ΠΡΟΦΑΣΕΙΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ
«Τον μη βουλόμενον πιστεύσαι
τις κύριος αναγκάσαι;»[1]
(Ιω. Χρυσόστομος).
Πολύ ορθά ειπώθηκε πως ο
άνθρωπος ευκολότερα μπορεί να κουραστεί αμαρτάνοντας, παρά να βρίσκει
δικαιολογίες (βλ. μηχανισμό εκλογίκευσης), που με αυτές νομίζει ότι ελαφρώνει
τα αμαρτήματά του. Η πρώτη λέξη, που βγήκε από το στόμα των πρώτων αμαρτωλών
―Αδάμ και Εύας― μετά την αμαρτία, ήταν λέξη πρόφασης και δικαιολογίας. Κανένας
άνθρωπος δεν βρίσκεται στον κόσμο, που να μην προφασίζεται για τις αμαρτίες του
(εκτός των λιγοστών εξαιρέσεων αγίων μορφών). Μικροί και μεγάλοι, άνδρες και
γυναίκες, όποτε εισέρχεται ο λόγος τού Θεού στην καρδιά μας, και μας ξυπνά τον
έλεγχο της συνείδησης, καθησυχάζουμε την ταραχή της με τις προφάσεις. Ο Ιησούς
πάντοτε μας προσκαλεί: «έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμά έτσι πάντα»[2].
Και μείς απαντούμε: Ναι, Κύριε, θέλουμε και επιθυμούμε να έλθουμε σε Σένα τον
φιλάνθρωπο Πατέρα και Θεό μας, και να αξιωθούμε των επουρανίων Σου δωρεών, αλλ’
η ασθένεια της σάρκας, η ματαιότητα του κόσμου και οι πειρασμοί τού διαβόλου
μάς εμποδίζουν από το άγιό Σου θέλημα.
Για να αποδείξουμε όμως
ότι όλα αυτά και αναρίθμητα άλλα, όπως λ.χ. τής Παραβολής τού μεγάλου δείπνου[3],
δεν είναι ανίκητα εμπόδια, αλλά γυμνές προφάσεις, δεν θα προβάλουμε ούτε το
αναρίθμητο πλήθος των Αγίων ―ανδρών και γυναικών―, ούτε την αυτεξούσια δύναμη
του ανθρώπου, ούτε την ενέργεια της Θείας Χάρης, που, όταν εμείς και μόνο
αληθινά θελήσουμε, διαλύει κάθε δυσκολία, αλλά θα προτείνουμε μόνο το εξής
παράδειγμα: Αν κάποιος Υπουργός, γνωστός καλλιτέχνης, ή γενικά διάσημο πρόσωπο
μάς προσκαλούσε στην οικία του, υποσχόμενός μας υψηλές θέσεις, δημοσιότητα,
αξιώματα και γενικά συμμετοχή στην εξουσία, θα τον αποφεύγαμε, προβάλλοντας ως
δικαιολογία αδυναμίες, εμπόδια, πειρασμούς ή οτιδήποτε άλλο; Τουλάχιστον οι
περισσότεροι θα επέκριναν όσους θα μεταχειρίζονταν διάφορα τέτοια προσχήματα,
χάνοντας μία τέτοια ευκαιρία: «Λέγω γαρ υμίν ότι ουδείς των ανδρών εκείνων των
κεκλημένων γεύσεταί μου του δείπνου»[4].
Στον Θεό δεν «χωράει» ούτε ευλογοφανής, ούτε παράλογη πρόφαση. Οι προφάσεις
γι’ Αυτόν δεν είναι δικαιολογίες, αλλά πονηρολογίες. «Μη εκκλίνης την καρδίαν
μου εις λόγους πονηρίας του προφασίζεσθαι προφάσεις εν αμαρτίαις»[5],
ικέτευε ο προφητάναξ Δαυίδ. Όσο ισχυρά και αν είναι τα περιστατικά, που μας
παρέσυραν στην αμαρτία, πάντως την τελευταία λέξη τη λέει η δική μας θέληση.
Οι προφάσεις προέρχονται
πάντα από Χριστιανούς, που δεν γεύτηκαν τη γλυκύτητα της Θείας Χάρης και δεν
εκτίμησαν την αξία τής χριστιανικής ζωής. Επειδή βλέπουν ότι η πνευματική
εργασία είναι κοπιαστική, προτιμούν τον εύκολο και άνετο βίο. Βαδίζουν προς
την Ημέρα τής Κρίσεως, βασισμένοι πάνω σε αστήρικτες και μάταιες δικαιολογίες.
Από τους ανθρώπους αυτούς λείπει η αγάπη προς τον Δημιουργό και Παντοδύναμο
Θεό για τις αμέτρητες δωρεές Του, γιατί «μεμισήκασι και εμέ και τον πατέρα μου»[6],
όπως βεβαιώνει ο Κύριος, αφού «ο μη αγαπών με τους λόγους μου ου τηρεί»[7].
Αλλά, δυστυχώς, υπάρχουν άνθρωποι, που και το μυστήριο ακόμα τής ιεράς
Εξομολογήσεως μολύνουν πάλι με τις προφάσεις τους, νομίζοντας ότι, αφού
ξεγέλασαν έτσι τον Πνευματικό ιερέα, θα παραπλανήσουν και…τον Θεό!
Οι προφάσεις ταιριάζουν
στους «πονηρούς και οκνηρούς δούλους»[8]
τής Ευαγγελικής παραβολής και στους εγωιστές, που, σε τελική ανάλυση,
αποδείχνονται μωροί και αλόγιστοι, αφού α) αντιφάσκουν με τον εαυτόν τους,
κατά το παράδειγμα του οκνηρού δούλου, γνωρίζοντας και αυτοί, όπως και εκείνος
ότι «σκληρός ει άνθρωπος, θερίζων όπου ουκ έσπειρας και συνάγων όθεν ου
διεσκόρπισας»[9]
και όμως εξακολουθώντας να αδρανούν εντελώς, και β) επειδή πάλι γνωρίζουν τη
Δικαιοσύνη και Παντογνωσία τού Θεού, που θα τους αποστομώσει κατά τη Δευτέρα
Παρουσία Του ως αδέκαστος Κριτής.
Tι πρόσχημα,
αλήθεια, ή ποια δικαιολογία μπορεί να προβάλλει ένας ασθενής και ετοιμοθάνατος,
όταν ο γιατρός τού παρέχει ασφαλή και πλήρη θεραπεία, και όμως εκείνος αρνείται
να τη δεχτεί; Και ως γνωστό, ο μακράν τού Θεού άνθρωπος είναι όχι μόνο
ετοιμοθάνατος αλλ’ ήδη νεκρός ―πνευματικά― για τον Θεό[10].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου