικά και τους απάντησε ότι προσφέρει θυσία ακόμη και τον εαυτό του στον Χριστό, ο οποίος τον ενδυναμώνει για να υπομένει τις πληγές.

Ο ηγεμόνας, θαυμάζοντας την ευστοχία και την σοφία των απαντήσεων του Μάρτυρα, τον ρώτησε απορημένος πώς είναι δυνατόν ένας τραχύς στρατιώτης σαν αυτόν να μπορεί να απαντά κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και ο Άγιος, με τη φώτιση του Θεού, του αποκρίθηκε ότι αυτή την ικανότητα την χαρίζει στους μάρτυρές του ο Χριστός, όπως έχει υποσχεθεί στο Ευαγγέλιο: «ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τᾶς συναγωγᾶς καὶ τᾶς ἀρχὰς καὶ τᾶς ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε. Τὸ γὰρ Ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τὴ ὥρα ἃ δεῖ εἰπειν» (Λουκά ιβ’, 11-12).

Τότε, απελπισμένος ο τύραννος, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Βαδίζοντας προς τον τόπο της εκτέλεσης ο Άγιος πρόλαβε να ζητήσει από κάποιους κρυπτοχριστιανούς να μεταφέρουν το λείψανό του στην Αίγυπτο.

Ο αποκεφαλισμός του έγινε την 11η Νοεμβρίου στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. (πιθανότατα το 304 μ.Χ.) και έτσι η ψυχή του πέταξε χαρούμενη προς τον Σωτήρα Χριστό τον οποίο τόσο επόθησε ο Άγιος και για τον οποίο θυσιάσθηκε. Οι δήμιοι άναψαν φωτιά για να κάψουν το σώμα του.

Ότι κατάφεραν οι χριστιανοί να περισώσουν από την πυρά το μετέφεραν στην Αίγυπτο και το έθαψαν κοντά στην Μαρεώτιδα λίμνη, νοτιοδυτικά της Αλεξάνδρειας.

Στο σημείο εκείνο σταμάτησε, κατά την παράδοση, η καμήλα που μετέφερε τα λείψανα αρνούμενη πεισματικά να προχωρήσει. Έτσι οι χριστιανοί κατάλαβαν ότι ήταν θέλημα Θεού να ενταφιασθούν εκεί τα λείψανα του Αγίου.

Η περιοχή του τάφου πολύ σύντομα εξελίχθηκε σε προσκυνηματικό - λατρευτικό κέντρο.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν ήταν Πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Μέγας Αθανάσιος, ανήγειρε ναό πάνω στον τάφο του Αγίου. Σε λίγα χρόνια δημιουργήθηκε εκεί εκτεταμένο κτιριακό συγκρότημα το οποίο περιελάμβανε δύο ναούς, μοναστήρι, ξενώνες και άλλες εγκαταστάσεις.

 
 

 
Θαύματα του Αγίου Μηνά

Ένας από τους ασκητές της εποχής μας, ο γέρων Πορφύριος, είχε πει στα πνευματικά του τέκνα ότι μετά την κοίμησή του θα είναι πιο κοντά τους απ’ όσο ήταν εν ζωή, διότι πλέον δεν θα υπάγεται στους βιολογικούς νόμους του ανθρωπίνου σώματος. Έτσι και ο Άγιος Μηνάς, επί χίλια επτακόσια χρόνια τώρα μετά την εκδημία του, δεν έχει πάψει να βρίσκεται κοντά στους πιστούς, βοηθώντας όσους με πίστη και ελπίδα στον Θεό τον επικαλούνται.

Από τα πολλά θαύματα του Αγίου που διασώζει η παράδοση θα αναφερθούν στη συνέχεια λίγα και χαρακτηριστικά.

α) Ο άπληστος ξενοδόχος

Κάποιος χριστιανός από την Κωνσταντινούπολη, οδεύοντας για το πανηγύρι του Αγίου Μηνά και έχοντας μαζί του αρκετά χρήματα, κατέλυσε σε ένα ξενοδοχείο. Ο ξενοδόχος είδε τα ξένα χρήματα και, κυριευμένος από απληστία, σκότωσε τον προσκυνητή, τον διεμέλισε και έβαλε τα κομμάτια του σε μία σπυρίδα (ζεμπίλι). Ενώ σκεφτόταν που να θάψει τα μέλη του θύματός του για να μην αποκαλυφθεί το έγκλημα, καταφθάνει στο ξενοδοχείο ένας έφιππος στρατιώτης, ο Άγιος Μηνάς, και τον ρωτάει επίμονα πού βρίσκεται ο προσκυνητής. Ο ξενοδόχος τον διαβεβαιώνει ότι δεν γνωρίζει τίποτε αλλά ο Άγιος ξεπεζεύει, εισέρχεται στα ενδότερα του ξενώνα, βρίσκει την σπυρίδα, την φέρνει μπροστά του και τον ρωτάει με φοβερό και άγριο βλέμμα να του πει ποιος είναι ο νεκρός.

Τότε ο φονιάς έφριξε, πέφτοντας άφωνος και τρέμων στα πόδια του άγνωστου ιππέα. Ο Άγιος συνάρμοσε τα μέλη του θύματος, προσευχήθηκε και ανέστησε το νεκρό προσκυνητή παραγγέλνοντάς του να δοξάζει τον Θεό. Ο αναστημένος, σαν να είχε εγερθεί από τον ύπνο, κατάλαβε όσα έπαθε, εδόξασε τον Θεό και προσκύνησε τον Άγιο.

Μόλις ο φονιάς συνήλθε από τον τρόμο του και σηκώθηκε, του πήρε ο Άγιος τα κλεμμένα χρήματα και τα επέστρεψε στον προσκυνητή λέγοντάς του να συνεχίσει τον δρόμο του.

Έπειτα, για να ολοκληρώσει την ευεργεσία του Θεού, στράφηκε προς τον ξενοδόχο, τον έδειρε όπως του άξιζε, τον ενουθέτησε, του έδωσε συγχώρηση για το έγκλημά του προσευχόμενος γι’ αυτόν, καβάλησε το άλογό του και έγινε άφαντος. Τότε μόνο κατάλαβε ο ξενοδόχος ότι ο στρατιώτης αυτός ήταν ο Άγιος Μηνάς, γεγονός που θυμίζει την εμπειρία των δύο Αποστόλων κατά την πορεία τους προς Εμμαούς, με την συντροφιά του αναστημένου Χριστού. (Λουκά κδ’,31).

β) Η σωτηρία του υπηρέτη

Κάποιος πλούσιος χριστιανός έταξε στον Άγιο Μηνά να προσφέρει έναν ασημένιο δίσκο στο ναό του. Παρήγγειλε λοιπόν στον αργυροχόο δύο δίσκους και του ζήτησε στον μεν ένα να γράψει το όνομα του Αγίου στον δε άλλον το όνομα το δικό του. Επειδή όμως ο δίσκος ο προορισμένος για τον Άγιο έγινε λαμπρότερος και ωραιότερος, ο χριστιανός, από απληστία κινούμενος, δίχως να ντραπεί τον κράτησε για τον εαυτό του.

Ταξιδεύοντας λοιπόν στη θάλασσα, δείπνησε στο πλοίο χρησιμοποιώντας ασυλλόγιστα και χωρίς ευλάβεια τον δίσκο του Αγίου. Μετά το δείπνο ο υπηρέτης του ανευλαβούς χριστιανού προσπάθησε να πλύνει τον δίσκο στη θάλασσα με αποτέλεσμα να του πέσει στο νερό και να βυθισθεί. Τότε ο νεαρός υπηρέτης φοβήθηκε πολύ, σάστισε και, προσπαθώντας να πιάσει τον δίσκο, έπεσε κι αυτός στη θάλασσα.

Όταν ο κύριός του αντελήφθη το συμβάν, συναισθάνθηκε ότι πλήρωνε τα επίχειρα της απληστίας του και τυπτόμενος από την συνείδησή του, παρακαλούσε τον Θεό να βρει έστω το λείψανο του μικρού υπηρέτη του, τάζοντας να δώσει στο ναό του Αγίου Μηνά και τον δεύτερο δίσκο, και τα χρήματα που άξιζε ο χαμένος στη θάλασσα δίσκος. Αφού βγήκε στη στεριά περίμενε με αγωνία στην ακρογιαλιά μήπως και εκβρασθεί το πτώμα του υπηρέτη. Και ενώ παρατηρούσε τη θάλασσα, βλέπει τον μικρό να βγαίνει ζωντανός από το νερό κρατώντας στα χέρια του και τον ασημένιο δίσκο του Αγίου!

Ο πλούσιος έφριξε από το θαύμα και έβγαλε φωνή μεγάλη την οποία ακούγοντας οι επιβάτες του πλοίου βγήκαν όλοι έξω και, βλέποντας το συμβάν, ρωτούσαν τον υπηρέτη, που τους διηγήθηκε τα εξής: «Μόλις έπεσα στη θάλασσα, παρουσιάσθηκαν μπροστά μου τρεις άνθρωποι. Ο μεγαλύτερος από αυτούς φορούσε στρατιωτική στολή, ο άλλος ήταν νεαρός και ο τρίτος ήταν Διάκονος. Αυτοί οι τρεις με πήραν μαζί τους από τον βυθό και περπατώντας χθες και σήμερα, με έφεραν μέχρι εδώ».

Ο κύριος του παιδιού και οι επιβάτες του πλοίου ακούγοντας το εξαίσιο θαύμα, εδόξαζαν τον Θεό και εθαύμαζαν για τους τρόπους που χρησιμοποιεί προκειμένου οι άνθρωποι «εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθείν» (Προς Τιμόθεο Β' 3,7).

Οι τρεις που έσωσαν τον υπηρέτη ήταν ο Άγιος Μηνάς (ο στρατιωτικός), ο Άγιος Βίκτωρ (ο νεαρός) (βλέπε ίδια ημέρα) και ο Άγιος Βικέντιος (ο Διάκονος) (βλέπε ίδια ημέρα).

Οι δύο τελευταίοι Άγιοι εμαρτύρησαν την ίδια ημέρα με τον Άγιο Μηνά. Τον 2ο αι. μ.Χ.. ο Άγιος Βίκτωρ γδάρθηκε ζωντανός από τους ειδωλολάτρες και τον 3ο αι. μ. Χ. ο Άγιος Βικέντιος πέθανε έπειτα από σταύρωση και εξάρθρωση των μελών στην οποία τον υπέβαλαν οι βασανιστές του.

γ) Το θαύμα στο Ηράκλειο της Κρήτης που έγινε το 1826 μ.Χ.

Ακόμη ένα θαύμα του Αγίου Μηνά έλαβε χώρα το 1826 μ.Χ. στο Ηράκλειο της Κρήτης, πόλη στην οποία ιδιαιτέρως τιμάται ο Άγιος. Το 1821 μ.Χ., μετά την έκρηξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης εναντίον των Τούρκων, οι κατακτητές προχώρησαν σε σφαγές χιλιάδων αμάχων σε πολλές περιοχές. Από τους πρώτους που πλήρωσαν με το αίμα τους την επανάσταση ήταν και οι κάτοικοι της Κρήτης. Μεταξύ των χιλιάδων θυμάτων ήταν ο Μητροπολίτης Κρήτης, οι Επίσκοποι Χανίων, Κνωσού, Χεροννήσου, Λάμπης, Σητείας κ.α. οι οποίοι εσφάγησαν, την 24η Ιουνίου 1821 μ.Χ., στον περίβολο του Μητροπολιτικού Ναού του Ηρακλείου. Μάλιστα ο ιερουργών ιερέας εσφάγη πάνω στην Αγία Τράπεζα!

Πέντε χρόνια αργότερα, το 1826 μ.Χ., οι Τούρκοι του Ηρακλείου σχεδίαζαν να προβούν σε σφαγή των Χριστιανών, και πάλι στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά, στις 18 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα, την ώρα της Αναστάσιμης Θείας Λειτουργίας για να πιάσουν τους Χριστιανούς απροετοίμαστους. Για αντιπερισπασμό έβαλαν φωτιά σε διάφορα απομακρυσμένα σημεία της πόλης, ενώ οπλισμένα στίφη είχαν συγκεντρωθεί έξω από το ναό, περιμένοντας την ώρα της αναγνώσεως του Ευαγγελίου για να εισβάλουν και να αρχίσουν την σφαγή.

Μόλις όμως άρχισε η ανάγνωση εμφανίσθηκε ένας ασπρομάλλης ηλικιωμένος ιππέας που έτρεχε γύρω από το ναό κραδαίνοντας το ξίφος του και κυνηγώντας τους επίδοξους σφαγείς οι οποίοι τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή. Έτσι σώθηκαν οι πολύπαθοι Χριστιανοί του Ηρακλείου από τον φοβερό κίνδυνο.

Οι Τούρκοι νόμισαν ότι ο καβαλάρης ήταν μουσουλμάνος πρόκριτος απεσταλμένος από τον Διοικητή της πόλης για να ματαιώσει την σφαγή. Όταν διαμαρτυρήθηκαν στον Διοικητή, αυτός τους διαβεβαίωσε ότι δεν γνώριζε τίποτε και μάλιστα διαπιστώθηκε ότι ο συγκεκριμένος πρόκριτος δεν είχε βγει καθόλου από το σπίτι του.

Κατάλαβαν τότε οι Τούρκοι ότι επρόκειτο για θαύμα του Αγίου Μηνά, κοινοποίησαν το γεγονός στους Έλληνες και από τότε οι Mουσουλμάνοι ηυλαβούντο πολύ τον Άγιο, προσφέροντας μάλιστα και δώρα στο ναό του. Το θαύμα αυτό του Αγίου Μηνά καθιερώθηκε να τιμάται στο Ηράκλειο την Τρίτη της Διακαινησίμου, οπότε και εκτίθεται σε προσκύνηση, κατά τον εσπερινό, λείψανο του Αγίου.

δ) Το θαύμα στον πατήρ Γεώργιο

«Μεταξύ των αδικημένων Πατέρων της Εκκλησίας μας είναι και ο Οσιώτατος πατήρ Γεώργιος, ο Χατζη-Γεώργης, ο οποίος είναι ένας σύγχρονος Άγιος της εποχής μας, αλλά, μπορούμε να πούμε, και μεγάλος Άγιος, ανάλογα με την εποχή μας.», γράφει ο Γέρων Παϊσιος ο Αγιορείτης.

Ο Γέρων Χατζη-Γεώργης (1809 - 1886 μ.Χ.), «ο μέγας και περιβόητος ασκητής», ασκήτευσε στο Άγιον Όρος επί μακρό χρονικό διάστημα. Επί αρκετά χρόνια έμενε στην Κερασιά, στο μεγάλο Κελί του Αγίου Δημητρίου και Αγίου Μηνά, ως υποτακτικός του Παπα-Νεόφυτου στην αρχή και ως Γέρων της Συνοδείας από το 1848 μ.Χ. και έπειτα. «Κάποτε, ενώ ο Γέροντας ησχολείτο με το εργόχειρο, κατά λάθος κατάπιε μεγάλη βελόνα και προσευχήθηκε προς τον μεγαλομάρτυρα Μηνά.

Στάθηκε τότε ο άγιος ενώπιόν του, έβαλε το χέρι στον λαιμό του και έβγαλε την βελόνα».

ε) Το θαύμα στο Ελ Αλαμέιν το 1942 μ.Χ.

Το 1942 μ.Χ., κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι υπό τον Ρόμμελ δυνάμεις του Άξονα στην Αφρική είχαν καταφέρει να προελάσουν τόσο ώστε να είναι ορατός ο κίνδυνος να φθάσουν στην Διώρυγα του Σουέζ. Στην περιοχή του Ελ Αλαμέιν (αραβική παραφθορά του ονόματος του Αγίου Μηνά), όπου βρισκόταν τα ερείπια ναού του Αγίου Μηνά και ίσως και ο τάφος του, οι αντίπαλες δυνάμεις προετοιμάζονταν για την αποφασιστική σύγκρουση η οποία θα έκρινε το αν οι Σύμμαχοι θα κατάφερναν να παραμείνουν στην Αφρική.

Μεταξύ των συμμαχικών στρατευμάτων βρισκόταν και ελληνική στρατιωτική δύναμη, η οποία πήρε μέρος στη μάχη. Ένα από τα βράδια εκείνα, πολλοί στρατιώτες είδαν τον Άγιο Μηνά να βγαίνει από τα ερείπια του ναού του οδηγώντας ένα καραβάνι με καμήλες, όπως απεικονίζεται σε μία από τις παλαιές αγιογραφίες του ναού του, και να μπαίνει μέσα στο στρατόπεδο των εχθρικών δυνάμεων.

Η εμφάνιση αυτή κατατρόμαξε τους Γερμανούς και υπονόμευσε καίρια το ηθικό τους, πράγμα που συνέβαλε καθοριστικά στη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων.

Σε ανταπόδοση της ευεργεσίας αυτής του Αγίου παραχωρήθηκε στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ο τόπος εκείνος και ξανακτίσθηκε ο ναός καθώς και μοναστήρι του Αγίου Μηνά.


Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ


Ο Άγιος Νεκτάριος, κατά κόσμον Αναστάσιος, γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 1846 μ.Χ., στην Συληβρία της Ανατολικής Θράκης. Γεννήθηκε σε χώματα ελληνικά από ευσεβείς γονείς, τον Δημοσθένη και την Μαρία Κεφαλά, το 5ο από τα 6 παιδιά φτωχής οικογένειας.


Από μικρό παιδί η ευσεβής γιαγιά του, του έμαθε τον 50ο Ψαλμό, το «ελέησόν με ο Θεός»· και όπως λέει χαρακτηριστικά ο Συναξαριστής του βίου του, όταν έφθανε στο σημείο του Ψαλμού «διδάξω ανόμους τας οδούς Σου» το επαναλάμβανε μόνος του πολλὲς φορές. Από μικρός έφτιαχνε τεχνητούς άμβωνες και μιλούσε για το Χριστό στα παιδιά της ηλικίας του.

Αφού τελείωσε το δημοτικό και το σχολαρχείο στην πατρίδα του, με την ευχή των γονέων του, παίρνει την απόφαση να ξενιτευθεί στην Κωνσταντινούπολη, καθώς η οικογένειά του αδυνατούσε να συντηρήσει όλα τα μέλη της, και η γενέτειρά του δεν είχε σχολείο μέσης εκπαίδευσης. Ηταν μόλις 14 ετών.

Τα πρώτα χρόνια της παραμονής του στη Κωνσταντινούπολη η ζωή για το μικρό Αναστάσιο ήταν σκληρή και δύσκολη. O Αναστάσιος βρήκε εργασία σε έναν έμπορο καπνών που δεν τον πλήρωνε όπως έπρεπε, έτσι είχε μείνει με τρύπια παπούτσια και άθλια ενδύματα. Αλλά είχε πολλή πίστη στο Θεό και η προσευχή του ήταν η μόνη παρηγοριά. Όταν παρατήρησε ότι ο εργοδότης του έγραφε επιστολές και έπαιρνε απαντήσεις, ο Αναστάσιος με το παιδιάστικο μυαλό και την άδολη καρδιά του, θέλησε να γράψει και αυτός μια επιστολή, γιατί είχε πολλά να πει. Αλλά σε ποιον θα την έγραφε; Δεν γνώριζε κανένα και δεν θα μπορούσε να γράψει στη μητέρα του γιατί δεν ήθελε να την στενοχωρήσει. Και όμως αισθανόταν μεγάλη την ανάγκη να γράψει, ήθελε να γράψει για τις συνθήκες της εργασίας του και ότι χρειαζόταν χρήματα για να αγοράσει παπούτσια και ενδύματα. Η ελπίδα που είχε στο Θεό δεν τον εγκατέλειπε ποτέ και έτσι σκέφτηκε να γράψει μια επιστολή με παραλήπτη το Χριστό, να του αφηγηθεί τα προβληματά του. Πήρε το μολύβι του και έγραψε:

«Χριστούλη μου, δεν έχω παπούτσια και ρούχα. Στείλε μου τα Σε παρακαλώ. Ξέρεις πόσο Σε αγαπώ. Αναστάσιος».

Έκλεισε την επιστολή με εμπιστοσύνη και έγραψε στο φάκελο: «Προς Κύριον Ιησού Χριστό στον παράδεισο».

Στον δρόμο για το ταχυδρομείο συνάντησε τον ιδιοκτήτη ενός γειτονικού καταστήματος. Ο άνδρας τον συμπαθούσε ιδιαίτερα για τον καλό του χαρακτήρα και την αθωότητα του, γνωρίζοντας μάλιστα τι περνούσε αισθανόταν οίκτο γι' αυτόν. Όταν τον ρώτησε που πηγαίνει, ο Αναστάσιος μουρμούρισε κάτι και κούνησε την επιστολή που κρατούσε στο χέρι του. Ο έμπορος προσφέρθηκε να ταχυδρομήσει εκείνος την επιστολή και ο Αναστάσιος του την έδωσε. Ο έμπορος την πήρε και κτύπωντας ελαφρά τον Αναστάσιο στο κεφάλι του είπε να επιστρέψει πίσω και να μην ανυσηχεί. Από περιέργεια ο έμπορός έριξε μιά ματιά στον παραλήπτη. Αμέσως η περιέργειά του οξύνθηκε, άνοιξε την επιστολή και την διάβασε. Συντετριμένος από συγκίνηση, πήρε κάποια χρήματα, από την τσέπη του και κατόπιν τα έβαλε σε έναν φάκελο και τα έστειλε ανώνυμα στο αγόρι. Ο Αναστάσιος γέμισε από χαρά όταν έλαβε την επιστολή και ευχαρίστησε θερμά τον Θεό.

Μερικές ημέρες μετά από αυτό, ο εργοδότης του τον είδε που ήταν καλύτερα ντυμένος και σκέφθηκε ότι πρέπει να του είχε κλέψει χρήματα και άρχισε να τον δέρνει. Αλλά ο έμπορος που τον είχε βοηθήσει με την επιστολή, είδε τον ξυλοδαρμό από το αφεντικό του και έτσι ζήτησε από τον μικρό Αναστάσιο να δουλέψει κοντά του. H κατάσταση μεταστράφηκε. Άρχισε να εργάζεται στο επιπλοποιείο του, με αποτέλεσμα οι ώρες εργασίας να μειωθούν, να έχει χρόνο για εκκλησιασμό, να εντρυφεί στην Αγία Γραφή, να πηγαίνει σχολείο, ενώ σύντομα η οικογένεια του τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη.
 

Στην Πόλη κάθισε συνολικά 7 έτη και σε ηλικία 20 ετών την εγκατέλειψε, παρότι δεν ολοκλήρωσε την μόρφωση του, για να πάει στο Λιθί της Χίου να εργαστεί ως δάσκαλος. Όλοι όσοι τον γνωρίζαν τον θαυμάζουν και τον αγαπούν λόγω του εμφανούς ψυχικού του κάλλους και των ποικίλων αρετών του.

Εκεί αρχικά θα γνωρίσει τον μεγάλο ευεργέτη του Ιωάννη Χωρέμη, ένα εύπορο τοπικό άρχοντα, ο οποίος εξαιτίας ενός περιστατικού που είχε συμβεί κατά την μεταφορά του Αγίου από την Συληβρία προς την Κωνσταντινούπολη (ένας ανηψιός του Χωρέμη τον βοήθησε να επιβιβαστεί στο πλοίο γιατί δεν είχε χρήματα), τον έθεσε υπό την προστασία του.

Ο Άγιος Νεκτάριος όμως είχε αποφασίσει πλεόν να εξέλθει της κοσμικής ζωής. Στη Νέα Μονή της Χίου μετά από τριετή δοκιμασία, στις 7 Νοεμβρίου 1876 μ.Χ., λαμβάνει το αγγελικό σχήμα με το όνομα Λάζαρος, σε ηλικία 30 χρονών. Ένα χρόνο αργότερα στις 15 Ιανουαρίου 1877 μ.Χ. χειροτονείται διάκονος από τον μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο και μετονομάζεται σε Νεκτάριο. Ο Άγιος Νεκτάριος είχε κλίση προς το μοναχισμό, που επιθυμούσε πάνω απο όλα και όχι τόσο στον κοσμικό βίο έστω και ως κληρικός. Οι πιέσεις όμως που του ασκήθηκαν λόγω των χαρισμάτων του λόγου και της μορφώσεώς του, τελικά τον έστρεψαν προς τον κοσμικό κλήρο, αν και ποτέ δε λησμόνησε μέχρι τέλους της ζωής του, τον μοναχισμό.

Στή Χίο φοιτά στο γυμνάσιο αλλά ο μεγάλος σεισμός του 1881 μ.Χ. τον αναγκάζει να πάει στην Αθήνα, όπου ολοκληρώνει τις γυμνασιακές σπουδές του στο Βαρβάκειο, παίρνοντας απολυτήριο ως κατ’ οίκον διδαχθείς. Τον ίδιο χρόνο ταξιδεύει στην Αλεξάνδρεια, για να συναντήσει τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο.

 

 

Ο Σωφρόνιος, τριετής ήδη στον πατριαρχικό θρόνο εντυπωσιάστηκε από τον Νεκτάριο και με βάση τις πολύ καλές συστάσεις που είχε, τον έστειλε στην Αθήνα ξανά, να φοιτήσει στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Νεκτάριος εκεί διέπρεψε, και μάλιστα, πρώτευσε στο διαγωνισμό σχολικής κοσμητείας στο «Παπαδάκειο κληροδότημα», με αποτέλεσμα να κερδίσει υποτροφία σπουδών στη θεολογική σχολή, κάτι που τον ανακούφισε πολύ, καθότι ο ευεργέτης του Ιωάννης Χωρέμης είχε φύγει από τη ζωή, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Αφού έλαβε το πτυχίο του (1885 μ.Χ.), πάλι ανεχώρησε προς την Αλεξάνδρεια.

Στην Αλεξάνδρεια όλα έβαιναν καλώς για τον Νεκτάριο. Άμεσα, με την επιστροφή του, χειροτονείται Ιερέας και 5 μήνες αργότερα τοποθετείται γραμματέας του Πατριάρχη παίρνοντας το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη. Εν συνεχεία μέσα σε δύο μήνες, πείθοντας για την ρητορική του ικανότητα, ανελίχθηκε σε ιεροκήρυκα ενώ έλαβε και θέση Πατριαρχικού επιτρόπου. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ο Νεκτάριος ανήλθε στην ιεραρχία του πατριαρχείου όντας ένας πολύ έμπιστος άνθρωπος στο πλευρό του Πατριάρχη. Στις 15 Ιανουαρίου του 1889 μ.Χ. θα ανακηρυχτεί επίσκοπος Πενταπόλεως Λιβύης μετά από την κοίμηση του επισκόπου της περιοχής Νείλου. Το πρακτικό της χειροτονίας του διασώζεται μέχρι και σήμερα (Πρακτικό εκλογής κωδ.66, σελ. 394).

Με μεγάλη ταπείνωση δέχτηκε το αξίωμα της αρχιερωσύνης και είναι αξιοσημείωτο να αναφέρουμε τι έλεγε προς τον Κύριο: «Κύριε διατὶ μὲ ἀνύψωσες εἰς τοσούτον μέγα ἀξίωμα; Ἐγὼ σοῦ ἐζήτησα νά γίνω μόνον Θεολόγος κι ὄχι Μητροπολίτης. Ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας Σοῦ ἐζήτησα νά γίνω ἕνας ἁπλὸς ἐργάτης τοῦ Θείου Λόγου Σου, και Σύ, Κύριε, τώρα μὲ δοκιμάζεις μὲ τόσα πράγματα. Ἀλλ᾿ ὑποτάσσομαι, Κύριε, εἰς τὸ θέλημά Σου, και δέομαι: καλλιέργησε ἐντός μου τὴν ταπεινοφροσύνην και τὸν σπόρον τῶν λοιπῶν ἁγίων ἀρετῶν, δι᾿ ὧν τρόπων γνωρίζεις, και ἀξίωσόν με νά ζήσω πάσας τάς ἐπὶ γῆς ἡμέρας μου συμφώνως πρὸς τοὺς λόγους τοῦ μακαρίου Παύλου, ὅστις λέγει: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Και ο Κύριος εισάκουσε τη δέηση του ταπεινού Ιεράρχου. Οι αρετές του Αγίου διεδόθηκαν παντού και όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για το θησαυρό που τους χάρισε ο Θεός.

​Αυτή η ραγδαία άνοδος του Νεκταρίου, δεν πέρασε απαρατήρητη από τους υπολοίπους επισκόπους. Ο Σωφρόνιος πλησίαζε τα 90 χρόνια ζωής πλέον και η κούρσα της διαδοχής είχε ξεκινήσει. Ο λαός ο οποίος είχε ευεργετηθεί από το πολυποίκιλο έργο του Νεκταρίου (κυρίως φιλανθρωπικό αλλά και ποιμαντικό και αντιαιρετικό) επιθυμούσε την άνοδο του στον πατριαρχικό θρόνο και σε συνδυασμό με την εύνοια του Σωφρονίου καθίστατο η πρώτη επιλογή. Οι αντίπαλοί του γνωρίζοντας όλα αυτά, αποφάσισαν να τον παραμερίσουν, κατηγορώντας τον, πως ήθελε να ανατρέψει το Σωφρόνιο από τον θρόνο, αλλά και με αόριστες κατηγορίες ηθικής φύσεως. Επίσης είχαν μαζί τους και μερίδα κληρικών, οι οποίοι πίστευαν ότι η τακτική που ακολουθούσε ο Νεκτάριος ως επίσκοπος, δηλαδή λιτότητας και πενίας της εκκλησίας, θα επηρέαζε την οικονομική κατάσταση του Πατριαρχείου, το οποίο χωρίς οικονομική δύναμη θα γινόταν έρμαιο των διαφόρων πολιτικών ή εθνικών πιέσεων.

Ο Σωφρόνιος που πληροφορήθηκε τις κατηγορίες, που ισχυρίζονταν ότι έπραξε το αγαπημένο του παιδί, πείστηκε για την αλήθεια των ισχυρισμών. Αποτέλεσμα ήταν η άμεση εντολή, για παύση της ιδιότητάς του. Κάτι που ήταν εκκλησιαστικά παράνομο, καθότι σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δίκαιο έπρεπε να παρουσιαστεί ο Νεκτάριος ενώπιον συνόδου η οποία θα εξέταζε, μετά ακροάσεως του κατηγορουμένου, τις κατηγορίες.

Ο Νεκτάριος δεν θέλησε να τραβήξει το σχοινί στα άκρα και ανεχώρησε από την Αλεξάνδρεια, εν αντιθέσει με τους αντιπάλους του, οι οποίοι θέλησαν την οικονομική και ηθική εξόντωση του. Πέραν δηλαδή του ότι φρόντισαν να σπιλώσουν το όνομα του στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να εργαστεί οπουδήποτε, παρακρατούσαν και τους μισθούς του.

Ο Νεκτάριος βρέθηκε ενώπιον ακόμα μιας πολύ δύσκολης κατάστασης, όπως από μικρή ηλικία πολλές φορές είχε βρεθεί. Ο ίδιος ενοικίασε ένα μικρό δωμάτιο στα περίχωρα των Αθηνών, αλλά αδυνατούσε να πληρώσει το ενοίκιο, ενώ δεν είχε χρήματα να τραφεί. Η παράλληλη διαπόμπευσή του, ακόμα και σε κυβερνητικά κλιμάκια δυσχαίρεναν την δυνατότητα εύρεσης εργασίας. Προσπαθούσε μέσω του Αρχιεπισκόπου Γερμανού να βρει μια θέση ιεροκήρυκα. Ο ίδιος παρά την συμπάθεια που έτρεφε προς το πρόσωπό του, αδυνατούσε λόγω πιέσεων από την σύνοδο να τον βοηθήσει. Έφτασε μέχρι τον υπουργό παιδείας και εκκλησιαστικών, που όμως του διεμήνυσε, ότι λόγω του νόμου (ο Νεκτάριος δεν είχε ελληνική υπηκοότητα) αδυνατούσε να τον βοηθήσει.

Μετά από λίγο καιρό, τελικά ο Άγιος Νεκτάριος διορίστηκε ιεροκήρυκας χάρη στη βοήθεια ενός ανθρώπου ονόματι Μελά ο οποίος ήταν μέλος της κυβέρνησης και τον είχε γνωρίσει στην Αλεξάνδρεια. Μεσολαβώντας στο γραφείο του υπουργού διορίστηκε εν τέλει ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα. Η φήμη όμως που τον ακολουθούσε ακόμα παρέμενε. Πέρασε δύσκολες στιγμές καθότι υπήρχε μεγάλη καχυποψία σε βάρος του, από τις κατηγορίες που τον ακολουθούσαν. Αποτέλεσμα αυτού ήταν, άνθρωποι από την Αθήνα αλλά και ντόπιοι να τον αποδοκιμάζουν στις ομιλίες του, στιγματίζοντας τον.

Το 1891 μ.Χ., δύο έτη μετά από τις κατηγορίες που του εξαγγέλθηκαν και την απομάκρυνσή του από την Αλεξάνδρεια, στην κυβέρνηση ακόμα γίνονταν προσπάθειες για την αποπομπή του από τη θέση που κατείχε. Τότε αποκαλύφθηκε πλήρως το σχέδιο κι η πλεκτάνη που είχε στηθεί σε βάρος του. Όλα ξεκίνησαν από την αποκάλυψη ότι δεν έπαιρνε τα χρήματα που του οφείλονταν και εργαζόταν αμισθί επί της εποχής της επισκοπείας του. Επίσης παρότι παρέμενε δικαιωματικά επίσκοπος Πενταπόλεως, αφού είχε παράνομα εκδιωχθεί δεν ελάμβανε χρήματα. Εν συνεχεία καθαρίστηκε το όνομά του από κάθε είδους ανάμιξη σε σκάνδαλο ηθικού χαρακτήρος και από παντός είδους ραδιούργες προσπάθειες σε βάρος του πατριάρχη. Αυτό, ειδικά μετά την σκληρή συμπεριφορά του ποιμνίου, τον έκανε συμπαθή ενώπιον του λαού στη Χαλκίδα. Άρχισε τότε με περισσή άνεση να κηρύττει. Γρήγορα η φήμη του εξαπλώθηκε μακρύτερα από την Χαλκίδα, ενώ ο λαός έδειξε μεγάλη συμπάθεια στο πρόσωπό του, όταν χήρεψε η θέση του τοπικού επισκόπου, σχεδόν απαιτώντας την άνοδό του στο θρόνο.
 

 

Το 1892 μ.Χ. και 1893 μ.Χ. διορίστηκε ιεροκήρυκας στο νομό Λακωνίας και Φθιωτοβοιωτίας αντίστοιχα. Ο Νεκτάριος πραγματοποιούσε διαρκώς περιοδείες σε χωριά και πόλεις κηρύττοντας, την ώρα που φίλοι του προσπάθούσαν να τον μεταθέσουν στη Ριζάρειο σχολή Αθηνών. Όταν έγινε αντιληπτό άρχισαν πάλι κάποιοι ψίθυροι, οι οποίοι τελικά δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τον Νεκτάριο από το να γίνει διευθυντής της Αθηναϊκής θεολογικής σχολής της εποχής, που επί των ημερών του γνώρισε μεγάλη αίγλη.

Τον Μάρτιο του 1894 μ.Χ. διορίστηκε ως διευθυντής της σχολής. Εργάζεται με ζήλο Θεού γιά την εμφύτευση του ιερού ζήλου της ιεροσύνης στους ιεροσπουδαστές του, αλλά και την ἐπαγγελματική τους αποκατάσταση, την αναμόρφωση του αναλυτικου προγράμματος της σχολής, ακόμη και για την καλυτέρευση του φαγητού και την άθληση. Κατάφερε να χορηγούνται τέσσερις υποτροφίες κάθε χρόνο για μαθητές προερχόμενους από τη Μικρά Ασία.

Το κυριότερο είναι ότι αποτελεί για αυτούς ένα ζωντανό παράδειγμα. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στη λατρευτική ζωή και ανέδειξε ως λατρευτικό κέντρο το ναό του Αγίου Γεωργίου της Ριζαρείου και τη σχολή πνευματικό ίδρυμα προσκαλώντας επιστήμονες να δίνουν διαλέξεις. Η προσευχή του ήταν το σημαντικότερο λίπασμα για την άνθηση της σχολής.

Παράλληλα ασκούσε και λειτουργικό, κηρυκτικό, εξομολογητικὸ και φιλανθρωπικό έργο. Σχετίζεται με τον πάπα-Πλανά (βλέπε 2 Μαρτίου) και παίρνει μέρος στις αγρυπνίες στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου όπου έψαλλαν οι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης.

Οι αμφιβολίες που υπήρχαν πλέον περί του Νεκταρίου δεν ήταν τόσο για τις κατηγορίες του παρελθόντος, χωρίς όμως και να εκλείψουν, αλλά κατά πόσον αυτός ο λεγόμενος και «δεσποτοκαλόγερος», θα ήταν δυνατόν με τις παλαιές και θρησκευτικές αντιλήψεις του, να μπορέσει να πετύχει στο έργο που του ανατέθηκε, καθώς η Ριζάρειος σχολή ήταν μεν θεολογική σχολή, ήταν δε σχολή που φοιτούσαν και πολλά παιδιά ευκατάστατων Αθηναίων και άλλων αρχόντων και πολιτικών της εποχής, που δεν θα γίνονταν απαραίτητα ιερείς ή θεολόγοι, αλλά επιστήμονες. Σύντομα όμως κάμφθηκαν όλες οι αντιρρήσεις από το ρηξικέλευθο τρόπο διαπαιδαγώγησης του Νεκταρίου.

Το έργο του στη Ριζάρειο ήταν οργανωτικό, εκπαιδευτικό, συγγραφικό και παιδαγωγικό. Σύντομα οργάνωσε την σχολή με πρότυπα τα οποία αφορούσαν τον εκκλησιαστικό ορθόδοξο τρόπο σκέψης. Όμως αυτό στο οποίο ήταν αξεπέραστος ήταν η παιδαγωγική του σκέψη. Κάποτε όταν μαθητές της Ριζαρείου ήρθαν στα χέρια, ο ίδιος αντί να τους τιμωρήσει, αυτοτιμωρήθηκε, θεωρώντας εαυτόν υπαίτιο, με ασιτία 3 ημερών. Σύντομα το παράδειγμα του έγινε ανάμεσα στους τροφίμους δείκτης και η σχολή επί των ημερών του απέκτησε μεγάλη αίγλη. Άλλοτε βρέθηκε ξυπόλητος ενώπιων των μαθητών να αγορεύει, διότι εισερχόμενος στην αίθουσα είδε ένα φτωχό ο οποίος τον παρεκάλεσε, αν μπορούσε να τον βοηθήσει ώστε να αποκτήσει παπούτσια, καθότι δεν είχε. Ο Νεκτάριος αμέσως έβγαλε τα δικά του και τα παρέδωσε προς κατάπληξη των πάντων. Άλλοτε σε μια διαμάχη μεταξύ των επιστατών για το ποιος ήταν υπεύθυνος καθαριότητας των αποχωρητηρίων, ο ίδιος έλυσε τη διαφορά τους, καθαρίζοντάς τες. Τέτοια και άλλα πλείστα παραδείγματα τον ανέδειξαν και σύντομα τον έκαναν στην τότε μικρή Αθήνα ακουστό και κοσμαγάπητο.
 

 

Την ίδια εποχή επιδόθηκε σε μεγάλο συγγραφικό έργο. Πολλά έργα τα διέθεσε στο λαό και τους θεολόγους δωρεάν, επειδή αδυνατούσαν να τα αγοράσουν, λόγω της φτώχιας. Χωρίς κανένα κέρδος, με γνώμονα μόνο την ψυχική ωφέλεια, πένητας από μικρός, ασκητής και ολιγαρκής, ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για την αυτοπροβολή και το κέρδος.

Όταν τον κατηγορούσαν ουδέποτε αντιδικούσε, παρέμενε πράος και έλεγε πάντα πως ο Θεός θα δικαιώσει το δίκαιο και την αλήθεια. Ταπεινός, μοναχικός και παρόλα αυτά προσηνής, ο ήδη σεβάσμιος γέροντας Νεκτάριος έγινε παράδειγμα ανιδιοτελούς προσφοράς και αγάπης στους πονεμένους συνανθρώπους του στις δύσκολες εποχές που διένυαν. Η ταπεινοφροσύνη και το αίσθημα ευθύνης που τον διακατείχε για το έργο που επιτελούσε, καταδείχθηκε την εποχή που πέθανε ο Πατριάρχης Σωφρόνιος, όταν του ζητήθηκε να τον διαδεχθεί και ο ίδιος αρνήθηκε.

Η φτώχεια την εποχή που διετέλεσε ο Νεκτάριος διευθυντής της Ριζαρείου ήταν κανόνας και ταυτόχρονα το ηθικό των Ελλήνων, ειδικά μετά την αποτυχία, το 1897 μ.Χ. με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, βρισκόταν στο ναδίρ. Ο ίδιος όμως με την ελεημοσύνη ως όπλο και το λόγο του ευαγγελίου τόνωνε την τότε αθηναϊκή κοινωνία, η οποία προσέτρεχε συχνά στα κηρύγματά του για να πάρει την συμβουλή του. Ο ίδιος διετέλεσε διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής 14 συναπτά έτη ως και το 1908 μ.Χ., οπότε και για λόγους υγείας εγκατέλειψε τη θέση του.

Στην Αίγινα ο Άγιος Νεκτάριος εγκαταστάθηκε το 1908 μ.Χ., η ιστορία όμως της εγκατάστασης του πηγαίνει αρκετά νωρίτερα στο χρόνο. Ο Νεκτάριος ποτέ στη ζωή του, δεν απέβαλε την έντονη επιθυμία του για το μοναχικό βίο. Αυτή η επιθυμία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο κατά την επίσκεψη του στο Άγιο Όρος και την σύνδεσή του με το γέροντα Δανιήλ (βλέπε 7 Σεπτεμβρίου) το 1898 μ.Χ.
 

 

Έκτοτε έψαχνε ένα τόπο να στεγάσει ένα μοναστήρι για το τέλος της ζωής του, ένα «Εκκλησιαστικό Παρθενώνα», όπως έλεγε. Πιο έντονη και ίσως επιτακτική έγινε αυτή η ανάγκη, όταν 4 γυναίκες που ήσαν μόνες και συνδέονταν μαζί του, με σχέση πνευματικής καθοδήγησης, θέλησαν να μονάσουν υπό την εποπτεία του. Έτσι τελικά βρήκε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στην Αίγινα στη θέση Ξάντος στο οποίο και αποφάσισε να στεγάσει τις 4 μοναχές και άλλες 3 που ήδη μόναζαν στο νησί. Το μοναστήρι άρχισε να επαναλειτουργεί το 1904 μ.Χ. υπό την καθοδήγησή του, παρότι αυτός ακόμα βρισκόταν στην Ριζάρειο σχολή.

Η εμφάνισή του στην Αίγινα όμως συνδυάστηκε από δύο γεγονότα, με αποτέλεσμα να γίνει άμεσα λαοφιλής. Ο Νεκτάριος αρχικά θεράπευσε έναν δαιμονισμένο νέο κάτι που γρήγορα μαθεύτηκε. Οι χωρικοί τότε τον επισκέφτηκαν ζητώντας του να λειτουργήσει και να δεηθεί στον Θεό να βρέξει, διότι είχε 3 χρόνια να βρέξει στο νησί με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί εκτεταμένη ανομβρία και οικονομική ζημία. Ο ίδιος με σύσσωμη παρουσία των νησιωτών, λειτούργησε και την ίδια μέρα άρχισε να βρέχει. Αυτά, εκλείφθηκαν ως θεϊκά σημάδια από τους Αιγινίτες, με αποτέλεσμα να θεωρούν Άγιο τον Νεκτάριο, ακόμα και εν ζωή.

Το 1908 μ.Χ. παραιτήθηκε από σχολή για λόγους υγείας αλλά και γήρατος και αφοσιώθηκε στο μοναστήρι. Η χάρη του και η φήμη διαρκώς μεγάλωνε με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος δωρεών να κατευθύνεται στο μοναστήρι και μέσα σε 4 χρόνια επιτεύχθηκε να μεγαλώσει τόσο, ώστε να χωράει 15 μοναχές. Τα χρήματα κατευθύνονταν κυρίως στους φτωχούς του νησιού. Μεγάλο μέρος λαού και πιστών κατευθυνόταν προς το μοναστήρι, από διάφορα μέρη της Ελλάδας, για να δει ή να πάρει την ευχή του ήδη ξακουστού Νεκταρίου, κάτι που βοηθούσε και τους νησιώτες να ανασάνουν οικονομικά.

Παρότι ήταν μεγάλος σε ηλικία όταν αποσύρθηκε στην Αίγινα, δεν έπαψε ποτέ να εργάζεται είτε πνευματικά, υπέρ της εκκλησίας, είτε και χειρωνακτικά για την διεύρυνση του μοναστηριού.

Το έργο πλέον είχε χαρακτήρα ποιμαντικό, λειτουργικό, λατρευτικό, εξομολογητικό, παρηγορητικό. Στάθηκε στους ανθρώπους του νησιού σαν αδελφός, βοηθός, συμπαραστάτης, οδηγός και συνοδοιπόρος της ζωής. Τα χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του, έμελλε να είναι πολύ ταραγμένα.

Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους που έφεραν ηθική ανάταση και κάποια ευφορία οικονομική και πνευματική, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήρθε να σκιάσει την Ελλάδα. Φτώχεια, ανέχεια και όλα τα συνεπακόλουθα ενός βασανισμένου τόπου και λαού μαζί με τα σύνδρομα του φόβου και των στερήσεων εμφανίζονταν απειλητικά σε αυτά τα ταραγμένα πολιτικά χρόνια για την Ελλάδα.

Ο ίδιος όμως πάντα βοηθός, παρηγορητής, γνωρίζοντας από μικρός τις δυσκολίες του κόσμου κήρυττε την ελπίδα και το Θεό για ένα καλύτερο μέλλον, που πάντα όπως έλεγε στεκόταν κραταιός δίπλα στον πιστό λαό. Γι' αυτό και ο Άγιος Νεκτάριος για τους Αιγινίτες υπήρξε κάτι παραπάνω από ένας μοναχός που εγκαταστάθηκε στο νησί τους.

Η ποιμαντική αγωγή του ποιμνίου, μακρύτερα απο τα στενά όρια του νησιού, ήταν πάντα μέλημά του, έτσι συνέχισε το συγγραφικό του έργο, που πλέον αναγνωριζόταν τόσο από τον τύπο της εποχής για την επιστημονική εγκυρότητά του, όσο και απο μεγάλα πνευματικά ιδρύματα της εποχής.
 


Επίσης διέθετε περισσότερο χρόνο για προσευχή κάτι που αγαπούσε, ιδιαίτερα προς την Παναγία, που θεωρούσε μητέρα του, όπως έλεγε. Ποτέ παρά τον κλονισμό της υγείας του δεν έπαψε όμως να προσφέρει ακόμα και χειρονακτικά.

Μάλιστα συνεισέφερε στην ανέγερση νέων κοιτώνων της μονής, στη διάνοιξη δρόμων προς το μοναστήρι, ασχολείτο με την κηπουρική και άλλες χειρονακτικές εργασίες που πάντα τις θεωρούσε τιμή. Πάντα ανέφερε πως καμία εργασία δεν είναι ντροπή, αντιθέτως είναι ευλογία Θεού.

Οι δυσκολίες και οι πίκρες ποτέ δεν έλλειψαν. Παρότι είχαν περάσει πάνω απο 10 χρόνια απο την επαναλειτουργεία της μονής, ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος αρνείτο να αναγνωρίσει την μονή, παρά την αρχική συγκατάθεσή του. Το πρόβλημα αυτό μεγάλωνε, διότι η μονή δεν αποκτούσε νομική προσωπικότητα με αποτέλεσμα να αδυνατεί να κρατήσει τις κληρονομιές και όποια αλλα οικονομικά ωφελήματα είχε απο πιστούς με αποτέλεσμα να δυσχαιρένει το φιλανθρωπικό έργο.

Κάποιοι δηλαδή, άφηναν κληρονομιές υπέρ του μοναστηριού, που το μαναστήρι αδυνατούσε να αποδεχτεί λόγω της νομικής ανυπαρξίας του. Ο Μητροπολίτης δε, είχε δυσαρεστηθεί από την τροπή που έλαβε η εξέλιξη του μοναστηριού, με αποτέλεσμα να είναι ανένδοτος. Ο Νεκτάριος προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τον μεταπείσει, όμως μέχρι τέλους της ζωής του, δεν είδε το αίτημά του να πραγματοποιείται.

Ο Νεκτάριος αρχικά αφού τελείωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, και ο Θεόκλητος αποπέμφθηκε λόγω του αναθέματος στον Βενιζέλο μαζί με τους υπολοίπους επισκόπους, πίστεψε πως τα πράγματα ίσως εξομαλυνθούν. Η αρχική αισιοδοξία όμως διεκόπη όταν το 1918 μ.Χ. κατηγορήθηκε από μητέρα μοναχής για ανηθικότητα. Γρήγορα όμως εξετάσεις και έρευνες του εισαγγελέα Αθηνών κατέδειξαν το ψεύδος της μητέρας της κόρης, η οποία οικειοθελώς είχε προσχωρήσει στο μοναστήρι. Εξ' αιτίας αυτού του λόγου, αλλά και κληρικών οι οποίοι στο νησί τον φθονούσαν, πιστεύοντας ότι τους παίρνει όλη την «πελατεία» και τον κατηγορούσαν πισώπλατα, ουσιαστικά δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του, την αναγνώριση του Μοναστηριού. Πάντα όμως πιστός στο Ευαγγέλιο, το παράδειγμα του Χριστού, τα γραφέντα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, πίστευε απόλυτα στη δικαιοσύνη του Θεού. Ήταν πράος, ήρεμος, υπομονετικός σε όλες αυτές τις κατηγορίες και εξευτελισμούς που κατά καιρούς τον υπέβαλαν.

Το τέλος της ζωής του ήταν επίπονο. Η χρόνια ασθένεια του προστάτη, μαζί με τα περασμένα χρόνια της ηλικίας του και κακοπάθειες της ζωής τον ταλαιπωρούσαν. Ακόμα και τότε είχε σχέδια. Ήθελε να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτήριο. Τελικά δεν πρόλαβε. Το 1920 μ.Χ. εισήχθη στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών οπου διεγνώσθη καρκίνος του προστάτη.

Στις 9 Νοεμβρίου του ιδίου έτους ο Άγιος Νεκτάριος εκοιμήθη. Το τίμιο λείψανο του Αγίου ευωδίαζε και ευώδες μύρον έκβλυζε από το πρόσωπό του. Αυθημερόν μεταφέρθηκε στην Αίγινα, στο Μοναστηράκι του κι εψάλη η εξόδιος ακολουθία και ετάφη εν συρροή κλήρου και λαού. Η είδηση της κοίμησής του κλόνισε από άκρη σε άκρη την Ελλάδα.

Ο τάφος του ανοίχτηκε επανειλημμένα κατά τα επόμενα χρόνια και για είκοσι και πλέον έτη το σώμα του ήταν σώον και αδιάφθορον, εκχέον την άρρητον ευωδίαν της αγιότητος ως μυροθήκη του Αγίου Πνεύματος. Αλλ’ ύστερον διελύθη, κρίμασιν οις οίδεν ο Θεός, ως διελύθησαν πολλά αδιάφθορα λείψανα αγίων.

Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1953 μ.Χ. έγινε η ανακομιδή των χαριτόβρυτων λειψάνων του, υπό του Μητροπολίτη Ύδρας Προκοπίου, παρισταμένων και άλλων κληρικών, μοναχών και πλήθους λαού. Μια άρρητη ευωδία πλημμύρισε την περιοχή. Το 1961 μ.Χ. έγινε η επίσημος αναγνώρισις του Αγίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

“Μέγας ο Κύριος ημών και της μεγαλοσύνης Αυτού ουκ έσται πέρας, ο δοξάζων τους δοξάσαντας αυτού” ως αψευδώς επηγγήλατο. Όντως ο Άγιος Νεκτάριος είναι ο Άγιος του αιώνος μας, ο γλυκύς, ο πράος, ο ανεξίκακος, ο ταπεινός και δια τούτο έλαβε και λαμβάνει τόση χάρη από τον Κύριος της Δόξης. Ο συμπαθής Άγιος να παρέχει ενί εκάστω, εν παντί και πάντοτε την πατρική και σωστική αντίληψίν του και βοήθειαν.

Το δωμάτιο στο οποίο εκοιμήθη, έχει σήμερα μετατραπεί σε μικρό ναό στο δεύτερο όροφο του Αρεταιείου νοσοκομείου, που κοσμείται από εικόνες του Αγίου και τάματα πιστών για ανάρρωση των συγγενών τους που νοσηλεύονται στην κλινική.

Ο Άγιος Nεκτάριος θεωρείτο από τους κατοίκους του νησιού της Αίγινας εν ζωή Άγιος. Τα γεγονότα όμως που περιγράφουν οι μοναχές, ο Κωστής Σακκόπουλος, φίλοι, ιερείς, νησιώτες είναι πραγματικά αξιοθαύμαστα και εξηγούν τη σημερινή λαοφιλία. Ένα από τα πολλά καταγεγραμμένα θαύματα συνέβει όταν στο διπλανό κρεβάτι που νοσηλευόταν ο Άγιος, βρισκόταν και ένας παραπληγικός, ο οποίος αδυνατούσε να περπατήσει. Τότε ακουμπώντας την φανέλα του κεκοιμημένου Άγίου πάνω του, θεραπεύτηκε. Η φήμη αυτή μάλιστα έδωσε ελπίδα στο λαό, ειδικά σε μια περίοδο όπου το Ελληνικό όνειρο της Πόλης έγινε συντρίμμια με τη πυρπόληση της Σμύρνης.
 

 

Το συγγραφικό έργο του Αγίου Νεκταρίου

Στη λίστα που ακολουθεί μπορείτε να βρείτε τα συγγράμματα του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, με αύξοντα αριθμό, τίτλο, τόπο έκδοσης και χρονολογία έκδοσης (βάση και της οποίας τα έχουμε παραθέσει).

1. Λόγοι εκκλησιαστικοί, Αθήνα, 1884.
2. Δέκα λόγους εκκλησιαστικούς δια την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, Αλεξάνδρεια, 1885.
3. Περί των Ιερών Συνόδων και περί των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων, Αλεξάνδρεια, 1888.
4. Λόγος εκφωνηθέντας εν τω Αχιλλοπουλείω Παρθεναγωγείο κατά την Εορτήν των Τριών Ιεραρχών, Αλεξάνδρεια, 1889.
5. Σχεδίασμα περί ανεξιθρησκείας, Αλεξάνδρεια, 1890 (έργο του Ευγενίου Βουλγάρεως με σημειώσεις του Αγίου στο τέλος).
6. Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας, Αθήνα, 1892.
7. Τα παρ’ ημίν τελούμενα Ιερά Μνημόσυνα, Αθήνα, 1892.
8. Περί της εν τω κόσμω Αποκαλύψεως του Θεού, Αθήνα, 1892.
9. Υποτύπωσις περί ανθρώπου, Αθήνα, 1893.
10. Φυσική Θεολογία, Αλεξάνδρεια, 1893 (έργο του Νεοφύτου Βάμβα).
11. Χριστιανική Ηθική, Αλεξάνδρεια, 1893 (έργο του Νεοφύτου Βάμβα).
12. Περί των αποτελεσμάτων αληθούς και ψευδούς μορφώσεως, Αθήνα, 1894.
13. Περί επιμελείας ψυχής, Αθήνα, 1894.
14. Ιερών και Φιλοσοφικών Λογίων Θησαύρισμα (Τόμος Α), Αθήνα, 1895.
15. Περί των αιτίων του Σχίσματος, Αθήνα, 1895 (στο περιοδικό «Ιερός Σύνδεσμος»).
16. Ποιμαντικές Ομιλίες, Αθήνα, 1895 (στο περιοδικό «Ιερός Σύνδεσμος»).
17. Ιερών και Φιλοσοφικών Λογίων Θησαύρισμα (Τόμος Β), Αθήνα, 1896.
18. Επικαί και ελεγειακαί γνώμαι μικρών Ελλήνων ποιητών, Αθήνα, 1896.
19. Μάθημα Χριστιανικής Ηθικής, Αθήνα, 1897.
20. Μάθημα Ποιμαντικής, Αθήνα, 1898.
21. Ορθόδοξον Ιεράν Κατήχησιν, Αθήνα, 1899.
22. Χριστολογία, Αθήνα, 1900.
23. Μελέτην περί της αθανασίας της ψυχής και περί των Ιερών Μνημοσυνών, Αθήνα, 1901.
24. Περί της Μητρός του Κυρίου, Αθήνα, 1902 (στο περιοδικό «Αναμόρφωσις»).
25. Περί των αγίων του Θεού, Αθήνα, 1902 (στο περιοδικό «Αναμόρφωσις»).
26. Περί των αγίων εικόνων, Αθήνα, 1902 (στο περιοδικό «Αναμόρφωσις»).
27. Περί της Ιεράς Παραδόσεως, Αθήνα, 1902 (στο περιοδικό «Αναμόρφωσις»).
28. Περί Εκκλησίας, Αθήνα, 1902 (στο περιοδικό «Αναμόρφωσις»).
29. Ευαγγελική Ιστορία δι’ αρμονίας των Ιερών Ευαγγελιστών, Αθήνα, 1903.
30. Κατανυκτικόν Προσευχητάριον, Αθήνα, 1904.
31. Γνώθι σαυτόν, ήτοι μελέται θρησκευτικαί και ηθικαί, Αθήνα, 1904.
32. Μελέτην περί της Μητρός του Κυρίου, της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, Αθήνα, 1904.
33. Μελέτην περί Μετανοίας και εξομολογήσεως, Αθήνα, 1904.
34. Μελέτην περί του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, Αθήνα, 1904.
35. Μελέτην περί των αγίων του Θεού, Αθήνα, 1904.
36. Θεοτοκάριον μικρόν, Αθήνα, 1905.
37. Πανδέκτης των Θεοπνεύστων Αγίων Γραφών, Αθήνα, 1906.
38. Περί όρκου, Αθήνα, 1906 (στο περιοδικό «Ιερός Σύνδεσμος»).
39. Ιερατικόν Εγκόλπιον, Αθήνα, 1907.
40. Θεοτοκάριον, Αθήνα, 1907.
41.Ψαλτήριον του προφητάνακτος Δαυίδ, εντεταμένον εις μέτρα κατά την τονικήν βάσιν μετά ερμηνευτικών σημειώσεων, Αθήνα, 1908.
42.Τριαδικόν, ήτοι Ωδαί και Ύμνοι προς τον εν Τριάδι Θεόν, Αίγινα, 1909.
43.Κεκραγάριον, Αίγινα, 1910.
44. Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του Σχίσματος, της διαιωνίσεως αυτού και περί του δυνατού ή του αδυνάτου της ενώσεως των δύο Εκκλησιών, της Ανατολικής και Δυτικής (Τόμος Α), Αίγινα, 1911.
45. Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του Σχίσματος, της διαιωνίσεως αυτού και περί του δυνατού ή του αδυνάτου της ενώσεως των δύο Εκκλησιών, της Ανατολικής και Δυτικής (Τόμος Β), Αίγινα, 1912.
46. Περί της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, Αίγινα, 1913.
47. Περί της Ιεράς Παραδόσεως, Αίγινα, 1913.
48. Ιστορικήν μελέτην περί του Τιμίου Σταυρού, Αίγινα, 1914.
49. Προσευχητάριον κατανυκτικόν, Αίγινα, 1914.
50. Μελέτας περί των Θείων Μυστηρίων, Αίγινα, 1915.
51. Περί Εκκλησίας, 1920 (εκδόθηκε από την Ριζάρειο).
52. Χριστιανικήν Ηθικής της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, 1955 (εκδόθηκε από τον Αρχιμανδρίτη Τίτο Ματθαιάκη).
53. Περί Μεσαίωνος και του Βυζαντινού Ελληνισμού (Εκδόσεις Πελασγός, 1994).

Ακολουθεί λίστα με συγγράμματα του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, για τα οποία αν και γνωρίζουμε την ύπαρξη τους, δεν γνωρίζουμε αν εκδόθηκαν ποτέ.

1. Μελέτη περί των αγίων λειψάνων.
2. Περί κήρου μελίσσης και ελαίου ως προσφοράς και περί θυμιάματος.
3. Περί της αφιερώσεως των Θεώ οσίων παρθένων και περί μονών και μοναχικού βίου.
4. Εορτολόγια της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας (2 τόμοι).
5. Νέον Τριαδικόν.
6. Περί Ελληνισμού.
7. Νέον Πασχάλιον αιώνιον.
8. Ερμηνεία των Πράξεων των Αποστόλων.
9. Περί της εν πνεύματι και αλήθεια λατρείας.
10. Ιερά Λειτουργική.
11. Κεφάλαια πέντε περί των λειτουργικών βιβλίων.
12. Η Θεία Λειτουργία του Αγίου και ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου.
13. Ιστορίας Εκκλησιαστικής μυστική θεωρία.
14. Εγκυκλοπαιδεία της φιλοσοφίας.

ΠΗΓΗ
15. Χρηστομάθεια.



Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ


Ο κόσμος των Αγγέλων 
(Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Καραμούζη)


Η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση φιλοξενούν πολυάριθμες μαρτυρίες σχετικά με την ύπαρξη και τη δράση των αγγέλων. Μετά από τη πτώση των πρωτοπλάστων άγγελοι φυλάσσουν το Παράδεισο, άγγελοι διδάσκουν στον Αδάμ τον τρόπο καλλιέργειας της γης, ενώ άγγελοι εμφανίζονται στον Αβραάμ, το Λωτ, κατά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο και σε πολλούς από τους προφήτες. Στο κείμενο της Καινής Διαθήκης οι άγγελοι μνημονεύονται σε πολλά χωρία, εκ των οποίων τα ενδεικτικότερα είναι κατά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και καθ΄ όλη τη πορεία του Ιησού από τη Γέννηση μέχρι και την Ανάληψή του.
Δημιουργία και σκοπός ύπαρξης των αγγέλων
Οι άγγελοι δημιουργήθηκαν πριν από τον υλικό κόσμο, αφού στο βιβλίο της Π.Δ. «Ιώβ» παρουσιάζεται ο Θεός να μιλά και να ομολογεί ότι μόλις δημιούργησε τα άστρα, όλοι οι άγγελοι τον ύμνησαν με δοξολογίες.
Ενώ και ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει ότι πριν τη δημιουργία του υλικού κόσμου υπήρχε υπέρχρονη και πρεσβύτερη κατάσταση, που είναι ο κόσμος των αγγέλων.
Ο τρόπος με τον οποίο δημιουργήθηκαν από το Θεό δεν μας είναι γνωστός. Ωστόσο μπορούμε να λάβουμε μία εικόνα γι΄ αυτόν μέσα από την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος λέγει ότι οι αγγελικές δυνάμεις δημιουργήθηκαν μόλις ο Θεός συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας τους. Δηλαδή η απόφαση του Θεού να δημιουργήσει τον αγγελικό κόσμο, σήμανε ταυτόχρονα και τη δημιουργία του.

Ο σκοπός της δημιουργίας των αγγέλων δεν έχει να κάνει με κάποια ανάγκη του Θεού. Δεν είναι δυνατό ο υλικός ή ακόμη και αυτός ο πνευματικός κόσμος να μπορεί να προσφέρει κάτι επιπλέον στη δόξα του Θεού. Ο σκοπός της δημιουργίας των αγγέλων φανερώνεται από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος λέγει ότι ο Θεός τους έδωσε ύπαρξη και ζωή γι΄ αυτούς τους ίδιους, με κίνητρο την «εκστατική» του αγάπη και αγαθότητα και με σκοπό να συμμεριστούν ως λογικά όντα τη μακαριότητά του. Μετέχουν στη Θεία μακαριότητα και τρέφονται με τη διαρκή θέα του προσώπου του Θεού. Ωστόσο αυτή η συμμετοχή στη θεία μακαριότητα ωθεί τις αγγελικές δυνάμεις σε μία συνεχή ανοδική πορεία, σε μία πορεία προς τη πνευματική τελειότητα.

 
  
Φύση και Χαρακτηριστικά των αγγέλων

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός προσπαθώντας να δώσει έναν ορισμό περί των αγγέλων λέγει ότι είναι φύσεις νοερές, αεικίνητες, αυτεξούσιες, ασώματες. Υπηρετούν το θεό και είναι κατά χάριν αθάνατες. Η φύση των αγγέλων είναι πνευματική. Επειδή όμως απολύτως άϋλος και ασώματος νοείται μόνο ο θεός, γι΄ αυτό το αγγελικό σώμα νοείται ως αιθέριο, πυροειδές, ταχύτατο και πολύ λεπτότερο από τη γνωστή μας ύλη.
Οι άγγελοι ως προς τη προαίρεση είναι ελεύθεροι και τρεπτοί, έχοντας δυνατότητα να προκόπτουν στο αγαθό, αλλά και να τρέπονται στο κακό. Οι νοερές δυνάμεις διαθέτουν σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά νου και λόγο, δίχως όμως «πνεύμα ζωοποιό» επειδή δεν έχουν σώμα. Γι΄ αυτό δεν συνάγουν τη θεία γνώση μέσα από τις αισθήσεις ή από αναλύσεις λογισμών, αλλά μένοντας καθαροί από κάθε υλικό στοιχείο συλλαμβάνουν τα νοητά νοερώς και αϋλως. Παρ΄ όλη τη καθαρότητα και απλότητα της αγγελικής φύσης, οι άγγελοι είναι δεκτικοί της κακίας. Έτσι μπορούν να επιλέξουν τη συνεχή προαγωγή στην άνωθεν Γνώση και τη κοινωνία της Αγάπης ή την άρνηση αυτής της Αγαθότητας. Αποτέλεσμα της ελευθερίας τους είναι και η πτώση του τάγματος του Εωσφόρου. Αυτό το αγγελικό τάγμα δεν αρκέστηκε στη θαυμαστή λαμπρότητά του, αρνήθηκε την ιεραρχημένη πρόοδο της θείας γνώσης και θέλησε τη πλήρη και άμεση εξομοίωσή του με το Θεό. Γι΄ αυτό το λόγο ηθελημένα δόθηκε στη κακία, στερήθηκε την αληθινή ζωή, την οποία μόνο του (το τάγμα των δαιμόνων) αρνήθηκε. Κατ΄ αυτό τον τρόπο έγιναν πνεύματα νεκρά αφού απέβαλαν την αληθινή ζωή και δεν αισθάνονται κόρο από την ορμή τους προς τη κακία προσθέτοντας με άθλιο τρόπο διαρκώς κακία επάνω στην ήδη υπάρχουσα.
Οι άγγελοι όμως που δεν ακολούθησαν τον Εωσφόρο στην αποστασία του, απέκτησαν το χάρισμα της τέλειας ατρεψίας και ακινησίας προς το κακό. Αυτό συνέβη με την ενανθρώπηση, τη σταυρική θυσία και την ανάσταση του Χριστού, αφού έμαθαν ότι ο δρόμος που οδηγεί στην ομοίωση με το Θεό δεν είναι η έπαρση, αλλά η ταπείνωση.
Η ακινησία των αγγέλων προς το κακό δεν σημαίνει ότι εξαφανίζεται το αυτεξούσιό τους, αλλά ότι εξαγιάζεται με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Οι άγγελοι έχουν μεγαλύτερες και ανώτερες γνωστικές ικανότητες από τους ανθρώπους. Βέβαια δεν είναι ούτε παντογνώστες, ούτε παντοδύναμοι όπως ο Θεός.
Δεν προγνωρίζουν τα μέλλοντα, παρά μόνο αν τους τα αποκαλύψει ο Θεός, ούτε γνωρίζουν τι ακριβώς κρύβεται στη καρδιά κάθε ανθρώπου. Δεν γνωρίζουν πότε θα γίνει η συντέλεια του κόσμου και η Δευτέρα παρουσία του Χριστού. Η μετακίνησή τους γίνεται ταχύτατα, αλλά δεν είναι πανταχού παρόντες. Κάθε φορά βρίσκονται σε συγκεκριμένο τόπο, δίχως να γνωρίζουν το τι συμβαίνει αλλού.
Δεν έχουν φύλο, γιατί η φύση τους είναι πνευματική, ενώ δεν χρειάζονται τροφή για να ζήσουν, ή ανάπαυση για να ξεκουραστούν, αλλά ούτε πεθαίνουν και ούτε πολλαπλασιάζονται. Η αθανασία τους δεν πηγάζει από τη φύση τους, αλλά επειδή μετέχουν «κατά χάριν» στην αγιότητα του Θεού.

 


Διάταξη των αγγέλων

Ο αριθμός των αγγελικών όντων είναι ανυπολόγιστος και απροσμέτρητος. Ο ίδιος ο Ιησούς ομιλεί στη Γεσθημανή για περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων, ενώ ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μαρτυρεί ότι είδε και άκουσε γύρω από το Θεϊκό θρόνο χορωδία από μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων αγγέλων.
Όλοι αυτοί οι αναρίθμητοι άγγελοι είναι οργανωμένοι σε τάγματα ή αλλιώς σε τάξεις. Συγκεντρώνοντας τις αναφορές σε αυτό το θέμα του Προφήτη Ησαϊα, του προφήτη Ιεζεκιήλ, του αποστόλου Παύλου, του αγίου Διονυσίου του αρεοπαγίτη και του Οσίου Νικήτα Στηθάτου, μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής:
Τα τάγματα των αγγέλων είναι εννέα, τα οποία ταξινομούνται σε τρεις τρίχορες ιεραρχίες ή ταξιαρχίες, κατά τον ακόλουθο τρόπο: Σεραφείμ, Χερουβείμ, Θρόνοι - Κυριότητες, Δυνάμεις, Εξουσίες - Αρχές, Αρχάγγελοι, Άγγελοι.
Ιδίωμα της πρώτης ιεραρχίας είναι η πύρινη σοφία και η γνώση των ουρανίων, ενώ έργο τους ο θεοπρεπής ύμνος του «γελ». Η δεύτερη ιεραρχία έχει ως ιδίωμα τη διευθέτηση των μεγάλων πραγμάτων και την διενέργεια των θαυμάτων, ενώ έργο τους είναι ο τρισάγιος ύμνος «Άγιος, Άγιος, Άγιος». Τέλος ιδίωμα της τρίτης ιεραρχίας είναι να εκτελούν θείες υπηρεσίες και έργο τους αποτελεί ο ύμνος «Αλληλούϊα».
Πέρα από τα ονόματα των εννέα τάξεων, η Αγία Γραφή μας φανερώνει και τα προσωπικά ονόματα ορισμένων αγγέλων. Γνωρίζουμε το Γαβριήλ, που σημαίνει «ήρωας του Θεού», από την εμφάνισή του στο προφήτη Δανιήλ, στο προφήτη Ζαχαρία και στη Θεοτόκο. Γνωρίζουμε το Μιχαήλ, που σημαίνει «τις ως ο Θεός ημών», ενώ εμφανίζεται πολλές φορές στη Παλαιά Διαθήκη. Ο Ραφαήλ είναι ο τρίτος άγγελος που γνωρίζουμε, το όνομά του σημαίνει «ο Κύριος θεραπεύει» και εμφανίζεται στον Τωβίτ μεταφέροντας τις ανθρώπινες προσευχές στο θρόνο του Θεού. Τέλος γνωστός από την εβραϊκή παράδοση είναι και ο Ουριήλ.



 

Έργο των αγγέλων

Οι άγγελοι πραγματοποιούν τριπλό έργο. Πρώτα απ΄ όλα δοξολογούν ακατάπαυστα το Θεό. Αυτή η δοξολογία δεν τους έχει επιβληθεί ως εντολή, αλλά είναι τελείως αυθόρμητη, που ξεπηγάζει από τους ίδιους, όταν αντικρύζουν το κάλλος του Θεϊκού προσώπου και τα μεγαλεία της δημιουργίας του. Τη νύχτα των Χριστουγέννων π.χ. εμφανίσθηκε πλήθος στρατιάς ουρανίου που αινούσε το Θεό για το γεγονός της θείας ενσαρκώσεως.
Το δεύτερο έργο τους είναι η διακονία στη Θεία Οικονομία. Νιώθουν τόση αγάπη και ευγνωμοσύνη προς το Πλάστη τους και σφοδρή επιθυμία για τη δική τους πρόοδο, ώστε να διακονούν τα μυστήρια της Θείας Οικονομίας. Τα αγγελικά τάγματα μεταδίδουν ιεραρχικά το φωτισμό και τη γνώση το ένα στο άλλο. Τις αποκαλύψεις του Θεού τις διδάσκουν οι ανώτερες τάξεις στις κατώτερες και όταν επιτρέψει ο Θεός να αποκαλυφθεί κάποιο μυστήριο σε νου αγίου ανθρώπου, αυτό θα γίνει ιεραρχικά.
Το τρίτο έργο των αγγελικών δυνάμεων αφορά τη σωτηρία των ανθρώπων. Με αυτό επιφορτίσθηκαν μετά την δημιουργία του ανθρώπου και το επιτελούν με ιδιαίτερη προθυμία και χαρά, αφού κάθε φορά που μετανοεί ένας άνθρωπος για τις αμαρτίες του, πανηγυρίζουν και χαίρονται στον ουρανό.
Στο αρχαιότατο έργο «ποιμήν» του Ερμά, γίνεται λόγος για τον προσωπικό φύλακα άγγελο κάθε ανθρώπου. Αυτός μάλιστα είναι τρυφερός, σεμνός, πράος, διδάσκει στην ανθρώπινη καρδιά τη δικαιοσύνη και το δρόμο προς το αγαθό. Και άλλοι πατέρες της εκκλησίας μας διδάσκουν ότι απαραίτητη προϋπόθεση παραμονής του φύλακα αγγέλου δίπλα στον άνθρωπο, είναι ο άγιος βίος, διαφορετικά απομακρύνεται εξ΄ αιτίας των πονηρών και αμαρτωλών έργων. Ο άγγελος αυτός παρηγορεί στις θλίψεις, βοηθά στους πόνους, συμπάσχει με τον άνθρωπο, τον οδηγεί στη μετάνοια και τον προστατεύει από ορατούς και αόρατους εχθρούς.
Εκτός όμως από το φύλακα άγγελο του κάθε ανθρώπου, υπάρχουν και οι φύλακες άγγελοι των εθνών, των πόλεων και των κατά τόπους εκκλησιών. Στη Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο του Δευτερονομίου ο Θεός διαμοιράζει τα έθνη και τοποθετεί τα όρια των εθνών σύμφωνα με τον αριθμό των αγγέλων του. Έπειτα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατηρεί ότι ο Θεός έχει εγκαταστήσει σε κάθε πόλη στρατόπεδα αγγέλων που αναχαιτίζουν τις επιθέσεις των δαιμόνων. Ενώ τέλος ο άγιος Ιππόλυτος είναι ιδιαίτερα σαφής, όταν παρομοιάζει την εκκλησία με πλοίο που έχει ναύτες τους αγγέλους.

 

 
Τιμή των αγγέλων

Η ορθόδοξη εκκλησία τιμούσε πάντοτε τους αγγέλους. Η δε τιμητική τους προσκύνηση διακηρύχθηκε επίσημα από τη Ζ΄ οικουμενική σύνοδο σε αντιδιαστολή προς τη λατρεία που αφορά μόνο το πρόσωπο του Θεού.
Στον εβδομαδιαίο λειτουργικό κύκλο των ακολουθιών, η Δευτέρα αφιερώνεται στις αγγελικές δυνάμεις. Δύο παρακλητικοί κανόνες αφορούν το φύλακα άγγελο και τις επουράνιες Δυνάμεις.
Ο ετήσιος λειτουργικός κύκλος σηματοδοτείται από έξι εορτές αφιερωμένες στον αγγελικό κόσμο, με κυρίαρχη εκείνη της 8ης Νοεμβρίου, κατά την οποία εορτάζεται η σύναξη των αγγέλων υπό τον αρχάγγελο Μιχαήλ ως αντίσταση κατά της αποστασίας του Εωσφόρου.
Αλλά η κατεξοχήν τιμή των αγγέλων γίνεται στη Θεία Λειτουργία. Εκεί, ο λαός του Θεού στη γη και οι στρατιές του ουρανού με ένα στόμα, σε μία κοινή λειτουργική σύναξη προσφέρουν στο Θεό δοξολογία. Μαζί με τους ιερείς συνέρχονται στο θυσιαστήριο και συλλειτουργούν τη θεϊκή αγαθότητα. Μαζί κυκλώνουν την αγία Τράπεζα και τα τίμια δώρα, διά χειρός αγγέλου αναφέρονται εις οσμήν ευωδίας πνευματικής στο υπερουράνιο και νοερό θυσιαστήριο.
Ωστόσο, εκείνοι που τιμούν ιδιαίτερα τους αγγέλους είναι οι μοναχοί. Μέσα από την διαρκή προσευχή τους, την υπεράνθρωπη άσκησή τους, αγωνίζονται να ομοιάσουν στους αγγέλους και να αναπληρώσουν το εκπεσόν τάγμα των δαιμόνων. Γι΄ αυτό και η ακολουθία της μοναχικής κουράς φέρει το όνομα: «Ακολουθία του μεγάλου και αγγελικού Σχήματος».