ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΕ ΕΝΑ ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ
Πήγα να δώ από κοντά ένα Γηροκομείο, να ιδώ αυτούς που πάλεψαν εις της ζωής τον στίβο.
Είδα τα πρόσωπα χλωμά, βαθειά ρυτιδωμένα,
είδα τους ώμους τους γερτούς και τα κορμιά φθαρμένα.
Κι' από την περιέργεια κι από την απορία, πιάνω, ρωτώ έναν παππού, να ειπεί την ιστορία.
Παππού, συγχώρεση ζητώ, γι' αυτό που θα ρωτήσω-καλά, πώς έφθασες εδώ, δεν έχεις άλλους πίσω;
Δάκρυα μαύρα χύσανε, του γέροντα τα μάτια, που την καρδιά μου σχίσανε, την κάνανε κομμάτια.
Κι' αρχίζει τότε ό πάππους, μεσ' τα αναφιλητά του, να λέει τα παράπονα, που είχε από τα παιδιά του
Πέρασα βάσανα πολλά, καημούς, φαρμάκια κι' αγωνία σαν το θεριό πάλεψα, μέσα στην κοινωνία.
Κι' όσους τότε ανάθρεψα, με τις δικές μου πλάτες, τώρα τους είμαι βαρετός και με πετούν στις στράτες.
Μην απορείς και σκέπτεσαι, δεν ξέρεις τα στερνά σου, ίσως σκεφθούν χειρότερα, για σένα τα παιδιά σου.
Και τότε θα με θυμηθείς και με καρδιά θλιμμένη, το Κρατικό, το Ίδρυμα, θα ειπείς, με περιμένει.
Συγχώρεση ζητώ ξανά, θα φύγω λέω κι' αμέσως, φεύγω τρέχοντας να μη με δει, που κλαίω.
Σκέφτομαι και μονολογώ και λέω κάθε μέρα, μπρος το συμφέρον τα παιδιά, πετούν και τον Πατέρα
Τα λόγια που είπε ό πάππους, μες' την καρδιά με καίνε Άρα της μοίρας τα γραπτά, ποιος ξέρει τί να λένε;
Κι' εκεί που λέμε τα στερνά, πώς θα 'ναι Μεγαλείο! Ίσως τα μάτια κλείσουμε, σε ένα Γηροκομείο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου