Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Ο ΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΦΩΝΗΤΡΙΑΣ (Ανθολόγιον ποίησης) Του Ανδρέα Μαρτζώκη

Ο ΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΦΩΝΗΤΡΙΑΣ 
Τοῦ Ἀνδρέα Μαρτζώκη


Ἐκεῖ μακριά, στῆς Παναγιᾶς τό ἃγιο μοναστήρι1 ,
λιμάνι, κάστρο τῆς ψυχῆς, Παράδεισου γεφύρι, 

μέ τῆς ζωῆς τό σάβανο τό μαῦρο τυλιγμένος, 
καί στή λαγοῦσα τ’ ἀσκητῆ ἀπάνου ἀκουμπισμένος, 

χλωμός, ἀχνός στο πρόσωπο, μ’ ἀργό πλησιάζει βῆμα 
Καλόγερος, π’ ἀναζητᾶ στην ἐρημιά ἓνα μνῆμα, 


ξέσκεπο μνῆμα, πού ἡ ζωή θάφτεται νά πλαγιάση,
προσμένοντας το θάνατο νἀλθῆ να τό σκεπάση. 

Τάχα ποιος εἶν̉ ὁ ἄγνωστος , ποιο νἆναι τ’ ὂνομά του; 
Μήν εἶν̉ κανείς ἁμαρτωλός, πού για τά κρίματά του 


μετανοιωμένος ἒρχεται στήν ἃγια μοναξία,
γιά να ζητήση ὁ δύστυχος ἀπό την Παναγία 

τό ματωμένο βότανο, τ’ ἀγκαθερό βοτάνι, 
πού στοῦ Παιδιοῦ της το Σταυρό ἐφύτρωσε, βλαστάνει 

γιά το σαράκι τ’ ἄγρυπνο, πού στην ψυχή φωλιάζει 
τ’ ἁμαρτωλοῦ, κι’ ἀδιάκοπα τη γλύφει, τη σπαράζει; 

Ἢ μήπως τοῦ Καλόγερου τή σπλαχνική καρδία 
ἐδάγκασε, φαρμάκωσε ἡ μαύρη ἀχαριστία, 

κι’ ὁ δύστυχος ἐμίσησε τον κόσμο, κι’ ἀπαρνήθη 
τ’ ἄγριο θεριό, τον ἄνθρωπο, πού τ’ ἄνοιξε τά στήθη; 

Στό διάβα του τά λούλουδα ἀνθοῦν, μοσχοβολοῦνε, 
τό να μέ τ̉ ἄλλο σμίγουνε, γλυκά κρυφομιλοῦνε, 

ὅπου πατήση, ὅπου διαβῆ, βγαίνει χλωρό χορτάρι, 
κι̉ ὀμπρός του γέρνουν την κορφή ὁ πεῦκος, τό θυμάρι˙ (ἢ περνάρι) 

οἱ βάτοι ἀπομακρύνονται μέ μιᾶς στό πέρασμά του. 
Τάχα ποιός εἶν̉ ὁ ἄγνωστος, ποιό νἆναι τ̉ ὂνομά του; 


Εἶπαν πώς ὁ Καλόγερος μιά μέρα δοξασμένος,
καί σέ θρονί δεσποτικό ἀπάνου καθισμένος, 

Τῆς γῆς τή δόξα, τήν ψευδῆ μέ τήν πορφύρα, γδυέται, 
καί μέ τό μαῦρο σάβανο ἄφθαρτη δόξα ντυέται, 

πού τό φτωχό τό ράσο του κεντᾶ μ̉ οὐράνι̉ ἀχτίδα, 
κι̉ ἐνῶ γυμνώνετ̉ ἀπ̉ τή μιά, ἄλλη φορεῖ χλαμύδα! 

Ὀμπρός εἰς τή θαυματουργή τῆς Παναγίας εἰκόνα, 
κλίνει σιγά ὁ Καλόγερος τό κουρασμένο γόνα˙ 

λόγια γλυκά κι̉ ἀπόκρυφα εἰς τήν Παρθένα λέει, 
κι̉ ἐνῶ μιλεῖ τό δάκρυ του πάνου στήν πλάκα ρέει. 

Στά λόγια του τό κόνισμα ἀστράφτει, ζωντανεύει˙ 
ἡ Παναγιά τρεμάμενο τό βλέφαρο ἀναδεύει. 

Τό θεῖο της βλέμμα στρέφεται τριγύρω, φωσφορίζει˙ 
Τό ρίχνει στόν Καλόγερο, τήν ὂψη του φωτίζει. 

Τά χείλη της σαλεύουνε καί τοῦ χαμογελοῦνε, 
θαρρεῖς ὁπώς τοῦ κρένουνε, πώς τοῦ κρυφομιλοῦνε… 

Τι λέγει; Ἂχ, ποιός εἶν̉ ἄξιος τά λόγια νά γροικήση 
τῆς Παναγιᾶς, σάν ὁμιλῆ, καί ποιός νά τά ἐννοήση; 

Ἐκεῖνος μόνο, πού μπορεῖ μ̉ αὐτή νά συντυχαίνη, 
ἒχει τή χάρη, εἶν̉ ἄξιος νά τήν καταλαβαίνη. 

Ἡ Δέσποιν̉ ἀχτινοβολεῖ, καί βλέπεις ἓνα ἓνα 
Ν̉ ἀνάφτουν τά καντήλια της, πού κρέμονται σβημένα . 

Ἡ δάφνη της ἀνθίζει…. 
Τῆς ἐκκλησιᾶς τό σήμαντρο γλυκά πανηγυρίζει. 

Ἡ ἀνατολή τή θέση της ἀλλάζει μέ τή δύση, 
ἡ νύχτα φεύγει κι̉ ἡ αὐγή προβαίνει ἀπ̉ τό ξωκλήσι2 . 

Την κοινωνιά ὁ Καλόγερος στο Ἱερό ̉τοιμάζει, 
τό ἃγιο αῖμα τοῦ Θεοῦ στά χείλη του πλησιάζει… 

Ἡ Πύλη ἀνοίγει˙ ἄνοιξε˙ ὁ λειτουργός προβαίνει, 
τοῦ Ἰησοῦ στό χέρι του τ̉ ἃγιο κορμί βασταίνει˙ 

λάμπει ἡ ἐκκλησιά… Τό βλέμμα του εἰς τόν Θεόν ὑψώνει˙ 
ἄφθαρτο στέμμα, οὐράνιο, πού ὁ Πλάστης τοῦ προσφέρει, 

γιά τό φθαρτό, τό γήϊνο, πού ἦλθε νά τοῦ φέρη˙ 
διάφανο κι̉ ἄσπρο σύννεφο διπλώνει τό κορμί του, 

λευκή πορφύρα πὂφαναν οἱ ἀγγέλοι γιά στολή του. 
Ὁ ταπεινός Καλόγερος, πού θάφτει στήν ἐρμία τῆς γῆς τά μεγαλεῖα, 

ὁ ἀσκητής, πού παραιτεῖ τό θρόνο κι̉ ἀπαρνιέται, 
ἀπό τη μάνα τοῦ Θεοῦ τώρα χειροτονιέται… 

Στό ἃγιο τό λημέρι της τόν θέλει σύντροφό της˙ 
ὃθε εἶν̉ αὐτή Γουμένισσα, τόν θέλει γούμενό της.
Α΄. Ο ΦΟΝΙΑΣ 

Βαθειά ’ναι ἡ νύχτα, καί τά στοιχεῖα
ἀντιπαλεύουν μ’ ἄγρια μανία˙ 
και μεσ’ στην πάλη τή φοβερή, 
τρέμουν οἱ βράχοι, σαλεύ’ ἡ γῆ. 

Μέσα στο λόγγο ἀντιβουΐζει 
τ’ ἀστροπελέκι· πέφτει, καπνίζει… 
’Αλλ’ ἡ φωτιά του τήν ἐκκλησιά 
δέν τή σιμώνει, φεύγει μακριά! 

Στήν πλάση μέσα τήν ὠργισμένη, 
δέεται ὁ Γέρος, ἄγρυπνος μένει· 
ἡ προσευχή του στό μαῦρο αἰθέρα 
ἀσπρίζει, λάμνει σάν περιστέρα. 

Σκορπάει τά νέφη· τρέχει, ἀρμενίζει· 
τ’ ἀστροπελέκι παραμερίζει· 
ἀστράφτει, λάμπει στ’ ἄγριο σκοτάδι, 
σάν οὐράνιο τόξο μέσα στόν Ἃδη. 

Κάτου στό ξέπορτο κάποιος κτυπᾶ· 
ποιός τάχα νἄρχεται τέτοια νυχτιά; 
Προβαίνει ὁ Γούμενος εἰς τήν αὐλή. 
—Σπλαχνίσου μ’, ἄνοιξε! —λέει μιά φωνή. 

Σκούζει τό ξέπορτο … Σαν πεθαμένος
μπαίνει ἓνας ἄγνωστος, χλωμός, σβημένος· 
μέ τρόμο πίσω του ὃλο κοιτάει· 
θαρρεῖ πώς κάποιος τόν κυνηγάει. 

Δέρνουν τά μέλη του, τρέμ’ ἡ καρδιά του· 
ἵδρωτας χύνεται στήν τραχηλιά του· 
τά δάκρυα τρέχουνε, στή γῆ κυλᾶνε· 
βαρειά τά γόνατα χάμου βροντᾶνε. 

—Σῶσε με, Γούμενε! λάβ’ ἐσπλαχνία… 
—Ἐδῶ πῶς βρέθηκες τέτοια νυχτία; 
—Βοήθεια! σῶσε με· μήν καρτερεῖς· 
στά σπλάχνα κρύψε με μέσα τῆς γῆς! 

—Θέ μου! τά ροῦχα σου εἶναι βαμμένα… 
—Ἒλεος , πατέρα μου, κάμε γιά μένα! 
Ἂκου! πλακώσανε… Εἶναι σιμά! 
Τ’ ἄσπρο τό φάντασμα τρέχει μπροστά!... 

Ἂχ! νοιώθω, δύστυχε· νοιώθω, μαντεύω!... 
—Ἒρχονται… Κρύψε με! ἔλεος γυρεύω! 
—Θέ μου! στό χέρι σο υ τό ματωμένο 
τό κρῖμα πὂκαμες βλέπω γραμμένο. 

—Σῶσε με, Γούμενε, εὐλογημένε! 
—Ἂνθρωπο σκότωσες, δυστυχισμένε! 
Ποῖον ἐθανάτωσες; Πές μου, ἀποκρίσου!... 
—Πρόφθασε, Γούμενε! σῶσε, σπλαχνίσου! 


—Ποῖον ἐθανάτωσες; —Μή μ’ ἐρωτᾶς!...
Ἒρχονται, ἔρχονται! Δέν ἀγροικᾶς;… 
Βοήθεια! σῶσε με! μην καρτερεῖς… 
Στα σπλάχνα κρύψε με μέσα τῆς γῆς! 

Τρέχουν ξοπίσω μου· μέ κυνηγοῦνε· 
ζητοῦν ἐγδίκηση, αἶμα διψοῦνε! 
Θέλουν τό αἶμα μου, τήν κεφαλή μου… 
Στ̉ ἃγιο τό χέρι σου στέκ̉ ἡ ζωή μου! 

—Πές μου! Μολόγησε τ̉̉ ἄθλιο θῦμα 
πὂστειλες, ἄσπλαχνε, στό μαῦρο μνῆμα! 
—Ἂχ! …σκύψε· ἄκουσε… Μεσ’ στήν καρδιά, 
πατέρα, θάψε το, κλεῖσ̉ το βαθειά! 

Τ̉̉ ἄτιμο χνῶτο τοῦ φονιά, πού χάθηκε στ̉ αὐτί του, 
σταλάζει στην ψυχή του· 
καί βόσκει μέσ̉ στά σπλάχνα του, μέσ̉̉ στῆς καρδιᾶς τά φύλλα 
θανάτου ἀνατριχίλα…. 

Ἡ ὂψη τοῦ Καλόγερου σάν τό λουλούδι ἀχνίζει, 
τό χεῖλι του νεκρώνει· 
ζαλίζεται τό πνεῦμα του· τό μάτι του γυαλίζει· 
τό μέτωπό του ἱδρώνει… 

Κρυφά ἓνα δάκρυ ἐκύλισε ἀπό τό βλέφαρό του 
Στ̉ ἀχνό τό πρόσωπό του, 
κι̉̉ ἀγάλι - ἀγάλι στοῦ φονιά τό χέρι τό βαμμένο 
σταλάζει φλογισμένο. 

Αἶμα καί δάκρυ σμίγουνε… Τ̉ ἀδέλφια τά καημένα 
Θερμαίνοντ̉ ἐνωμένα…. 
Τό χέρι, πού τά χώρισε, γιά λίγο τά ταιριάζει· 
τό χέρι ἀνατριχιάζει… 

Ἐστέναξε· τό βλέμμα του ὑψώνει δακρυσμένο 
εἰς τόν Ἐσταυρωμένο… 
Θάρρος, Χριστέ μου, δόσ̉ του! 
Τό θῦμα εἶναι τ̉ ἀδέλφι του, κι̉ εἶν̉ ὁ φονιάς ἐμπρός του!... 

—Θέ μου! τι ἔπαθες; τρέμεις; ἀχνίζεις… 
Πές μου, πατέρα μου, γιατί δακρύζεις; 
—Θλίβομαι, δύστυχε· πάσχω, πονῶ· 
κλαίγω τό θῦμα σου…. Γιά σέ θρηνῶ. 

Γιατί, ταλαίπωρε, με ποια καρδιά 
τό χέρι αἱμάτωσες; γιά ποιάν αἰτία 
τόν καλόν ἄρχοντα νά θανατώσης;… 
—Σῶσε με, κρύψε με! μη με προδώσης! 

—Θέ μου! ἀπ̉ τό χέρι σου τό αἶμα στάζει… 
Κρύφτο… Τά στήθεια μου μοῦ τά σπαράζει! 
—Βοήθεια! σῶσε με! μην καρτερεῖς… 
Στά σπλάχνα κρύψε με μέσα τῆς γῆς! 

—Ἂθλιε! τι ἔκαμες;… Εἶσαι φονιάς! 
Τό αἶμα, πὂχυσες, δέν τ̉ ἀγροικᾶς;… 
—Πρόφτασε, Γούμενε! σῶσε, σπλαχνίσου· 
Αρχοντ̉ , ἐφθάσανε μέσ̉ στήν αὐλή σου! 

—Ἂκου! Τό θῦμα σου παραπονιέται… 
Μέσ̉ ἀπ̉ τό μνῆμα του σέ καταριέται! 
—Πρόφθασε, σῶσε με…. Μέ κυνηγοῦνε, 
ζητοῦν ἐκδίκηση, αἶμα διψοῦνε…. 


Σκληρέ! Τόν ἄνθρωπο μόνο φοβάσαι….
Θεός πώς βρίσκεται δέν τόν θυμᾶσαι; 
Τοῦ πρώτου δύνασαι νά τοῦ κρυφθῆς· 
τοῦ ἄλλου, δύστυχε, δέν ἠμπορεῖς! 

 

Β΄ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ 

Εἶν̉ ἐκεῖ μέσα! … Τάχα ποιός; ποιόν ἔχω στό κελλί μου;
Ποιός εἶναι; ποῖον ἐδέχθηκα στη στέγη μου ἀποκάτου; 


Τί μοὖπε;… Ὁ λόγος του γιατί σπαράζει τήν ψυχή μου;…
Ἂχ! εἶν̉ ἀλήθεια τ̉ ἀδελφοῦ πώς κρύβω τό φονιά του;… 

—Ναί· τό φονιά του ἐδέχθηκες! τόν εἶδα στό πλευρό σου, 
κ̉ ἐσύ τόν ἐσυχώρεσες…. Τόν κρύβεις, τόν ξενίζεις! 


Τό ματωμένο χέρι του ἔσφιξε τό δικό σου·
τόν ἀδελφό σου, Γούμενε, δέ βλέπεις, δέ γνωρίζεις;…. 

Ἰδές με· σίμωσ̉, ἔλα δῶ… Νά, κοίτα τήν πληγή μου…. 
Τά χείλη της σαλεύουνε, ἰδές ἀνοιγοκλειοῦνε· 

—Ἀδέλφι μου, λυπήσου με! ματώνεις τή δική μου…. Ἂχ! κρύψε τη! Τά χείλη της Θεέ, μέ βλαστημοῦνε! 


—Ἰδές βαθειά πού μὂχωσε στά στήθεια τό μαχαίρι!...
Σίμωσ̉ ἐδῶ τό δάκτυλο τό βάθος νά μετρήσης· 


ποιός ξέρει μέ τό ἃγιο σου, θαματουργό σου χέρι
μή μοῦ γιατρέψης τήν πληγή, καί μή μέ ξαναστήσης…. 

Μέ φεύγεις, μέ συχαίνεσαι· φοβᾶσαι νά πλησιάσης… 
Τό σπαραγμένο στῆθος μου ἀκόμη τρέχει….Στάσου! 

Βούτηξ̉ ἐδῶ τό ράσο σου, τόν ξένο νά κεράσης, νά πιῆ, παπᾶ μου, ὁ δύστυχος μιά στάλα στήν ὑγειά σου! 

—Σκιά, σε ξέρω, ἀγαπητή καί παραπονεμένη· 
συχώρα με, συχώρα τον ! ἰδές μέσ̉ στήν καρδιά μου· 


τό χέρι, πού σ̉ ἐσπάραξε, τήν ἔχει σπαραγμένη,
ἄν τό φονιά σου ἐδέχθηκα, ξενίζω τό φονιά μου! 

Εἶν̉ ἐκεῖ μέσα!...Ὀσφραίνουμαι τριγύρω τήν πνοή του… 
Ἂκου! τό αἶμα, πὂχυσε, μέ βλαστημᾶ, βογγάει· 


γιά τή ζωή πού μ̉ ἃρπαξε, τοῦ σώζω τή δική του·
ὂχι!... Τό θῦμα ἐκδίκηση φωνάζει, μοῦ ζητάει. 

Καί πρός τήν θύρα τήν κλειστή τό μάτι του καρφώνει…. 
Ἐνίκησε τό φάντασμα· χαμογελᾶ μπροστά του· 


τρέχει ν̉ ἀνοίξη, ἀλλ̉ ἔξαφνα, γιά τό κλειδί φουχτώνει
τό θεῖο σταυρό πού κρέμεται ἀπό τήν τραχηλιά του. 

—Στάσου! ποῦ πᾶς;… Σκοτίστηκε, παπᾶ, τό λογικό σου! 
Ἐκεῖνον, πού ἐσυχώρεσες, ζητᾶς νά παραδώσης; 

Μ̉ αὐτόν τόν ἴδιο τό σταυρό, πού φέρνεις στό λαιμό σου, τή θύρα ἐκείνη ἀσφάλισες· μπορεῖς νά ξεκλειδώσης; 

—Χριστέ μου! Τί ἐξεστόμισα, τί εἶπα, τί προφέρω; Συχώρεσέ με, εἶμ̉ ἄνθρωπος· γιά μία στιγμή, στό λέω 

ὁ πόνος μέ φαρμάκωσε, ἁμάρτησα, τό ξέρω· παραλογῶ˙ συχώρα με· μετανοῶ καί κλαίω…. 

Σέ βλέπω, ναί, μέ βαργομᾶς μέ τή γλυκειά ματιά σου· 
σ̉ ἐβάρυνα, βλαστήμησα ὁ ἁμαρτωλός ὀμπρός σου· 

τό σάβανό του μὂκρυψε γιά λίγο τή λογχιά σου· τή ματωμένη γύμνια σου, τόν ἄδικο σταυρό σου. 

Στό βογγητό του ἐπνίγηκαν, ἃγιε ξανθέ Σωτῆρα, 
τά λόγια πού μοῦ σύστησες μέ χείλη μαραμένα, 


ὃταν μέ στέμμ̉ ἀκάνθινο, μέ ψεύτικη πορφύρα
σ̉ εἶδα στό Ξύλο τοῦ ληστή μέ χέρια ματωμένα. 

Ὢ, ναί, τόν ἐσυχώρεσα, καθώς κ̉ ἐσύ μιά μέρα 
ἐκείνους, πού πληγώσανε τ̉ ἁγνό, τ̉ ἀθῶο κορμί σου· 

σ̉ εὐχαριστῶ, πού μ̉ ἄξιωσες, γλυκύτατε πατέρα, τόν ἃγιο πόνο νά αἰσθανθῶ, πού αἰσθάνθηκε ἡ ψυχή σου. 

Συχώρα με! Συχώρεσε, Χριστέ, τ̉ ἁμάρτημά του, 
καί φύσησε στά σπλάχνα του τήν αὔρα σου τή θεία· 


μετάνοια κάμε νά αἰσθανθῆ, φέξε μεσ̉ τήν καρδιά του.
Σῶσε, Θεέ, τό πλάσμα σου! Ἰησοῦ, κάμ̉ ἐσπλαχνία! 

 
Γ’ . ΤΟ ΨΕΜΑ 

῾Η ᾑμέρα γεννιέται κ̉ ἡ νύχτα πεθαίνει·
τ᾿ ἀστέρια χλωμαίνουν στό φῶς πού ξυπνᾱ, 
τό ἃγιο ξωκλήσι τόν ὂρθρο σημαίνει, 
τ̉̉ ἀρνάκια πηδοῡνε εἰς τή χλωρασιά. 



Ὁ Γούμενος μόνος στό ἔρμο κελλί του
θαρρεῑ πὼς ἀκούει ποδοβολητό· 
τὰ βήματα ἐκεῑνα βροντοῡν στήν ψυχή του· 
χλιμίντρισμ᾿ ἀλόγων γροικᾶ στό βουνό. 



Προβαίνει· κοιτάζει… Ἀσκέρι ὡπλισμένο
εἰς τό μοναστήρι γοργά προχωρεῑ· 
πλησιάζει τά τείχη, πού τὂχουν ζωσμένο· 
ἐσίμωσε, μπαίνει· ἐγιόμισ᾿ ἡ αὐλή. 



Τά ὅπλα στόν ὦμο κρατοῡν σηκωμένα,
κι᾿ ἡ ρόδινη αὐγούλα, πού χαμογελᾶ, 
τά βάφει, τά δείχνει ὠσάν ματωμένα 
κ᾿ ἐκεῑνοι χορταίνουν σέ τέτοια θωριά! 



Τά ἂτια, πού σέρνει μαζί του τ᾿ ἀσκέρι,
σκιασμένα τεντώνουν τ᾿ αὐτιά, τό λαιμό· 
θαρρεῑς ὁπώς νοιώθουν στ᾿ ὁλόδροσο ἀγέρι 
τοῡ μαύρου κακούργου τόν ἀνασασμό! 



Ὁ Γέροντας τρέμει, πού βλέπει τό πλῆθος·
ἀχνίζει, μαντεύει ἐκεῑ τί ζητᾶ. 
Ὁ φόβος, ἡ λύπη τοῡ δέρνουν τό στῆθος, 
καιρός πλιό δέ μένει· τοῡ τρέμ᾿ ἡ λαλιά. 



-Ἡγούμενε, τί καρτερεῑς, τί τρέμεις, τί δειλιάζεις;
Γιατί μέ βλέμμ᾿ ἀνήσυχο τριγύρω σου κοιτάζεις; 
Ἄκου! σιμώνουν, ἒρχονται… Σύρε νά ξεκλειδώσης 
καί τό φονιά τόν ἂτιμο εὐθύς νά παραδώσης 



τ᾿ ἀγαπημένου σου ἀδελφοῡ… Τό αἷμα του πληρώσου·
τ᾿ ἀθῶο τό αἷμα, μην ξεχνᾶς, εἶναι, παπᾶ, δικό σου. 
Ἀκόμ᾿ ἀχνίζει… Σοῡ ζητᾶ ἐκδίκηση, πατέρα… 
Ἄ, ἒφθασε, δεν ἂργησε νά φέξη ἐκείν᾿ ἡ μέρα! 



Ἐψές τό βράδι ἦταν ἐδῶ… Τόν εἶδα στ᾿ ὂνειρό μου·
βαμμένο εἶχε τό σάβανο… Σιμώνει στό πλευρό μου, 
καί τ᾿ ἀχαμνό του δάκτυλο μὂδειχνε τήν πληγή του… 
Ἡγούμενε, τί στέκεσαι; … Βγάλ᾿ ἒξω τό ληστή του! 



Νά τους!... Δέ βλέπεις τοῦ Θεοῦ τή θεία δικαιοσύνη;
Αἰχμάλωτο στόν ἒστειλε, σ᾿ ἐσέ τόν παραδίνει, 
κ᾿ ἐσύ δέν τόν εὐχαριστεῖς!... Τρέχα νά ξεκλειδώσης 
τή θύρα ἐκείνη, πού τόν κλεῖ, καί νά τόν παραδώσης. 



Ὁ Κύριος τὂπε μία φορά: « Ὅποιος μαχαίρι δώση,
ἀπ᾿ τό μαχαίρι, πὂδωσε, κ᾿ ἐκεῖνος θά τελειώση». 
Αὐτά τά λόγια ἐπρόφερε καί λέει στό Γούμενό του 
Νικήτας, ὁ καλόγερος, πού στέκει, στό πλευρό του…. 



—Σῶπα, Νικήτα, βλαστημᾶς! τί εἶπες; δέν ἠξέρεις
ὁπὼς τά λόγια, δύστυχε, ποὺ τώρα ἐσύ προφέρεις, 
κρύβουνε τήν ἐκδίκηση; Τό θεῖο Ἐκείνου στόμα, 
πὂβαψε μέ τό αἶμα του τοῦ Γολγοθᾶ τό χῶμα, 



ὂχι! δεν εἶπ᾿ ἐκδίκηση· στόν ἂνθρωπο συσταίνει
συγχώρηση γιά τό κακό, παιδί μου, πού λαβαίνει. 
Κι᾿ ὁ ἲδιος, ὁπού σήμερο μοῦ στέλνει αἰχμάλωτό μου 
τόν ἂθλιο, πού θανάτωσε τόν μόνον ἀδελφό μου, 



δεν ἒστειλε, δεν ἒσπρωξε στή στέγη μου ἀποκάτου
το τέρας, πού μ᾿ ὀρφάνεψε, νά πιῶ τά δάκρυά του· 
δέ μὂστειλε τό αἶμα του νά πλύνω τήν πληγή μου, 
νά δοκιμάση θέλησε τήν πίστη τή δική μου· 



εὐχαριστῶ σε, Κύριε! — καρδιά μου, μή δακρύσης-
βοήθησε τό πλάσμα σου· Πατέρα, μη μ᾿ ἀφίσης! 
Γιατί τόσο πλῆθος, γιατί ἁρματωμένοι, 
ἐδῶ τί σᾶς σπρώχνει στό ἒρμο βουνό; 



Παιδιά μου, τί τάχα κακό νά συμβαίνη;
χλωμούς, ταραγμένους, ὠϊμέ! σᾶς θωρῶ… 
Ἄχ, φίλοι μου, τρέμω… Εἰς τό πρόσωπό σας 
μαντεύω, ξανοίγω δεινή συμφορά! 



Γιατί γέρνει κάτου τ᾿ ἀχνό μέτωπό σας;
ἀδέλφια μου, κλαῖτε …. Σᾶς τρέμ᾿ ἡ λαλιά; 
Στό Γέρο ὁ καθένας μέ δάκρυ ἀπαντάει· 
στενάζει… Τό στόμα βασταίνει σιωπή. 



Τ᾿ ὁλότρεμο βλέμμα το άλλο ρωτάει
ποιός πρῶτος θ᾿ ἀρχίση, ποιος πρῶτος θά πῆ. 
Ὁ Γούμενος τρέμει…—Παιδιά μου, τί τρέχει; 
γιά πέστε!... —Πατέρα, τρομάζω να πῶ… 



Ὁ Γέρος μέ δάκρυ τό πρόσωπο βρέχει…
—Μιλήστε!...—Δέν ἒχεις στόν κόσμο ἀδελφό!... 
Ναί· κλάψε· καί τ᾿ ἅγια θερμά δάκρυά σου 
ἄς κάψουν, ἄς πνίξουν τόν ἄγριο φονιά· 



στό τέρας πού σφάζει σκληρά τήν καρδιά σου,
τοῦ Πλάστ᾿ ἡ κατάρα ἄς πέση βαρειά! 
Σέ ράχες, σέ λόγγους παντοῦ τόν ζητοῦμε, 
κι᾿ ἀκόμα στόν Ἅδη ἄν πάη νά κρυφθῆ, 



στήν κόλαση μέσα θά τόν κυνηγοῦμε·
ἐδῶθε τόν εἶδες, παπᾶ, νά διαβῆ; 
Ὁ Γούμενος τούς ἀγροικᾶ, στά λόγια τους δακρύζει, 
καί μέ πικρό παράπονο, πού τήν καρδιά ραγίζει, 



-Τι μήνυμα φαρμακερό μοῦ φέρνετε, παιδιά μου, 
τούς λέει· καί μοῦ σπαράζετε σήμερο τήν καρδιά μου; 
Καί ἡ φωνή του πνίγεται· τά λόγια του βραχνιάζουν· 
ὅλοι θρηνοῦν τριγύρω του, κι᾿ ὡς ἄνθρωποι θαυμάζουν, 



ὅπως ἐκείνη τή στιγμή, στοῦ πόνου τή λαχτάρα,
μένει βουβό τ᾿ ἀχείλι του, δεν ρίχνει μία κατάρα 
εἰς τό σκληρό, τόν ἄσπλαχνο, πού σφάζει τήν καρδιά του, 
πού φαρμακεύει ἀλύπητα τά μαῦρα γερατειά του, 



τήν ἒρμη του ζωή….
-Ἐδῶθε τόν εἶδες, παπᾶ, νά διαβῆ; 
Τά μάτια του θρηνοῦνε…. 
Θολώνει, ἀχνίζει ὁ πέλεκυς, λαμποκοπᾶ ὁ σταυρός· 



Χριστός καί δήμιος τή ζωή τ᾿ ἁμαρτωλοῦ ζητοῦνε…
Τήν κέρδισ᾿ ὁ Χριστός! 
-Ἂ ! ἄν τόν εἶδα !... Χάραμα, μόλις ξυπνοῦσ᾿ ἡ μέρα, 
κάποιος μοῦ ἐφάνη πὂτρεχε στή λαγκαδιά ἐκεῖ πέρα… 



Τέτοια τούς λέει στενάζοντας, καί τό χρυσό του στόμα,
πού ἀφότου ἐπρωτολάλησε δεν εἶπε ψέμα ἀκόμα, 
ἐψεύτηκε πρώτη φορά ! τήν παρθενιά του χάνει· 
κι᾿ ἁγιάζει ὁ ἀναμάρτητος τήν ὥρα π᾿ ἁμαρτάνει ! 



Ὁ Ἐσταυρωμένος τ᾿ ἄκουσε · στό θεῖο ἐκεῖνο ψέμα
χαμογελοῦν τά χείλη του· στρέφει γλυκό τό βλέμμα· 
ὁ ἄγγελος, πού στέκεται ὀπίσω του κρυμμένος, 
την ὥρα ἐκείνη ἀπ᾿ τό Θεό ἐπίτηδες σταλμένος, 



εὐθύς τό ψέμ᾿ ἀγκάλιασε, τό πῆρε στά φτερά του·
τό φέρνει στόν Παράδεισο, ἐκεῖ στήν κατοικιά του· 
Ἡ Πίστις, ἡ Συγχώρησις ἀδέλφι τ᾿ ὀνομάζουν, 
καί μέ τά δάκρυα πὄχυσε, γιά κεῖνον ἑτοιμάζουν 


μαργαριταροκέντητο, περήφανο ἓνα στέμμα, πού λάμπει, ὡς ἄστρο φωτεινό, στή μέση του: ΤΟ ΨΕΜΑ 
Ἀπ᾿ τό μοναστήρι τραβιέται τ᾿ ἀσκέρι, 
στά ἄτια ἀνεβαίνουν μέ ὃπλα γυμνά· 



Καί παίρνουν τό δρόμο πού δείχνει τό χέρι, 
τό ἅγιο τό χέρι, πού τούς ἀπατᾶ ! 
Τ᾿ ἀσκέρι, πού φεύγει, ὁ Γέρος κοιτάει· 
τά πέταλα σκάφτουν, φλογίζουν τή γῆ. 



Μέ ἀκίνητο βλέμμα τούς ἀκολουθάει·
ἐσβήστηκ᾿ , ἐχάθη· -ὀμίχλη, σιωπή.



 

Δ΄ . Η ΦΥΓΗ

Φύγε, δύστυχε, φύγε! τ᾿ ἀσκέρι
τριγυρίζει γιά σέ στό βουνό· 
φεύγα, φύγε ἀπό τοῦτα τά μέρη, 
ἑτοιμάσου, μή χάνης καιρό! 



Μέ τά ροῦχα, πού σὄφερα ντύσου·
πάρ᾿ αὐτό τό δισάκκι μαζί· 
σὄχω, δύστυχε, ἐδῶ τήν τροφή σου, 
λάβε, πάρε κι᾿ αὐτό τό πουγγί. 



Ντύσου, μήπως κανείς σέ γνωρίση·
πάρ᾿ ἐκεῖνον ἐκεῖ τόν κρημνό· 
φύγε πρίν ἡ αὐγή σέ ξαφνίση· 
εἰς τό δρόμο σου σὄχ᾿ ὁδηγό. 



Φύγε, φύγε! καιρός πλιό δέ μένει·
τρέχα κάτου στήν ἀκρογιαλιά· 
μία βαρκούλα ἐκεῖ θαὒρης δεμένη, 
πάρτη, φύγε στά ξένα μακρυά! 



Ὢ, πές μου, πές μου, δύστυχε, δέ θλίβετ᾿ ἡ καρδιά σου;
Φαρμάκι μέσ᾿ στά στήθια σου δέν ἀγροικᾶς πικρό; 
Γιά τό βαρύ δέν ἔκλαψες μεγάλο ἁμάρτημά σου; 
Μετανοεῖς; Ἐζήτησες συχώριο ἀπ᾿ τό Θεό; 



Τώρα ὁ φονιάς στό Γούμενο ὀμπρός γονατισμένος
γέρνει τό ὑγρό του μέτωπο καί τό χτυπάει στή γῆ˙ 
καί τό Χριστό κοιτάζοντας, χλωμός καί δακρυσμένος, 
γιά τό βαρύ τό κρῖμα του συγχώρεση ζητεῖ. 



Προσεύχεται… Τό δάκρυ του ὁλόθερμο κυλάει˙
ἡ ἀθλία ψυχή βαφτίζεται… Χαμογελᾶ ὁ οὐρανός˙ 
τό θεῖο μυστήριο ὁ Γούμενος, τό βάφτισμα βλογάει˙ 
εἶν᾿ ὁ Χριστός ἀνάδοχος, ἐκεῖνος λειτουργός. 



—Δόξα σοι, Κύριε… Ἐσώθηκε! —-Ὢ λόγο πού προφέρεις˙
Ἐσώθης! ξαναπέσμου τη τή λέξη τή γλυκειά! 
Κλάψε… Μ᾿ αὐτά τά δάκρυα σου, ταλαίπωρε, δέν ξέρεις, 
πόση γαλήνη ἐσκόρπισες στή δόλια μου καρδιά! 



—Ἀλήθεια πῶς ἐσώθηκα;… Ἀλήθεια ᾿ναι, πατέρα;
Τ᾿ ἁμάρτημά μου, πές μου το, τό σχώρεσ᾿ ὁ Θεός;… 
Ἂχ! πῶς μπορῶ ἀπ᾿ τό μάτι του ἐκείνη τήν ἡμέρα 
τό ματωμένο χέρι μου νά κρύψ᾿ ὁ ἁμαρτωλός; 



—Κλάψε… Ὁ Θεός εἶν᾿ ἒσπλαχνος! ἀπέραντη, μεγάλη
εἶν᾿ ἡ ἀγαθότης, δύστυχε, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ˙ 
ἒχει ἀνοιχτή καί δέχεται στή γαλανή του ἀγκάλη 
τό δάκρυ, τή μετάνοια τοῦ μαύρου ἁμαρτωλοῦ. 



—Ὤ, ναί, Χριστέ, συχώρα με∙ τό δοῦλο σου σπλαχνίσου.
Κ᾿ ἐσύ, πού ἀπό τό θάνατο μοῦ σώζεις τή ζωή, 
γιά μένα παρακάλεσε, εἰς τό Θεό δεήσου, 
καί σῶσε μέ τον ἂνθρωπο τή δόλια του ψυχή! 



Ναί! σάν πετᾶς στό θρόνο του, ἁγνή ψυχή κι᾿ ἁγία,
πές γιά τά δάκρυα, πὂχυσα, πού χύνω τά πικρά· 
ἂς κάμη γιά τό πλάσμα του, τό δύστυχο, ἐσπλαχνία· 
σωτῆρα μου, προστάτη μου! φεύγω, σ᾿ ἀφίνω γειά! 



Φεύγω… Πηγαίνω, ἀλλ᾿ ἂσε με ἀκόμη νά φιλήσω
τό σπλαχνικό τό χέρι σου, τό χῶμα πού πατεῖς· 
ἂχ! καί ποῦ ξέρω ὁ δύστυχος ἂν σέ ξαναπαντήσω… 



Ἀοιμέ! γιατί, πατέρα μου, πές μου γιατί θρηνεῖς;

—Ζητᾶς νά μάθης, δύστυχε, τόν πόνο, τόν καημό μου…
Ὂχι· δέ στό ᾿πα… Πήγαινε! … Ὤ, ναί, σέ συγχωρῶ… 
Τό χέρι ἐτοῦτο τ᾿ ἂσπλαχνο, πού σφίγγει τό δικό μου… 
Μ᾿ ὠρφάνεψε… Θανάτωσε τό μόνο μου ἀδελφό!... 



Φύγε, φύγε, καιρός πλιά δέ μένει·
τρέχα κάτου στήν ακρογιαλιά… 
Τρέμει ὁ φονιάς, ζαλίζεται· τό αἶμα του παγώνει, 
στό λάρυγγά του σβήνεται, τοῦ πνίγετ᾿ ἡ λαλιά. 


Μένει βουβός… Τό βλέμμα του ἀλλήθωρο σηκώνει, 
ἀλλά τό γέρο Γούμενο δέν βλέπει ἐμπρός του πλειά· 
παρά τό μαῦρο ράσο του, πού φεύγοντας φουσκώνει, 
καί μέ τά λόγια χάνεται, π᾿ ἀκούει στή σιγαλιά. 


Ἡ βαρκούλα ἐκεῖ κάτου προσμένει· πάρ᾿ τη, φύγε στά ξένα μακρυά!


 
Ε’. ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Ἡ βάρκ᾿ ἀπομακρύνεται… Φεύγει, τό κῦμα σχίζει·

μέσα εἶναι μόνος ὁ φονιάς· λάμνει, τό ξύλο τρίζει,

σά νά τοῦ ρίχνη ἀνάθεμα, σά νά τόν καταριέται·

ὁ χτύπος μόνο τοῦ κουπιοῦ στή σιγαλιά γροικιέται…

Ἀπό ᾿να βράχο ἂξαφνα μιά πέτρα ξεκολλάει,

καί ροβολώντας στό νερό μέ ταραχή βουτάει·

ἐτρόμαξε, λαφιάζεται· τό αἶμα του παγώνει·

ἀφίνει κάτου τά κουπιά καί πάλι τά φουχτώνει·

στήν πέτρα, πού ροβόλησε, κ᾿ ἐβούτησε στό κῦμα,

μιᾶς κεφαλῆς τοῦ φαίνεται ὁπώς θωρεῖ τό σχῆμα,

πού χωρισμένη ἀπ᾿ τό κορμί φεύγει, κυλᾶ καί τρέχει·

θανάτου κρύος ἳδρωτας τήν τραχηλιά του βρέχει·

φεύγει, βυθίζει στό νερό κι᾿ ὑψώνει τά κουπιά του,

ὁπού θαρρεῖς τά κόλλησε στους ὢμους γιά φτερά του.

Κοιτάει ζερβιά, κοιτάει δεξιά, ὀπίσω του γυρίζει·

ὁ Γούμενος δέ φαίνεται· τό ξύλο πάντα τρίζει…

Ἐνέκρωσαν τά χέρια του, τοῦ φεύγουν τά κουπιά του.

Τρεῖς μέρες ἒμειν’ ἂγρυπνος… Σφαλεῖ τά βλέφαρά του,

καί γέρνει τό κεφάλι του…. Κοιμᾶται, ροχαλίζει.

● ● ●

Ὁ ὓπνος τόν ὠνείριασε· ὀμπρός του παρουσιάζει

ἒρημες χῶρες, ἂγνωστες· σέ μακρυσμένα μέρη

τοῦ φαίνεται πώς περπατεῖ · ποῦ βρίσκεται δεν ξέρει.

Περνάει βουνά καί πέλαγα, βράχους θωρεῖ μπροστά του·

φυσᾶ ὁ βοριάς… Ἀνάμεσα στά ξάρτια, τά πανιά του,

σφουρίζει ἀναστενάζοντας· δέ βλέπ’ ἓν’ ἀκρογιάλι…

Τρίζουν τά ξύλα, πέφτουνε, τά πέρν’ ἡ ἀνεμοζάλη ….

Τό πλοῖο ξαρμάτωτο, γυμνό , σκαφίδι συντριμμένο,

παλεύει μέ τά κύματα τό θαλασσοδαρμένο·

στήν πρύμη στέκει ὁ θάνατος · αὐτός τό κυβερνάει,

καί τό φονιά κοιτάζοντας πικρά χαμογελάει·

κ’ ἐκεῖνος, ποὖναι γιά πνιμό, εἰς τήν ἀπελπισιά του

θυμήθηκε τό Γούμενο· προφέρει τ’ ὂνομά του…

Τό κῦμα, πού τ’ ἀγροίκησε, συχάζει, γαληνεύει,

καί τό καράβι τ’ ἂτυχο, πού ἀκόμα κινδυνεύει,

ἀγάλι - ἀγάλι σπρώχνεται μέ τόν καραβοκύρη

Ἀπάνου σέ μιά ξέρα…

● ● ●

Βλέπει ἓναν Πύργο· καί σιμά θωρεῖ ἓνα Μοναστήρι…

῏Ηχος καμπάνας χύνεται γλυκός εἰς τόν ἀέρα.

Σ’ ἐρημονήσι βρίσκεται… Ψυχή δέν ἀπανταίνει·

στό Μοναστήρι προχωρεῖ…. Σέ μιά κλησούλα μπαίνει̦

καί μπαίνοντας αἰσθάνεται νά τοῦ χτυπᾶ ἡ καρδιά του.

Τά γόνατά του τρέμουνε…. Κοιτάζει ὁλόγυρά του…

Ὁλόρθο στό κιβούρι του, ὁ ἁμαρτωλός διακρίνει

ἓν᾽ ἅγιο σῶμα, πού γλυκές μοσχοβολάδες χύνει….

Ἂξαφν᾽ ἀκούσθη πὂτριξε κ᾽ ἐσείσθ᾽ ἡ Ὡραία Πύλη….

Τ᾽ Ἁγίου Λειψάνου ἀνάλαμψε τ᾽ ἀκοίμητο καντήλι….

Ἀνατριχιάζει, στέκεται· μ᾽ εὐλάβεια τό σιμώνει·

ὀμπρός του κλίνει ἀθέλητα τό μέτωπο, τό γ όνυ,

κι᾽ ἀσπάζεται …. Εἰς τό φιλί πού δίνει στ᾽ ἅγιο σῶμα,

παίρνει εὐωδιές τ᾽ ἀχείλι του, ἀκούει δροσιά εἰς τό στόμα.

Προσεύχεται… Τό βλέμμα του, πὂχει στή γῆ σκυμμένο,

στό λείψανο σηκώνεται ἀργό καί δειλιασμένο…

Ἡ θεία μορφή, τό πρόσωπο τό ἅγιο, πού κοιτάζει,

μέ τοῦ Γουμένου τή μορφή τοῦ φαίνεται πώς μοιάζει…

Τρέμει…. Θωρεῖ τό λείψανο καί πάλι τό κοιτάει…

Ἀνατριχίλ᾽ ἀπόκρυφη τά σπλάχνα του περνάει…

Στον Ἃγιο, πού τριγύρω του οὐράνιο φῶς σκορπίζει,

ξανοίγει τό Σωτήρα του καί τόν ἀναγνωρίζει….

-Ἃγιε πατέρα… Γούμενε ! δέ μοῦ μιλεῖς ; τοῦ λέει·

κι᾽ ἀσπάζεται γονατιστός τ᾽ ἅγιο κορμί καί κλαίει….

● ● ●

Ἡ βάρκα ἡ ἀκυβέρνητη, πού πλέε ι πάντοτε μόνη,

ἀπό τό κῦμα σπρώχνεται σέ βράχο καί σιμώνει·

ὃταν μέ μιᾶς ἀπάνου του μέ δύναμη χτυπάει,

καί ὁ φονιάς ξυπνάει.

Στή βάρκα ὀρθός στηλιώνεται· τό κῦμα τόν τινάζει…

—Τί λόγο μ᾽ ἀποκρίθηκες ; … Τί μοὖπες ;… Ἀνακράζει.

Ἂχ ! ποῦ εἶσαι ;…. Τρέμει… Στρέφεται· κοιτάζει ὁλόγυρά του·

καί βλέπει βράχους, κύματα ὁλόμαυρα μπροστά του….

—Ποῦ βρίσκομαι ;… .Τί ἀγροίκησα ; Κατάρα στ᾽ ὂνειρό μου !

Κι᾽ ἀκούει φωνή στήν ἂβυσσο νά λέη μέ βογγητό :

«Τό χέρι ἐκεῖνο τ᾽ ἂσπλαχνο, πὂσφιξε τό δικό μου,

μ᾽ ὠρφάνεψε …. Θανάτωσε τό μόνο μου ἀδελφό !»

Κι᾽ ὁ βράχος ἀποκρίνεται : «Τό μόνο μου ἀδελφό.»

● ● ●

Μακρυά, σέ ξένα χώματα, σέ ξένο περιγιάλι

ἡ βάρκα ἡ ταξιδιάρικη ἀράζει ἀγάλι - ἀγάλι,

ὁπού τό χέρι τ᾽ ἂσπλαχνο, τ᾽ ἀ φορεσμένο χέρι,

τήν ξαναδίνει σήμερο, ὀπίσω τήν προσφέρει.

Τήν ἐπιστρέφει ὁ ἁμαρτωλός στόν ἒρμο λυτρωτή του,

θρόνο, κιβούρι ὁλόλαμπρο γιά τ᾽ ἅγιο τό κορμί του !

● ● ●

Ἐσώθη· κ᾽ εἶπαν πώς πικρά, πικρά μετανοιωμένος,

ἒρημος ἒζησε, φτωχός, μακρυά ξενιτεμένος,

καί λίγους χρόνους ὓστερα ἀπό τό φονικό του

ἐκλείσθη ὃθε τόν ἒφερε μια μέρα τ᾽ ὂνειρό του.

Καί κάθε, πού κατέβαινε πρωΐ στήν ἐκκλησία,

τήν προσευχή του κάνοντας ὀμπρός στήν Παναγία,

ἀνήσυχο τό βλέμμα του στρεφότουν κ᾽ ἐκοιτοῦσε

ἀδιάκοπα στό Νάρθηκα5 κ᾽ ἐκεῖ ἐσταματοῦσε,

Κ᾽ ἐκοίταζε κ᾽ ἐπρόσμενε νά ἰδῆ, νά προσκυνήση

τόν Ἃγιο, π᾽ ὀνειρεύθηκε πώς εἶχ᾽ ἐκεῖ ἀπαντήσει.

● ● ●


 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
1. Ἡ μονή τῆς Ἀναφωνήτριας, ἐν ἧ ὁ Ἃγιος Διονύσιος ἀποσυρθείς μετά τήν ἀπό τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ τῆς Αιγίνης θρόνου παραίτησίν του, διετέλεσεν Ἡγούμενος ἂχρι τέλους τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοῦ βίου.
2. Ὡς γνωστόν, ἡ μονή τῆς Ἀναφωνητρίας κεῖται ἐπί  τῶν δυτικῶν τῆς νῆσου ὀρέων.
3. Ἐν τοῖς    στίχοις τούτοις ἠθέλησα νά ἐμπερικλείσω τάς αὐτάς ἐκείνας λέξεις, ἂς  οἱ βιογράφοι τοῦ Ἁγίου θέτουσιν εἰς τό στόμα αὐτοῦ, ἐν τῇ φοβερᾷ ἐκείνη στιγμῇ.
4. Ἄς μή ξενιστῇ τις ἐπί τῇ ἐξυμνήσει τοῦ ψεύδους. Φρονῶ ὃτι πᾶσα πρᾶξις δέον νά ἐξετάζηται οὐχί ἀπολύτως καί ἀποκλειστικῶς, ἀλλά σχετικῶς πρός τόν σκοπόν τοῦ πράττοντος καί τά ἐπερχόμενα ἀποτελέσματα.
σκόπιμος ψευδολογία, προϊόν δολιότητος, καί εἰς ἐπίτευξιν ἰδιοτελοῦς σκοποῦ τείνουσα, δέν δύναται νά κληθῇ κακία · πλήν ἀπόκρυψις πραγματικότητος, ἀποσοβοῦσα κίνδυνονοὐχί τοῦποκρύπτοντος, ἀλλ᾽λλου τινός προσώπου, πιστεύωτι δύναται νά συγκαταλεχθῇ μεταξύ τῶν τῆς φιλανθρωπίας γνωρισμάτων.
5. Τοῦ ἐν τῇ νήσῳ τῶν Στροφάδων κυριακοῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως, ὃπου τό σεπτόν τοῦ Ἁγίου Διονυσίου λείψανον, ἐξαχθέν  ἀπό τοῦ τάφου, ἐξετέθη, καί ἒμεινεν ἐκτεθειμένον, μέχρι τῆς εἰς Ζάκυνθον μετακομιδῆς αὐτοῦ.

Ἀναφορά: Πρόκειται γιά τό ποίημα «Ο ΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΦΩΝΗΤΡΙΑΣ» τοῦ  ζακυνθινοῦ ποιητῆ Ἀνδρέα Μαρτζώκη ( 1849-1923), τό ὁποῖο πρωτοκυκλοφόρησε στήν Ἀθήνα ἀπό τό Τυπογραφεῖο τοῦ Ἀνέστη Κωνσταντινίδου τό 1889, ἀφιερωμένο ἀπό τόν ποιητή στούς Αἰγινῆτες ὡς ἑξῆς: «Τοῖς ἀγαπητοῖς Αἰγινήταις, τό ταπεινόν τοῦτο ἒργον, ἐν ᾧ ἐξυμνεῖται, ἡ ἐξοχωτέρα τῶν πράξεων, Ἐκείνου, οὗ τό κλέος μετά τῶν Ζακυνθίων, εὐλαβῶς συμμερίζονται, ἀδελφοῖς δέ καί συμπολίταις, ἐν τῇ λατρεία τῆς σεπτῆς Αὐτοῦ μνήμης, μετά ζωηρᾶς ἀγάπης, καί  ἀκραιφνοῦς ὑπολήψεως, ἀνατίθησιν, ὁ ποιήσας».
Τό ποίημα αὐτό, «τό κάλλιστον τῶν ποιητικῶν ἒργων» τοῦ Μαρτζώκη κατά τόν ἱστορικό Λεωνίδα Ζώη, ἀφορᾶ στήν συγχώρηση ἀπό τόν Ἅγιο Γούμενο τῆς Ἀναφωνήτριας τοῦ φονιᾶ τοῦ ἲδιου τοῦ ἀδελφοῦ Του, ὁ ὁποῖος  καταδιωκόμενος κατέφυγε στήν ἀπόκρημνη ὀρεινή βορειοδυτική πλευρά τῆς Ζακύνθου γιά νά κρυφτεῖ. Μέ ἀπαράμιλλη δύναμη ποιητικῶν εἰκόνων καταφέρνει ὁ Μαρτζώκης νά μᾶς συγκλονίσει, τονίζοντας ἰδιαίτερα τίς ψυχικές ἐντάσεις καί δονήσεις τῶν ἡρώων του ὣς τήν κορυφαία ἒκφραση ἀνεξικακίας καί συγχωρητικότητας τοῦ Ἁγίου Διονυσίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου