ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ...
μια γυναίκα φρόντιζε τον κήπο του σπιτιού της, όταν ξαφνικά βλέπει τρεις γέροντες, φορτωμένους με τις εμπειρίες της ζωής, να την πλησιάζουν στην είσοδο του σπιτιού. Παρόλο που δεν τους γνώριζε, τους είπε: Δεν σας γνωρίζω, όμως πρέπει να πεινάτε. Περάστε, αν θέλετε, να φάτε κάτι.
Αυτοί την ρωτάνε: Ο άντρας σου είναι στο σπίτι; Όχι δεν είναι εδώ, απάντησε εκείνη. Τότε δεν μπορούμε να έρθουμε, της λένε οι γέροντες. Όταν επέστρεψε ο σύζυγος, η γυναίκα του περίγραψε το περιστατικό.Ας έρθουν, τώρα που επέστρεψα!
Η γυναίκα βγαίνει έξω να προσκαλέσει ξανά τους γέροντες στο τραπέζι, μιας και ήταν ακόμη εκεί. Δεν μπορούμε να έρθουμε όλοι, της λένε οι τρεις γέροντες. Η γυναίκα, έκπληκτη, τους ρωτά γιατί!
Ο πρώτος, λοιπόν, από τους τρεις της εξηγεί ξεκινώντας να της συστήνεται: Είμαι ο Πλούτος, της λέει. Της συστήνει, μετά, τον δεύτερο που είναι η Ευτυχία. Και, τέλος, τον τρίτο που είναι η Αγάπη. Τώρα, της λένε, πήγαινε στον άνδρα σου και διαλέξτε ποιος από τους τρεις μας θα έρθει να φάει μαζί σας. Η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι και διηγείται στον άντρα της αυτά που της είπαν οι γέροντες.
Ο άνδρας ενθουσιάζεται και λέει: Τι τυχεροί που είμαστε! Να έρθει ο Πλούτος! Έτσι θα έχουμε όλα όσα επιθυμούμε! Η σύζυγος του όμως δεν συμφωνούσε:Και γιατί να μην έχουμε τη χαρά της Ευτυχίας; Η κόρη τους που άκουγε από μια γωνιά, τότε, τους λέει: Δε θα ταν καλύτερα να καλούσαμε την Αγάπη; Το σπίτι μας θα είναι πάντα γεμάτο αγάπη! Ας ακούσουμε αυτό που λέει η κόρη μας, λέει ο σύζυγος στη γυναίκα του.Πήγαινε έξω και πες στην Αγάπη να περάσει στο σπιτικό μας.
Η γυναίκα βγαίνει έξω και ρωτά: Ποιος από εσάς είναι η Αγάπη; Ας έρθει να δειπνήσει μαζί μας. Η Αγάπη τότε ξεκινά να προχωρά προς το σπίτι και οι δύο άλλοι να τον ακολουθούν!Έκπληκτη η γυναίκα, ρωτά τον Πλούτο και την Ευτυχία: Εγώ κάλεσα μόνο την Αγάπη. Γιατί έρχεστε κι εσείς;
Και απαντούν κι οι τρεις γέροντες μαζί: Αν είχες καλέσει τον Πλούτο ή την Ευτυχία, οι άλλοι δύο θα έμεναν απέξω. Τώρα όμως που κάλεσες την Αγάπη, όπου πάει η Αγάπη, πάμε κι εμείς μαζί της!
Αυτοί την ρωτάνε: Ο άντρας σου είναι στο σπίτι; Όχι δεν είναι εδώ, απάντησε εκείνη. Τότε δεν μπορούμε να έρθουμε, της λένε οι γέροντες. Όταν επέστρεψε ο σύζυγος, η γυναίκα του περίγραψε το περιστατικό.Ας έρθουν, τώρα που επέστρεψα!
Η γυναίκα βγαίνει έξω να προσκαλέσει ξανά τους γέροντες στο τραπέζι, μιας και ήταν ακόμη εκεί. Δεν μπορούμε να έρθουμε όλοι, της λένε οι τρεις γέροντες. Η γυναίκα, έκπληκτη, τους ρωτά γιατί!
Ο πρώτος, λοιπόν, από τους τρεις της εξηγεί ξεκινώντας να της συστήνεται: Είμαι ο Πλούτος, της λέει. Της συστήνει, μετά, τον δεύτερο που είναι η Ευτυχία. Και, τέλος, τον τρίτο που είναι η Αγάπη. Τώρα, της λένε, πήγαινε στον άνδρα σου και διαλέξτε ποιος από τους τρεις μας θα έρθει να φάει μαζί σας. Η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι και διηγείται στον άντρα της αυτά που της είπαν οι γέροντες.
Ο άνδρας ενθουσιάζεται και λέει: Τι τυχεροί που είμαστε! Να έρθει ο Πλούτος! Έτσι θα έχουμε όλα όσα επιθυμούμε! Η σύζυγος του όμως δεν συμφωνούσε:Και γιατί να μην έχουμε τη χαρά της Ευτυχίας; Η κόρη τους που άκουγε από μια γωνιά, τότε, τους λέει: Δε θα ταν καλύτερα να καλούσαμε την Αγάπη; Το σπίτι μας θα είναι πάντα γεμάτο αγάπη! Ας ακούσουμε αυτό που λέει η κόρη μας, λέει ο σύζυγος στη γυναίκα του.Πήγαινε έξω και πες στην Αγάπη να περάσει στο σπιτικό μας.
Η γυναίκα βγαίνει έξω και ρωτά: Ποιος από εσάς είναι η Αγάπη; Ας έρθει να δειπνήσει μαζί μας. Η Αγάπη τότε ξεκινά να προχωρά προς το σπίτι και οι δύο άλλοι να τον ακολουθούν!Έκπληκτη η γυναίκα, ρωτά τον Πλούτο και την Ευτυχία: Εγώ κάλεσα μόνο την Αγάπη. Γιατί έρχεστε κι εσείς;
Και απαντούν κι οι τρεις γέροντες μαζί: Αν είχες καλέσει τον Πλούτο ή την Ευτυχία, οι άλλοι δύο θα έμεναν απέξω. Τώρα όμως που κάλεσες την Αγάπη, όπου πάει η Αγάπη, πάμε κι εμείς μαζί της!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου