Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

"..ΑΝ ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ .." Ποίημα Ασκητού Αγίου Όρους



ΑΝ ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
(ποίημα Ασκητού Αγίου Όρους)

Ἄνθρωπε στάσου δύο λεπτά καὶ πρόσεξε καὶ μένα
θὰ σου μιλήσω συμβουλές ποὺ εἶναι καλές γιὰ σένα.

Μὲ βλέπεις κόκκαλο γυμνό καὶ δίχως φαντασία
καὶ λὲς δὲν ἦμουν τίποτα δὲν δίδεις σημασία.

Μὰ κάποτε στὰ χρόνια μου εἶχα κι εγώ τὸ κάλλος
καὶ βάδιζα περήφανος σὰν φουσκωμένος γάλος.

Κι εἶχα κι εγώ τὴ δόξα μου, σοφία τοῦ Σωκράτη,
τοῦ Ἡρακλή τὴ δύναμη, φήμη πολύ στὰ κράτη.

Εἶχα μαλλιά μεταξωτά καὶ μάγουλα σὰν μῆλο
καὶ φρύδια ποὺ δὲν βρίσκονται σὰν τῆς ἐλιάς τό φύλλο.

Κι εἶχα καρδιά τοῦ λέοντος καὶ μπράτσα σιδερένια,
ακούραστα τὰ πόδια μου καὶ στήθη μαρμαρένια.

Εἶχα τὴ γλώσσα τ’ αηδονιού, μάτια μεγάλα μαύρα
Καὶ μερικοὶ μου λέγανε όλα μαζί που τά ‘βρα.

Γι’αυτό χαιρόμουνα πολύ πῶς ἤμουν τῆς γῆς ὁ φάρος
καὶ μὲ τὸ νοῦ λογάριαζα πὼς δὲν υπάρχει χάρος.

Μὰ πότε δὲν κατάλαβα περάσανε τα χρόνια
καὶ φύγανε τὰ νιάτα μου σὰν τοῦ Μαρτιοῦ τὰ χιόνια.

Τὸ γλέντι κι όλες οι χαρές περνούσαν στὸν αέρα
κι όλη ἡ ζωή μου φάνηκε σὰν νάτανε μια μέρα.

Σὰν ἔνιωσα γεράματα θυμάμαι τὰ παλιά μου
μου φάνηκε παράξενο π’ασπρίσαν τὰ μαλλιά μου.

Tό φῶς από τα μάτια μου μικραίνει, λιγοστεύει,
κι ὸ νοῦς μου πῶς εγήρασα ακόμα δὲν πιστεύει.

Τὰ πόδια μου αδυνάτισαν, τὰ χέρια μου δὲν κινοῦνται
τὰ δόντια μου καλάσανε κι αυτά παραπονοῦνται.

Κατάλαβα τὸν θάνατο σὲ λίγο τελειώνω
Καὶ τότε βάζω μια φωνή μὲ κλάματα καὶ πόνο.

Ποιός μάγος φέρνει τὴ ζωή καὶ ποιό γιατρό νὰ πάρω;
καὶ ποιός μπορεί καὶ δύναται που νὰ νικά τὸ Χάρο;

Θὰ τοῦ χαρίσω κτήματα καὶ λίρες ὅσες θέλει
ἀρκεῖ τοῦ Χάρου τὸ σπαθί νὰ σπάσει καὶ τὰ βέλη.

Κανείς δὲν μ’ἀποκρίθηκε κανείς δὲν μού’πε ξέρει
νὰ μου γλιτώσει τὴ ζωή καὶ νειάτα νὰ μου φέρει.

Λοιπόν μια μέρα τΆπριλιοῦ χωρίς νὰ περιμένω
κάποιος κτυπά τὴν πόρτα μου μὲ τρόπο ἀγριεμένο.

Ήταν ψηλός κατάμαυρος. Φωνάζω. Τί να κάνω;
καὶ μὲ φωνή που ἐτρόμαζε μου λέει «σήκ ‘ ἀπάνω».

Μου ξέσχισε τὰ σπλάχνα μου καὶ πῆρε τὴν ψυχή μου
κι ἀμέσως πᾶν τα πλούτη μου μαζί μὲ τὴν στολή μου.

Καὶ τώρα τὰ χωράφια που πᾶν καὶ τὰ παλάτια;
τὰ ρόδινα τὰ μάγουλα, ἡ γλώσσα καὶ τὰ μάτια;

σκουλήκια φάγαν τὸ κορμί, τὴν ὀμορφιά, τὸ σῶμα,
ἀφού μὲ λάσπη γίναμε, γένηκαν πάλι χῶμα.

Οἱ φίλοι μου κι οἱ συγγενείς δὲν θέλω νὰ μὲ κλαίνε.
Θέλω κερί, μνημόσυνο , «συγχώρεσε» νὰ λένε.

Όπως μὲ βλέπεις ἄνθρωπε καὶ σύ θὰ καταντήσεις
γι’αυτό στην πρόσκαιρη ζωή μὴ λές θὰ καζαντήσεις.

Όταν γηράσω νὰ μὴ λές, θὰ κάνω καλοσύνες
τότε θὰ πάω στὴν Ἐκκλησία, θὰ κάνω ἐλεημοσύνες.

Ὁ χάρος είναι λαίμαργος, δὲν ἔχει προθεσμία,
δὲν ἔχει φίλους γιὰ χαρές, ἐξαίρεση καμία.

Παίρνει τὶς μάνες τῶν παιδιῶν, λεβέντες που γλεντάνε,
από τὴν κούνια τὰ μωρά, κοπέλες που κεντάνε.

Νὰ σκέπτεσαι τὸ θάνατο ἑπτά φορές τὴν ώρα,
ὑπῆρχαν κι άλλοι στὴ ζωή μὰ δὲν ὑπάρχουν τώρα.

Σὲ κάθε βήμα πρόσεξε τοῦ σατανά τὸ βρόχι
μὴν ἀδικήσεις ὁρφανούς, γυναίκες, χήρες, όχι.

Πιστά τους νόμους φύλανε χωρίς καμιά προσθήκη
τὰς ἑντολάς τοῦ Μωϋσή, τὴ Νέα Διαθήκη.

Νὰ μὴ δουλεύεις Κυριακή καὶ τὶς γιορτές Ἁγίων,
νάχεις ἀμόλυντη ψυχή καὶ καθαρό τὸ βίο.

Νὰ μὴν κοιτάζεις πονηρά , μὴ βλασφημάς τὰ θεία
νὰ δίνεις περιφρόνηση στοῦ σατανά την βία.

Τῆς μέρας τ’ἀμαρτήματα καὶ πρὶν ὁ ἥλιος δύσει
μὲ κάθε τρόπο τοῦ Θεοῦ νὰ τάχεις όλα σβήσει.

Μετάνοια, ἐξομολόγηση, ἀγάπη καὶ νηστεία
αυτά θὰ σώσουν τὴν ψυχή, μὴ λὲς πῶς εἶναι ἀστεῖα.

Ἀγάπα τὸν πλησίον σου, κακό ποτέ μὴν κάνεις
γιατί αργά ἢ γρήνορα θὰ σβήσεις, ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ.

Καὶ τώρα ἀναννώστα μου τὶ σκέπτεσαι νὰ κάνεις;
τὰ λόγια που σου μίλησα στὸ νοῦ σου νὰ τὰ βάνεις

γιατί αυτού που εἶσαι ἤμουνα κι ἐδῶ που εἶμαι θά’ρθεις.

ΑΣΚΗΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Πηγή : gravatar.com/gerakario

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου