Προσωπικότητα φωτεινή, μορφή οδηγητική, αληθινός κολοσσός αρετής και φυσιογνωμία
παγκόσμια είναι της Τριμυθούντος ο επίσκοπος, ο άγιος Σπυρίδων. Η εξηγιασμένη
ζωή του πολλά μπορεί να δώσει και να διδάξει και σήμερα στον καθένα, που
απροκατάληπτα θα θελήσει να σκύψει και να μελετήσει τη θαυμαστή ζωή
του.
Γι' αυτόν κι οι γραμμές που ακολουθούν.
Ανήκει στην ιερή φάλαγγα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων.
Γι' αυτόν κι οι γραμμές που ακολουθούν.
Ανήκει στην ιερή φάλαγγα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων.
Γεννήθηκε το 270 μ.Χ. κι έζησε στα
χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (306-337) και του γιου του Κωνστάντιου (337-361).
Γενέθλια πατρίδα του ο άγιος Σπυρίδων
είχε όχι την Τριμυθούντα της Κύπρου, όπως γράφουν πολλοί και που σήμερα είναι
ένα μικρό χωριό με το όνομα Τρεμετουσιά, αλλά τη γειτονική της κωμόπολη Άσσια.
Αυτό μας λέγει ο άγιος Τριφύλλιος,
πρώτος επίσκοπος της Λευκωσίας και μαθητής του αγίου Σπυρίδωνος. «Ούτος ούν ο
Άγιος Σπυρίδων αγροίκος μεν ην ειπείν κατά την ανατροφήν, εν χωρίω Ασκία
καλουμένω γεννηθείς εις την Κυπρίων επαρχίαν». Το χωριό Ασκία (πιο σωστά Άσκια)
είναι η γνωστή κωμόπολη της Άσσιας, που είναι κοντά στην Τριμυθούντα. «Αγροίκος»
σημαίνει άνθρωπος απλοϊκός, άνθρωπος που δεν σπούδασε, δεν έμαθε να γράφει και
να διαβάζει καλά.
Άνθρωπος, όπως λέμε εμείς σήμερα του
βουνού και του κάμπου. Άνθρωπος της υπαίθρου, Και τέτοιος πραγματικά ήταν ο
άγιος μας. Τέτοιοι ήσαν και οι γονείς του. Άνθρωποι αγρότες, φτωχοί, αλλά πολύ
ενάρετοι και πιστοί. Γι' αυτό και το παιδί τους το ανέθρεψαν με προσοχή και φόβο
θεού. Το ανέθρεψαν, όπως λέγει κι ο θείος Παύλος για τον μαθητή του Τιμόθεο, ότι
τον ανέθρεψε η γιαγιά του Λωΐδα κι η μητέρα του Ευνίκη «εν παιδεία και νουθεσία
Κυρίου».
Μόρφωση και ζωή
Γράμματα ο άγιος δεν έμαθε πολλά. Ούτε φοίτησε σε ανώτερες Σχολές, όπως οι άλλοι μεγάλοι ιεράρχες της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή όμως, το βιβλίο του θεού, ήταν ο καθημερινός κι αχώριστος σύντροφος του. Όπου πήγαινε, μαζί του την έπαιρνε. Μαζί του στο σπίτι. Μαζί του κι όταν οδηγούσε τα πρόβατα στη βοσκή, γιατί ήταν βοσκός. Μέσα στο σακκίδιό του, τη γνωστή κυπριακή βούρκα στην οποία είχε βαλμένο το λιτό του γεύμα, είχε και το Ευαγγέλιο του. Πόσο συγκινητική, μα κι άξιομίμητη αλήθεια ήταν τούτη η συνήθεια του! Να την εξάρουμε; Μιλάει μόνη της. Τούτο προσθέτουμε:
Εκεί στον κάμπο τον πλατύ, όταν τα πρόβατα βοσκάνε, ο Σπυρίδων καθισμένος κάτω από τον ίσκιο κάποιου δένδρου ή πάνω σε κάποιο ψήλωμα μελετούσε μ' ευφροσύνη τα λόγια του Θεού και σαν τον Δαβίδ έψαλλε και δοξολογούσε τα μεγαλεία του. Πολλές φορές ακόμη καλούσε κοντά του τους άλλους βοσκούς και με στοργή κι αγάπη παραδειγματική τους δίδασκε του Θεού τον νόμο, κι αγωνιζόταν ώρες να οδηγήσει τις ψυχές τους στα χλοερά λιβάδια της χριστιανικής πίστης.
Από τα πρώτα του βήματα το λουλούδι αυτό του Ουρανού και όργανο του Αγίου Πνεύματος φρόντιζε να σκορπίσει παντού της Ορθοδοξίας τα αρώματα. Κάθε μέρα που περνούσε, ο ζήλος του για τη σωτηρία των γύρω του, μα κι η αγάπη κι η ταπείνωση του τον ανέβαζε και σε ψηλότερες βαθμίδες αρετής και ηθικής τελειώσεως. Και γινόταν για τις δύσκολες ήμερες της εποχής του, εποχής σκληρών διωγμών και ειδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους και χριστιανικής ομολογίας. Στόν διωγμό, που εξαπέλυσε ενάντια στους χριστιανούς ο Μαξιμίνος (308-313) συνελήφθη κι ο ιερός Σπυρίδων. Ο φλογερός κι υπέρμαχος της χριστιανικής αλήθειας του Θεού επίσκοπος δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Τα βασανιστήρια πολλά. Σ' ένα απ' αυτά όπως μας λέγει κάποιος συναξαριστής, είχε εξαρθρωθεί και το πόδι του κι είχε βλαβεί και το ένα του μάτι.
Τους παλμούς της καρδιάς του και την αγάπη του όμως στον Χριστό τίποτα δεν μπόρεσε να μειώσει. Μια ευφροσύνη πλημμύριζε ολόκληρο το είναι του, σαν σκεφτόταν ότι έπασχε για την πίστη του στον Σωτήρα Χριστό. «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς». (Ρωμ. η', 18), έλεγε κι επαναλάμβανε από μέσα του, σαν δεχόταν τα ραπίσματα και τους άλλους εξευτελισμούς.
Ο άγιος δημιουργεί οικογένεια
Μα και στις ημέρες της ευτυχίας και της οικογενειακής θαλπωρής που απολάμβανε μετά την απελευθέρωση του, που έγινε πιθανόν ύστερα από την κυκλοφορία του διατάγματος των Μεδιολάνων, η φλόγα της πίστεως Του στον Χριστό έμεινε αμείωτη κι η αγάπη του πάντα υποδειγματική.
Είπα στις ήμερες της οικογενειακής θαλπωρής, γιατί νέος ο άγιος μας, κατόπιν πιέσεως των γονιών του δημιούργησε οικογένεια. Δυστυχώς όμως πολύ νωρίς έχασε την προσφιλή του σύντροφο. Την κάλεσε ο Κύριος κοντά του. Έτσι ο Σπυρίδων έμεινε μόνος με συντροφιά τη χαριτωμένη κόρη του, την Ειρήνη του. Ο πόνος υπήρξε μεγάλος. Όμως, ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τα λόγια του πολύαθλου Ιώβ ήταν πάντα στο στόμα του. «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλατο. Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας» (Ιώβ α', 21). Παρηγοριά στή θλίψη του βρήκε πάλι στά λόγια του Θεού. Γιατί μόνο τα λόγια του Θεού τις στιγμές αυτές είναι ικανά να ξεκουράσουν ψυχικά τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν στη σωτηρία.
Η πανθομολογούμενη από όλους ευσέβεια κι αρετή του κατέστησε τον άγιο σεβαστό κι αγαπητό, όχι μονάχα στην πόλη του, μα και στα γύρω χωριά. Σ' αυτόν έβρισκαν καταφύγιο οι δυστυχισμένοι. Αυτόν είχαν προστάτη οι πονεμένοι. Αυτόν έβλεπαν πατέρα τα ορφανά. Σε κάθε ανάγκη σ' αυτόν κατέφευγαν όλοι, γιατί στό πρόσωπο του ήταν βέβαιοι πώς θα βρίσκανε αυτό που ήθελαν, αυτό που ποθούσαν. Την παρηγοριά και την ανακούφιση.
Ο Σπυρίδων ποιμένας ψυχών
Έτσι, όταν κάποτε πέθανε ο ιερέας του τόπου εκείνου, μικροί και μεγάλοι μ' ένα στόμα τον Σπυρίδωνα κάλεσαν και τον έπεισαν να χειροτονηθεί ποιμένας των ψυχών τους. Αργότερα κλήρος και λαός με τις παρακλήσεις τους πάλι ανέδειξαν τον άγιο πρώτο επίσκοπο της Τριμυθούντος. Και τη θέση αυτή τίμησε και δόξασε όσο κανένας άλλος ο απλοϊκός βοσκός. Την τίμησε και την δόξασε, γιατί ήταν ο πράος και ταπεινός. Τα λόγια του θείου Διδασκάλου «μάθετε απ' εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. ία' 29) ήταν γι' αυτόν σύνθημα ζωής, ήταν καθημερινό βίωμα.
Ο Σπυρίδων ήταν ακόμη η προσωποποίηση της αγάπης και καλωσύνης. Η πόρτα του σπιτιού του ήταν πάντα ανοιχτή για κάθε ξένο και περαστικό, και για κάθε οδοιπόρο. Τα λόγια του θείου Παύλου «την φιλοξενίαν διώκετε» ήταν γι' αυτόν τρόπος ζωής. Ο άγιος αγαπούσε τον κάθε άνθρωπο. Όποιος ερχόταν σπίτι του έπρεπε να καθήσει να ξεκουρασθεί, να διανυκτερεύσει, να φάει και να πιεί. Πολλές φορές ο ίδιος ο επίσκοπος μιμούμενος τον Κύριο έφερνε νερό και έπλενε με αγάπη τα πόδια των κουρασμένων στρατοκόπων για να τους ξεκουράσει. Σέ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του ο ταπεινός και πράος εκπρόσωπος της νέας πίστεως ήταν ο γνήσιος ακόλουθος Εκείνου, που ήταν και είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή». Η αγιότητα του υπήρξε θαυμαστή. Γι' αυτό κι ο Πανάγαθος Θεός πλούσια τον αντάμειψε από τον καιρό που ήταν ακόμη στη ζωή. Άπειρα είναι τα θαύματα που έκαμε με τη βοήθεια του Χριστού. Θαύματα μεγάλα, αναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια η Εκκλησία του έδωκε την προσωνυμία του θαυματουργού. Μερικά από τα θαύματα θα αναφερθούν κι εδώ. Αξίζει να δούμε και να γνωρίσουμε όλοι οι χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ο Κύριος εκείνους, που με σταθερότητα κι ειλικρίνεια αληθινή του δίδουν την καρδιά τους.
Θαύματα
1. Κάποτε η Κύπρος υπέφερε από ανομβρία. Πείνα μεγάλη κι αρρώστιες πολλές μάστιζαν κυριολεκτικά τον δυστυχισμένο τόπο. Πολλοί πέθαιναν κάθε μέρα. Η κατάσταση ήταν τραγική. Ένας Ηλίας ή κάποιος άλλος όμοιος του χρειαζόταν τις στιγμές εκείνες, για να ανοίξει τους καταρράκτες του ουρανού. Και σαν τέτοιος βρέθηκε ο άγιος μας. Ο πόνος του λαού του τον έσπρωξε σε θαθιά και κατανυκτική προσευχή. Το αποτέλεσμα υπήρξε άμεσο. Βροχές πολλές κι ευεργετικές άρχισαν να πέφτουν σ' όλο τον τόπο. Κι όταν αυτές συνεχιζόντουσαν με κίνδυνο το κακό να γίνει μεγαλύτερο παρά την ανομβρία, τότε και πάλι οι προσευχές του αγίου τις σταμάτησαν. Το πονεμένο νησί ανέπνευσε. Γεννήματα όλων των ειδών πλημμύρισαν τους κάμπους. Κι οι άνθρωποι δόξασαν τον Μεγάλο Πατέρα, που τόσο γρήγορα και με τόση σπουδή τους λύτρωσε από τα δεινά.
Ιδιαίτερα η αγάπη του αγίου εκδηλωνόταν για τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους. Σ' αυτούς ήταν αδύνατο ο φιλάνθρωπος επίσκοπος να αρνηθεί τη βοήθεια και την προστασία του.
2. Κάποτε πάλι μεγάλη ακαρπία και δυστυχία κτύπησε το πολύπαθο νησί. Οι πλούσιοι κι όσοι είχαν γεννήματα στις αποθήκες έτριβαν τα χέρια από χαρά. Ευκαιρία έλεγαν να αυξήσουμε τα πλούτη μας. Ένας φτωχός με πολυμελή οικογένεια κατέφυγε σ' ένα τέτοιο πλούσιο και με δάκρυα τον παρακαλούσε να του δανείσει ολίγο σιτάρι για να θρέψει την οικογένεια του και να του το επιστρέψει ή να του το πληρώσει μόλις μπορέσει. Ο σκληρός πλούσιος στα δάκρυα και τις παρακλήσεις του πτωχού έμεινε ασυγκίνητος. Καμιά συμπάθεια, καμιά συμπόνια δεν έδειξε η πέτρινη καρδιά του. Συντετριμμένος ο φτωχός σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο σπίτι του αγίου. Με πόνο ψυχής του ανέφερε το πρόβλημα του και του διηγήθηκε τη στάση του πλουσίου απέναντι του. Ο άγιος, αφού τον ήκουσε, τον ενίσχυσε και του είπε να κάνει υπομονή μέχρι την επομένη ήμερα. «Αύριο, του είπε προφητικά, αυτός που αρνήθηκε προ ολίγου να σε βοηθήσει, θα σε παρακαλεί ο ίδιος να σου δώσει όσο σιτάρι θέλεις. Και το σπίτι σου θα γεμίσει από γεννήματα».
Με τούτα τα λόγια του προανήγγελλε ο άγιος αυτά, που θα γινόντουσαν τη νύκτα. Τα μεσάνυκτα βροχή καταρρακτώδης άρχισε να πέφτει σε όλη την περιοχή. Οι αποθήκες του πλουσίου γκρεμίστηκαν και τα γεννήματα του πλημμύρισαν τους δρόμους. Κλαίοντας ο πλούσιος έτρεχε και παρακαλούσε τους πτωχούς να πάρουν όσα θέλουν.
— «Πάρτε, αδελφοί μου, τους έλεγε. Πάρτε να περάσετε. Δεν θέλω χρήματα».
Τα λόγια του αγίου επαλήθευσαν. Οι πτωχοί πήραν και δόξασαν τον Θεό για την ευσπλαγχνία του. Πήρε κι ο πτωχός μας και ευχαρίστησε κι αυτός τον Μεγάλο Πατέρα που κανένα δεν εγκαταλείπει, αλλά για όλους μεριμνά. Η χαρά ξαναγύρισε στις πονεμένες καρδιές. Οι μορφές άλλαξαν. Μόνον των πλουσίων η καρδιά έμεινε η ίδια' σκληρή και ανάλγητη. Και να.
3. Μια μέρα, ένας άλλος πτωχός με πολυμελή οικογένεια κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σ' ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό; Στόν πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σάν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ' αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Άς ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στό χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο.
- Πάρτο, παιδί μου, είπε ο άγιος με καλωσύνη. Πάρτο να κάμεις τη δουλειά σου.
Κι ο πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το 'δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή. Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έρριξε στη γη. Και ώ του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.
4. Την απέραντη αγάπη του αγίου για τα λογικά του πρόβατα και το ενδιαφέρον του γι' αυτά, μας την δείχνει και τούτο το γεγονός.
Κάποτε ένας καλός κι ενάρετος χριστιανός, που ήταν και στενός φίλος του αγίου, συκοφαντήθηκε από μερικούς κακούς ανθρώπους, που τον φθονούσαν, στον άρχοντα της πόλεως. Η συκοφαντία ήταν βαριά. Κι ο άρχοντας, μόλις την άκουσε έσπευσε να επιβάλει στον άνθρωπο σαν τιμωρία τον θάνατο. Η είδηση έφτασε και στ' αυτιά του αγίου, που ήξερε ότι ο άνθρωπος ήταν αθώος. Τί κάμνει; Χωρίς να χάσει καιρό, ξεκινά να πάει να βρει τον φίλο του και να δει, αν μπορεί να τον ελευθερώσει. Ήταν, όμως, χειμώνας. Μια δυνατή βροχή, που είχε πέσει πριν λίγη ώρα έκαμε να ξεχειλίσει ένας χείμαρρος, που βρισκόταν στη μέση του δρόμου. Από κανένα μέρος δεν υπήρχε πέρασμα. Τα θολά νερά του ποταμού κυλιόνταν με πολλή ορμή. Ο άγιος, που ήξερε να τα αναθέτει όλα στον Θεό, δεν τα 'χασέ. Εκεί που στεκόταν και συλλογιζόταν τί να κάμει, ήρθε στον νου του η περίπτωση του Ιησού του Ναυή, όταν πέρασε κι αυτός τον Ιορδάνη με την Κιβωτό της Διαθήκης και τον λαό. Σήκωσε στη στιγμή τα χέρια, ψιθύρισε μια θερμή προσευχή κι ύστερα με φωνή δυνατή φώναξε κι είπε:
— Ποτάμι στάσου. Ο Δεσπότης Χριστός με καλεί να πάω να γλυτώσω τον φίλο μου. Στάσου, λοιπόν, να περάσω.
Την ίδια ώρα τα ορμητικά νερά του χείμαρρου, που λες και κτυπούσαν σ' ένα στέρεο βράχο, σταμάτησαν. Έπαψαν να κυλούνε. Οι φυσικοί νόμοι παραμέρισαν, Κι ένας δρόμος άνοιξε μπροστά τους. Τα πλήθη, που στεκόντουσαν εκεί και με αγωνία περίμεναν πότε να καλμάρουν τα νερά, για να περάσουν κι αυτοί στην άλλη μεριά, μπροστά στα όσα έβλεπαν, συγκλονίστηκαν. Έκαμαν τον σταυρό τους κι ακολούθησαν τον άγιο, που προχώρησε και πέρασε πρώτος. Όταν έφθασαν στην πόλη, διηγήθηκαν με ενθουσιασμό τα όσα είδαν. Όσοι τ' άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι και δοξολογούσαν τον Θεό, που χαρίτωσε τόσο πλούσια τον άγιο τους. Την είδηση έμαθε κι ο άρχοντας. Μεγάλη έκπληξη δοκίμασε κι αυτός. Κι όταν ο άγιος τον πλησίασε, έσπευσε με συγκίνηση και χαρά ν' αφήσει ελεύθερο τον θανατοποινίτη φίλο του και μαζί γύρισαν στήν πόλη. Τι ωραία αλήθεια, αν όλοι οι πνευματικοί ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ενδιαφέρον για τα λογικά πρόβατα τους! Πόσο διαφορετικός, οπωσδήποτε θα 'ταν ο κόσμος!
Ο άγιος πήρε από τον Θεό και το χάρισμα να διαβάζει τις μυστικές σκέψεις των ανθρώπων. Τα ακόλουθα δύο περιστατικά είναι αρκετά να βεβαιώσουν και τούτη την αλήθεια.
Κάποτε ο άγιος, συνοδευόμενος από τον φίλο και μαθητή του Τριφύλλιο, τον πρώτο επίσκοπο της Λευκωσίας (τότε Λήδρας), ξεκίνησαν για την Κερύνεια. Πήγαιναν εκεί για κάποια εργασία. Ο δρόμος περνούσε από την Κυθρέα. Ήταν άνοιξη κι η φύση γύρω μια αληθινή ζωγραφιά. Τα δένδρα ανθισμένα. Τα πουλιά χαρούμενα κελαηδούσαν γλυκά και πετούσαν από κλαδί σε κλαδί. Στό βουνό τα κοπάδια βοσκούσαν λαίμαργα το πλούσιο χορτάρι με τα μύρια λουλουδάκια, που με την ευωδιά που σκορπούσαν λες και δοξολογούσαν κι αυτό τον Δημιουργό. Εκεί που βάδιζαν αργά-άργά, γιατί ήταν ανηφορικό το μονοπάτι, σε κάποια καμπή ο Τριφύλλιος στάθηκε και θαυμάζοντας τον πανοραμικό κάμπο, που απλωνόταν καταπράσινος κάτω από τα πόδια τους, άρχισε να κάμνει κάποιες σκέψεις:
Τι ωραία, σκεφτόταν νοερά, να είχα για την επισκοπή μου μερικά από αυτά τα κτήματα, που βρίσκονται σ' αυτόν τον τόπο. Θα μου 'διναν ένα καλό εισόδημα για να αντιμετωπίζω τόσες ανάγκες.
-Τί σκέπτεσαι, αδελφέ μου; του είπε ο Σπυρίδων. Γιατί αφήνεις το μυαλό σου τούτη την ώρα να ασχολείται με τόσο μάταια πράγματα;
- Γέροντα μου, μα διάβασες τις σκέψεις μου;
- Αδελφέ μου, «ου γαρ εχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλου σαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ', 14). Δεν έχουμε εδώ στη γη μόνιμη και διαρκή πατρίδα και πόλη• με πόθο βαθύ ποθούμε και ζητούμε τη μέλλουσα, την ουράνια Ιερουσαλήμ. Μάταια είναι όλα τα γήινα αγαθά. Στήν καρδιά σου φρόντισε να έχεις πάντα ένα πόθο. Την απόκτηση των ουρανίων, των αιωνίων αγαθών. Τα γήινα αγαθά είναι όλα προσωρινά και απατηλά. Σήμερα είναι δικά μας. Αύριο θα γίνουν κτήμα κάποιου άλλου. Και ουδέποτε τίνος.
— Πατέρα μου, συγχώρησε με. Νικήθηκα από τη θεωρία. Δεήσου κι εσύ του Κυρίου μας να με συγχωρήσει.
- Ναι, τέκνον μου, πρόσεχε. Ο διάβολος χρησιμοποιεί και τα πιο αθώα πράγματα, για να μας παρασύρει και να μας σκανδαλίζει. Αντί με τη θεωρία να αφήνει το μυαλό μας να στρέφεται και να δοξάζει τον Δημιουργό, που όλα τα έκαμε για τη δική μας αγάπη και ευτυχία, αντίθετα το σπρώχνει να ποθεί τα μάταια και να ζητά τρόπους, για να τα αποκτήσει, να τα κάμει κτήμα του.
Πόση σοφία στα λόγια του θεοφώτιστου επισκόπου. Αντί ο άνθρωπος μπροστά στά τόσα μεγαλεία του Παντοδύναμου Δημιουργού να αφήνει τη σκέψη του με ευγνώμονα διάθεση να υμνεί και να δοξάζει τον Ποιητή και Πλάστη Του, αυτός ένα μόνο κατά κανόνα σκέπτεται και ποθεί, την απόκτηση κι απόλαυση όλων αυτών των επίγειων αγαθών.
5. Κάποια άλλη φορά ο επίσκοπος, ύστερα από μακρινή οδοιπορία για διδαχή του λαού του μπήκε κουρασμένος στο σπίτι ενός από τους πιστούς του, για να ξεκουραστεί. Στό άκουσμα της είδησης κόσμος πολύς από τα γειτονικά σπίτια στην αρχή κι έπειτα από όλη την κοινότητα έτρεξαν να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του. Ανάμεσα στα πλήθη ήταν και μια αμαρτωλή γυναίκα, που ήρθε κι αυτή να δεί τον άγιο. Κάποια στιγμή μάλιστα έπεσε και κάτω, για να ασπασθεί τα πόδια του. Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος ο άγιος, σαν την κοίταξε, γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς να τον ακούσει κανένας, με τρόπο γλυκύ και ταπεινό, ψιθύρισε στη γυναίκα:
-«Κυρά μου, μη με εγγίσεις». Εκείνη όμως επέμενε. Και τότε ο άγιος με αυστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε όλους την αμαρτία της. Η γυναίκα θαύμασε και με συντριβή καρδιάς έσκυψε κι άρχισε με δάκρυα να ζητά το έλεος του Θεού. Μπροστά στη μετάνοια της ο στοργικός πατέρας της είπε με συγκίνηση τα λόγια εκείνα, που κάποτε ο ίδιος ο Κύριος απηύθυνε σε μια τέτοια αμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι». Πήγαινε στο καλό και πρόσεχε μελλοντικά. Με τον τρόπο του ο άγιος βοήθησε την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα να μετανοήσει. Αλλά κι έδωκε ένα μάθημα σε όλους. Μόνο η μετάνοια η ειλικρινής ξεπλένει την ψυχή και αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση την τιμητική, να είναι παιδί του Θεού.
6. Ο άγιος κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. Δεν έτρωγε τίποτα, ούτε αυτός ούτε κι η κόρη του. Κάποια βραδυά, σε περίοδο νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε με προθυμία να του ανοίξει και να τον υποδεχθεί. Του πρόσφερε νερό να ξεπλυθεί και πήγε να βρει κάτι, για να του δώσει να δειπνήσει. Κοίταξε παντού, μα τίποτα δεν βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. Στήν αμηχανία του ο άγιος θυμήθηκε πώς σε κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα κομμάτι διατηρημένο χοιρινό κρέας από τις ημέρες της κρεοφαγίας. Χωρίς να χάσει καιρό, φώναξε την κόρη του να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενο τους. Η κόρη ετοίμασε το τραπέζι.
Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο να φάγει. Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας:
— Δέσποτα μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός.
- Ναί! παιδί μου, είπε ο άγιος. Κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. Μα μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα φας από αυτό που βρίσκεται. Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να τονωθείς.
Κι ο άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ' εκείνο λέγοντας του. «Πάντα καθαρά τοις καθαροίς, ο θείος απεφήνατο Λόγος». Την άλλη μέρα φυσικά συνέχισε και πάλι τη νηστεία του. Το περιστατικό αυτό δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι κι η μόνη ορθή. «Το Σάββατον εγένετο δια τον άνθρωπον ούχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον». (Μάρκ. β', 27).
7. Λίγα γράμματα έμαθε ο άγιος, όπως είδαμε. Τούτο, όμως, δεν τον εμπόδισε από του να προσέλθει και να λάβει μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο που συνεκάλεσε ο Μέγας Κωνσταντίνος τα 325 μ.Χ., για να αποστομώσει και καθαιρέσει τον Άρειο. Ο τρομερός αυτός αιρετικός, όπως ξέρουμε, δίδασκε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά δημιούργημα και πλάσμα του Θεού. Κι η αιρετική του αυτή διδασκαλία είχε προκαλέσει αληθινό σάλο κι είχε συνταράξει ολόκληρη τη Χριστιανική Εκκλησία.
Στη σύνοδο αυτή από τη μια μεριά είχε παραταχθεί ο Άρειος με τους ικανούς ρήτορες και οπαδούς του επισκόπους. Κι ήταν αυτοί ο Νικομήδειας Ευσέβιος, ο Νικαιας Θεαγένης και ο Χαλκηδόνος Μακάριος. Μαζί μ' αυτούς, με την άδεια του Βασιλιά, προσήλθαν και παρεκάθησαν στη σύνοδο και αρκετοί φιλόσοφοι ομοϊδεάτες του Αρείου και υπερασπιστές του. Ανάμεσα σ' αυτούς ξεχώριζε κι ένας Έλληνας φιλόσοφος, ο Ευλόγιος, που στη διαλεκτική τέχνη, την ευστροφία του λόγου και τα σοφίσματα εθεωρείτο ανίκητος.
Στην παράταξη των ορθοδόξων είχαν συγκεντρωθεί 317 σεβάσμιοι αρχιερείς και κληρικοί. Μεταξύ αυτών διακρίνονταν, οι άγιοι Νικόλαος και Αλέξανδρος, ιερέας ακόμη, ο επίσκοπος Αντιοχείας Ευστάθιος, ο Παφνούτιος από τη Θηβαΐδα, ο Μέγας Αθανάσιος, διάκονος τότε της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ο επίσκοπος Τριμυθούντος Σπυρίδων και άλλοι πολλοί. Ο τελευταίος φυσικά δεν διακρινόταν για τη μόρφωση του. Διακρινόταν, όμως, για την απλότητα και την ταπείνωση του. Ήταν ένα δοχείο ακένωτο από ουράνιους θησαυρούς. Ήταν ένα κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Από τη στιγμή που μπήκε στην αίθουσα της συνόδου η καρδιά του κτυπούσε δυνατά και με βαθιά πίστη προσευχόταν νοερά να φωτίσει, ο Θεός, ώστε στο τέλος να λάμψει η αλήθεια.
«Πάτερ, δόξασόν σου τον Υιόν», έλεγε κι επαναλάμβανε με δάκρυα στα μάτια. Η αγάπη του στον λατρευτό μας Σωτήρα Χριστό του φλόγιζε όλο το κορμί και τον γέμιζε με ακαταμάχητη δύναμη.
Στη συζήτηση, που είχε ανάψει ο τρομερός Άρειος με τη φιλοσοφική του μόρφωση, την πανουργία και την ευγλωττία του, αλλά και τους οπαδούς του ρήτορες, που τον ενίσχυαν αφάνταστα, πετούσε κυριολεκτικά κεραυνούς ενάντια στην αλήθεια και την Εκκλησία του Χριστού. Οι ώρες περνούσαν, χωρίς ένα θετικό αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή μάλιστα ένας από τους πιο δεινούς ρήτορες του Αρείου, ο Έλληνας σοφός Ευλόγιος είχε προβάλει τέτοια επιχειρήματα και με τόση μαεστρία που είχε νομισθεί ότι το δίκαιο βρισκόταν με το μέρος τους. Οι υπερασπιστές της χριστιανικής αλήθειας, κι αυτός ο Μ. Αθανάσιος, σώπασαν. Νεκρική σιγή είχε απλωθεί για μερικά δευτερόλεπτα στη μεγάλη αίθουσα της συνόδου. Εκείνη την ώρα σηκώθηκε από τη θέση του ο άγιος μας και ζήτησε να μιλήσει. Αργά προχωρεί προς το βήμα. Οι οπαδοί του αιρεσιάρχη χαμογέλασαν, σαν τον είδαν. Οι άλλοι πατέρες στενοχωρέθηκαν. Γνώριζαν πώς ο άγιος ήταν αγνός κι ενάρετος. Ήταν όμως, κι ο άνθρωπος ο απλοϊκός, με τα λίγα γράμματα και χωρίς αυτό που λέμε κατά κόσμο σοφία και γνώση. Πώς θα μπορούσε λοιπόν ο ταπεινός βοσκός να τα βγάλει πέρα μ' ένα ρήτορα σοφό και διεστραμμένο; Γι' αυτό στενοχωρέθηκαν και μερικοί αγωνιζόντουσαν να τον εμποδίσουν να ομιλήσει. Φοβόντουσαν μήπως ο τραχύς κι αδιάντροπος ρήτορας ζητήσει να τον εκθέσει και να τον γελοιοποιήσει. Ο Σπυρίδωνας, όμως, επέμενε. Κι ο Βασιλιάς έδωκε τον λόγο.
Σιγή και πάλι νεκρική απλώθηκε στην αίθουσα. Οι φίλοι του Αρείου με δυσκολία συγκρατούν την περιφρόνηση τους, ενώ οι πατέρες με αισθήματα σεβασμού μα και απορίας κοιτούνε τον γέροντα. Κάποια στιγμή ο μέγας Σπυρίδων διακόπτοντας τη σιωπή στρέφεται προς τον φιλόσοφο και με φωνή σταθερή αρχίζει να του λέγει τούτα τα λόγια:
-Άκουε, σοφέ. Ένας είναι ο Θεός. Αυτός με τον Λόγο Του και το Πνεύμα Του δημιούργησε όλο τον κόσμο. Και αυτά που βλέπουμε, μα κι εκείνα που δεν βλέπουμε. Αυτός έπλασε και το θαυμαστό κι υπέροχο δημιούργημα, τον άνθρωπο. Αυτός ο Λόγος του Θεού είναι Υιός του Θεού αληθής και ομοούσιος με τον Πατέρα. Για την ιδική μας σωτηρία, πιστεύουμε ότι ο Υιός του Θεού έγινε και άνθρωπος και γεννήθηκε από μία κόρη, την Παρθένο Μαρία. Μεγάλωσε σαν άνθρωπος εκεί στη Ναζαρέτ, δίδαξε επι τρία χρόνια κι ύστερα σταυρώθηκε και τάφηκε σαν άνθρωπος. Έπειτα αναστήθηκε σαν Θεός μετά τρεις μέρες και συνανέστησε κι εμάς και μας χαρίζει άφθαρτη και αιώνια ζωή. Ο Λόγος του Θεού, αφού παρέμεινε στη γη μετά την Ανάσταση Του επι σαράντα ημέρες, αναλήφθηκε ύστερα στον Ουρανό από όπου κι έστειλε στη γη μετά δέκα μέρες το Πανάγιο Πνεύμα το οποίο από τότε παραμένει στην Εκκλησία. Ο Λόγος του Θεού πιστεύουμε ακόμη, πώς θα ξανάρθει κάποια μέρα για να κρίνει τον κόσμο όλο. Ημείς δε, θα αναστηθούμε και θα παρουσιαστούμε μπροστά Του, για να απολογηθούμε σ' Αυτόν για όλα τα έργα, τα λόγια και τα ενθυμήματα μας.
-Ο Λόγος του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, Σύνθρονος, Ομότιμος και Ομόδοξος. Ένας είναι ο Θεός• Τρία Πρόσωπα όμως, τρεις Υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Τα τρία αυτά Πρόσωπα, ο ένας Θεός, η μία Ουσία είναι για τον νου του ανθρώπου κάτι το άρρητο και ακατάληπτο. Όπως είναι αδύνατο να βάλει κανείς όλα τα νερά της θάλασσας σ' ένα ποτήρι, έτσι είναι αδύνατο και το πεπερασμένο μυαλό του ανθρώπου να χωρέσει και να κατανοήσει το άπειρο της Θεότητος. Για να δώσω όμως μια εξήγηση των λόγων μου, ας με συγχωρήσει ο Πανάγαθος που θα χρησιμοποιήσω αυτό το χειροπιαστό παράδειγμα.
Τότε ο άγιος έβαλε το αριστερό χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα κεραμίδι και δείχνοντας το, έκαμε με το δεξί του το σημείο του σταυρού κι είπε:
— «Εις το όνομα του Πατρός».
Κι έσφιξε το κεραμίδι. Οι πατέρες που παρακολουθούν τη σκηνή, συγκλονίζονται κυριολεκτικά. Γιατί με τις λέξεις του αγίου, η φωτιά με την οποία ψήθηκε το κεραμίδι ανέβηκε πάνω.
- «Και του Υιού»,
Πρόσθεσε. Τότε το νερό με το οποίο ζυμώθηκε το ξερό κεραμίδι, έτρεξε κάτω.
— «Και του Αγίου Πνεύματος».
Συμπλήρωσε ο πρακτικός και θεοφώτιστος διδάσκαλος. Το χώμα έμεινε στο χέρι του.
- Αδελφοί και πατέρες μου, συνέχισε ο θαυματουργός• όπως το κεραμίδι αποτελεί ένα πράγμα μιας ουσίας και μιας φύσεως, αλλά είναι τρισύνθετο - φωτιά, νερό, χώμα — έτσι κι ο Άγιος Θεός. Αν και δεν πρέπει να παρομοιάσουμε την Άκτιστο και Υπερούσια αυτή Φύση με κτιστό και φθαρτό δημιούργημα, εν τούτοις για να κάνουμε τα ακατάληπτα καταληπτά, - ας μας συγχωρήσει το άπειρο έλεος Του - λέμε και τονίζουμε:
- Ο Θεός είναι ένας κατά την ουσία και τη φύση. Αλλά κατά τα πρόσωπα ή τις υποστάσεις είναι Τριαδικός: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα.
Τα λόγια του αγίου κατέπληξαν τους παριστάμενους. Η αίθουσα αντήχησε από τις δοξολογίες προς τον Θεό και τις επευφημίες των Πατέρων. «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών. Σύ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος». (Ψαλμ. ος', 14-15). Ψάλλουν και δοξολογούν τον Κύριο. Ο Άρειος κι οι οπαδοί του καταντροπιάστηκαν πραγματικά. Ο φιλόσοφος ταπεινωμένος αναγνωρίζει κι ομολογεί φανερά την ήττα του:
-Τα λόγια σου με έπεισαν, άγιε γέροντα, και το θαύμα με εβεβαίωσε, ότι έχεις δίκαιο. Πιστεύω τώρα. Πιστεύω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού, Θεός αληθινός κι Αυτός, ομοούσιος με τον Πατέρα.
Δάκρυα χαράς έτρεξαν από τα μάτια όλων και πρώτα-πρωτα από τα μάτια του φιλοσόφου, που έσπευσε να δεχθεί το βάπτισμα και να γίνει χριστιανός.
Η αλήθεια για μια ακόμη φορά θριάμβευσε. Και επεβλήθη «ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ' εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως» (Α' Κορ. 6', 4). Δηλαδή όχι με συναρπαστικά λόγια ανθρώπινης σοφίας, αλλά με απόδειξη θείας δυνάμεως, που με το θαύμα που έγινε επιβεβαίωσε τη διδασκαλία. Να ποιος ήταν ο άγιος μας. Φλογερός, ζηλωτής στην πίστη, θεοφώτιστος.
8. Όταν ο άγιος επέστρεψε στην Κύπρο, με πολλή θλίψη έμαθε, πώς η κόρη του Ειρήνη είχε προ πολλού αποθάνει. Ο πιστός επίσκοπος δέχτηκε και τούτη τη δοκιμασία με παραδειγματική καρτερία και υπομονή. Μερικές μέρες υστερώτερα μία γυναίκα ήρθε σ' αυτόν και με κλάματα του ζήτησε ένα πολύτιμο πράγμα, ένα κόσμημα. Τα είχε δώσει στην κόρη του να το φυλάξει, λίγο πριν πεθάνει. Ο άγιος σηκώθηκε και με προσοχή ερεύνησε όλο το σπίτι, για να βρει το ξένο πράγμα. Δυστυχώς, όμως, πουθενά δεν το βρήκε. Τότε χωρίς καμιά αναβολή τράβηξε για τον τάφο της κόρης του. Σάν έφτασε, στάθηκε, ανέπεμψε μια θερμή προσευχή, κι ύστερα, αφού έσκυψε πάνω από τον τάφο, κάλεσε τη νεκρή κόρη του να του πεί, ως να ήταν ζωντανή, που είχε βάλει το πράγμα που της έδωκαν. Την ίδια στιγμή μια φωνή από τα βάθη του τάφου ακούστηκε να του λέει:
- Πατέρα μου, στον τάδε τόπο το έχω φυλαγμένο. Τότε κι ο άγιος της είπε:
- Κοιμήσου, κόρη μου, ήσυχα. Κοιμήσου μέχρι την ήμερα εκείνη, που ο Κύριος μας θα σε αναστήσει στην κοινή ανάσταση όλων μας.
Όσοι ήταν εκεί τρόμαξαν κι έμειναν σκεφτικοί. Συλλογιζόντουσαν τη δύναμη, με την οποία ο Πανάγαθος Θεός χαρίτωσε τον απλοϊκό μα άγιο επίσκοπο τους. Τον ποιμένα τον καλό, που έσπευδε να κάμει το καθετί για την ωφέλεια και την εξυπηρέτηση των χριστιανών του.
9. Στά 337 μ.Χ. πέθανε ο δημιουργός της Βυζαντινής μας αυτοκρα τορίας Κωνσταντίνος ο Μέγας. Στόν δοξασμένο θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε τώρα ο γιος του Κωνστάντιος. Αυτός ξανάκτισε και τη Σαλαμίνα της Κύπρου, που είχε καταστραφεί από σεισμό το 343. Από το όνομα του όμως η νέα πόλη ονομάστηκε Κωνστάντια.
Ο Κωνστάντιος κυβέρνησε το κράτος του Βυζαντίου 23 περίπου χρόνια (337-360 μ.Χ.). Κατά την περίοδο αυτή - δεν ξέρουμε πότε ακριβώς - ο αυτοκράτορας επισκέφθηκε την πρωτεύουσα της Συρίας την Αντιόχεια και αναγκάστηκε να παραμείνει εκεί για καιρό, γιατί αρρώστησε βαριά. Οι καλύτεροι γιατροί μπαινόβγαιναν στο παλάτι, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν τίποτα.
Στις δύσκολες εκείνες ώρες τόσο ο Κωνστάντιος, όσο κι οι δικοί του κατέφυγαν ιδιαίτερα στην προσευχή. Μια βραδυά, εκεί που ο βασιλιάς προσευχόταν, βλέπει μπροστά του ένα άγγελο, ο οποίος αφού του έδειξε μια χορεία αγίων επισκόπων ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν δύο, του είπε, πώς την αρρώστια του μόνο αυτοί θα ημπορούσαν να του την θεραπεύσουν. Ο βασιλιάς, χωρίς να χάσει καιρό έστειλε και κάλεσε στο παλάτι όλους τους επισκόπους. Ανάμεσα σ' αυτούς, όμως, που ήλθαν δεν είχε αναγνωρίσει τα δύο πρόσωπα που του είχε δείξει ο άγγελος. Οι επίσκοποι προσευχήθηκαν και ζήτησαν από τον Μέγα Ιατρό τη θεραπεία του άρχοντα, άλλα τίποτα δεν κατώρθωσαν. Στις δύσκολες εκείνες ώρες κάποιοι υπέδειξαν ότι από την εκεί χορεία έλειπε ο Σπυρίδων της Κύπρου. Χωρίς καθυστέρηση ο βασιλιάς έστειλε στη νήσο άνθρωπο δικό του και τον κάλεσε. Ο ταπεινός ιεράρχης, που κατά παρα χώρηση Θεού γνώριζε τα της αρρώστιας του Βασιλιά, πήρε μαζί του τον μαθητή του Τριφύλλιο, που η αγάπη του Θεού προώριζε για μελλοντικό αρχιερέα, και τον διάκονο του Αρτεμίδωρο και ξεκίνησε για την Αντιόχεια. Όταν έφτασε στην πόλη αυτή, ύστερα από ένα πολύ κουραστικό ταξίδι, ο Σπυρίδων κατευθύνθηκε με τη συνοδεία του στο παλάτι. Στήν είσοδο του παλατιού ο φρουρός που τους είδε έτσι φτωχικά ντυμένους ζήτησε να τους εμποδίσει να εισέλθουν. Τον Σπυρίδωνα μάλιστα, που είχε ήδη προχωρήσει μπροστά, ο φρουρός, νομίζοντας τον για κανένα ζητιάνο, τον άρπαξε από το χέρι και του έδωσε κι ένα χαστούκι στο πρόσωπο. Ο πράος ιεράρχης, χωρίς καθόλου να θυμώσει έστρεψε και την άλλη πλευρά του προσώπου του λέγοντας ότι ο βασιλιάς τον κάλεσε. Όταν ο φρουρός αντιλήφθηκε, ότι μπροστά του δεν είχε ζητιάνο, αλλά ένα αρχιερέα και μάλιστα τον ονομαστό της Κύπρου αρχιερέα Σπυρίδωνα, έπεσε μπροστά του και με δάκρυα τον παρακαλούσε να τον συγχωρήσει. Ο άγιος, που ήξερε να σκορπά τριγύρω του μονό την καλωσύνη, τον πήρε από το χέρι κι αφού τον ενουθέτησε, του έδωκε τις πατρικές ευλογίες του.
Οι άνθρωποι του βασιλιά παρέλαβαν τον άγιο και τον οδήγησαν με τη συνοδεία του μπροστά στον άρχοντα. Στό αντίκρυσμα τους ο βασιλιάς αναγνώρισε αμέσως τα δύο πρόσωπα, που του είχε δείξει την πρώτη φορά ο άγγελος, και με τον πόνο της αρρώστιας ζωγραφισμένο στο πρόσωπο σηκώθηκε από τον βασιλικό θρόνο και προχώρησε προς τον άγιο. Συγκινητική η σκηνή! Ο επίγειος άρχοντας με ταπείνωση σκύβει μπροστά στον αντιπρόσωπο του Ουρανίου Βασιλέως, για να ζητήσει το έλεος και τη χάρη Του. Ο ταπεινός αρχιερέας, πλημμυρισμένος από αγάπη και συμπόνια στον ανθρώπινο πόνο σηκώνει το σεπτό και άγιο χέρι του και το αποθέτει στο κεφάλι του άρχοντα προφέροντας την ίδια ώρα θερμή και άγια προσευχή. Το αποτέλεσμα; Θαυμαστό!
Σέ μια στιγμή η αρρώστια υποχωρεί και χάνεται και η υγεία ολοκληρωτικά αποκαθίσταται και παίρνει τη θέση της στο βασιλικό κορμί.
Οι καρδιές κτυπούν δυνατά από συγκίνηση κι ευγνωμοσύνη στον Θεό για τη δωρεά του. Ο άγιος μετά τη θεραπεία είπε και μερικά πνευματικά λόγια, που αφορούσαν στην ψυχική σωτηρία του επίγειου άρχοντα:
— Να θυμάσαι πάντοτε, βασιλιά, ότι κάθε εξουσία προέρχεται από τον Θεό. Γι' αυτό κι ο κάθε άρχοντας έχει υποχρέωση να ασκεί την εξουσία προς το συμφέρον του λαού του. Οδηγός στη ζωή του καθενός μας ας είναι η αγάπη, η καλοσύνη, η φιλανθρωπία. Όποιος έχει αγάπη μέσα του δεν μπορεί παρά να κάμνει το καλό στον συνάνθρωπο του. Με την αγάπη τηρεί και ξεπληρώνει ένας όλο τον νόμο. Φύλαττε ακόμη, βασιλιά μου, την ευσέβεια και μη δεχθείς στην Εκκλησία καμιά διδασκαλία αντίθετη με τα όσα διδάσκει η Αγία Γραφή κι η ιερά Παράδοση.
Αυτά είπε ο άγιος και ξεκίνησε να φύγει. Κι όταν ο βασιλιάς για να εκδηλώσει σ' αυτόν την ευγνωμοσύνη και την αγάπη του, του πρόσφερε χρήματα, πολλά χρήματα, ο άγιος αρνήθηκε να τα δεχθεί, λέγοντας πώς πιο πάνω από τα χρήματα είναι η αγάπη. Κι όταν ο βασιλιάς επέμενε, ο άγιος, για να μη θεωρηθεί υπερήφανος και ακατάδεχτος, δέχτηκε τα δώρα και προτού να φύγει από το παλάτι τα διαμοίρασε στους αυλικούς.
Την πράξη αυτή του αγίου σαν έμαθε ο βασιλιάς τον ευλαβήθηκε ακόμη περισσότερο, λέγοντας: «Τώρα εξηγώ και καταλαβαίνω γιατί ο Πανάγαθος Θεός τον έχει τόσο χαριτώσει». Ενθυμούμενος δε τις νουθεσίες του φρόντισε στη ζωή του να κάμνει πολλές φιλανθρωπίες σε κάθε φτωχό και πονεμένο. Κι ακόμη, για την αγάπη του άγιου Σπυρίδωνος, πρώτος αυτός απ' όλους τους βασιλείς ενομοθέτησε, ώστε οι κληρικοί να μη πληρώνουν κανένα φόρο. «Είναι άτοπο και ντροπή, έλεγε, οι υπηρέτες και αντιπρόσωποι του Ουράνιου Βασιλιά να πληρώνουν φόρους σε επίγειους και θνητούς άρχοντες».
10. Όταν ο άγιος αναχώρησε από τα ανάκτορα ευσεβής χριστιανός τον κάλεσε για να τον φιλοξενήσει. Κάποια γυναίκα είδωλολάτρισσα, που δεν ήξερε ούτε Ελληνικά, σαν το έμαθε, πήγε εκεί στό σπίτι μ' ένα παιδάκι νεκρό στην αγκαλιά της και το απέθεσε με κλάματα στα πόδια του αγίου. Με νεύματα και χειρονομίες και δάκρυα ποτάμι προσπαθούσε να του εξηγήσει τί ήθελε. Ο άγιος αντιλήφθηκε φυσικά τον πόθο της, αλλά δίσταζε να ζητήσει από τον Κύριο ένα τέτοιο πράγμα. Συγκλονισμένος, όμως, από τα δάκρυα της ζήτησε κάποια στιγμή από τον διάκονο του Αρτεμίδωρο να του πει τι να κάμει. Κι αυτός, άνθρωπος ευλαβής κι ενάρετος, απήντησε: «Γέροντα μου, κάμε μια δέηση και γι' αυτό το πονεμένο πλάσμα. Ο Υπερούσιος Λόγος που πάντα σε ακούει, θα σου κάμει οπωσδήποτε κι αυτή τη χάρη».
Ο άγιος δεν επερίμενε άλλο. Γονάτισε και με δάκρυα ποτάμι ζήτησε από τον Φιλάνθρωπο Χριστό να κάμει το θαύμα του. Να δώσει πίσω τη ζωή στο νεκρό παιδί. Κι η απάντηση δεν βράδυνε. Ένα δυνατό κλάμα παιδιού μαρτύρησε το θαύμα. Η δυστυχισμένη μητέρα, σαν άκουσε το νεκρό παιδί της να κλαίει, ένοιωσε μια τέτοια συγκίνηση κι ένα τέτοιο συγκλονισμό ψυχής, που έπεσε κάτω νεκρή. Ο Αρτεμίδωρος, ο πιστός διάκονος, μόλις αντιλήφθηκε τα γενόμενα με συντετριμμένη την καρδιά στράφηκε προς τον άγιο, και τον παρακάλεσε αυτό που έκαμε για το νεκρό παιδί, να κάμει και για τη μητέρα. Να δώσει με την προσευχή του στο παιδί ζωντανή τη μητέρα, την προστάτιδα του. Ο άγιος την ανάστησε κι αυτή με την προσευχή του και της έβαλε στην αγκαλιά ζωντανό το παιδί της. Μιμούμενος δε σε όλα τον θείο Διδάσκαλο, συνέστησε να μην πουν σε κανένα τα όσα έγιναν.
11. Από την Αντιόχεια ο άγιος με τη βοήθεια του Θεού επέστρεψε και πάλι στην πατρίδα του κοντά στο ποίμνιο του το αγαπημένο. Λίγες μέρες μετά την επιστροφή του ένας ζωέμπορος τον επισκέφθηκε και ζήτησε να αγοράσει από αυτόν εκατόν αίγες. Ο άγιος, όπως είπαμε, είχε διατηρήσει και μετά τη χειροτονία του σε επίσκοπο το ποίμνιο του, για να μπορεί να βοηθά κάθε δυστυχισμένο και πτωχό, που τον επισκεπτόταν. Στήν πρόταση που του έκαμε ο ζωέμπορος, ο άγιος του απήντησε:
— Βάλε εκεί τα χρήματα και πήγαινε να πάρεις τα ανάλογα ζώα από τη μάνδρα.
Ο ζωέμπορος σαν είδε τον άγιο να συνεχίζει αδιάφορος την εργασία του, νόμισε την ευκαιρία κατάλληλη να τον ξεγελάσει. Έβαλε, λοιπόν στο μέρος που του είπε την αξία 99 ζώων και μπήκε στη μάνδρα. Ξεχώρισε εκατόν αίγες και προσπαθούσε να τις βγάλει για να τις πάρει σπίτι του. Μια από τις αίγες, παρά τις προσπάθειες του, δεν ήθελε να ακολουθήσει τις άλλες. Ο αγοραστής, για να την αναγκάσει να πάει μαζί του, τη σήκωσε στους ώμους του, για να τη μεταφέρει. Το ζώο όμως άρχισε να τον κτυπά με τα κερατά του και να σπαράζει, αρνούμενο να τον ακολουθήσει. Ο επίσκοπος που στο θόρυβο είχε βγει έξω να ιδεί τι γίνεται, σαν είδε τη σκηνή είπε στον αγοραστή:
- Παιδί μου, πρόσεξε. Μήπως κατά λάθος δεν έβαλες την αξία αυτού του ζώου μαζί με τα άλλα χρήματα και για τούτο αυτό αρνείται να σε ακολουθήσει;
Στα λόγια του επισκόπου ο αγοραστής ομολόγησε την πράξη του και ζήτησε συγγνώμη, Ύστερα πλήρωσε το τίμημα του ζώου, κι αυτό ακολούθησε ήσυχα και πρόθυμα όπως τα άλλα.
Η αγάπη του καλού ποιμένα για το κάθε πλανεμένο πρόβατο υπήρξε απίστευτα συγκινητική. Πόνος και πόθος και παλμός κι αγώνας του ήταν η σωτηρία κάθε μιας ψυχής. Γι' αυτό και φρόντιζε με τα λόγια του και την όλη ζωή του να βοηθήσει τον καθένα, που ερχόταν σε επαφή μαζί του, να αντιληφθεί τα σφάλματα και τις αμαρτίες του. Να τις αντιληφθεί και να θελήσει να μετανοήσει για να σωθεί. Όπως οι ιατροί των σωμάτων χρησιμοποιούν ποικίλα φάρμακα για τη θεραπεία κάποιου ανθρώπινου μέλους που πάσχει, έτσι κι ο στοργικός επίσκοπος. Τα κύρια φάρμακα, που χρησιμοποιούσε, ήταν συνήθως το βάλσαμο, η αγάπη με τα γνωρίσματα της. Αγάπη στον καθένα. Αγάπη και επιείκεια και καλωσύνη και συγχωρητικότητα μέχρι παρεξηγήσεως. Αλλά και καυτήρια. Τον είδαμε στην περίπτωση της αμαρτωλής γυναίκας, που ήθελε να ασπασθεί τα πόδια του κι αυτός τη διέταξε να μη τον αγγίζει προτού μετανοήσει (θαύμα 5ο).
12. Μια βραδυά, την ώρα που όλοι ησύχαζαν, μερικοί κλέφτες μπήκαν στη μάνδρα, που ήσαν τα πρόβατα που έτρεφε ο άγιος για τις ανάγκες των πτωχών του, για να κλέψουν μερικά. Ξεχώρισαν αυτά που ήθελαν και δοκίμασαν να φύγουν. Άδικα, όμως, προσπαθούν να κινηθούν προς την έξοδο. Τα πόδια και τα χέρια τους δέθηκαν αόρατα από Εκείνο, που όλα τα βλέπει και τα παρακολουθεί, Όλο το βράδυ άγρυπνοι αγωνίζονταν χωρίς να κατορθώσουν αυτό που ήθελαν. Όταν ξημέρωσε και πήγε ο άγιος στη μάνδρα και τους είδε σε κείνα τα χάλια, τους σπλαγχνίστηκε. Τους μίλησε με καλωσύνη και τους συνέστησε να μην επαναλάβουν αυτή την πράξη. Κι εκείνοι ντροπιασμένοι και καταστενοχωρημένοι του το υποσχέθηκαν. Τους έλυσε τα δεσμά, με τα οποία ήσαν δεμένοι, τους ευλόγησε και τους απέλυσε. Την ώρα, που έφευγαν, τους έδωσε κι ένα κριάρι για «τον κόπο της αγρυπνίας». Πόσο δίκαιο έχει ο λαός μας όταν λέγει: «Αγαπά ο Θεός τον κλέφτη• αγαπά όμως και τον νοικοκύρη». Ο Πανάγαθος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμοθ. β' 4). Τη σωτηρία όλων μας θέλει ο Πανάγαθος Θεός. Τη σωτηρία όμως την προσφέρει μονάχα σ' εκείνους, που αναγνωρίζουν τα σφάλματα τους και με συντριβή ψυχής ζητούν μετανοημένοι τη συγχώρηση των αμαρτιών τους. Αυτό το κάνει κι ο άγιος. Στή μετάνοια και λύπη που δείχνουν οι κλέφτες για την πράξη τους, ο καλόκαρδος επίσκοπος σπεύδει να προσφέρει, όχι μόνο τη συγχώρεση και τις ευλογίες του αλλά και την αγάπη του, την έμπρακτη αγάπη του που εκδηλώνεται με τη γενναιόδωρη προσφορά του.
13. Ένα ζωντανό θαύμα και μια εκδήλωση αγάπης είναι όλη η ζωή του αγίου. Σελίδες πολλές θα μπορούσε να γεμίσει κανείς διηγούμενος με κάθε συντομία τα θαύματα που έκαμε, όταν ακόμη βρισκόταν στη ζωή. Έδωσε την καρδιά του ο άγιος άνευ όρων στον Ουράνιο Δημιουργό και Πατέρα, κι Αυτός επιβραβεύοντας την προσφορά του τον τίμησε και τον δόξασε όσο κανένα άλλο. Ό,τι πιο ωραίο, ό,τι πιο μεγάλο και θαυμαστό υπάρχει στη γη, η αγάπη και παντοδυναμία του Θεού το προσφέρει μέσον του Αγίου σ' εκείνους που το εκζητούν από Αυτόν με θερμή προσευχή και ταπείνωση, μα και συντριβή καρδιάς και πίστη φλογερή.
Με θερμή προσευχή και ταπείνωση...
Κάποτε ο άγιος, ενώ προσευχόταν το βράδυ στην εκκλησία της επισκοπής του και κόσμος πολύς με έκσταση παρακολουθούσε την προσευχή, που εξ’ όλης ψυχής και καρδίας ανέπεμπε ο ευλαβής επίσκοπος, κάποιος τον πλησίασε και τον διέκοψε λέγοντας του:
— Γέροντα, η κανδήλα θα σβήσει. Δεν έχουμε λάδι να της βάλουμε.
—Δεν έχει λάδι; είπε ο γέροντας.
Και σήκωσε τα άγια του χέρια. Τα σήκωσε για να ζητήσει λίγο λάδι, ώστε να μη διακοπεί η προσευχή. Και ώ του θαύματος! Με το σήκωμα των χεριών, Εκείνος, που υποσχέθηκε ότι «πάς ο αιτών λαμβάνει», έσπευσε να ανταποκριθεί στην αίτηση του καλού και πιστού του δούλου. Η κανδήλα άρχισε, όχι απλώς να γεμίζει από λάδι, αλλά και να ξεχειλά και να τρέχει στη γη. Οι υποδιάκονοι έτρεξαν, έφεραν αγγεία, περισυνέλεξαν το πλεονάζον λάδι κι έτσι για πολλές ήμερες είχαν, ό,τι χρειαζόντουσαν για την ανάγκη των λύχνων. Με την άγια του ζωή ο ευλαβής επίσκοπος είχε τόσο ευνοηθεί από τον Παντοδύναμο Πατέρα, ώστε ήταν αδύνατο σ' αυτόν να υψώσει τα χέρια και να μη λάβει αμέσως το ζητούμενο.
14. Ζούσε ακόμη ο άγιος στην επισκοπή του, όταν ο πατριάρχης Αλεξανδρείας, κινούμενος από θείο ζήλο και επιποθώντας να ιδεί την επαρχία του απαλλαγμένη από τα διάφορα ελληνικά είδωλα και ξόανα με τα οποία ήταν γεμάτος ο τόπος, κάλεσε στην επισκοπή του όλους τους αρχιερείς για μια κοινή δέηση. Ήταν συνηθισμένος τρόπος η συντριβή των ειδώλων με την προσευχή των πιστών. Στήν πρόσκληση του πατριάρχη έσπευσαν όλοι οι επίσκοποι κι ένας μεγάλος αριθμός πιστών να ανταποκριθούν. Στή μέρα που ορίστηκε άρχισε από όλους θερμή η κοινή προσευχή κι οι παρακλήσεις. Το αποτέλεσμα ευλογημένο. Ένα ένα τα διάφορα ειδωλολατρικά σύμβολα με την προσευχή των άγιων πατέρων κατά παραχώρηση Θεού άρχισαν να γκρεμίζονται και να γίνονται συντρίμματα. Ένα μονάχα άγαλμα, που ήταν στημένο εκεί στο λιμάνι και δέσποζε της γύρω περιοχής έμενε ασάλευτο. Και έμενε, όχι γιατί ο Παντοδύναμος αρνιόταν να ακούσει τις παρακλήσεις των πιστών του. Έμεινε, γιατί ο Κύριος ήθελε με τούτο να δοξάσει περισσότερο τον πιστό δούλό του Σπυρίδωνα. Να τον δοξάσει και να φανερώσει σ' όλους την ιδιαίτερη εύνοια, την οποία έτρεφε σ' αυτόν για την ταπείνωση και την αγιότητα του.
Ένα βράδυ που ο πατριάρχης βρισκόταν σε θερμή προσευχή, ένας άγγελος του φανερώθηκε και του είπε τούτα τα λόγια: «Μη λυπάσαι, γιατί το άγαλμα στο λιμάνι δεν έπεσε. Αυτό που ποθείς θα γίνει, όταν έλθει εδώ ο επίσκοπος Τριμυθούντος, ο Σπυρίδων. Στείλε και κάλεσε τον». Στήν υπόδειξη αυτή του αγγέλου ο πατριάρχης έσπευσε με γράμματα και πρόσωπο δικό του να καλέσει τον άγιο να πάει στην Αλεξάνδρεια το ταχύτερο. Έστειλε μάλιστα και πλοίο να τον παραλάβει. Στήν πρόσκληση του πατριάρχη και παράκληση ο ταπεινός και πάντα εξυπηρετικός επίσκοπος ετοιμάστηκε και χωρίς αναβολή ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο άγιος δεν σταμάτησε από του να προσεύχεται νοερά και να ζητά τη χάρη του Θεού. Όταν το πλοίο έφτασε στο λιμάνι, ο Σπυρίδων έσπευσε μεταξύ των πρώτων να αποβιβασθεί. Και να. Μόλις τα πόδια του αγίου πάτησαν στη γη, το θαύμα έγινε. Το αμετακίνητο είδωλο, το είδωλο που στις προσευχές τόσων αγίων πατέρων δεν σάλεψε από τη θέση του, στην απλή παρουσία του αγίου επισκόπου Κύπρου στην πόλη του Αλέξανδρου, σείστηκε και μαζί με όλα τα ειδωλολατρικά οικοδομήματα γκρεμίστηκε κι έπεσε σε συντρίμματα. Κάποιοι χριστιανοί που ήσαν εκεί, έτρεξαν κι ανακοίνωσαν στον πατριάρχη με χαρά τα γενόμενα. Κι ο πατριάρχης χωρίς να γνωρίζει την άφιξη του πλοίου αναφώνησε:
- Πρέπει να ήλθε ο Σπυρίδων της Κύπρου το σεμνό και θειο βλάστημα! Πηγαίνετε να τον υποδεχθείτε.
Πρέπει να ήλθε ο Σπυρίδων! Στόν τόπο, που πατούσε και περπατούσε ο γνήσιος μαθητής του Παντοδύναμου Ιησού, δεν μπορούσε να έχει πια θέση και δύναμη και εξουσία το σύμβολο του ψεύδους, το είδωλο που συμβόλιζε και αντιπροσώπευε τον Σατανά.
Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού». Κλήρος και λαός βγήκαν να προϋπαντήσουν τον ταπεινό επίσκοπο. Κι αυτός απέριττα ντυμένος προχωρεί ευχαριστώντας και δοξολογώντας Εκείνο, «τον ποιούντα μεγάλα και θαυμαστά, ένδοξα τε και εξαίσια».
Το μεγάλο αυτό θαύμα του αγίου κηρύχθηκε παντού. Κλήρος και λαός μαζεύτηκαν στο πατριαρχείο για να τιμήσουν τον άγιο. Οι πιστοί πανηγυρίζουν. Οι ορθόδοξοι στερεώνονται στην πίστη και γίνονται πιο θερμοί. Κι ακόμη πολλοί ειδωλολάτρες πιστεύουν και βαπτίζονται. Το θαύμα σε λίγο καιρό διαδόθηκε στα πέρατα της αυτοκρατορίας. Έφθασε και στο παλάτι της πόλεως του Κωνσταντίνου. Το έμαθε κι ο βασιλιάς. Με πίστη κι ευλάβεια δοξολογεί κι αυτός τον Θεό μαζί με τον λαό του, «τον δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις» (Ματθ. θ', 8).
Το εξαίσιο αυτό θαύμα μαρτυρούσε και μια πολύ ωραία και μεγάλη εικόνα που βρισκόταν στην Τριμυθούντα μεταξύ του αρχοντικού λεγομένου πυλώνος και της εκκλησίας. Σ' αυτήν την εκκλησία εφημέρευε ο άγιος όσο καιρό ζούσε.
Ο άγιος Σπυρίδωνας μαζί με άλλους ένδεκα Κυπρίους επισκόπους έλαβε μέρος και στην τοπική σύνοδο της Σαρδικής (της σημερινής Σόφιας), που συνεκλήθη γύρω στο 342 ή 343 κι η οποία εβεβαίωσε τις αποφάσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια. Στή Σύνοδο αυτή, όπως ξέρουμε, ανακλήθηκε από την εξορία του κι ο Μ. Αθανάσιος.
15. Είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη η προσφορά του αγίου μας στην Εκκλησία και πολλά, πάρα πολλά τα θαύματα που, όπως είπαμε, έκαμε και κάμνει. Λέγεται πώς όταν ζούσε και λειτουργούσε στο Άγιο Βήμα, οι χριστιανοί, που παρακολουθούσαν, άκουαν να ψάλλουν μαζί του άγγελοι. Όταν ο άγιος έλεγε «ειρήνη πάσι», οι άγγελοι απαντούσαν: «Και τω πνεύματί σου». Κι όταν αυτός έλεγε, «του Κυρίου δεηθώμεν», άγγελοι αποκρίνονταν «Κύριε ελέησον». Τούτο το γεγονός πολύ ωραία διατύπωσε κι ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας στο απολυτίκιο του αγίου με τις λέξεις: «Και εν τω μέλπειν τάς αγίας σου ευχάς, αγγέλους έσχες συλλειτουργούντάς σοι ιερώτατε». Πόσο αλήθεια χαριτώνει ο Κύριος όλους εκείνους, που με ταπείνωση του δίνουν την καρδιά τους, και με ειλικρίνεια κι απόλυτη εμπιστοσύνη ακολουθούν τον Νόμο Του!
Ήλθε όμως ο καιρός η ευλογημένη αυτή ζωή, μια ζωή υποδειγματικής πραότητας και ταπεινοφροσύνης, μια ζωή άδολης αγάπης και καλωσύνης, μια ζωή γεμάτη από θεία χάρη να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο και να μεταπηδήσει από το επίγειο στο ουράνιο θυσιαστήριο του Κυρίου, για να συνεχίσει εκεί τις υπηρεσίες του. Αυτό έγινε το 348 μ.Χ. με τον θάνατο του αγίου στην επισκοπή του στην Τριμυθούντα. Έφυγε ο καλός ποιμήν. Έφυγε από το ποίμνιο του. Η αγάπη όμως και το ενδιαφέρον του για τα λογικά πρόβατα του Χριστού που ζητάνε τη μεσιτεία του και τις πρεσβείες του προς τον Κύριο, δεν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ως σήμερα. Και θα συνεχίζονται μέχρι που θα θέλει ο Τριαδικός Θεός.
Τα πνευματικά του παιδιά θρήνησαν για καιρό την κοίμηση Του. Το λείψανο του στην ανακομιδή που έγινε μετά από πολλά χρόνια είχε μείνει άφθαρτο κι ευωδίαζε. Γι' αυτό κι οι κάτοικοι της προνομιούχου πόλεως, που τον είχε ποιμένα ψυχών, το έβαλαν σε μια μαρμάρινη λάρνακα, που έστησαν δίπλα στην είσοδο του ναού από τον νάρθηκα, για να είναι προσκύνημα των πιστών.
Η λάρνακα βρίσκεται ακόμη στο ίδιο μέρος αλλά χωρίς τον θησαυρό. χωρίς το άγιο λείψανο. Όταν άρχισαν οι αραβικές επιδρομές η επιδρομές των Σαρακηνών (648 μ.Χ.) το λείψανο για ασφάλεια μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β' στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί λίγο καιρό πριν να πέσει η βασιλίδα των πόλεων στα χέρια των Τούρκων, ένας ιερέας που ονομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, το πήρε από τον ναό που φυλασσόταν μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας και το μετέφερε μέσον της Θράκης, Μακεδονίας και Σερβίας στην Παραμυθιά της Ηπείρου κι ύστερα στην Κέρκυρα γύρω στο 1460. Επί τρία ολάκαιρα χρόνια ο ευσεβής εκείνος ιερέας περιπλανιόταν από τόπο σε τόπο μέχρις ότου φτάσει στην Κέρκυρα. Σ' όλο αυτό το διάστημα τα δύο λείψανα τα είχε κρυμμένα σε δύο σακκιά άχυρα για τα όποια, σαν τον ρωτούσε κανείς έλεγε, πώς τα άχυρα εκείνα ήταν τροφή για το υποζύγιο του.
Το λείψανο του αγίου στην Κέρκυρα
Τα Επτάνησα την εποχή αυτή βρισκόντουσαν κάτω από την εξουσία των Ενετών. Γι' αυτό κι ο Πολύευκτος κατέφυγε σ' ένα από αυτά, την Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πώς εδώ ο θησαυρός που μετέφερε θα ήταν ασφαλισμένος. Και πραγματικά τα τίμια λείψανα υπήρξαν εδώ ασφαλισμένα. Στην Κέρκυρα ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος Βρήκε ένα πρόσφυγα, τον ιερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη άλλοτε συμπολίτη του και του κληροδότησε το ιερό λείψανο. Από αυτό λείπει το δεξί χέρι. Τούτο βρισκόταν στη Ρώμη στον ναό του τάγματος του Φ. Νέρι (Ορατοριανών) μέχρι τον Νοέμβριο του 1984. Κατά το έτος αυτό, παραμονές της εορτής του Αγίου, μετά από έντονες ενέργειες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας και Παξών κ. Τιμοθέου, η Εκκλησία της Ρώμης δέχτηκε και πρόσφερε στην Εκκλησία της Κερκύρας το ως άνω ιερό λείψανο. Τούτο πήγε και παρέλαβε ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος Κερκύρας και το μετέφερε αεροπορικώς στην ευλογημένη νήσο. Έτσι το Ιερό οστούν του δεξιού χεριού του αγίου, που για αιώνες φυλασσόταν στη Ρώμη από τότε βρίσκεται στην προνομιούχο νήσο και κάθε φορά λιτανεύεται μαζί με το Ιερό σκήνωμα του αγίου. Το αριστερό διατηρείται ακέραιο μαζί με το άγιο λείψανο. Επίσης και τα μάτια του αγίου κατά παραχώρηση του Θεού, διατηρήθηκαν αλώβητα μέσα στον τάφο. Της αγίας Θεοδώρας το λείψανο φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ναό της Θεοτόκου της Σπηλαιώτισσας. Είναι ακέφαλο και εορτάζεται η μνήμη της στις 11 Φεβρουαρίου. Η αγία Θεοδώρα είναι αυτή που αναστήλωσε μαζί με τον Πατριάρχη Μεθόδιο τις αγίες εικόνες την πρώτη Κυριακή των Νηστειών του 843. Την αναστήλωση έκαμε μετά τον θάνατο του συζύγου της Θεοφίλου. Ο κόσμος του νησιού με βαθύτατο σεβασμό υποδέχθηκε τον ανεκτίμητο Θησαυρό. Χιλιάδες πιστοί κάθε χρόνο απ' όλα τα μέρη του κόσμου επισκέπτονται τον περίπυστο ναό του αγίου, που η ευλάβεια του Κερκυραϊκού λαού ανήγειρε προς τιμή του. Το άγιο λείψανο φυλάσσεται εδώ σε πολυτελή λάρνακα και διατηρείται άφθαρτο και ακέραιο ενάντια στους αμετάθετους της φύσεως όρους. Άφθαρτο και ακέραιο μένει, για να διακηρύττει στους αιώνες το λόγιο, το προφητικό. «Τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος» (Ψαλμ. ιέ', 3).
Πολλά θαύματα έγιναν κι εδώ στην Κέρκυρα και γίνονται κάθε χρόνο σε όσους με πραγματική πίστη καταφεύγουν στη χάρη του και με συντριβή καρδιάς και ταπείνωση εκζητούν τίς πρεσβείες του, γιατί «ο θαυματουργός καν τέθνηκε Σπυρίδων, του θαυματουργείν ουκ εληξεν εισέ τι». Δηλαδή, ο θαυματουργός Σπυρίδων κι αν απέθανε, δεν έπαψε όμως κι από του να θαυματουργεί. Στόν άγιο αυτό επαναλήφθηκε πραγματικά ο λόγος του Αποστόλου Παύλου. «Ζω δε ούκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός». (Γαλ. 6', 20).
Μόρφωση και ζωή
Γράμματα ο άγιος δεν έμαθε πολλά. Ούτε φοίτησε σε ανώτερες Σχολές, όπως οι άλλοι μεγάλοι ιεράρχες της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή όμως, το βιβλίο του θεού, ήταν ο καθημερινός κι αχώριστος σύντροφος του. Όπου πήγαινε, μαζί του την έπαιρνε. Μαζί του στο σπίτι. Μαζί του κι όταν οδηγούσε τα πρόβατα στη βοσκή, γιατί ήταν βοσκός. Μέσα στο σακκίδιό του, τη γνωστή κυπριακή βούρκα στην οποία είχε βαλμένο το λιτό του γεύμα, είχε και το Ευαγγέλιο του. Πόσο συγκινητική, μα κι άξιομίμητη αλήθεια ήταν τούτη η συνήθεια του! Να την εξάρουμε; Μιλάει μόνη της. Τούτο προσθέτουμε:
Εκεί στον κάμπο τον πλατύ, όταν τα πρόβατα βοσκάνε, ο Σπυρίδων καθισμένος κάτω από τον ίσκιο κάποιου δένδρου ή πάνω σε κάποιο ψήλωμα μελετούσε μ' ευφροσύνη τα λόγια του Θεού και σαν τον Δαβίδ έψαλλε και δοξολογούσε τα μεγαλεία του. Πολλές φορές ακόμη καλούσε κοντά του τους άλλους βοσκούς και με στοργή κι αγάπη παραδειγματική τους δίδασκε του Θεού τον νόμο, κι αγωνιζόταν ώρες να οδηγήσει τις ψυχές τους στα χλοερά λιβάδια της χριστιανικής πίστης.
Από τα πρώτα του βήματα το λουλούδι αυτό του Ουρανού και όργανο του Αγίου Πνεύματος φρόντιζε να σκορπίσει παντού της Ορθοδοξίας τα αρώματα. Κάθε μέρα που περνούσε, ο ζήλος του για τη σωτηρία των γύρω του, μα κι η αγάπη κι η ταπείνωση του τον ανέβαζε και σε ψηλότερες βαθμίδες αρετής και ηθικής τελειώσεως. Και γινόταν για τις δύσκολες ήμερες της εποχής του, εποχής σκληρών διωγμών και ειδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους και χριστιανικής ομολογίας. Στόν διωγμό, που εξαπέλυσε ενάντια στους χριστιανούς ο Μαξιμίνος (308-313) συνελήφθη κι ο ιερός Σπυρίδων. Ο φλογερός κι υπέρμαχος της χριστιανικής αλήθειας του Θεού επίσκοπος δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Τα βασανιστήρια πολλά. Σ' ένα απ' αυτά όπως μας λέγει κάποιος συναξαριστής, είχε εξαρθρωθεί και το πόδι του κι είχε βλαβεί και το ένα του μάτι.
Τους παλμούς της καρδιάς του και την αγάπη του όμως στον Χριστό τίποτα δεν μπόρεσε να μειώσει. Μια ευφροσύνη πλημμύριζε ολόκληρο το είναι του, σαν σκεφτόταν ότι έπασχε για την πίστη του στον Σωτήρα Χριστό. «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς». (Ρωμ. η', 18), έλεγε κι επαναλάμβανε από μέσα του, σαν δεχόταν τα ραπίσματα και τους άλλους εξευτελισμούς.
Ο άγιος δημιουργεί οικογένεια
Μα και στις ημέρες της ευτυχίας και της οικογενειακής θαλπωρής που απολάμβανε μετά την απελευθέρωση του, που έγινε πιθανόν ύστερα από την κυκλοφορία του διατάγματος των Μεδιολάνων, η φλόγα της πίστεως Του στον Χριστό έμεινε αμείωτη κι η αγάπη του πάντα υποδειγματική.
Είπα στις ήμερες της οικογενειακής θαλπωρής, γιατί νέος ο άγιος μας, κατόπιν πιέσεως των γονιών του δημιούργησε οικογένεια. Δυστυχώς όμως πολύ νωρίς έχασε την προσφιλή του σύντροφο. Την κάλεσε ο Κύριος κοντά του. Έτσι ο Σπυρίδων έμεινε μόνος με συντροφιά τη χαριτωμένη κόρη του, την Ειρήνη του. Ο πόνος υπήρξε μεγάλος. Όμως, ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τα λόγια του πολύαθλου Ιώβ ήταν πάντα στο στόμα του. «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλατο. Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας» (Ιώβ α', 21). Παρηγοριά στή θλίψη του βρήκε πάλι στά λόγια του Θεού. Γιατί μόνο τα λόγια του Θεού τις στιγμές αυτές είναι ικανά να ξεκουράσουν ψυχικά τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν στη σωτηρία.
Η πανθομολογούμενη από όλους ευσέβεια κι αρετή του κατέστησε τον άγιο σεβαστό κι αγαπητό, όχι μονάχα στην πόλη του, μα και στα γύρω χωριά. Σ' αυτόν έβρισκαν καταφύγιο οι δυστυχισμένοι. Αυτόν είχαν προστάτη οι πονεμένοι. Αυτόν έβλεπαν πατέρα τα ορφανά. Σε κάθε ανάγκη σ' αυτόν κατέφευγαν όλοι, γιατί στό πρόσωπο του ήταν βέβαιοι πώς θα βρίσκανε αυτό που ήθελαν, αυτό που ποθούσαν. Την παρηγοριά και την ανακούφιση.
Ο Σπυρίδων ποιμένας ψυχών
Έτσι, όταν κάποτε πέθανε ο ιερέας του τόπου εκείνου, μικροί και μεγάλοι μ' ένα στόμα τον Σπυρίδωνα κάλεσαν και τον έπεισαν να χειροτονηθεί ποιμένας των ψυχών τους. Αργότερα κλήρος και λαός με τις παρακλήσεις τους πάλι ανέδειξαν τον άγιο πρώτο επίσκοπο της Τριμυθούντος. Και τη θέση αυτή τίμησε και δόξασε όσο κανένας άλλος ο απλοϊκός βοσκός. Την τίμησε και την δόξασε, γιατί ήταν ο πράος και ταπεινός. Τα λόγια του θείου Διδασκάλου «μάθετε απ' εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. ία' 29) ήταν γι' αυτόν σύνθημα ζωής, ήταν καθημερινό βίωμα.
Ο Σπυρίδων ήταν ακόμη η προσωποποίηση της αγάπης και καλωσύνης. Η πόρτα του σπιτιού του ήταν πάντα ανοιχτή για κάθε ξένο και περαστικό, και για κάθε οδοιπόρο. Τα λόγια του θείου Παύλου «την φιλοξενίαν διώκετε» ήταν γι' αυτόν τρόπος ζωής. Ο άγιος αγαπούσε τον κάθε άνθρωπο. Όποιος ερχόταν σπίτι του έπρεπε να καθήσει να ξεκουρασθεί, να διανυκτερεύσει, να φάει και να πιεί. Πολλές φορές ο ίδιος ο επίσκοπος μιμούμενος τον Κύριο έφερνε νερό και έπλενε με αγάπη τα πόδια των κουρασμένων στρατοκόπων για να τους ξεκουράσει. Σέ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του ο ταπεινός και πράος εκπρόσωπος της νέας πίστεως ήταν ο γνήσιος ακόλουθος Εκείνου, που ήταν και είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή». Η αγιότητα του υπήρξε θαυμαστή. Γι' αυτό κι ο Πανάγαθος Θεός πλούσια τον αντάμειψε από τον καιρό που ήταν ακόμη στη ζωή. Άπειρα είναι τα θαύματα που έκαμε με τη βοήθεια του Χριστού. Θαύματα μεγάλα, αναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια η Εκκλησία του έδωκε την προσωνυμία του θαυματουργού. Μερικά από τα θαύματα θα αναφερθούν κι εδώ. Αξίζει να δούμε και να γνωρίσουμε όλοι οι χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ο Κύριος εκείνους, που με σταθερότητα κι ειλικρίνεια αληθινή του δίδουν την καρδιά τους.
Θαύματα
1. Κάποτε η Κύπρος υπέφερε από ανομβρία. Πείνα μεγάλη κι αρρώστιες πολλές μάστιζαν κυριολεκτικά τον δυστυχισμένο τόπο. Πολλοί πέθαιναν κάθε μέρα. Η κατάσταση ήταν τραγική. Ένας Ηλίας ή κάποιος άλλος όμοιος του χρειαζόταν τις στιγμές εκείνες, για να ανοίξει τους καταρράκτες του ουρανού. Και σαν τέτοιος βρέθηκε ο άγιος μας. Ο πόνος του λαού του τον έσπρωξε σε θαθιά και κατανυκτική προσευχή. Το αποτέλεσμα υπήρξε άμεσο. Βροχές πολλές κι ευεργετικές άρχισαν να πέφτουν σ' όλο τον τόπο. Κι όταν αυτές συνεχιζόντουσαν με κίνδυνο το κακό να γίνει μεγαλύτερο παρά την ανομβρία, τότε και πάλι οι προσευχές του αγίου τις σταμάτησαν. Το πονεμένο νησί ανέπνευσε. Γεννήματα όλων των ειδών πλημμύρισαν τους κάμπους. Κι οι άνθρωποι δόξασαν τον Μεγάλο Πατέρα, που τόσο γρήγορα και με τόση σπουδή τους λύτρωσε από τα δεινά.
Ιδιαίτερα η αγάπη του αγίου εκδηλωνόταν για τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους. Σ' αυτούς ήταν αδύνατο ο φιλάνθρωπος επίσκοπος να αρνηθεί τη βοήθεια και την προστασία του.
2. Κάποτε πάλι μεγάλη ακαρπία και δυστυχία κτύπησε το πολύπαθο νησί. Οι πλούσιοι κι όσοι είχαν γεννήματα στις αποθήκες έτριβαν τα χέρια από χαρά. Ευκαιρία έλεγαν να αυξήσουμε τα πλούτη μας. Ένας φτωχός με πολυμελή οικογένεια κατέφυγε σ' ένα τέτοιο πλούσιο και με δάκρυα τον παρακαλούσε να του δανείσει ολίγο σιτάρι για να θρέψει την οικογένεια του και να του το επιστρέψει ή να του το πληρώσει μόλις μπορέσει. Ο σκληρός πλούσιος στα δάκρυα και τις παρακλήσεις του πτωχού έμεινε ασυγκίνητος. Καμιά συμπάθεια, καμιά συμπόνια δεν έδειξε η πέτρινη καρδιά του. Συντετριμμένος ο φτωχός σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο σπίτι του αγίου. Με πόνο ψυχής του ανέφερε το πρόβλημα του και του διηγήθηκε τη στάση του πλουσίου απέναντι του. Ο άγιος, αφού τον ήκουσε, τον ενίσχυσε και του είπε να κάνει υπομονή μέχρι την επομένη ήμερα. «Αύριο, του είπε προφητικά, αυτός που αρνήθηκε προ ολίγου να σε βοηθήσει, θα σε παρακαλεί ο ίδιος να σου δώσει όσο σιτάρι θέλεις. Και το σπίτι σου θα γεμίσει από γεννήματα».
Με τούτα τα λόγια του προανήγγελλε ο άγιος αυτά, που θα γινόντουσαν τη νύκτα. Τα μεσάνυκτα βροχή καταρρακτώδης άρχισε να πέφτει σε όλη την περιοχή. Οι αποθήκες του πλουσίου γκρεμίστηκαν και τα γεννήματα του πλημμύρισαν τους δρόμους. Κλαίοντας ο πλούσιος έτρεχε και παρακαλούσε τους πτωχούς να πάρουν όσα θέλουν.
— «Πάρτε, αδελφοί μου, τους έλεγε. Πάρτε να περάσετε. Δεν θέλω χρήματα».
Τα λόγια του αγίου επαλήθευσαν. Οι πτωχοί πήραν και δόξασαν τον Θεό για την ευσπλαγχνία του. Πήρε κι ο πτωχός μας και ευχαρίστησε κι αυτός τον Μεγάλο Πατέρα που κανένα δεν εγκαταλείπει, αλλά για όλους μεριμνά. Η χαρά ξαναγύρισε στις πονεμένες καρδιές. Οι μορφές άλλαξαν. Μόνον των πλουσίων η καρδιά έμεινε η ίδια' σκληρή και ανάλγητη. Και να.
3. Μια μέρα, ένας άλλος πτωχός με πολυμελή οικογένεια κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σ' ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό; Στόν πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σάν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ' αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Άς ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στό χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο.
- Πάρτο, παιδί μου, είπε ο άγιος με καλωσύνη. Πάρτο να κάμεις τη δουλειά σου.
Κι ο πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το 'δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή. Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έρριξε στη γη. Και ώ του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.
4. Την απέραντη αγάπη του αγίου για τα λογικά του πρόβατα και το ενδιαφέρον του γι' αυτά, μας την δείχνει και τούτο το γεγονός.
Κάποτε ένας καλός κι ενάρετος χριστιανός, που ήταν και στενός φίλος του αγίου, συκοφαντήθηκε από μερικούς κακούς ανθρώπους, που τον φθονούσαν, στον άρχοντα της πόλεως. Η συκοφαντία ήταν βαριά. Κι ο άρχοντας, μόλις την άκουσε έσπευσε να επιβάλει στον άνθρωπο σαν τιμωρία τον θάνατο. Η είδηση έφτασε και στ' αυτιά του αγίου, που ήξερε ότι ο άνθρωπος ήταν αθώος. Τί κάμνει; Χωρίς να χάσει καιρό, ξεκινά να πάει να βρει τον φίλο του και να δει, αν μπορεί να τον ελευθερώσει. Ήταν, όμως, χειμώνας. Μια δυνατή βροχή, που είχε πέσει πριν λίγη ώρα έκαμε να ξεχειλίσει ένας χείμαρρος, που βρισκόταν στη μέση του δρόμου. Από κανένα μέρος δεν υπήρχε πέρασμα. Τα θολά νερά του ποταμού κυλιόνταν με πολλή ορμή. Ο άγιος, που ήξερε να τα αναθέτει όλα στον Θεό, δεν τα 'χασέ. Εκεί που στεκόταν και συλλογιζόταν τί να κάμει, ήρθε στον νου του η περίπτωση του Ιησού του Ναυή, όταν πέρασε κι αυτός τον Ιορδάνη με την Κιβωτό της Διαθήκης και τον λαό. Σήκωσε στη στιγμή τα χέρια, ψιθύρισε μια θερμή προσευχή κι ύστερα με φωνή δυνατή φώναξε κι είπε:
— Ποτάμι στάσου. Ο Δεσπότης Χριστός με καλεί να πάω να γλυτώσω τον φίλο μου. Στάσου, λοιπόν, να περάσω.
Την ίδια ώρα τα ορμητικά νερά του χείμαρρου, που λες και κτυπούσαν σ' ένα στέρεο βράχο, σταμάτησαν. Έπαψαν να κυλούνε. Οι φυσικοί νόμοι παραμέρισαν, Κι ένας δρόμος άνοιξε μπροστά τους. Τα πλήθη, που στεκόντουσαν εκεί και με αγωνία περίμεναν πότε να καλμάρουν τα νερά, για να περάσουν κι αυτοί στην άλλη μεριά, μπροστά στα όσα έβλεπαν, συγκλονίστηκαν. Έκαμαν τον σταυρό τους κι ακολούθησαν τον άγιο, που προχώρησε και πέρασε πρώτος. Όταν έφθασαν στην πόλη, διηγήθηκαν με ενθουσιασμό τα όσα είδαν. Όσοι τ' άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι και δοξολογούσαν τον Θεό, που χαρίτωσε τόσο πλούσια τον άγιο τους. Την είδηση έμαθε κι ο άρχοντας. Μεγάλη έκπληξη δοκίμασε κι αυτός. Κι όταν ο άγιος τον πλησίασε, έσπευσε με συγκίνηση και χαρά ν' αφήσει ελεύθερο τον θανατοποινίτη φίλο του και μαζί γύρισαν στήν πόλη. Τι ωραία αλήθεια, αν όλοι οι πνευματικοί ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ενδιαφέρον για τα λογικά πρόβατα τους! Πόσο διαφορετικός, οπωσδήποτε θα 'ταν ο κόσμος!
Ο άγιος πήρε από τον Θεό και το χάρισμα να διαβάζει τις μυστικές σκέψεις των ανθρώπων. Τα ακόλουθα δύο περιστατικά είναι αρκετά να βεβαιώσουν και τούτη την αλήθεια.
Κάποτε ο άγιος, συνοδευόμενος από τον φίλο και μαθητή του Τριφύλλιο, τον πρώτο επίσκοπο της Λευκωσίας (τότε Λήδρας), ξεκίνησαν για την Κερύνεια. Πήγαιναν εκεί για κάποια εργασία. Ο δρόμος περνούσε από την Κυθρέα. Ήταν άνοιξη κι η φύση γύρω μια αληθινή ζωγραφιά. Τα δένδρα ανθισμένα. Τα πουλιά χαρούμενα κελαηδούσαν γλυκά και πετούσαν από κλαδί σε κλαδί. Στό βουνό τα κοπάδια βοσκούσαν λαίμαργα το πλούσιο χορτάρι με τα μύρια λουλουδάκια, που με την ευωδιά που σκορπούσαν λες και δοξολογούσαν κι αυτό τον Δημιουργό. Εκεί που βάδιζαν αργά-άργά, γιατί ήταν ανηφορικό το μονοπάτι, σε κάποια καμπή ο Τριφύλλιος στάθηκε και θαυμάζοντας τον πανοραμικό κάμπο, που απλωνόταν καταπράσινος κάτω από τα πόδια τους, άρχισε να κάμνει κάποιες σκέψεις:
Τι ωραία, σκεφτόταν νοερά, να είχα για την επισκοπή μου μερικά από αυτά τα κτήματα, που βρίσκονται σ' αυτόν τον τόπο. Θα μου 'διναν ένα καλό εισόδημα για να αντιμετωπίζω τόσες ανάγκες.
-Τί σκέπτεσαι, αδελφέ μου; του είπε ο Σπυρίδων. Γιατί αφήνεις το μυαλό σου τούτη την ώρα να ασχολείται με τόσο μάταια πράγματα;
- Γέροντα μου, μα διάβασες τις σκέψεις μου;
- Αδελφέ μου, «ου γαρ εχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλου σαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ', 14). Δεν έχουμε εδώ στη γη μόνιμη και διαρκή πατρίδα και πόλη• με πόθο βαθύ ποθούμε και ζητούμε τη μέλλουσα, την ουράνια Ιερουσαλήμ. Μάταια είναι όλα τα γήινα αγαθά. Στήν καρδιά σου φρόντισε να έχεις πάντα ένα πόθο. Την απόκτηση των ουρανίων, των αιωνίων αγαθών. Τα γήινα αγαθά είναι όλα προσωρινά και απατηλά. Σήμερα είναι δικά μας. Αύριο θα γίνουν κτήμα κάποιου άλλου. Και ουδέποτε τίνος.
— Πατέρα μου, συγχώρησε με. Νικήθηκα από τη θεωρία. Δεήσου κι εσύ του Κυρίου μας να με συγχωρήσει.
- Ναι, τέκνον μου, πρόσεχε. Ο διάβολος χρησιμοποιεί και τα πιο αθώα πράγματα, για να μας παρασύρει και να μας σκανδαλίζει. Αντί με τη θεωρία να αφήνει το μυαλό μας να στρέφεται και να δοξάζει τον Δημιουργό, που όλα τα έκαμε για τη δική μας αγάπη και ευτυχία, αντίθετα το σπρώχνει να ποθεί τα μάταια και να ζητά τρόπους, για να τα αποκτήσει, να τα κάμει κτήμα του.
Πόση σοφία στα λόγια του θεοφώτιστου επισκόπου. Αντί ο άνθρωπος μπροστά στά τόσα μεγαλεία του Παντοδύναμου Δημιουργού να αφήνει τη σκέψη του με ευγνώμονα διάθεση να υμνεί και να δοξάζει τον Ποιητή και Πλάστη Του, αυτός ένα μόνο κατά κανόνα σκέπτεται και ποθεί, την απόκτηση κι απόλαυση όλων αυτών των επίγειων αγαθών.
5. Κάποια άλλη φορά ο επίσκοπος, ύστερα από μακρινή οδοιπορία για διδαχή του λαού του μπήκε κουρασμένος στο σπίτι ενός από τους πιστούς του, για να ξεκουραστεί. Στό άκουσμα της είδησης κόσμος πολύς από τα γειτονικά σπίτια στην αρχή κι έπειτα από όλη την κοινότητα έτρεξαν να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του. Ανάμεσα στα πλήθη ήταν και μια αμαρτωλή γυναίκα, που ήρθε κι αυτή να δεί τον άγιο. Κάποια στιγμή μάλιστα έπεσε και κάτω, για να ασπασθεί τα πόδια του. Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος ο άγιος, σαν την κοίταξε, γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς να τον ακούσει κανένας, με τρόπο γλυκύ και ταπεινό, ψιθύρισε στη γυναίκα:
-«Κυρά μου, μη με εγγίσεις». Εκείνη όμως επέμενε. Και τότε ο άγιος με αυστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε όλους την αμαρτία της. Η γυναίκα θαύμασε και με συντριβή καρδιάς έσκυψε κι άρχισε με δάκρυα να ζητά το έλεος του Θεού. Μπροστά στη μετάνοια της ο στοργικός πατέρας της είπε με συγκίνηση τα λόγια εκείνα, που κάποτε ο ίδιος ο Κύριος απηύθυνε σε μια τέτοια αμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι». Πήγαινε στο καλό και πρόσεχε μελλοντικά. Με τον τρόπο του ο άγιος βοήθησε την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα να μετανοήσει. Αλλά κι έδωκε ένα μάθημα σε όλους. Μόνο η μετάνοια η ειλικρινής ξεπλένει την ψυχή και αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση την τιμητική, να είναι παιδί του Θεού.
6. Ο άγιος κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. Δεν έτρωγε τίποτα, ούτε αυτός ούτε κι η κόρη του. Κάποια βραδυά, σε περίοδο νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε με προθυμία να του ανοίξει και να τον υποδεχθεί. Του πρόσφερε νερό να ξεπλυθεί και πήγε να βρει κάτι, για να του δώσει να δειπνήσει. Κοίταξε παντού, μα τίποτα δεν βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. Στήν αμηχανία του ο άγιος θυμήθηκε πώς σε κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα κομμάτι διατηρημένο χοιρινό κρέας από τις ημέρες της κρεοφαγίας. Χωρίς να χάσει καιρό, φώναξε την κόρη του να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενο τους. Η κόρη ετοίμασε το τραπέζι.
Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο να φάγει. Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας:
— Δέσποτα μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός.
- Ναί! παιδί μου, είπε ο άγιος. Κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. Μα μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα φας από αυτό που βρίσκεται. Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να τονωθείς.
Κι ο άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ' εκείνο λέγοντας του. «Πάντα καθαρά τοις καθαροίς, ο θείος απεφήνατο Λόγος». Την άλλη μέρα φυσικά συνέχισε και πάλι τη νηστεία του. Το περιστατικό αυτό δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι κι η μόνη ορθή. «Το Σάββατον εγένετο δια τον άνθρωπον ούχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον». (Μάρκ. β', 27).
7. Λίγα γράμματα έμαθε ο άγιος, όπως είδαμε. Τούτο, όμως, δεν τον εμπόδισε από του να προσέλθει και να λάβει μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο που συνεκάλεσε ο Μέγας Κωνσταντίνος τα 325 μ.Χ., για να αποστομώσει και καθαιρέσει τον Άρειο. Ο τρομερός αυτός αιρετικός, όπως ξέρουμε, δίδασκε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά δημιούργημα και πλάσμα του Θεού. Κι η αιρετική του αυτή διδασκαλία είχε προκαλέσει αληθινό σάλο κι είχε συνταράξει ολόκληρη τη Χριστιανική Εκκλησία.
Στη σύνοδο αυτή από τη μια μεριά είχε παραταχθεί ο Άρειος με τους ικανούς ρήτορες και οπαδούς του επισκόπους. Κι ήταν αυτοί ο Νικομήδειας Ευσέβιος, ο Νικαιας Θεαγένης και ο Χαλκηδόνος Μακάριος. Μαζί μ' αυτούς, με την άδεια του Βασιλιά, προσήλθαν και παρεκάθησαν στη σύνοδο και αρκετοί φιλόσοφοι ομοϊδεάτες του Αρείου και υπερασπιστές του. Ανάμεσα σ' αυτούς ξεχώριζε κι ένας Έλληνας φιλόσοφος, ο Ευλόγιος, που στη διαλεκτική τέχνη, την ευστροφία του λόγου και τα σοφίσματα εθεωρείτο ανίκητος.
Στην παράταξη των ορθοδόξων είχαν συγκεντρωθεί 317 σεβάσμιοι αρχιερείς και κληρικοί. Μεταξύ αυτών διακρίνονταν, οι άγιοι Νικόλαος και Αλέξανδρος, ιερέας ακόμη, ο επίσκοπος Αντιοχείας Ευστάθιος, ο Παφνούτιος από τη Θηβαΐδα, ο Μέγας Αθανάσιος, διάκονος τότε της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ο επίσκοπος Τριμυθούντος Σπυρίδων και άλλοι πολλοί. Ο τελευταίος φυσικά δεν διακρινόταν για τη μόρφωση του. Διακρινόταν, όμως, για την απλότητα και την ταπείνωση του. Ήταν ένα δοχείο ακένωτο από ουράνιους θησαυρούς. Ήταν ένα κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Από τη στιγμή που μπήκε στην αίθουσα της συνόδου η καρδιά του κτυπούσε δυνατά και με βαθιά πίστη προσευχόταν νοερά να φωτίσει, ο Θεός, ώστε στο τέλος να λάμψει η αλήθεια.
«Πάτερ, δόξασόν σου τον Υιόν», έλεγε κι επαναλάμβανε με δάκρυα στα μάτια. Η αγάπη του στον λατρευτό μας Σωτήρα Χριστό του φλόγιζε όλο το κορμί και τον γέμιζε με ακαταμάχητη δύναμη.
Στη συζήτηση, που είχε ανάψει ο τρομερός Άρειος με τη φιλοσοφική του μόρφωση, την πανουργία και την ευγλωττία του, αλλά και τους οπαδούς του ρήτορες, που τον ενίσχυαν αφάνταστα, πετούσε κυριολεκτικά κεραυνούς ενάντια στην αλήθεια και την Εκκλησία του Χριστού. Οι ώρες περνούσαν, χωρίς ένα θετικό αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή μάλιστα ένας από τους πιο δεινούς ρήτορες του Αρείου, ο Έλληνας σοφός Ευλόγιος είχε προβάλει τέτοια επιχειρήματα και με τόση μαεστρία που είχε νομισθεί ότι το δίκαιο βρισκόταν με το μέρος τους. Οι υπερασπιστές της χριστιανικής αλήθειας, κι αυτός ο Μ. Αθανάσιος, σώπασαν. Νεκρική σιγή είχε απλωθεί για μερικά δευτερόλεπτα στη μεγάλη αίθουσα της συνόδου. Εκείνη την ώρα σηκώθηκε από τη θέση του ο άγιος μας και ζήτησε να μιλήσει. Αργά προχωρεί προς το βήμα. Οι οπαδοί του αιρεσιάρχη χαμογέλασαν, σαν τον είδαν. Οι άλλοι πατέρες στενοχωρέθηκαν. Γνώριζαν πώς ο άγιος ήταν αγνός κι ενάρετος. Ήταν όμως, κι ο άνθρωπος ο απλοϊκός, με τα λίγα γράμματα και χωρίς αυτό που λέμε κατά κόσμο σοφία και γνώση. Πώς θα μπορούσε λοιπόν ο ταπεινός βοσκός να τα βγάλει πέρα μ' ένα ρήτορα σοφό και διεστραμμένο; Γι' αυτό στενοχωρέθηκαν και μερικοί αγωνιζόντουσαν να τον εμποδίσουν να ομιλήσει. Φοβόντουσαν μήπως ο τραχύς κι αδιάντροπος ρήτορας ζητήσει να τον εκθέσει και να τον γελοιοποιήσει. Ο Σπυρίδωνας, όμως, επέμενε. Κι ο Βασιλιάς έδωκε τον λόγο.
Σιγή και πάλι νεκρική απλώθηκε στην αίθουσα. Οι φίλοι του Αρείου με δυσκολία συγκρατούν την περιφρόνηση τους, ενώ οι πατέρες με αισθήματα σεβασμού μα και απορίας κοιτούνε τον γέροντα. Κάποια στιγμή ο μέγας Σπυρίδων διακόπτοντας τη σιωπή στρέφεται προς τον φιλόσοφο και με φωνή σταθερή αρχίζει να του λέγει τούτα τα λόγια:
-Άκουε, σοφέ. Ένας είναι ο Θεός. Αυτός με τον Λόγο Του και το Πνεύμα Του δημιούργησε όλο τον κόσμο. Και αυτά που βλέπουμε, μα κι εκείνα που δεν βλέπουμε. Αυτός έπλασε και το θαυμαστό κι υπέροχο δημιούργημα, τον άνθρωπο. Αυτός ο Λόγος του Θεού είναι Υιός του Θεού αληθής και ομοούσιος με τον Πατέρα. Για την ιδική μας σωτηρία, πιστεύουμε ότι ο Υιός του Θεού έγινε και άνθρωπος και γεννήθηκε από μία κόρη, την Παρθένο Μαρία. Μεγάλωσε σαν άνθρωπος εκεί στη Ναζαρέτ, δίδαξε επι τρία χρόνια κι ύστερα σταυρώθηκε και τάφηκε σαν άνθρωπος. Έπειτα αναστήθηκε σαν Θεός μετά τρεις μέρες και συνανέστησε κι εμάς και μας χαρίζει άφθαρτη και αιώνια ζωή. Ο Λόγος του Θεού, αφού παρέμεινε στη γη μετά την Ανάσταση Του επι σαράντα ημέρες, αναλήφθηκε ύστερα στον Ουρανό από όπου κι έστειλε στη γη μετά δέκα μέρες το Πανάγιο Πνεύμα το οποίο από τότε παραμένει στην Εκκλησία. Ο Λόγος του Θεού πιστεύουμε ακόμη, πώς θα ξανάρθει κάποια μέρα για να κρίνει τον κόσμο όλο. Ημείς δε, θα αναστηθούμε και θα παρουσιαστούμε μπροστά Του, για να απολογηθούμε σ' Αυτόν για όλα τα έργα, τα λόγια και τα ενθυμήματα μας.
-Ο Λόγος του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, Σύνθρονος, Ομότιμος και Ομόδοξος. Ένας είναι ο Θεός• Τρία Πρόσωπα όμως, τρεις Υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Τα τρία αυτά Πρόσωπα, ο ένας Θεός, η μία Ουσία είναι για τον νου του ανθρώπου κάτι το άρρητο και ακατάληπτο. Όπως είναι αδύνατο να βάλει κανείς όλα τα νερά της θάλασσας σ' ένα ποτήρι, έτσι είναι αδύνατο και το πεπερασμένο μυαλό του ανθρώπου να χωρέσει και να κατανοήσει το άπειρο της Θεότητος. Για να δώσω όμως μια εξήγηση των λόγων μου, ας με συγχωρήσει ο Πανάγαθος που θα χρησιμοποιήσω αυτό το χειροπιαστό παράδειγμα.
Τότε ο άγιος έβαλε το αριστερό χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα κεραμίδι και δείχνοντας το, έκαμε με το δεξί του το σημείο του σταυρού κι είπε:
— «Εις το όνομα του Πατρός».
Κι έσφιξε το κεραμίδι. Οι πατέρες που παρακολουθούν τη σκηνή, συγκλονίζονται κυριολεκτικά. Γιατί με τις λέξεις του αγίου, η φωτιά με την οποία ψήθηκε το κεραμίδι ανέβηκε πάνω.
- «Και του Υιού»,
Πρόσθεσε. Τότε το νερό με το οποίο ζυμώθηκε το ξερό κεραμίδι, έτρεξε κάτω.
— «Και του Αγίου Πνεύματος».
Συμπλήρωσε ο πρακτικός και θεοφώτιστος διδάσκαλος. Το χώμα έμεινε στο χέρι του.
- Αδελφοί και πατέρες μου, συνέχισε ο θαυματουργός• όπως το κεραμίδι αποτελεί ένα πράγμα μιας ουσίας και μιας φύσεως, αλλά είναι τρισύνθετο - φωτιά, νερό, χώμα — έτσι κι ο Άγιος Θεός. Αν και δεν πρέπει να παρομοιάσουμε την Άκτιστο και Υπερούσια αυτή Φύση με κτιστό και φθαρτό δημιούργημα, εν τούτοις για να κάνουμε τα ακατάληπτα καταληπτά, - ας μας συγχωρήσει το άπειρο έλεος Του - λέμε και τονίζουμε:
- Ο Θεός είναι ένας κατά την ουσία και τη φύση. Αλλά κατά τα πρόσωπα ή τις υποστάσεις είναι Τριαδικός: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα.
Τα λόγια του αγίου κατέπληξαν τους παριστάμενους. Η αίθουσα αντήχησε από τις δοξολογίες προς τον Θεό και τις επευφημίες των Πατέρων. «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών. Σύ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος». (Ψαλμ. ος', 14-15). Ψάλλουν και δοξολογούν τον Κύριο. Ο Άρειος κι οι οπαδοί του καταντροπιάστηκαν πραγματικά. Ο φιλόσοφος ταπεινωμένος αναγνωρίζει κι ομολογεί φανερά την ήττα του:
-Τα λόγια σου με έπεισαν, άγιε γέροντα, και το θαύμα με εβεβαίωσε, ότι έχεις δίκαιο. Πιστεύω τώρα. Πιστεύω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού, Θεός αληθινός κι Αυτός, ομοούσιος με τον Πατέρα.
Δάκρυα χαράς έτρεξαν από τα μάτια όλων και πρώτα-πρωτα από τα μάτια του φιλοσόφου, που έσπευσε να δεχθεί το βάπτισμα και να γίνει χριστιανός.
Η αλήθεια για μια ακόμη φορά θριάμβευσε. Και επεβλήθη «ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ' εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως» (Α' Κορ. 6', 4). Δηλαδή όχι με συναρπαστικά λόγια ανθρώπινης σοφίας, αλλά με απόδειξη θείας δυνάμεως, που με το θαύμα που έγινε επιβεβαίωσε τη διδασκαλία. Να ποιος ήταν ο άγιος μας. Φλογερός, ζηλωτής στην πίστη, θεοφώτιστος.
8. Όταν ο άγιος επέστρεψε στην Κύπρο, με πολλή θλίψη έμαθε, πώς η κόρη του Ειρήνη είχε προ πολλού αποθάνει. Ο πιστός επίσκοπος δέχτηκε και τούτη τη δοκιμασία με παραδειγματική καρτερία και υπομονή. Μερικές μέρες υστερώτερα μία γυναίκα ήρθε σ' αυτόν και με κλάματα του ζήτησε ένα πολύτιμο πράγμα, ένα κόσμημα. Τα είχε δώσει στην κόρη του να το φυλάξει, λίγο πριν πεθάνει. Ο άγιος σηκώθηκε και με προσοχή ερεύνησε όλο το σπίτι, για να βρει το ξένο πράγμα. Δυστυχώς, όμως, πουθενά δεν το βρήκε. Τότε χωρίς καμιά αναβολή τράβηξε για τον τάφο της κόρης του. Σάν έφτασε, στάθηκε, ανέπεμψε μια θερμή προσευχή, κι ύστερα, αφού έσκυψε πάνω από τον τάφο, κάλεσε τη νεκρή κόρη του να του πεί, ως να ήταν ζωντανή, που είχε βάλει το πράγμα που της έδωκαν. Την ίδια στιγμή μια φωνή από τα βάθη του τάφου ακούστηκε να του λέει:
- Πατέρα μου, στον τάδε τόπο το έχω φυλαγμένο. Τότε κι ο άγιος της είπε:
- Κοιμήσου, κόρη μου, ήσυχα. Κοιμήσου μέχρι την ήμερα εκείνη, που ο Κύριος μας θα σε αναστήσει στην κοινή ανάσταση όλων μας.
Όσοι ήταν εκεί τρόμαξαν κι έμειναν σκεφτικοί. Συλλογιζόντουσαν τη δύναμη, με την οποία ο Πανάγαθος Θεός χαρίτωσε τον απλοϊκό μα άγιο επίσκοπο τους. Τον ποιμένα τον καλό, που έσπευδε να κάμει το καθετί για την ωφέλεια και την εξυπηρέτηση των χριστιανών του.
9. Στά 337 μ.Χ. πέθανε ο δημιουργός της Βυζαντινής μας αυτοκρα τορίας Κωνσταντίνος ο Μέγας. Στόν δοξασμένο θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε τώρα ο γιος του Κωνστάντιος. Αυτός ξανάκτισε και τη Σαλαμίνα της Κύπρου, που είχε καταστραφεί από σεισμό το 343. Από το όνομα του όμως η νέα πόλη ονομάστηκε Κωνστάντια.
Ο Κωνστάντιος κυβέρνησε το κράτος του Βυζαντίου 23 περίπου χρόνια (337-360 μ.Χ.). Κατά την περίοδο αυτή - δεν ξέρουμε πότε ακριβώς - ο αυτοκράτορας επισκέφθηκε την πρωτεύουσα της Συρίας την Αντιόχεια και αναγκάστηκε να παραμείνει εκεί για καιρό, γιατί αρρώστησε βαριά. Οι καλύτεροι γιατροί μπαινόβγαιναν στο παλάτι, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν τίποτα.
Στις δύσκολες εκείνες ώρες τόσο ο Κωνστάντιος, όσο κι οι δικοί του κατέφυγαν ιδιαίτερα στην προσευχή. Μια βραδυά, εκεί που ο βασιλιάς προσευχόταν, βλέπει μπροστά του ένα άγγελο, ο οποίος αφού του έδειξε μια χορεία αγίων επισκόπων ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν δύο, του είπε, πώς την αρρώστια του μόνο αυτοί θα ημπορούσαν να του την θεραπεύσουν. Ο βασιλιάς, χωρίς να χάσει καιρό έστειλε και κάλεσε στο παλάτι όλους τους επισκόπους. Ανάμεσα σ' αυτούς, όμως, που ήλθαν δεν είχε αναγνωρίσει τα δύο πρόσωπα που του είχε δείξει ο άγγελος. Οι επίσκοποι προσευχήθηκαν και ζήτησαν από τον Μέγα Ιατρό τη θεραπεία του άρχοντα, άλλα τίποτα δεν κατώρθωσαν. Στις δύσκολες εκείνες ώρες κάποιοι υπέδειξαν ότι από την εκεί χορεία έλειπε ο Σπυρίδων της Κύπρου. Χωρίς καθυστέρηση ο βασιλιάς έστειλε στη νήσο άνθρωπο δικό του και τον κάλεσε. Ο ταπεινός ιεράρχης, που κατά παρα χώρηση Θεού γνώριζε τα της αρρώστιας του Βασιλιά, πήρε μαζί του τον μαθητή του Τριφύλλιο, που η αγάπη του Θεού προώριζε για μελλοντικό αρχιερέα, και τον διάκονο του Αρτεμίδωρο και ξεκίνησε για την Αντιόχεια. Όταν έφτασε στην πόλη αυτή, ύστερα από ένα πολύ κουραστικό ταξίδι, ο Σπυρίδων κατευθύνθηκε με τη συνοδεία του στο παλάτι. Στήν είσοδο του παλατιού ο φρουρός που τους είδε έτσι φτωχικά ντυμένους ζήτησε να τους εμποδίσει να εισέλθουν. Τον Σπυρίδωνα μάλιστα, που είχε ήδη προχωρήσει μπροστά, ο φρουρός, νομίζοντας τον για κανένα ζητιάνο, τον άρπαξε από το χέρι και του έδωσε κι ένα χαστούκι στο πρόσωπο. Ο πράος ιεράρχης, χωρίς καθόλου να θυμώσει έστρεψε και την άλλη πλευρά του προσώπου του λέγοντας ότι ο βασιλιάς τον κάλεσε. Όταν ο φρουρός αντιλήφθηκε, ότι μπροστά του δεν είχε ζητιάνο, αλλά ένα αρχιερέα και μάλιστα τον ονομαστό της Κύπρου αρχιερέα Σπυρίδωνα, έπεσε μπροστά του και με δάκρυα τον παρακαλούσε να τον συγχωρήσει. Ο άγιος, που ήξερε να σκορπά τριγύρω του μονό την καλωσύνη, τον πήρε από το χέρι κι αφού τον ενουθέτησε, του έδωκε τις πατρικές ευλογίες του.
Οι άνθρωποι του βασιλιά παρέλαβαν τον άγιο και τον οδήγησαν με τη συνοδεία του μπροστά στον άρχοντα. Στό αντίκρυσμα τους ο βασιλιάς αναγνώρισε αμέσως τα δύο πρόσωπα, που του είχε δείξει την πρώτη φορά ο άγγελος, και με τον πόνο της αρρώστιας ζωγραφισμένο στο πρόσωπο σηκώθηκε από τον βασιλικό θρόνο και προχώρησε προς τον άγιο. Συγκινητική η σκηνή! Ο επίγειος άρχοντας με ταπείνωση σκύβει μπροστά στον αντιπρόσωπο του Ουρανίου Βασιλέως, για να ζητήσει το έλεος και τη χάρη Του. Ο ταπεινός αρχιερέας, πλημμυρισμένος από αγάπη και συμπόνια στον ανθρώπινο πόνο σηκώνει το σεπτό και άγιο χέρι του και το αποθέτει στο κεφάλι του άρχοντα προφέροντας την ίδια ώρα θερμή και άγια προσευχή. Το αποτέλεσμα; Θαυμαστό!
Σέ μια στιγμή η αρρώστια υποχωρεί και χάνεται και η υγεία ολοκληρωτικά αποκαθίσταται και παίρνει τη θέση της στο βασιλικό κορμί.
Οι καρδιές κτυπούν δυνατά από συγκίνηση κι ευγνωμοσύνη στον Θεό για τη δωρεά του. Ο άγιος μετά τη θεραπεία είπε και μερικά πνευματικά λόγια, που αφορούσαν στην ψυχική σωτηρία του επίγειου άρχοντα:
— Να θυμάσαι πάντοτε, βασιλιά, ότι κάθε εξουσία προέρχεται από τον Θεό. Γι' αυτό κι ο κάθε άρχοντας έχει υποχρέωση να ασκεί την εξουσία προς το συμφέρον του λαού του. Οδηγός στη ζωή του καθενός μας ας είναι η αγάπη, η καλοσύνη, η φιλανθρωπία. Όποιος έχει αγάπη μέσα του δεν μπορεί παρά να κάμνει το καλό στον συνάνθρωπο του. Με την αγάπη τηρεί και ξεπληρώνει ένας όλο τον νόμο. Φύλαττε ακόμη, βασιλιά μου, την ευσέβεια και μη δεχθείς στην Εκκλησία καμιά διδασκαλία αντίθετη με τα όσα διδάσκει η Αγία Γραφή κι η ιερά Παράδοση.
Αυτά είπε ο άγιος και ξεκίνησε να φύγει. Κι όταν ο βασιλιάς για να εκδηλώσει σ' αυτόν την ευγνωμοσύνη και την αγάπη του, του πρόσφερε χρήματα, πολλά χρήματα, ο άγιος αρνήθηκε να τα δεχθεί, λέγοντας πώς πιο πάνω από τα χρήματα είναι η αγάπη. Κι όταν ο βασιλιάς επέμενε, ο άγιος, για να μη θεωρηθεί υπερήφανος και ακατάδεχτος, δέχτηκε τα δώρα και προτού να φύγει από το παλάτι τα διαμοίρασε στους αυλικούς.
Την πράξη αυτή του αγίου σαν έμαθε ο βασιλιάς τον ευλαβήθηκε ακόμη περισσότερο, λέγοντας: «Τώρα εξηγώ και καταλαβαίνω γιατί ο Πανάγαθος Θεός τον έχει τόσο χαριτώσει». Ενθυμούμενος δε τις νουθεσίες του φρόντισε στη ζωή του να κάμνει πολλές φιλανθρωπίες σε κάθε φτωχό και πονεμένο. Κι ακόμη, για την αγάπη του άγιου Σπυρίδωνος, πρώτος αυτός απ' όλους τους βασιλείς ενομοθέτησε, ώστε οι κληρικοί να μη πληρώνουν κανένα φόρο. «Είναι άτοπο και ντροπή, έλεγε, οι υπηρέτες και αντιπρόσωποι του Ουράνιου Βασιλιά να πληρώνουν φόρους σε επίγειους και θνητούς άρχοντες».
10. Όταν ο άγιος αναχώρησε από τα ανάκτορα ευσεβής χριστιανός τον κάλεσε για να τον φιλοξενήσει. Κάποια γυναίκα είδωλολάτρισσα, που δεν ήξερε ούτε Ελληνικά, σαν το έμαθε, πήγε εκεί στό σπίτι μ' ένα παιδάκι νεκρό στην αγκαλιά της και το απέθεσε με κλάματα στα πόδια του αγίου. Με νεύματα και χειρονομίες και δάκρυα ποτάμι προσπαθούσε να του εξηγήσει τί ήθελε. Ο άγιος αντιλήφθηκε φυσικά τον πόθο της, αλλά δίσταζε να ζητήσει από τον Κύριο ένα τέτοιο πράγμα. Συγκλονισμένος, όμως, από τα δάκρυα της ζήτησε κάποια στιγμή από τον διάκονο του Αρτεμίδωρο να του πει τι να κάμει. Κι αυτός, άνθρωπος ευλαβής κι ενάρετος, απήντησε: «Γέροντα μου, κάμε μια δέηση και γι' αυτό το πονεμένο πλάσμα. Ο Υπερούσιος Λόγος που πάντα σε ακούει, θα σου κάμει οπωσδήποτε κι αυτή τη χάρη».
Ο άγιος δεν επερίμενε άλλο. Γονάτισε και με δάκρυα ποτάμι ζήτησε από τον Φιλάνθρωπο Χριστό να κάμει το θαύμα του. Να δώσει πίσω τη ζωή στο νεκρό παιδί. Κι η απάντηση δεν βράδυνε. Ένα δυνατό κλάμα παιδιού μαρτύρησε το θαύμα. Η δυστυχισμένη μητέρα, σαν άκουσε το νεκρό παιδί της να κλαίει, ένοιωσε μια τέτοια συγκίνηση κι ένα τέτοιο συγκλονισμό ψυχής, που έπεσε κάτω νεκρή. Ο Αρτεμίδωρος, ο πιστός διάκονος, μόλις αντιλήφθηκε τα γενόμενα με συντετριμμένη την καρδιά στράφηκε προς τον άγιο, και τον παρακάλεσε αυτό που έκαμε για το νεκρό παιδί, να κάμει και για τη μητέρα. Να δώσει με την προσευχή του στο παιδί ζωντανή τη μητέρα, την προστάτιδα του. Ο άγιος την ανάστησε κι αυτή με την προσευχή του και της έβαλε στην αγκαλιά ζωντανό το παιδί της. Μιμούμενος δε σε όλα τον θείο Διδάσκαλο, συνέστησε να μην πουν σε κανένα τα όσα έγιναν.
11. Από την Αντιόχεια ο άγιος με τη βοήθεια του Θεού επέστρεψε και πάλι στην πατρίδα του κοντά στο ποίμνιο του το αγαπημένο. Λίγες μέρες μετά την επιστροφή του ένας ζωέμπορος τον επισκέφθηκε και ζήτησε να αγοράσει από αυτόν εκατόν αίγες. Ο άγιος, όπως είπαμε, είχε διατηρήσει και μετά τη χειροτονία του σε επίσκοπο το ποίμνιο του, για να μπορεί να βοηθά κάθε δυστυχισμένο και πτωχό, που τον επισκεπτόταν. Στήν πρόταση που του έκαμε ο ζωέμπορος, ο άγιος του απήντησε:
— Βάλε εκεί τα χρήματα και πήγαινε να πάρεις τα ανάλογα ζώα από τη μάνδρα.
Ο ζωέμπορος σαν είδε τον άγιο να συνεχίζει αδιάφορος την εργασία του, νόμισε την ευκαιρία κατάλληλη να τον ξεγελάσει. Έβαλε, λοιπόν στο μέρος που του είπε την αξία 99 ζώων και μπήκε στη μάνδρα. Ξεχώρισε εκατόν αίγες και προσπαθούσε να τις βγάλει για να τις πάρει σπίτι του. Μια από τις αίγες, παρά τις προσπάθειες του, δεν ήθελε να ακολουθήσει τις άλλες. Ο αγοραστής, για να την αναγκάσει να πάει μαζί του, τη σήκωσε στους ώμους του, για να τη μεταφέρει. Το ζώο όμως άρχισε να τον κτυπά με τα κερατά του και να σπαράζει, αρνούμενο να τον ακολουθήσει. Ο επίσκοπος που στο θόρυβο είχε βγει έξω να ιδεί τι γίνεται, σαν είδε τη σκηνή είπε στον αγοραστή:
- Παιδί μου, πρόσεξε. Μήπως κατά λάθος δεν έβαλες την αξία αυτού του ζώου μαζί με τα άλλα χρήματα και για τούτο αυτό αρνείται να σε ακολουθήσει;
Στα λόγια του επισκόπου ο αγοραστής ομολόγησε την πράξη του και ζήτησε συγγνώμη, Ύστερα πλήρωσε το τίμημα του ζώου, κι αυτό ακολούθησε ήσυχα και πρόθυμα όπως τα άλλα.
Η αγάπη του καλού ποιμένα για το κάθε πλανεμένο πρόβατο υπήρξε απίστευτα συγκινητική. Πόνος και πόθος και παλμός κι αγώνας του ήταν η σωτηρία κάθε μιας ψυχής. Γι' αυτό και φρόντιζε με τα λόγια του και την όλη ζωή του να βοηθήσει τον καθένα, που ερχόταν σε επαφή μαζί του, να αντιληφθεί τα σφάλματα και τις αμαρτίες του. Να τις αντιληφθεί και να θελήσει να μετανοήσει για να σωθεί. Όπως οι ιατροί των σωμάτων χρησιμοποιούν ποικίλα φάρμακα για τη θεραπεία κάποιου ανθρώπινου μέλους που πάσχει, έτσι κι ο στοργικός επίσκοπος. Τα κύρια φάρμακα, που χρησιμοποιούσε, ήταν συνήθως το βάλσαμο, η αγάπη με τα γνωρίσματα της. Αγάπη στον καθένα. Αγάπη και επιείκεια και καλωσύνη και συγχωρητικότητα μέχρι παρεξηγήσεως. Αλλά και καυτήρια. Τον είδαμε στην περίπτωση της αμαρτωλής γυναίκας, που ήθελε να ασπασθεί τα πόδια του κι αυτός τη διέταξε να μη τον αγγίζει προτού μετανοήσει (θαύμα 5ο).
12. Μια βραδυά, την ώρα που όλοι ησύχαζαν, μερικοί κλέφτες μπήκαν στη μάνδρα, που ήσαν τα πρόβατα που έτρεφε ο άγιος για τις ανάγκες των πτωχών του, για να κλέψουν μερικά. Ξεχώρισαν αυτά που ήθελαν και δοκίμασαν να φύγουν. Άδικα, όμως, προσπαθούν να κινηθούν προς την έξοδο. Τα πόδια και τα χέρια τους δέθηκαν αόρατα από Εκείνο, που όλα τα βλέπει και τα παρακολουθεί, Όλο το βράδυ άγρυπνοι αγωνίζονταν χωρίς να κατορθώσουν αυτό που ήθελαν. Όταν ξημέρωσε και πήγε ο άγιος στη μάνδρα και τους είδε σε κείνα τα χάλια, τους σπλαγχνίστηκε. Τους μίλησε με καλωσύνη και τους συνέστησε να μην επαναλάβουν αυτή την πράξη. Κι εκείνοι ντροπιασμένοι και καταστενοχωρημένοι του το υποσχέθηκαν. Τους έλυσε τα δεσμά, με τα οποία ήσαν δεμένοι, τους ευλόγησε και τους απέλυσε. Την ώρα, που έφευγαν, τους έδωσε κι ένα κριάρι για «τον κόπο της αγρυπνίας». Πόσο δίκαιο έχει ο λαός μας όταν λέγει: «Αγαπά ο Θεός τον κλέφτη• αγαπά όμως και τον νοικοκύρη». Ο Πανάγαθος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμοθ. β' 4). Τη σωτηρία όλων μας θέλει ο Πανάγαθος Θεός. Τη σωτηρία όμως την προσφέρει μονάχα σ' εκείνους, που αναγνωρίζουν τα σφάλματα τους και με συντριβή ψυχής ζητούν μετανοημένοι τη συγχώρηση των αμαρτιών τους. Αυτό το κάνει κι ο άγιος. Στή μετάνοια και λύπη που δείχνουν οι κλέφτες για την πράξη τους, ο καλόκαρδος επίσκοπος σπεύδει να προσφέρει, όχι μόνο τη συγχώρεση και τις ευλογίες του αλλά και την αγάπη του, την έμπρακτη αγάπη του που εκδηλώνεται με τη γενναιόδωρη προσφορά του.
13. Ένα ζωντανό θαύμα και μια εκδήλωση αγάπης είναι όλη η ζωή του αγίου. Σελίδες πολλές θα μπορούσε να γεμίσει κανείς διηγούμενος με κάθε συντομία τα θαύματα που έκαμε, όταν ακόμη βρισκόταν στη ζωή. Έδωσε την καρδιά του ο άγιος άνευ όρων στον Ουράνιο Δημιουργό και Πατέρα, κι Αυτός επιβραβεύοντας την προσφορά του τον τίμησε και τον δόξασε όσο κανένα άλλο. Ό,τι πιο ωραίο, ό,τι πιο μεγάλο και θαυμαστό υπάρχει στη γη, η αγάπη και παντοδυναμία του Θεού το προσφέρει μέσον του Αγίου σ' εκείνους που το εκζητούν από Αυτόν με θερμή προσευχή και ταπείνωση, μα και συντριβή καρδιάς και πίστη φλογερή.
Με θερμή προσευχή και ταπείνωση...
Κάποτε ο άγιος, ενώ προσευχόταν το βράδυ στην εκκλησία της επισκοπής του και κόσμος πολύς με έκσταση παρακολουθούσε την προσευχή, που εξ’ όλης ψυχής και καρδίας ανέπεμπε ο ευλαβής επίσκοπος, κάποιος τον πλησίασε και τον διέκοψε λέγοντας του:
— Γέροντα, η κανδήλα θα σβήσει. Δεν έχουμε λάδι να της βάλουμε.
—Δεν έχει λάδι; είπε ο γέροντας.
Και σήκωσε τα άγια του χέρια. Τα σήκωσε για να ζητήσει λίγο λάδι, ώστε να μη διακοπεί η προσευχή. Και ώ του θαύματος! Με το σήκωμα των χεριών, Εκείνος, που υποσχέθηκε ότι «πάς ο αιτών λαμβάνει», έσπευσε να ανταποκριθεί στην αίτηση του καλού και πιστού του δούλου. Η κανδήλα άρχισε, όχι απλώς να γεμίζει από λάδι, αλλά και να ξεχειλά και να τρέχει στη γη. Οι υποδιάκονοι έτρεξαν, έφεραν αγγεία, περισυνέλεξαν το πλεονάζον λάδι κι έτσι για πολλές ήμερες είχαν, ό,τι χρειαζόντουσαν για την ανάγκη των λύχνων. Με την άγια του ζωή ο ευλαβής επίσκοπος είχε τόσο ευνοηθεί από τον Παντοδύναμο Πατέρα, ώστε ήταν αδύνατο σ' αυτόν να υψώσει τα χέρια και να μη λάβει αμέσως το ζητούμενο.
14. Ζούσε ακόμη ο άγιος στην επισκοπή του, όταν ο πατριάρχης Αλεξανδρείας, κινούμενος από θείο ζήλο και επιποθώντας να ιδεί την επαρχία του απαλλαγμένη από τα διάφορα ελληνικά είδωλα και ξόανα με τα οποία ήταν γεμάτος ο τόπος, κάλεσε στην επισκοπή του όλους τους αρχιερείς για μια κοινή δέηση. Ήταν συνηθισμένος τρόπος η συντριβή των ειδώλων με την προσευχή των πιστών. Στήν πρόσκληση του πατριάρχη έσπευσαν όλοι οι επίσκοποι κι ένας μεγάλος αριθμός πιστών να ανταποκριθούν. Στή μέρα που ορίστηκε άρχισε από όλους θερμή η κοινή προσευχή κι οι παρακλήσεις. Το αποτέλεσμα ευλογημένο. Ένα ένα τα διάφορα ειδωλολατρικά σύμβολα με την προσευχή των άγιων πατέρων κατά παραχώρηση Θεού άρχισαν να γκρεμίζονται και να γίνονται συντρίμματα. Ένα μονάχα άγαλμα, που ήταν στημένο εκεί στο λιμάνι και δέσποζε της γύρω περιοχής έμενε ασάλευτο. Και έμενε, όχι γιατί ο Παντοδύναμος αρνιόταν να ακούσει τις παρακλήσεις των πιστών του. Έμεινε, γιατί ο Κύριος ήθελε με τούτο να δοξάσει περισσότερο τον πιστό δούλό του Σπυρίδωνα. Να τον δοξάσει και να φανερώσει σ' όλους την ιδιαίτερη εύνοια, την οποία έτρεφε σ' αυτόν για την ταπείνωση και την αγιότητα του.
Ένα βράδυ που ο πατριάρχης βρισκόταν σε θερμή προσευχή, ένας άγγελος του φανερώθηκε και του είπε τούτα τα λόγια: «Μη λυπάσαι, γιατί το άγαλμα στο λιμάνι δεν έπεσε. Αυτό που ποθείς θα γίνει, όταν έλθει εδώ ο επίσκοπος Τριμυθούντος, ο Σπυρίδων. Στείλε και κάλεσε τον». Στήν υπόδειξη αυτή του αγγέλου ο πατριάρχης έσπευσε με γράμματα και πρόσωπο δικό του να καλέσει τον άγιο να πάει στην Αλεξάνδρεια το ταχύτερο. Έστειλε μάλιστα και πλοίο να τον παραλάβει. Στήν πρόσκληση του πατριάρχη και παράκληση ο ταπεινός και πάντα εξυπηρετικός επίσκοπος ετοιμάστηκε και χωρίς αναβολή ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο άγιος δεν σταμάτησε από του να προσεύχεται νοερά και να ζητά τη χάρη του Θεού. Όταν το πλοίο έφτασε στο λιμάνι, ο Σπυρίδων έσπευσε μεταξύ των πρώτων να αποβιβασθεί. Και να. Μόλις τα πόδια του αγίου πάτησαν στη γη, το θαύμα έγινε. Το αμετακίνητο είδωλο, το είδωλο που στις προσευχές τόσων αγίων πατέρων δεν σάλεψε από τη θέση του, στην απλή παρουσία του αγίου επισκόπου Κύπρου στην πόλη του Αλέξανδρου, σείστηκε και μαζί με όλα τα ειδωλολατρικά οικοδομήματα γκρεμίστηκε κι έπεσε σε συντρίμματα. Κάποιοι χριστιανοί που ήσαν εκεί, έτρεξαν κι ανακοίνωσαν στον πατριάρχη με χαρά τα γενόμενα. Κι ο πατριάρχης χωρίς να γνωρίζει την άφιξη του πλοίου αναφώνησε:
- Πρέπει να ήλθε ο Σπυρίδων της Κύπρου το σεμνό και θειο βλάστημα! Πηγαίνετε να τον υποδεχθείτε.
Πρέπει να ήλθε ο Σπυρίδων! Στόν τόπο, που πατούσε και περπατούσε ο γνήσιος μαθητής του Παντοδύναμου Ιησού, δεν μπορούσε να έχει πια θέση και δύναμη και εξουσία το σύμβολο του ψεύδους, το είδωλο που συμβόλιζε και αντιπροσώπευε τον Σατανά.
Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού». Κλήρος και λαός βγήκαν να προϋπαντήσουν τον ταπεινό επίσκοπο. Κι αυτός απέριττα ντυμένος προχωρεί ευχαριστώντας και δοξολογώντας Εκείνο, «τον ποιούντα μεγάλα και θαυμαστά, ένδοξα τε και εξαίσια».
Το μεγάλο αυτό θαύμα του αγίου κηρύχθηκε παντού. Κλήρος και λαός μαζεύτηκαν στο πατριαρχείο για να τιμήσουν τον άγιο. Οι πιστοί πανηγυρίζουν. Οι ορθόδοξοι στερεώνονται στην πίστη και γίνονται πιο θερμοί. Κι ακόμη πολλοί ειδωλολάτρες πιστεύουν και βαπτίζονται. Το θαύμα σε λίγο καιρό διαδόθηκε στα πέρατα της αυτοκρατορίας. Έφθασε και στο παλάτι της πόλεως του Κωνσταντίνου. Το έμαθε κι ο βασιλιάς. Με πίστη κι ευλάβεια δοξολογεί κι αυτός τον Θεό μαζί με τον λαό του, «τον δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις» (Ματθ. θ', 8).
Το εξαίσιο αυτό θαύμα μαρτυρούσε και μια πολύ ωραία και μεγάλη εικόνα που βρισκόταν στην Τριμυθούντα μεταξύ του αρχοντικού λεγομένου πυλώνος και της εκκλησίας. Σ' αυτήν την εκκλησία εφημέρευε ο άγιος όσο καιρό ζούσε.
Ο άγιος Σπυρίδωνας μαζί με άλλους ένδεκα Κυπρίους επισκόπους έλαβε μέρος και στην τοπική σύνοδο της Σαρδικής (της σημερινής Σόφιας), που συνεκλήθη γύρω στο 342 ή 343 κι η οποία εβεβαίωσε τις αποφάσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια. Στή Σύνοδο αυτή, όπως ξέρουμε, ανακλήθηκε από την εξορία του κι ο Μ. Αθανάσιος.
15. Είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη η προσφορά του αγίου μας στην Εκκλησία και πολλά, πάρα πολλά τα θαύματα που, όπως είπαμε, έκαμε και κάμνει. Λέγεται πώς όταν ζούσε και λειτουργούσε στο Άγιο Βήμα, οι χριστιανοί, που παρακολουθούσαν, άκουαν να ψάλλουν μαζί του άγγελοι. Όταν ο άγιος έλεγε «ειρήνη πάσι», οι άγγελοι απαντούσαν: «Και τω πνεύματί σου». Κι όταν αυτός έλεγε, «του Κυρίου δεηθώμεν», άγγελοι αποκρίνονταν «Κύριε ελέησον». Τούτο το γεγονός πολύ ωραία διατύπωσε κι ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας στο απολυτίκιο του αγίου με τις λέξεις: «Και εν τω μέλπειν τάς αγίας σου ευχάς, αγγέλους έσχες συλλειτουργούντάς σοι ιερώτατε». Πόσο αλήθεια χαριτώνει ο Κύριος όλους εκείνους, που με ταπείνωση του δίνουν την καρδιά τους, και με ειλικρίνεια κι απόλυτη εμπιστοσύνη ακολουθούν τον Νόμο Του!
Ήλθε όμως ο καιρός η ευλογημένη αυτή ζωή, μια ζωή υποδειγματικής πραότητας και ταπεινοφροσύνης, μια ζωή άδολης αγάπης και καλωσύνης, μια ζωή γεμάτη από θεία χάρη να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο και να μεταπηδήσει από το επίγειο στο ουράνιο θυσιαστήριο του Κυρίου, για να συνεχίσει εκεί τις υπηρεσίες του. Αυτό έγινε το 348 μ.Χ. με τον θάνατο του αγίου στην επισκοπή του στην Τριμυθούντα. Έφυγε ο καλός ποιμήν. Έφυγε από το ποίμνιο του. Η αγάπη όμως και το ενδιαφέρον του για τα λογικά πρόβατα του Χριστού που ζητάνε τη μεσιτεία του και τις πρεσβείες του προς τον Κύριο, δεν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ως σήμερα. Και θα συνεχίζονται μέχρι που θα θέλει ο Τριαδικός Θεός.
Τα πνευματικά του παιδιά θρήνησαν για καιρό την κοίμηση Του. Το λείψανο του στην ανακομιδή που έγινε μετά από πολλά χρόνια είχε μείνει άφθαρτο κι ευωδίαζε. Γι' αυτό κι οι κάτοικοι της προνομιούχου πόλεως, που τον είχε ποιμένα ψυχών, το έβαλαν σε μια μαρμάρινη λάρνακα, που έστησαν δίπλα στην είσοδο του ναού από τον νάρθηκα, για να είναι προσκύνημα των πιστών.
Η λάρνακα βρίσκεται ακόμη στο ίδιο μέρος αλλά χωρίς τον θησαυρό. χωρίς το άγιο λείψανο. Όταν άρχισαν οι αραβικές επιδρομές η επιδρομές των Σαρακηνών (648 μ.Χ.) το λείψανο για ασφάλεια μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β' στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί λίγο καιρό πριν να πέσει η βασιλίδα των πόλεων στα χέρια των Τούρκων, ένας ιερέας που ονομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, το πήρε από τον ναό που φυλασσόταν μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας και το μετέφερε μέσον της Θράκης, Μακεδονίας και Σερβίας στην Παραμυθιά της Ηπείρου κι ύστερα στην Κέρκυρα γύρω στο 1460. Επί τρία ολάκαιρα χρόνια ο ευσεβής εκείνος ιερέας περιπλανιόταν από τόπο σε τόπο μέχρις ότου φτάσει στην Κέρκυρα. Σ' όλο αυτό το διάστημα τα δύο λείψανα τα είχε κρυμμένα σε δύο σακκιά άχυρα για τα όποια, σαν τον ρωτούσε κανείς έλεγε, πώς τα άχυρα εκείνα ήταν τροφή για το υποζύγιο του.
Το λείψανο του αγίου στην Κέρκυρα
Τα Επτάνησα την εποχή αυτή βρισκόντουσαν κάτω από την εξουσία των Ενετών. Γι' αυτό κι ο Πολύευκτος κατέφυγε σ' ένα από αυτά, την Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πώς εδώ ο θησαυρός που μετέφερε θα ήταν ασφαλισμένος. Και πραγματικά τα τίμια λείψανα υπήρξαν εδώ ασφαλισμένα. Στην Κέρκυρα ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος Βρήκε ένα πρόσφυγα, τον ιερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη άλλοτε συμπολίτη του και του κληροδότησε το ιερό λείψανο. Από αυτό λείπει το δεξί χέρι. Τούτο βρισκόταν στη Ρώμη στον ναό του τάγματος του Φ. Νέρι (Ορατοριανών) μέχρι τον Νοέμβριο του 1984. Κατά το έτος αυτό, παραμονές της εορτής του Αγίου, μετά από έντονες ενέργειες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας και Παξών κ. Τιμοθέου, η Εκκλησία της Ρώμης δέχτηκε και πρόσφερε στην Εκκλησία της Κερκύρας το ως άνω ιερό λείψανο. Τούτο πήγε και παρέλαβε ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος Κερκύρας και το μετέφερε αεροπορικώς στην ευλογημένη νήσο. Έτσι το Ιερό οστούν του δεξιού χεριού του αγίου, που για αιώνες φυλασσόταν στη Ρώμη από τότε βρίσκεται στην προνομιούχο νήσο και κάθε φορά λιτανεύεται μαζί με το Ιερό σκήνωμα του αγίου. Το αριστερό διατηρείται ακέραιο μαζί με το άγιο λείψανο. Επίσης και τα μάτια του αγίου κατά παραχώρηση του Θεού, διατηρήθηκαν αλώβητα μέσα στον τάφο. Της αγίας Θεοδώρας το λείψανο φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ναό της Θεοτόκου της Σπηλαιώτισσας. Είναι ακέφαλο και εορτάζεται η μνήμη της στις 11 Φεβρουαρίου. Η αγία Θεοδώρα είναι αυτή που αναστήλωσε μαζί με τον Πατριάρχη Μεθόδιο τις αγίες εικόνες την πρώτη Κυριακή των Νηστειών του 843. Την αναστήλωση έκαμε μετά τον θάνατο του συζύγου της Θεοφίλου. Ο κόσμος του νησιού με βαθύτατο σεβασμό υποδέχθηκε τον ανεκτίμητο Θησαυρό. Χιλιάδες πιστοί κάθε χρόνο απ' όλα τα μέρη του κόσμου επισκέπτονται τον περίπυστο ναό του αγίου, που η ευλάβεια του Κερκυραϊκού λαού ανήγειρε προς τιμή του. Το άγιο λείψανο φυλάσσεται εδώ σε πολυτελή λάρνακα και διατηρείται άφθαρτο και ακέραιο ενάντια στους αμετάθετους της φύσεως όρους. Άφθαρτο και ακέραιο μένει, για να διακηρύττει στους αιώνες το λόγιο, το προφητικό. «Τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος» (Ψαλμ. ιέ', 3).
Πολλά θαύματα έγιναν κι εδώ στην Κέρκυρα και γίνονται κάθε χρόνο σε όσους με πραγματική πίστη καταφεύγουν στη χάρη του και με συντριβή καρδιάς και ταπείνωση εκζητούν τίς πρεσβείες του, γιατί «ο θαυματουργός καν τέθνηκε Σπυρίδων, του θαυματουργείν ουκ εληξεν εισέ τι». Δηλαδή, ο θαυματουργός Σπυρίδων κι αν απέθανε, δεν έπαψε όμως κι από του να θαυματουργεί. Στόν άγιο αυτό επαναλήφθηκε πραγματικά ο λόγος του Αποστόλου Παύλου. «Ζω δε ούκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός». (Γαλ. 6', 20).
Μερικά από τα θαύματα του αυτά θα αναφερθούν κι εδώ για ψυχική ενίσχυση όλων μας και διδασκαλία.
Θαύματα
1. Βρισκόμαστε στίς αρχές του 17ου αιώνα. Τρομερή ανομβρία κτύπησε και του Ιόνιου Πελάγους τα νησιά. Ιδιαίτερα τη νήσο Κέρκυρα. Η δύναμη που κρατούσε κι εξουσίαζε τα νησιά με τους πολέμους που διεξήγαγε εδώ κι εκεί, δεν εύρισκε καιρό να σκεφθεί τους δουλοπάροικους της. Ο λαός πεινά. Υποφέρει. Ό,τι βρίσκει τα τρώγει. Έλειψαν και του βουνού τα λίγα χορταράκια. Στούς δρόμους και τα σπίτια μια παραπονιάρικη φωνή ακουόταν συνεχώς: «Πεινούμε...»
Πεινούσαν τα παιδιά. Πεινούσαν οι νέοι. Πεινούσαν κι οι γέροι. Όλοι πεινούσαν. Κι αυτών των πλουσίων τα κελλάρια άρχισαν να αδειάζουν. Πλησίαζε και το Πάσχα, η Λαμπρή. Πώς θα περνούσε ο κόσμος τέτοιες μέρες χωρίς ψωμί;
Στις δύσκολες αυτές ώρες όλοι θυμούνται τον Θεό. «Η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα»1 φωνάζει κι ο λόγος του Θεού. Στήν εκκλησία που φυλάγεται το λείψανο του αγίου,
1.Ησαΐα, ν', 5.
ο λαός αγρυπνεί και παρακαλεί. Κλαίνε τα παιδιά. Σπαράζει η καρδιά των μητέρων. Οι ιερείς ψέλνουν την παράκληση του αγίου. Κι η απάντηση έρχεται τάχιστα.
Το Μέγα Σάββατο τρία πλοία φορτωμένα με σιτάρι πλέουν προς την Ιταλία. Όταν περνούσαν την Κέρκυρα, οι ναύτες βλέπουν ξαφνικά και των τριών πλοίων την πλώρη να στρέφεται πλάγια και προς τον βοριά, όπου ήταν η νήσος. Ο αέρας αλλάζει κατεύθυνση και τα βοηθά. Ένας γέροντας ρασοφόρος προχωρεί μπροστά, λες και τους δείχνει τον δρόμο. Και μια φωνή δυνατή ακούεται και επαναλαμβάνεται πολλές φορές.
- Προς την Κέρκυρα. Πεινούν εκεί οι άνθρωποι. Θα πληρωθείτε. Θα πληρωθείτε. Προς την Κέρκυρα.
Τα ιστιοφόρα, γλάροι πετούμενοι προχωρούν. Σε λίγο νάτα στο λιμάνι. Τα έφερε ο άγιος. Ρίχνουν τις άγκυρες και καλούν τον κόσμο να τρέξει να πάρει αυτά που ποθούσε κι είχε τόση ανάγκη. Να πάρει αυτό που στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου. Να πάρουν το σιτάρι για να φτιάξουν το ψωμί.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και να. Το λιμάνι γέμισε από κόσμο. Τα σακκιά με τον ξανθό θησαυρό σέρνονται στην ακρογιαλιά και διαμοιράζονται. Οι καρδιές πανηγυρίζουν. Τα δάκρυα του πόνου μεταβάλλονται με μιας σε δάκρυα χαράς. Δοξολογίας και χαράς, μα κι ευγνωμοσύνης στον Μεγάλο Πατέρα, τον Πανάγαθο Θεό και τον προστάτη κι ακοίμητο φρουρό άγιο.
Η Ενετική Κυβέρνηση με θέσπισμά της ώρισε κάθε Μ. Σάββατο να γίνεται λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος του αγίου, για να θυμάται πάντα ο λαός το μεγάλο αυτό θαύμα της σωτηρίας του από την πείνα.
2. Γύρω στα 1629-30 καινούργια δοκιμασία έπληξε το ευλογημένο νησί της Κέρκυρας. Αρρώστια μεταδοτική και θανατηφόρα, το κτύπησε αυτή τη φορά χωρίς διάκριση και έλεος. Ήταν πανώλης (πανούκλα). Άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, πλούσιοι και πτωχοί προσβάλλονται καθημερινά από την επάρατη νόσο και πεθαίνουν τόσο στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο, τα χωριά. Η διοίκηση του νησιού με τα πρώτα κρούσματα σπεύδει να ψηφίσει και να διαθέσει ένα τεράστιο ποσό, για να περιορίσει την εξάπλωση της αρρώστιας. Άδικα όμως αγωνίζεται. Σε λίγο καιρό η ωραία Κέρκυρα πάει να ερημώσει. Τα καταστήματα τόσο στην πόλη, όσο και στα μεγάλα κέντρα έχουν κλείσει. Η αγορά νεκρώθηκε. Οι δρόμοι έχουν αδειάσει. Μονάχα μερικά αλογοσυρόμενα κάρα κινούνται κάπου-κάπου φορτωμένα με πτώματα για να μεταφέρουν το μακάβριο φορτίο τους έξω από την πόλη για ταφή σε ομαδικούς τάφους. Εικόνα τραγική παρουσιάζει στ' αλήθεια ολόκληρο το νησί. Εδώ που άλλοτε έσφυζε η ζωή κι αντηχούσαν τραγούδια χαράς και γέλια, τώρα ακούονται μονάχα κλάματα. Κλάματα από ανθρώπους που λειώνουν από τον πόνο ανάμικτα με κλάματα κουκουβάγιας και κρωγμούς κοράκων.
Κάποια μέρα στη συμφορά αυτή την κοσμογονική ο πιστός και πονεμένος λαός παρά τις συστάσεις των ιατρών να αποφεύγει τον συνωστισμό, τολμά και σπεύδει να κατακλύσει τον ιερό ναό του αγίου και με συντριβή ψυχής και δάκρυα καυτά να εκζητήσει τη μεσιτεία του.
— Άγιε, λυπήσου μας, κραυγάζουν μικροί και μεγάλοι. Άγιε, σώσε μας.
Κι η σωτηρία δεν αργεί. Προσφέρεται γρήγορα και πλούσια.
Ο ιστορικός της Κέρκυρας Ανδρέας Μάρμορας που ζούσε Τότε, μας λέγει, πώς η τρομερή επιδημία, παρά την έλλειψη σχετικών φαρμάκων, σε λίγο περιορίστηκε στο ελάχιστο και μέχρι την Κυριακή των Βαΐων σταμάτησε τελείως. Όλες τις νύκτες κατά τις οποίες η πόλη δοκιμαζόταν από την αρρώστια, πάνω από το ναό του αγίου φαινόταν κάτι σαν φως μιας υπερκόσμιας κανδήλας. Ήταν το σημάδι πώς ο άγιος αγρυπνούσε και φρουρούσε τον λαό του. Έτσι το εξήγησαν οι πιστοί. Το φως το έβλεπαν συνέχεια οι νυχτερινοί σκοποί των φρουρίων.
Η τρομερή αυτή επιδημία, η πανώλης, παρουσιάστηκε και δεύτερη φορά στην Κέρκυρα μετά από σαράντα περίπου χρόνια, το 1673. Και τούτη τη φορά η αρρώστια ξαπλώθηκε γρήγορα σε πόλεις και χωριά. Τα κρούσματα υπήρξαν πάμπολλα. Το δρεπάνι του θανάτου θέριζε κι αυτή τη φορά καθημερινά ένα μεγάλο αριθμό από τους κατοίκους.
Στις παρακλήσεις του λαού του ο θαυματουργός άγιος έσπευσε να ανεβάσει και πάλι στον θρόνο της θείας Μεγαλωσύνης, τη συντριβή και τα δάκρυα του πιστού λαού μαζί με τα δικά του και να εκζητήσει και να λάβει τάχιστα το ουράνιο έλεος και τη σωτηρία του. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού «επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (ψαλμ. μθ', 15) βρήκαν και στην περίπτωση αυτή πλήρη την εφαρμογή τους. Στις ικεσίες του θείου ιεράρχη και του μετανοημένου λαού η απάντηση δεν άργησε να δοθεί. Τα κρούσματα μέρα με τη μέρα ελαττώθηκαν στο ελάχιστο και τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη σταμάτησαν απότομα. Κι αυτή τη φορά στην κορυφή του καμπαναριού για τρεις νύχτες έβλεπαν οι πιστοί ένα σταθερό φως, και μέσα σ' αυτό το υπερκόσμιο φως, τον θαυματουργό άγιο να αιωρείται και μ' ένα Σταυρό στο χέρι να καταδιώκει ένα κατάμαυρο φάντασμα, την αρρώστια, που προσπαθούσε να αποφύγει τον άγιο και να σωθεί.
Η ευγνωμοσύνη κι οι ευχαριστίες του πιστού λαού υπήρξαν και πάλι μεγάλες. Με θέσπισμα της Ενετικής διοικήσεως καθιερώθηκε από τότε κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου να γίνεται πανηγυρική και παλλαϊκή λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος, για να θυμάται ο λαός κι ιδιαίτερα η νέα γενεά τον αληθινό και άγρυπνο προστάτη και Σωτήρα της.
Άπειρα είναι τα θαύματα του αγίου, όπως είπαμε. Θαύματα μικρά και μεγάλα. Θαύματα που αναφέρονται στη θεραπεία κάποιας ανίατης αρρώστιας, αλλά και θαύματα που αναφέρονται στη βοήθεια και σωτηρία ολόκληρης πόλεως και λαού. Ένα τέτοιο θαύμα είναι και το παρακάτω, που αξίζει πολύ να το προσέξουμε όλοι μας. Ιδιαίτερα οι άρχοντες κι οι αρχόμενοι της μαρτυρικής αυτής νήσου, που φέρει το τιμητικό προσωνύμιο «Νήσος των Αγίων».
Ύστερα από την πτώση της βασιλίδος των πόλεων η τούρκικη βουλιμία προχωρεί και ένα - ένα κατακτά όλα τα τμήματα της Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας. Χρόνια δύσκολα για τον Ελληνισμό. Χρόνια δραματικά. Χρόνια για τα οποία ο λαός τραγουδώντας τα θα λέει: «Όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά»...
3. Το 1715 ο καπουδάν Χοντζά πασάς, αφού κατέκτησε την Πελοπόννησο κατά διαταγή του σουλτάνου προχωρεί για να καταλάβει και τα Επτάνησα. Και πρώτα - πρώτα βαδίζει προς την Κέρκυρα, που τόσο αυτή, όσο και τα άλλα νησιά βρισκόντουσαν κάτω από την Ενετική κυριαρχία.
Ένα πρωί της 24ης Ιουνίου 1716 η τουρκική στρατιά με επίκεφαλής τον σκληρό στρατηγό της επέδραμε και πολιόρκησε την πόλη κι απ' την ξηρά κι από τη θάλασσα. Επί πενήντα μέρες το αίμα χυνόταν ποτάμι κι από τις δύο μεριές. Οι υπερασπιστές Έλληνες και Βενετσιάνοι αγωνιζόντουσαν απεγνωσμένα για να σώσουν την πόλη. Τα γυναικόπαιδα, μαζεμένα στον ιερό ναό του αγίου μαζί με τους γέρους κι όσους δεν μπορούσαν να πάρουν όπλα προσεύχονται στα γόνατα και με στεναγμούς λαλητούς εκζητούν του προστάτη αγίου τη μεσιτεία. Σάν πέρασαν οι πενήντα μέρες οι εχθροί αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να κτυπήσουν με πιο πολλή μανία την πόλη. Κερκόπορτα ζητούν κι εδώ οι εχθροί για να τελειώσουν μια ώρα γρηγορώτερα το έργο τους. Απ' την Κερκόπορτα δεν μπήκαν κι οι προγονοί τους και κατέκτησαν τη Βασιλεύουσα; Γι' αυτό και προβάλλουν δελεαστικές υποσχέσεις, για να πετύχουν κάποια προδοσία.
Το επόμενο πρωινό ένας Αγαρηνός με τηλεβόα κάνει προτάσεις στους μαχητές να παραδοθούν, αν θέλουν να σωθούν. Την ίδια ώρα όμως αραδιάζει κι ένα σωρό απειλές στην περίπτωση, που οι υπερασπιστές δεν θα δεχόντουσαν τη γενναιόδωρη πρόταση του.
Περνούν οι ώρες. Η αγωνία κι ο φόβος συνέχει τις ψυχές. Οι Αγαρηνοί ετοιμάζονται για το τελειωτικό κτύπημα, όπως λένε. Μα κι οι υπερασπιστές εμψυχωμένοι από τις προσευχές τόσο των ίδιων, όσο και των ιδικών τους μένουν αλύγιστοι κι ακλόνητοι στις θέσεις τους. Η πρώτη επίθεση αποκρούεται με πολλά τα θύματα κι από τις δύο μεριές. Η πόλη της Κέρκυρας περνά τρομερά δύσκολες στιγμές. Η θλίψη, όμως, των στιγμών εκείνων «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε', 3-5). Η ελπίδα στον Θεό ουδέποτε στ' αλήθεια ντροπιάζει ή διαψεύδει αυτόν που την έχει. Κι ο λαός ελπίζει και προσεύχεται. Προσεύχεται και πιστεύει πώς ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης άγιος του, δεν θά τον εγκαταλείψει.
Στόν ιερό ναό οι προσευχές του άμαχου πληθυσμού συνεχίζονται θερμές κι αδιάκοπες.
-Άγιε Σπυρίδων, πατέρα μας. Λυπήσου μας. Λυπήσου τα παιδιά μας, τους γέροντες μας, τις γυναίκες μας... Λυπήσου τις εκκλησιές μας...
Με τέτοιες κι άλλες παρόμοιες επικλήσεις περνά η νύχτα.
Ξημέρωσε η 10η Αυγούστου. Κάτι ασυνήθιστο για την εποχή παρατηρείται την ήμερα αυτή από το πρωί. Ο ουρανός είναι σκεπασμένος με μαύρα πυκνά σύννεφα. Από στιγμή σε στιγμή ετοιμάζεται να ξεσπάσει τρομερή καταιγίδα. Και να! Πολύ πριν από το μεσημέρι μια βροχή, καταρρακτώδης, βροχή κατακλυσμιαία αρχίζει να πέφτει στη γη. Μοναδική η περίπτωση. Νύχτωσε κι ακόμη έβρεχε. Σάν αποτέλεσμα της κακοκαιρίας αυτής καμιά επιθετική προσπάθεια δεν αναλήφθηκε εκείνη την ήμερα. Η νύχτα περνά ήσυχα. Περί τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου συνέβη κάτι το εκπληκτικό, το αναπάντεχο. Μια Ελληνική περίπολος που έκαμνε αναγνωριστικές επιχειρήσεις, για να εξακριβώσει από που οι εχθροί θα επιτίθεντο, βρήκε τα χαρακώματα των Τούρκων γεμάτα νερό από τη βροχή και πολλούς Τούρκους στρατιώτες πνιγμένους μέσα σ' αυτά. Νεκρική σιγή βασίλευε παντού. Στό μεταξύ ξημέρωσε για καλά. Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου πέφτουν στη γη και χαιρετούν την άγρυπνη πόλη. Οι τηλεβόες σιγούν. Οι εχθροί δεν φαίνονται. Μήπως κοιμούνται; Τι να συμβαίνει άραγε;
Μα δεν το είπαμε; Η ελπίδα στον Θεό «ου καταισχύνει». Δεν ντρο πιάζει ποτές εκείνο που την έχει. Και να!
Όλη τη νύχτα ο θαυματουργός εκείνος υπερασπιστής της νήσου, ο άγιος Σπυρίδωνας της Κύπρου με ουράνια στρατιά συνοδεία κτύπησε άγρια τους Αγαρηνούς, και τους διέλυσε και τους διεσκόρπισε. Αυτά ομολογούσαν οι ίδιοι οι Αγαρηνοί το πρωί που έφευγαν «χωρίς διώκον τος». Σωρεία τα πτώματα στην παραλία. Τα απομεινάρια της τούρκικης στρατιάς μαζεμένα στα λίγα πλοία που απέμειναν, φεύγουνε ντροπιασμένα για την Κωνσταντινούπολη. Αληθινά! «Τον ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει». Και «αυτή εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (Α' Ίωάν. ε', 4). Δηλαδή αυτή είναι η δύναμη που νίκησε τον κόσμο, η πίστη μας.
Η Κέρκυρα πανηγυρίζει. Ο πιστός λαός, μαζεμένος στην εκκλησία του αγίου, δοξολογεί τον Θεό και ψάλλει με δυνατή φωνή:
-Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ... δόξα τω ενεργούντι δια σου... Ναι! δόξα στον Παντοδύναμο Χριστό, που σε δόξασε. Δόξα και σε σένα άγιε, που με τη χάρη Του ενεργείς τα τόσα θαύματα σου.
Τί ευλογία Θεού θα ήταν, αν και οι κάτοικοι της ευλογημένης αυτής νήσου, της μαρτυρικής Κύπρου μας, θυμόντουσαν κάπου - κάπου τις ρίζες τους και ζητούσαν, ναι! και ζητούσαμε όλοι από τις μυριάδες των αγίων μας τις πρεσβείες τους για την ευτυχία και την ελευθερία μας! Τις ζητήσαμε τελευταία το 1955-59 και μας τις πρόσφεραν. Κι η δράκα των πιστών παιδιών μας νίκησε κι εξευτέλισε μια αυτοκρατορία. Σωρεία τα θαύματα που έγιναν τότε. Θαύματα μεγάλα, αφάνταστα, τρανταχτά. Γιατί δεν τις ζητούμε και τώρα; Γιατί δεν μεταβάλλουμε το νησί μας από ένα χώρο αμαρτίας και διαφθοράς σε ένα στρατόπεδο προσευχής; Αλήθεια! Γιατί; Γιατί;
Η ανέλπιστη σωτηρία της νήσου από την εκστρατεία των Τούρκων ανάγκασε κι αυτή την αριστοκρατία των Ενετών, να αναγνωρίσει ως ελευθερωτή της Κέρκυρας τον άγιο Σπυρίδωνα. Και ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης να προσφέρει στον ναό μια ασημένια πολύφωτη κανδήλα, και να ψηφίσει ώστε το λάδι που θα χρειαζόταν κάθε χρόνο για το άναμμα της κανδήλας αυτής, να προσφέρεται από το Δημόσιο. Με ψήφισμα της πάλι η Ενετική διοίκηση καθιέρωσε την 11 Αυγούστου, σαν ημέρα εορτής του αγίου και λιτανεύσεως του ιερού Σκηνώματός Του.
Το θαύμα αυτό της σωτηρίας της νήσου, ακολούθησε κι άλλο θαύμα πολύ μεγάλο κι εξαιρετικό, αλλά και φοβερό στην όλη του εμφάνιση και παρουσία.
4. Ο αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας, Ανδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατά ένα τρόπο πιο φανερό και πιο θεαματικό να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον άγιο για τη σωτηρία, αποφάσισε να στήσει στον ναό ένα θυσιαστήριο ακόμη. Ένα θυσιαστήριο για να γίνεται επάνω σ' αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά το Λατινικό δόγμα. Το θυσιαστήριο, αλτάριο κατά τους Λατίνους, θα κτιζόταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων κι εκεί θα γινόταν από Λατίνο ιερέα η θεία Λειτουργία. Στή σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και από ένα θεολόγο Λατίνο σύμβουλο του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ο τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στο ναό του αγίου αλτάριο, δηλαδή αγία Τράπεζα φράγκικη και να τελείται μέσα στον ορθόδοξο ναό του αγίου η θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το δόγμα. Μετά τη γνωμοδότηση, που πήρε από τον σύμβουλο του ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης, κάλεσε τους ιερείς του Ναού και τους ανακοίνωσε τον σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιο τρόπο από αυτούς και τη συγκατάθεση τους. Εκείνοι, όπως ήτο φυσικό, αρνήθηκαν κι υπέδειξαν, πώς αυτό θα ήταν μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και γι' αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του αλταρίου, ο διοικητής τους απείλησε κι αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου του χωρίς την άδεια τους. Οι ιερείς στην επιμονή του κατέφυγαν με δάκρυα στον άγιο τους και ζήτησαν με θερμή προσευχή, τη βοήθεια και την προστασία του. Ο διοικητής με το δικαιωμα που του έδινε η εξουσία, προσπάθησε ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της παράνομης επιθυμίας του. Αλλά και ο άγιος, για να προλάβει μια τέτοια απαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατά συνέχεια νύκτες στον ύπνο του με το ένδυμα ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την απόφαση του, διαφορετικά θα το μετάνοιωνε πολύ πικρά. Τρομαγμένος ο διοικητής κάλεσε τον σύμβουλο του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την απειλή του αγίου. Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές κι υπέδειξε πώς δεν έπρεπε αυτός ένας μορφωμένος άρχοντας να βασισθεί στα όνειρα, που είναι έργο, όπως του είπε, του διαβόλου και που σκοπό έχουν να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο.
Τα λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητού, ο οποίος μάλιστα την επομένη ήμερα 11 Νοεμβρίου 1718 ακολουθούμενος από τη συνοδεία του πρωί-πρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου για να προσκυνήσει τάχατες το λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά όμως πήγε εκεί για να καταμετρήσει το μέρος που θα κτιζόταν το αλτάριο και να καθορίσει και τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος.
Εκεί στον ναό για μια ακόμη φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο, να τον αποτρέψουν από του να εκτελέσει το σχέδιο του. Άδικα, όμως. Ο άρχοντας, όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τους απείλησε πώς, αν του ξαναμιλούσαν γι' αυτό το θέμα, θα τους έστελλε φυλακή στη Βενετία.
Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την απόφαση την επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 του Νοέμβρη, οι άνθρωποι του να ερχόντουσαν να. αρχίσουν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους μπροστά στην ανοικτή λάρνακα, που περιείχε το σεπτό λείψανο.
Πέρασε η μέρα. Νύχτωσε. Κοντά στα μεσάνυχτα, όπως μας διηγείται ο υπέροχος χρονικογράφος Αθανάσιος ο Πάριος, στο βιβλίο του «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντές και κεραυνοί συνταράζουν την πόλη. Ο σκοπός, που βρισκόταν στην είσοδο του φρουρίου κοντά στην πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχό να προχωρεί μ' ένα δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο Φρούριο. Πρόφτασε και του φώναξε:
-Ποιός είσαι; Πού πάς; Μια φωνή του απήντησε. - Είμαι ο Σπυρίδων.
Την ίδια ώρα τρείς φλόγες βγήκαν από το καμπαναριό της εκκλησίας ενώ ένα χέρι άρπαξε τον σκοπό και τον πέταξε στην άλλη μεριά του κάστρου. Ο σκοπός έπεσε όρθιος χωρίς να πάθει τίποτα. Ταυτόχρονα μια δυνατή, εκκωφαντική έκρηξη ακούστηκε. Και το φρούριο τινάχτηκε στον αέρα με όλα τα γύρω σπίτια. Η καταστροφή υπήρξε τρομερή. Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν. Ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης βρέθηκε νεκρός με τον τράχηλο ανάμεσα σε δύο δοκάρια. Και ο θεολόγος σύμβουλος του, νεκρός έξω από το τειχόκαστρο μέσα σε ένα χαντάκι, στο οποίο έτρεχαν τα ακάθαρτα νερά των αποχωρητηρίων της πόλεως. Το ασημένιο πολύφωτο κανδήλι, που έκανε δώρο ο άρχοντας στην εκκλησία του αγίου, κατέπεσε με αποτέλεσμα να καταστραφεί η βάση του. Το κανδήλι κρεμάστηκε πάλι στο ίδιο μέρος, όπου βρέθηκε πεσμένο. Έτσι με αλάλητη φωνή μαρτυρεί ως σήμερα τη συμφορά, που έγινε. Και στη Βενετία, εκεί μακρυά στη Βενετία, την ίδια στιγμή έπεσε κεραυνός στο μέγαρο του Ανδρέα Πιζάνη, τρύπησε τον τοίχο κι έκαψε το πορτραίτο του άρχοντα. Την εικόνα του. Μόνο την εικόνα του.
Ή τιμωρία παραδειγματική. Και το δίδαγμα από το περιστατικό μοναδικό. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να συγχέεται με τον παπισμό. Η Ορθοδοξία είναι φως, αλήθεια, ζωή. Ο παπισμός σκοτάδι, αίρεση, πλάνη.
Την άλλη μέρα, μετά από αυτά που συνέβησαν, ο Λατίνος επίσκοπος διέταξε να σηκώσουν τα υλικά, που μετέφεραν από μπροστά στην εκκλησία και να ματαιώσουν το έργο που σκέφθηκαν να εκτελέσουν. Την ίδια μέρα ο λαός της Κέρκυρας, μαζεμένος στον ιερό ναό του αγίου ψάλλει με αγαλλίαση και χαρά στον ακοίμητο προστάτη της νήσου:
Ως των Ορθοδόξων υπέρμαχον, και των κακοδόξων αντίπαλον, Παμμακάριστε Σπυρίδων, ευφημούμεν oι πιστοί και υμνούμέν σε, και δυσωπούμέν σε, φυλάττειν τον λαόν και την πάλιν σου, πάσης κακοδοξίας και επιδρομής βαρβάρων απρόσβλητον...
Θα ήταν αληθινή ευλογία από τον Θεό, αν οι λέξεις αυτές τούτου του ύμνου γίνονταν για τον κάθε κάτοικο αυτής της νήσου μήνυμα προσευχής και καθημερινό βίωμα. Μήνυμα προσευχής... Η επανάληψη κάποιων αληθειών, μπορεί να είναι μερικές φορές κουραστική κι ανιαρή. Οπωσδήποτε, όμως, ωφέλιμη.
Στήν προς Φιλιππησίους επιστολή του, κεφάλαιο γ' και στίχος 1 ο θείος Παύλος χρησιμοποεί την επανάληψη λέγοντας: «Το λοιπόν, αδελφοί μου, χαίρετε εν Κυρίω' τα αυτά γράφειν υμίν εμοί μεν ουκ οκνηρόν, υμίν δε ασφαλές». Δηλαδή, αδελφοί μου, η προτροπή, που υπολείπεται να σας κάμω, είναι τούτη. Χαίρετε πάντα τη χαρά, που φέρνει στον καθένα η στενή σχέση και επικοινωνία με τον Κύριο. Σάς το είπα και προηγουμένως. Το να σας το ειπώ και πάλι γράφοντας σας τα ίδια, σε μένα τούτο δεν προκαλεί ενόχληση' ούτε και βαριέμαι να το κάμω. Σε σας, όμως, τούτο είναι ασφάλεια.
Γράψαμε πιο πάνω πόσο μεγάλη τιμή είναι για την Κύπρο μας να έχει κοντά στον Κύριο ένα τέτοιο πρεσβευτή σαν τον άγιο Σπυρίδωνα. Γεννάται, όμως, το ερώτημα:
Συνειδητοποιούμε όλοι οι χριστιανοί αυτή την τιμή; Φροντίζουμε με έργα και την όλη ζωή μας να δείχνουμε τον σεβασμό και την εκτίμηση μας στον μεγάλο άγιο μας και προστάτη μας; Γιορτάζουμε καθώς πρέπει τη μνήμη του; Κι ακόμη φροντίζουμε στις ποικίλες μας περιστάσεις και δυσκολίες να προστρέξουμε με πίστη φλογερή στον Κύριο και να εκζητούμε δια των πρεσβειών των Αγίων της Κύπρου μας κι ιδιαίτερα δια των πρεσβειών του αγίου Σπυρίδωνος το έλεος του Κυρίου; Η πραγματικότητα δυστυχώς, όπως τη ζούμε, μας διαψεύδει. Κι όμως είναι καιρός να συνέλθουμε. Άς είναι και τη δωδέκατη παρά... είναι ανάγκη να συνέλθουμε και να καταφύγουμε στον «δυνάμενον σώζειν» και με καρδία «συντετριμμένην και τεταπεινωμένην» να ζητήσουμε τη βοήθεια του. Και θα μας ακούσει ο Κύριος. Ναι! Θα μας ακούσει.
Γιατί, όπως ψάλλει κι ο θεοφώτιστος ψαλμωδός, ο Κύριος είναι πάντα κοντά σ' εκείνους που τον επικαλούνται. «Εγγύς Κύριος πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν, πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν εν αλήθεια. Θέλημα των φοβούμενων αυτών ποιήσει κοίτης δεήσεως αυτών εισακούσεται και σώσει αυτούς» (Ψαλμ. ρμδ', 18-19). Ακούει ο Κύριος εκείνους που τον επικαλούνται με ειλικρίνεια και αγνά ελατήρια. Τους ακούει και τους προσφέρει αυτό που του ζητούν. Κι εμάς θα μας ακούσει και θα μας δώσει αυτό που θα του ζητήσουμε: Τη λύτρωση από τα δεινά, την ποθητή ελευθερία. «Πιστός ο Θεός, ός ουκ εάσει ημάς πειρασθήναι υπέρ ο δυνάμεθα, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι ημάς υπενεγκείν» (Α' Κορ. ι', 13). Είναι άξιος κάθε εμπιστοσύνης ο Θεός. Και, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του, δεν θα μας αφήσει να δοκι μασθούμε παραπάνω από ό,τι αντέχουμε. Κάτι περισσότερο. Μαζί με τη δοκιμασία θα φέρει και το τέλος της, καθώς και τη δύναμη να την αντέξουμε. Αλλά και κάτι άλλο, που πρέπει πάντα να το θυμόμαστε. Ο ίδιος ο Κύριος μας βεβαιώνει πώς πάντα ακούει τις προσευχές των πιστών παιδιών του. «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν» μας λέγει. «Ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Ματθ. ζ', 7).
Είναι καιρός το νησί μας, «η Νήσος των Αγίων» να ξαναγίνει ένα στρατόπεδο προσευχής, αν θέλουμε να ιδούμε καλύτερες μέρες. Είναι καιρός να σταματήσει από όλους η ανόητη συνήθεια, που δέρνει τα τελευταία χρόνια τούτο τον μαρτυρικό τόπο• «των οικιών ημών εμπιπραμένων» εμείς να μην έχουμε άλλη έγνοια παρά μόνον τα καρναβάλια και τις δισκοθήκες!
Είναι καιρός πια να συνέλθουμε. Είναι καιρός να ανανήψουμε. Είναι καιρός όσοι ποθούμε να ιδούμε καλύτερες μέρες να φροντίσουμε να παραδειγματισθούμε από τη ζωή των άλλων, σε παρόμοιες σαν και τη δική μας περιστάσεις. Αυτό που έγινε στην Κέρκυρα το 1940-41 είναι όχι απλώς ενδεικτικό, αλλά αποδεικτικό της αξίας της μετανοίας και επιστροφής στον Χριστό. Αναφέρουμε το παράδειγμα αυτό, όχι γιατί είναι μοναδικό, άλλα μια και μιλούμε για το καύχημα της Ορθοδοξίας, τον άγιο Σπυρίδωνα και το ευλογημένο νησί που κατέχει το άγιο Σκήνωμά του, το βρίσκουμε επίκαιρο.
Όταν στις 28 του Οκτώβρη του 1940 μας κτύπησαν οι Ιταλοί, οι Κερκυραίοι έβαλαν τελεία και παύλα, όπως λέμε στην προηγούμενη ζωή τους. Με συντριβή ψυχής στράφηκαν προς την Εκκλησία και με βαθιά πίστη άρχισαν να επιζητούν από τον Προστάτη τους τον άγιο Σπυρίδωνα, τις ικεσίες και τη βοήθεια του για τη σωτηρία της Ελλάδος μας, και ιδιαίτερα της νήσου των. Το αποτέλεσμα της αλλαγής της ζωής τους, έφερε το ποθούμενο. Μολονότι τρείς μέρες μετά την επίθεση ενάντια στην Ελλάδα μας η Κέρκυρα δεχόταν την πρώτη και επί ένα έτος τις καθημερινές αεροπορικές επιθέσεις των Ιταλών αεροπόρων, εν τούτοις οι ζημιές υπήρξαν ελάχιστες.
Κατά τις επιδρομές αυτές που δεν σταμάτησαν ούτε και τα Χριστούγεννα συνέβαινε κάτι το πολύ περίεργο. Άν και τα Ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν συνήθως πολύ χαμηλά, μια και η Κέρκυρα δεν διέθετε αντιαεροπορική άμυνα, εν τούτοις οι βόμβες τους κατά κανόνα δεν έπεφταν μέσα στην πόλη, αλλά μακρυά στη θάλασσα. Λες και κάποιο χέρι τις έσπρωχνε εκεί. Κι όταν κάποτε σ' ένα βομβαρδισμό μια βόμβα έπεσε στόν γυναικωνίτη της εκκλησίας του αγίου, που ας σημειωθεί ήταν γεμάτη από γυναικόπαιδα, η βόμβα δεν εξερράγη. Ο πυροδοτικός της μηχανισμός δεν λειτούργησε. Ο άγιος δεν το επέτρεψε. Ποιος μπορεί σ' αυτή, μα και σ' άλλη παρόμοια περίπτωση να σιωπήσει και να μην αναφωνήσει: «Δοξασμένον το Πανάγιον Όνομα σου εις τους αιώνας, γλυκύτατε Ιησού».
Πολύ χαρακτηριστικό είναι το του Παροιμιαστού. Και αξίζει να το ενθυμούμαστε πάντοτε. «Εγώ τους εμέ φιλούντας αγαπώ. οι δε εμέ ζητούντες ευρήσουσι χάριν». Όσους με αγαπούν, δηλαδή, εγώ τους αγαπώ. Κι όσοι με ζητούν θα βρουν μεγάλη χάρη και ευλογία. Καιρός να το καταλάβουμε. Καιρός ακόμη να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας, ότι αληθινή ευτυχία και χαρά, χαρά ατομική και εθνική, μόνον κοντά στον Χριστό μπορεί να υπάρξει.
Οι κάτοικοι της Κέρκυρας σε κάθε δυσκολία δεν παραλείπουν από του να καταφεύγουν στον άγιο και να εκζητούν με πίστη φλογερή τη μεσιτεία του. Σ' αυτή τους τη ζηλευτή συνήθεια ας τους μιμηθούμε κι εμείς. Μεγάλο θα είναι το κέρδος μας. Το μαρτυρεί η πίστη μας. Το βεβαιώνει η ιστορία του αγίου.
Άπειρα είναι τα θαύματα του. Γι' αυτό και δεκάδες πολλές τα χρυσά κανδήλια, δώρα ευλαβών ψυχών που κρέμονται πάνω και γύρω από τη λάρνακα, που φιλοξενεί το άγιο λείψανο Του. Όλα αυτά δείχνουν και μαρτυρούν τη βαθιά εκτίμηση κι ευλάβεια στο πρόσωπο του αγίου μας από μέρους των ευεργετηθέντων. Ογδόντα ναοί στην Ελλάδα μας διακηρύττουν τον σεβασμό του φιλόθρησκου Ελληνικού λαού στη μνήμη του. Από όλα τα μέρη του κόσμου χιλιάδες πιστοί αναλαμβάνουν ταξίδια μακρινά κάθε χρόνο για να πάνε στη χάρη του, να προσκυνήσουν το άγιο Σκήνωμά του και να παρακολουθήσουν τις συγκινητικές και θεαματικές λιτανεύσεις του. Τέτοιες λιτανεύσεις γίνονται τέσσερις τον χρόνο. Μια κατά το Μ. Σάββατο σε ανάμνηση της απαλλαγής της νήσου από τη σιτοδεία. Δεύτερη κατά την Κυριακή των Βαΐων σε ανάμνηση της απαλλαγής της νήσου από την τρομερή επιδημία της πανώλους (πανούκλας). Τρίτη η λιτανεία της 11ης Αυγούστου για ανάμνηση της σωτηρίας της νήσου από την τουρκική εκστρατεία. Και τέταρτη κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου για να θυμούνται τη δεύτερη θαυμαστή απαλλαγή της νήσου από την πανώλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου