Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 15ην Φεβρουαρίου
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος γεννήθηκε στὰ Λειβάδια τῆς πόλεως τῆς Χίου, τὴν 1η Ἰουλίου τοῦ 1869. Οἱ γονεῖς του ὀνομαζόνταν Κωνσταντῖνος καὶ Ἀγγεριώ. Ἦταν ἄνθρωποι σεμνοί, εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετοι. Βάπτισαν λοιπὸν τὰ δύο μεγαλύτερα παιδιά τους Νικόλαο καὶ Καλλιόπη, ἐνῶ τὸν νεώτερο γιό τους Ἀργύριο. Νὰ σημειώσουμε μόνο τὸ γεγονός, ὅτι ἡ Καλλιόπη ἔγινε κάποια στιγμὴ μοναχὴ καὶ μετονομάσθηκε Καλλινίκη. Ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ὁ Ἀργύριος ἔδειξε σὲ ὅλους ὅτι εἶχε ἀξιωθεῖ τῆς Θείας Χάριτος. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του ὁ Νικόλαος σὲ ἀναφορές του σχετικὰ μὲ τὸν Ἀργύριο ἔλεγε, ὅτι ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἀκόμη ποὺ ἦταν, ἔβλεπε πολλὲς φόρές, πάνω ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ εἶχαν τοποθετήσει τὸν Ἀργύριο ὅταν ἦταν βρέφος, τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ τὸν σκεπάζει τρυφερά, μὲ μιὰ βασιλικὴ πορφύρα, ἐνῶ ταυτόχρονα πεταγόταν ὁλόγυρα λάμψεις Θείου Φωτός. Ἡ ἐποχὴ ποὺ ἔζησε ὁ Ἀργύριος ἦταν μιὰ δύσκολη ἐποχὴ γιὰ τὸ μαρτυρικὸ νησὶ τῆς Χίου. Μόνο νὰ ἀναλογιστοῦμε τὸ γεγονός, ὅτι οἱ σφαγὲς τῶν Τούρκων μόλις εἶχαν κοπάσει καὶ οἱ μνῆμες ἀπὸ τὶς θηριωδίες τους ἦταν ἀκόμα νωπές.
Οἱ συνθῆκες δὲν ἐπέτρεπαν τότε στὰ παιδιὰ ποὺ προέρχονταν ἀπὸ φτωχὲς οἰκογένειες νὰ σπουδάσουν καὶ ἔτσι, ὅπως ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς ἡλικίας του, ὁ Ἀργύριος δὲν σπούδασε καὶ ὅπως ἦταν φυσικό, τὰ γράμματα ποὺ ἔμαθε ἦταν αὐτὰ τοῦ δημοτικοῦ σχολείου. Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ τῆς Χίου ἤξεραν ὅτι ὁ τόπος τους ἦταν ποτισμένος μὲ τὸ αἷμα μεγάλων Ἁγίων ποὺ μὲ τὶς θυσίες τους καὶ τοὺς ἀγῶνές τους εἶχαν στολίσει καὶ ἁγιάσει τὸ μαρτυρικὸ νησί.
Ἔζησε λοιπὸν καὶ ἀνδρώθηκε ὁ Ἀργύριος, μὲσα σὲ μιὰ ἐποχὴ γεμάτη δυσκολίες καὶ κακουχίες, ἀλλὰ σὲ ἕνα χριστιανικὸ περιβάλλον μὲ μνῆμες βαθειὲς ῥιζωμένες. Τὴν τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ λοιπὸν τὴν ἔμαθε ὁ μικρὸς Ἀργύριος γιὰ βιοποριστικοὺς λόγους, τὴν ὁποία θὰ ἐξασκοῦσε καὶ στὴ συνέχεια τῆς ζωῆς του ὡς δόκιμος μοναχός.
Ὁ μικρὸς Ἀργύριος ποὺ θὰ μποροῦσε λόγῳ τῆς φτώχειας καὶ τῆς ἀνέχειας νὰ ζήσει ἀνάμεσα στὸν κόσμο τῆς πατρίδας του, ἀναζητώντας μόνο τὴν βιοποριστικὴ λύση, ποτὲ δὲν παρασύρθηκε ἀπὸ τὶς εὔκολες καὶ ἐφήμερες λύσεις. Προτίμησε λοιπὸν τὸν δύσκολο καὶ βασανιστικὸ δρόμο, τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς, ποὺ θὰ τον ὁδηγοῦσε τελικὰ στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ὁ Ἀργύριος προσευχόταν καὶ νήστευε. Ἔφηβος θὰ ἦταν ἀκόμη ὅταν συνδέθηκε μὲ κάποιο Μοναχὸ ὀνόματι Παχώμιο. Ὁ Πατέρας Παχώμιος ἦταν ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ τῆς Σκήτης τῶν Ἁγίων Πατέρων ποὺ βρίσκονταν στὸ Προβάτειο Ὄρος. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὑπῆρξε καὶ Γέροντας τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, τοῦ ἐν Αἱγίνῃ. Ὁ Γέροντας Παχώμιος τοῦ καλλιέργησε κατ᾿ ἀρχὴν τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό, καὶ τὸν πλησίον του. Ἡ γνωρίμια αὐτὴ ἔγινε ἀφετηρία νὰ πάρει ὁ Ἀργύριος τὴν μεγάλη ἀπόφαση νὰ ἀφήσει τὰ ἐγκόσμια καὶ νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Ἔτσι λοιπόν, θέλοντας νὰ γίνει μοναχός, ἀποτάνθηκε στὸν Πατέρα Παχώμιο. Ἀρχικά, καθ᾿ ὑπόδειξή του, ἐπιδόθηκε στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες ἀπὸ τὸ σπίτι του ὅπου οἱ νηστεῖες, οἱ συχνὲς ἀγρυπνίες καὶ οἱ συνεχεῖς προσευχές, ἀποτελοῦσαν τὴν καθημερινότητά του. Θεωροῦσε ὡς μητέρα ὅλων τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, τὴν ἡσυχία. Τὶς ὧρες λοιπὸν τῆς ἀπομόνωσης καὶ τῆς περισυλλογῆς χρησιμοποιοῦσε σὰν καταφύγιο ἕνα ὑπόγειο δωμάτιο ποὺ ὑπῆρχε στὸ πατρικό του σπίτι. Νηστευτὴς καθὼς ἦταν ἀλλὰ καὶ φιλόπτωχος ἀπὸ μικρός, πρόσφερε τὸ φαγητό του σὲ ὅσους πεινοῦσαν, ἔστω κι᾿ ἂν ὁ ἴδιος θὰ ἔπρεπε νὰ μείνει νηστικὸς γιὰ πολὺ καιρό.
Ὁ Παχώμιος, ἀναγνωρίζοντας τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ Ἀργυρίου, τὸν ἔκειρε μικρόσχημο μοναχό, στὴν ἡλικία τῶν 20 μόλις ἐτῶν. Ἐτσι λοιπὸν ὁ Ἀργύριος μετονομάστηκε Ἄνθιμος, γιὰ νὰ εὐωδιάζει τοὺς πλησιάζοντας αὐτὸν μὲ πνευματικὴ εὐωδία ἀπὸ τὰ ὡραῖα ἄνθη τῶν ἀρετῶν του. Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ὑπῆρξε λαμπρὸ παράδειγμα ταπεινοφροσύνης καὶ ὑπακοῆς γιὰ τοὺς ἀδελοφὺς ποὺ τὸν ἔζησαν ἀπὸ κοντά. Μάλιστα, τὸν πρῶτο καιρὸ ὁ Παχώμιος, ἔλεγε στοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ Ἄνθιμος σὰν ἀρχάριος εἶναι τέλειος Μοναχός, ἐνῷ δὲν παρέλειπε νὰ τονίζει ὅτι κάποια μέρα ὁ Ἄνθιμος θὰ γίνει Μέγας Πατέρας. Ὁ Γέροντας ἐκτιμῶντας μάλιστα τὴν ἁγνότητα τοῦ νέου τότε Μοναχοῦ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν φροντίδα τῶν δόκιμων γυναικῶν Μοναχῶν γιὰ τὴν μετάβασή τους στὴν Σκήτη, τὴν ἐξομολόγησή τους ἐκεῖ καὶ τὴν ἐπιστροφή τους ἀπὸ τὸ Προβάτειο ὄρος στὸ σπίτι τους. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτό, ὁ Γέροντας, βλέποντας τὴν εὐστροφία του καὶ τὴν ὀξύνοιά του, τοῦ ἀνέθεσε ἀπὸ κοινοῦ μαζὶ μὲ ἄλλους ἀδελφούς, τὴν ἐπίβλεψη τῶν ἐργασιῶν ποὺ γίνονταν γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς γυναικείας Μονῆς τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου.
Νεαρὸς Μοναχὸς τότε ὁ Ἄνθιμος, γεμᾶτος ἐνθουσιασμό, θέλοντας νὰ προσφέρει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα στὴν ἀνέγερση τῆς Μονῆς, ἐξαντλημένος ὅμως ἀπὸ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνές του, ἀῤῥώστησε. Ἄρχισε νὰ ὑποφέρει ἀπὸ σοβαρὲς στομαχικὲς διαταραχές, τέτοιες ποὺ τὸ σῶμά του τρανταζόταν καὶ πονοῦσε συνέχεια. Ὑπῆρξε λοιπὸν ἄμεση ἀνάγκη ὁ Ἄνθιμος νὰ μεταφερθεῖ σὲ κάποιο ἄλλο μέρος ἐπειδὴ εἶχε ἀνάγκη ἰατρικῆς παρακολούθησης καὶ γιατὶ ἔπρεπε νὰ τρέφεται σωστά. Ὁ καθοριστικὸς λόγος βέβαια ἦταν ὅτι ἡ Σκήτη εἶχε πολλοὺς αὐστηροὺς κανόνες καὶ δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ κατάλυση ὁρισμένων τροφῶν. Ὁ Γέροντας Παχώμιος ὅμως, παρακίνησε καὶ εὐλόγησε τὸν Ἄνθιμο, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐπιστρέψει στὸ πατρικό του σπίτι μέχρι τὴν ἀνάῤῥωσή του, κοντὰ στοὺς γέροντες γονεῖς του. Ταυτόχρονα, ὁ Γέροντας ἀνέλαβε ὅλες τὶς δαπάνες γιὰ τὴν θεραπεία του. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὸ σπίτι ὁ Ἄνθιμος συνεχίζει νὰ ζεῖ ὅπως ζοῦσε κοντὰ στοὺς ἀδελφούς του. Συνέχισε λοιπὸν τὴν ἄσκηση, τὴν νηστεία, τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν προσευχή, ὑποβάλλοντας τὸν εἁυτό του σὲ συνεχὴ δοκιμασία. Οἱ ἡμέρες πέρασαν καὶ χωρὶς νὰ ἔχει ἀποθεραπευτεῖ ἐντελῶς, ζήτησε τὴν ἄδεια τοῦ Γέροντά του γιὰ νὰ χτίσει ἕνα μικρὸ κελλί, σὲ μιὰ γωνιὰ τῶν πατρικῶν του κτημάτων ὅπου καὶ ἐκεῖ θὰ ἡσύχαζε. Κάθε μέρα ἐργαζόνταν ὡς ὑποδηματοποιός, καὶ τὴν νύκτα προσευχόταν ἀδιάκοπα. Τὰ ἔσοδα ἀπὸ τὴν χειρωνακτικὴ ἐργασία τὰ διέθετε ἔτσι ὥστε νὰ συντηροῦνται οἱ γέροντες γονεῖς του καὶ βέβαια οἱ ἀναξιοπαθοῦντες καὶ ἄῤῥωστοι συνάνθρωποί του.
Μὲ ἀτελειώτους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ προσευχή, περνοῦσαν τὰ χρόνια γιὰ τὸν Ἄνθιμο. Ὁ διάβολος, βλέποντας τὸν πολύτιμο τοῦτο μαργαρίτη, τὸν φθόνησε. Τὸν ἐπισκέφθηκε λοιπὸν στὸ κελλί του καὶ τὸν ὑπέβαλε σὲ μιὰ σειρὰ ἀπὸ δοκιμασίες, στὶς ὁποῖες ὅμως ὁ Ἄνθιμος στάθηκε μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας. Κάποια στιγμὴ μάλιστα, πῆρε τὴν ἄδεια τοῦ Γέροντά του γιὰ νὰ ἀγρυπνήσει καὶ νὰ νηστέψει. Ἔμεινε λοιπὸν ξάγρυπνος καὶ νήστεψε δέκα ἐννέα μερόνυχτα καὶ ὅλο αὐτὸν τὸν καιρὸ ἔτρωγε λίγο ξερὸ ψωμί, κάθε δύο ἡμέρες καὶ ἔπινε πολὺ λίγο νερό. Κάποια στιγμὴ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ διάστημα ἦλθε σὲ θεϊκὴ ἔκσταση καὶ τὸ πνεῦμά του κατευθύνθηκε πρὸς τὸν οὐρανὸ ὲνῶ ταυτόχρονα ἄκουγε μελωδίες Ἀγγέλων νὰ ἔρχονται ἀπὸ παντοῦ. Τὴν στιγμὴ ποὺ βρισκόταν τὸ πνεῦμά του στὸν οὐρανό, παρατηροῦσε τὸ σῶμά του τὸ ὁποῖο βρισκόταν κάτω στὴν γῆ. Μετά, ὅταν ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὸ σῶμά του, τὸ μόνο ποὺ ἔλεγε ἦταν:
-Κύριε ἐλέησον.
Ἔπειτα λοιπὸν ἀπὸ αὐτὴ τὴν θαυμαστὴ μὰ πολὺ ἐξαντλητικὴ γιὰ τὸ σῶμά του ἀγρυπνία καὶ νηστεία, αὐτὰ τὰ δέκα ἐννέα μερόνυχτα, ὁ Ἄνθιμος ἔνοιωσε ὅτι ἔπρεπε νὰ φάει καὶ νὰ κοιμηθεῖ. Ἔξω ἀπὸ τὸ κελλάκι του ὑπῆρχε μιὰ πελώρια καὶ γέρικη ἐληά, τῆς ὁποίας τὸ κούφωμα εἶχε κάνει ὁ νεαρὸς Ἄνθιμος τόπο προσευχῆς ὅπου εὕρισκε τὴν βαθιὰ ἡρεμία καὶ γαλήνη.
Ὁ Γέροντας Παχώμιος βλέποντας τὴν πνευματικὴ προκοπὴ τοῦ ὑποτακτικοῦ του, αἰσθανόμενος ξεχωριστὴ χαρά, γι᾿ αὐτὸ ἤθελε νὰ κάνει τὸν Ἄνθιμο μεγαλόσχημο Μοναχό, ἀλλὰ ἀνέβαλλε. Τὸ ἔτος 1905 ὁ Γέροντας Παχώμιος κοιμήθηκε καὶ διάδοχός του στὴν ἡγουμενία ἐξελέγη ὁ Ἱερομόναχος Ἀνδρόνικος, ὁ ὁποῖος γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν πορεία τοῦ Ἀνθίμου. Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἄνθιμος βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν σαράντα ἐτῶν, τὸν ἔκειρε μεγαλόσχημο Μοναχό.
Ὁ ἐνάρετος τρόπος ζωῆς του στὰ μάτια ὅλων ὅσων τὸν πλησίαζαν προκαλοῦσε μεγάλο ἐνδιαφέρον καὶ ζῆλο γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο καὶ γιὰ μίμηση τῶν ἀθλημάτων του. Τὰ συχνὰ μάλιστα θαύματα τῆς Ἱερῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας, ὁδηγοῦσαν πλήθη πιστῶν ὅλων τῶν ἡλικιῶν στὸ ἀσκητήριό του, ποὺ ἔγινε πόλος ἕλξεως γιὰ τοὺς χριστιανούς. Τὸ ἀσκητήριό του εἶχε γίνει τόπος γιὰ νὰ φρονηματίζονται, νὰ μετανοοῦν, νὰ μαθαίνουν, νὰ προσεύχονται, νὰ νηστεύουν, νὰ ἀγωνίζονται κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ τῶν κακῶν παθῶν οἱ πιστοὶ χριστιανοί. Οἱ ἐπισκέπτες τοῦ ζητοῦσαν νὰ τοὺς ἐξομολογήσει καὶ νὰ τοὺς δώσει τὴν εὐχή του. Ἀλλὰ ὁ Ἄνθιμος δὲν εἶχε ἱερωσύνη καὶ δὲν ἦταν Πνευματικός. Πολλοὶ λοιπὸν προέτρεπαν τὸν Ἄνθιμο νὰ λάβει τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης. Σύσσωμος ὁ φιλόχριστος λαὸς τῆς Χίου ζήτησε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἱερώνυμο Γοργία νὰ δοθεῖ στὸν Ἄνθιμο τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης, ἀλλὰ ὁ Μητροπολίτης δὲν ἐνέκρινε τὴν χειροτονία του. Ὁ βασικὸς λόγος ἦταν ὅτι ὁ Ἄνθιμος δὲν γνώριζε πολλὰ γράμματα καὶ ἀγνοοῦσε τὴν γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Λειτουργικῶν κειμένων.
Ὁ Ἄνθιμος διακρινόταν γιὰ τὴν εὐφυΐα του. Ἄν ὑποβαλλόταν σὲ σύντομη ἀγωγή, εὔκολα θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἐκλεκτὸς ἱερουργός, καὶ σπάνιος πνευματικός. Ἀπὸ Θεία Οἰκονομία πῆγε στὸ Ἀδραμύττι τῆς Σμύρνης τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ 1910 γιὰ νὰ μάθει τὰ πρῶτα γράμματα. Ἡ πρώτη ἐξαδέλφη του ποὺ ὀνομαζόταν Λουκία Διοματάρη, ἀνέλαβε νὰ τὸν βοηθήσει. Στὸ Ἀδραμύττι, ὁ σύζυγος τῆς Λουκίας, ὁ προύχοντας Στέφανος Διοματάρης, βάλθηκε νὰ τοῦ μάθει γράμματα γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο. Δάσκαλό του προσέλαβε τὸν ἔμπειρο καὶ σοφὸ Καρακατσάνη γιὰ νὰ τὸν προχωρήσει γρήγορα. Ἡ προετοιμασία κράτησε ἀρκετοὺς μῆνες. Ἔπειτα, ἡ οἰκογένεια Διοματάρη καὶ ὁ Ἄνθιμος ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Σμύρνη. Μὲ ἐντολὴ τοῦ Μητροπολίτη Ἐφέσου, ὁ μοναχὸς Ἄνθιμος χειροτονήθηκε στὴν Σμύρνη ἱερέας, ἀπὸ τὸν βοηθὸ Ἐπίσκοπο Δηλανᾶ.
Τὴν στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ὁ Ἐπίσκοπος τὸν προσαγόρευε Ἄξιος, καὶ τὸ ἐκκλησίασμα ἀπαντοῦσε Ἄξιος, ἕνας δυνατὸς σεισμὸς τράνταξε συθέμελα τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν εὐρύτερη περιοχή.
Παναγία μου· ἦταν ἡ ἰαχὴ ποὺ ἀκούστηκε ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ὅλοι σταυροκοπήθηκαν τρομαγμένοι. Ὁ οὐρανὸς ξαφνικὰ μαύρισε καὶ τὸ σύμπαν ἀναστατώθηκε. Βροντές, ἀστραπὲς καὶ κατακλυσμός. Καὶ τότε πάλι ἀκούστηκε ἀπὸ τοὺς πιστούς· Παναγία μου.
Μὲ τὴν ταλάντωση τῶν καντηλιῶν ἀπὸ τὸν σεισμό, μιὰ καντήλα ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια του πρὶν ἀπὸ λίγο χειροτονηθέντος Ἄνθιμου. Ἀμέσως σταμάτησαν ὅλα. Τὴν κοσμοχαλιασιὰ διαδέχθηκε σιωπηλὴ γαλήνη ἐνῷ ὁ Ἄνθιμος ἔκλαιγε. Ὁ Θεὸς ἐπιδοκίμασε τὴν χειροτονία τοῦ Ἱερέα πλέον Ἄνθιμου μὲ θαυμαστὸ τρόπο καὶ τὸν ὅπλισε μὲ τὴν θαυματουργική του δύναμη.
Στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀδραμυττίου, ὑπῆρχε ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ βασανιζόταν σκληρὰ ἀπὸ δαιμόνια. Οἱ κάτοικοι τὸν κρατοῦσαν δεμένο μὲ μιὰ μεγάλη σιδερένια ἀλυσίδα στὸν κορμὸ ἑνὸς μεγάλου πλατάνου. Μέρα καὶ νύκτα φώναζε ἄγρια καὶ ἔμενε γυμνὸς καὶ νηστικός. Ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα, ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος σὲ ὁλόκληρη τὴν περιοχή.
Οἱ Ἱερεῖς προσεύχονταν γιὰ νὰ τὸν εὐσπλαγχνισθεῖ ὁ Θεός καὶ νὰ τὸν θεραπεύσει. Καὶ ἐπειδὴ φοβόντουσαν νὰ τὸν πλησιάσουν, τοῦ διάβαζαν ἐξορκισμοὺς καὶ εὐχὲς ἀπὸ μακριά. Ὅταν ὁ Ἄνθιμος ἔγινε Ἱερέας, ὁ ἀνάδοχός του τὸν προέτρεπε:
-Δὲν πᾶς καὶ ἐσὺ νὰ διαβάσεις τὸν δυστυχισμένο ἐκεῖνο ἄνθρωπο;
Ὁ Ἄνθιμος στὴν ἀρχὴ ἀπέφευγε νὰ πάει. Τελικὰ τὸ πῆρε ἀπόφαση καὶ πῆγε μερικὲς φορὲς καὶ διάβαζε ἐξορκισμούς, ἔψαλλε ἁγιασμούς, ἔκανε παρακλήσεις. Μὲ τὴν θεία δύναμη τῆς προσευχῆς, ὁ ἄῤῥωστος θεραπεύτηκε ἐντελῶς. Στὸ Ἀδραμύττι τῆς Σμύρνης, τὸ γεγονὸς τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου μαθεύτηκε ἀμέσως καὶ οἱ κάτοικοι ποὺ θεωροῦσαν τὸν Ἄνθιμο Ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, ἄφηναν τὶς ἐνορίες τους καὶ μαζεύονταν στὸ μικρὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ὅπου ἐκεῖ ἱερουργοῦσε ὁ Ἱερέας Ἄνθιμος.
Οἱ κάτοικοι τοῦ Ἀδραμυττίου ποὺ θεωροῦσαν τὴν παρουσία τοῦ Ἄνθιμου σὰν θεία εὐλογία πήγαιναν κοντά του καὶ οἱ ἐνορίες τῆς περιοχῆς ἄδειαζαν. Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ ξυπνήσει στὶς καρδιὲς τῶν συλλειτουργῶν του ὁ φθόνος. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος, θέλοντας νὰ ἐλευθερώσει τοὺς συλλειτουργούς του, ἀποφάσισε νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ την περιοχή. Τὸ ἔτος 1911 λοιπόν, εὐλόγησε τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε τὴν εὐχή του, ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιο Ὄρος. Εἶχε μεγάλο πόθο νὰ προσκυνήσει τὰ Ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων, καὶ νὰ ἀσπαστεῖ τὶς θαυματουργικὲς Εἰκόνες τῆς Θεομήτορος. Γνώριζε, ὅτι στὸ Ἅγιο Ὄρος ὑπῆρχαν πολλοὶ μοναχοὶ καὶ ἐρημίτες ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ μποροῦσε νὰ ὠφεληθεῖ πνευματικά. Ἐκεῖ λοιπόν, ἐπισκεπτόταν μία-μία τὶς Ἱερὲς Μονές, τὶς Σκῆτες καὶ τὰ ἀσκητήρια τῶν ἐρημιτῶν καὶ μοναχῶν. Οἱ Ἁγιορεῖτες κατάλαβαν ἀμέσως τὴν ἀρετὴ τοῦ Ἄνθιμου καὶ ἐκδήλωναν τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη τους μὲ πολλοὺς τρόπους. Τὸν γέμισαν μὲ δῶρα πολλά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μόνο ἕνα μικρὸ μέρος πῆρε μαζί του ὅταν ἀναχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ. Μάλιστα, τὸ βαρύτιμο Ἅγιο Ποτήριο ποὺ χρησιμοποιοῦσε στὴν Μονή του στὴν διάρκεια τῶν μεγάλων ἑορτῶν, τοῦ τὸ δώρισαν οἱ Ἁγιορεῖτες. Πνευματικὰ πλούσιος καὶ γεμᾶτος ἀγάπη ὁ Ἅγιος, θὰ ἐπιστρέψει στὴν γενέτειρά του, την Χίο.
Οἱ λεπροί, ἤδη ἀπὸ τὸν 7ο αἰῶνα στὴν Λομβαρδία καὶ σύμφωνα μὲ τὸ διάταγμα τοῦ Ῥοθαρίου, ἐξορίζονταν ἀμέσως μόλις διαπιστωνόταν ἡ ἀσθένειά τους. Ἔχαναν τὰ δικαιώματά τους, τὴν περιουσία τους καὶ ἐξομοιώνονταν μὲ τοὺς νεκρούς. Ἡ λέπρα, ὅπως ἡ τύφλωση καὶ ἡ τρέλα, θεωροῦνταν σημεῖα ἁμαρτίας. Ἀπὸ τοὺς κανόνες τῆς Γ´ Συνόδου τοῦ Λατερανοῦ προβλεπόταν ὁ περιορισμὸς τῶν λεπρῶν σὲ παρεκκλήσια ἢ σὲ νεκροταφεία. Γίνονταν ὅμως καὶ ἐξαιρέσεις, ὅπως τὸ μερικὸ δικαίωμα στὴν ἐκμετάλλευση τῶν ἀγαθῶν τους ἢ τὸ δικαίωμα νὰ συντάσσουν τὴν διαθήκη τους. Στὴν Ἀγγλία, βάσει τῶν ἀποφάσεων μιᾶς τοπικῆς συνόδου, θὰ τοὺς ἐπιτραπεῖ τὸ 1200, νὰ ἀποδέχονται μιὰ κληρονομιά, ἀλλὰ καὶ νὰ μηνύουν. Ἄν καὶ ἀπαγορεύοταν ἡ διάλυση τοῦ γάμου τους, ἀφοῦ αὐτὸς ὡς μυστήριο δὲν μποροῦσε νὰ λυθεῖ, ἡ κατάστασή τους ταυτίζοταν μὲ τὸν θάνατο, καθὼς ἡ διαδικασία εἰσαγωγῆς τους στὸ λεπροκομεῖο ἀπαιτοῦσε μιὰ ἀκολουθία ἀντίστοιχη μὲ τὴν νεκρώσιμη.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Χίο, θέλοντας νὰ ἐξασφαλίσει ἀπρόσκοπτα τὴν προσευχή του, καθὼς καὶ την ἡσυχία, ἐπέλεξε νὰ ζήσει στὸ Λεπροκομεῖό της. Ἔτσι ὁ Ἅγιος θὰ μποροῦσε νὰ βρίσκεται κοντὰ στοὺς συνανθρώπους του ποὺ ταλαιπωροῦνταν ἀπὸ την φοβερὴ ἀσθένεια τῆς λέπρας, ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ μάστιζε καὶ τὴν Χίου. Στὸ Λεπροκομεῖο, πρὶν τὴν ἄφιξή του ἀκουγόνταν πολλὲς βρισιές, πολλὲς κατάρες, πολλοὶ τσακωμοί, καὶ τὸ κλῖμα γενικὰ δὲν ἦταν καθόλου καλὸ γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς. Μὲ τὴν ἄφιξή του βρῆκε μιὰ ἄθλια κατάσταση καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῶν κτηριακῶν ἐγκαταστάσεων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς διαβίωσης τῶν ἀσθενῶν. Ἡ ἱερὴ διακονία του, ἦταν αὐτὴ ποὺ ἐπέτρεψε στοὺς πολυάριθμους τροφίμους τοῦ Ἱδρύματος, νὰ βροῦν τὸν πιὸ στοργικὸ πατέρα στὸ πρόσωπό του. Ὁ νέος λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου ποὺ ὑπηρετοῦσε τοὺς λεπροὺς συνανθρώπους του, δὲν ἄργησε νὰ μετατρέψει τὸ Λωβοκομεῖο, ἀπὸ ἕνα τόπο ὀδύνης σὲ ἕνα ἐπίγειο Παράδεισο, ὅπου πλέον ἐπικρατοῦσε ἡ τάξη καὶ ἡ ὀργάνωση. Ῥίχτηκε λοιπὸν στὴν δουλειά. Ἄρχισε νὰ γλυκαίνει μὲ τὴν καλοσύνη του τὸν πόνο. Ἔχυνε μὲ τὴν στοργή του καὶ τὴν τρυφερότητά του βάλσαμο στὶς πονεμένες ἀπὸ τὴν ἀπελπισία τῆς ἀνίατης ἀσθένειας ψυχές τους. Καὶ οἱ λεπροί, ποὺ μέχρι τότε ἔβλεπαν νὰ τοὺς ὑπηρετοῦν μὲ ἀηδία, κατάλαβαν! Εἶδαν τὸν νεαρό, σὰν Ἄγγελο ἀπὸ τὸν οὐρανό. Καὶ ἦταν πραγματικὰ Ἄγγελος καὶ στὴν μορφὴ καὶ στὴν ψυχή. Καὶ τὸν ἀγάπησαν μὲ ὅλη τους τὴν ψυχή.
Ἡ λειτουργία τοῦ ἱδρύματος βασιζόταν στὸ κοινοβιακὸ σύστημα καὶ ὅλα τὰ φρόντιζε ὁ ἴδιος. Μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη ἀγκάλιασε ὅλους τοὺς ἀῤῥώστους. Ὅλοι ἀνῆκαν στὴν οἰκογένειά του καὶ ὁ Ἅγιος σὰν στοργικὸς πατέρας ἔτρωγε μαζί τους στο ἴδιο τραπέζι. Ἡ συναναστροφή του μὲ τοὺς λεπρούς, φανέρωσε σὲ ὅλο τὸν κόσμο τὶς ἀρετές του. Ἦταν ὁ τέλειος οἰκονόμος, ἀφοῦ δὲν ἔλειψε ποτὲ καὶ τίποτε ἀπὸ τὸ ἵδρυμα. Ἦταν ὁ τέλειος νοσοκόμος, ἀφοῦ καθάριζε μὲ ἐπιμέλεια τὶς σαπισμένες καὶ δυσώδεις πληγὲς ὅλων τῶν ἀσθενῶν. Ἦταν ὁ γιατρὸς τῶν ψυχῶν ὅλων ἀφοῦ ἔσκυβε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ στὸ προσκέφαλό τους, τοὺς παραστεκόταν καὶ μὲ στοργὴ προσπαθοῦσε νὰ ἐλαφρύνει τὸν πόνο τους.
Μὲ τὸ καιρό, στὸ Λεπροκομεῖο ἔπαψαν πλέον νὰ ἀκούγονται βρισιές, τσακωμοὶ καὶ τὴν θέση τους τώρα πιὰ εἶχαν πάρει οἱ ὕμνοι πρὸς τὸν Θεό. Ἦταν μάλιστα πάρα πολλοὶ ἐκεῖνοι οἱ ἀσθενεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐνδύθηκαν τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Εἰδικὰ οἱ περισσότερες γυναῖκες ἀσθενεῖς τοῦ Λεπροκομεῖου, ἔγιναν μοναχές, οἱ ὁποῖες τώρα πιὰ τὸν ἀποκαλοῦσαν Γέροντά τους. Παρ᾿ ὅλη ὅμως τὴν ἔντονη καθημερινή του δράση ὁ Ἅγιος ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του σὲ αὐστηρὴ ἄσκηση ἐνῶ ἐμφανιζόταν πάντα ἁπλός, ταπεινὸς καὶ πρᾶος. Ἦταν ἡ ψυχὴ ὅλων τῶν λεπρῶν, ποὺ ἐργαζόταν ἀσταμάτητα γιὰ τὴν πρόοδο τοῦ Ἱδρύματος. Ὅταν ἔβρισκε λίγο χρόνο, ἀποσυρόταν σὲ κάποιο δάσος καὶ γιὰ πολλὲς ὧρες προσευχόταν κάτω ἀπὸ τὰ πεῦκα.
Τὸ Λεπροκομεῖο τῆς Χίου μὲ τὴν παρουσία τοῦ παπα-Ἄνθιμου ἔγινε τὸ κέντρο ὅλων τῶν λεπρῶν, ὄχι μόνο αὐτῶν ποὺ βρίσκονταν στὴν περιοχὴ τῆς Χίου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ποὺ συνέῤῥεαν ἀπὸ ἄλλες περιοχές, ἀφοῦ τὰ κατορθώματά του ἔγιναν παντοῦ γνωστά. Κέντρο ἰάσεως ὄχι μόνο τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς, ἔγινε τὸ Λεπροκομεῖο τῆς Χίου, γιατὶ τὸ περιβόητο παπαδάκι τοῦ Λωβοκομείου, θεράπευε πρῶτα τὴν ψυχικὴ ἀσθένεια. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος συμπαραστεκόταν στὸν Ἄνθιμο καὶ ἔτρεχε ἀρωγὸς στὴν δύσκολη πάλη του μὲ τὸν ἀνθρώπινο πόνο.
Λίγο μετὰ τὴν ἐγκατάστασή του στὸ Λεπροκομεῖο, τοῦ ἀποκαλύφθηκε μέσα στὸν Ναὸ τοῦ ἱδρύματος μιὰ Εἰκόνα, ἡ Παναγία ἡ Ὑπακοή. Σὲ ὅραμα τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ Παναγία καὶ τοῦ εἶπε: Λάβε τὴν Εἰκόνα μου καὶ ἐπιμελήσου την καὶ νὰ ἰδεῖς τὶ θὰ γίνῃ μίαν ἡμέρα.
Πράγματι, ὁ Ἅγιος ἐπιχρύσωσε καὶ μὲ εὐλάβεια ἐκόσμησε τὴν Εἰκόνα. Ἔτσι ὁ λυτρωτικὸς ποταμὸς τοῦ ἐλέους τῆς Παναγίας ἀνάβλυζε ἀστείρευτος στὸ ἄντρο τῆς ἀνθρώπινης δυστυχίας. Ἡ θαυματουργὴ δύναμη τῆς Παναγίας τῆς Ὑπακοῆς, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μεσιτεία τοῦ Γέροντα Ἄνθιμου ἐπιτέλεσε ἀναρίθμητα θαύματα. Μὲ τὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας, μὲ τὸ Ἅγιον Ἔλαιον ἀπὸ τὴν καντήλα της καὶ μὲ τὸ σταύρωμα ἀπὸ τὴν δεξιὰ τοῦ Γέροντα, ἐρχόταν ἡ ἐξ ὕψους βοήθεια. Ἀσθενεῖς θεραπεύτηκαν, ἀνίατες πληγὲς ἰάθηκαν, ἀκάθαρτα πνεύματα ἐκδιώθηκαν καὶ τυφλοὶ βρῆκαν τὸ φῶς τους.
Σύντομα, ἡ φήμη του διαδόθηκε καὶ πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ νησιοῦ. Πρῶτα, ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας καὶ ἀργότερα ἀπὸ διάφορες πόλεις τοῦ ἐξωτερικοῦ· τὴν Αἴγυπτο, τὴν Αὐστραλία καὶ τὴν Ἀμερική, ἀναξιοπαθοῦντες προσέτρεχαν κοντά του, ζητῶντας βοήθεια. Ἄμισθος ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων ὁ Ἅγιος τῶν λεπρῶν ἐργαζόταν ἀκούραστα γιὰ το ποίμνιό του. Ὁ λόγος τοῦ Γέροντα εἶχε τόση δύναμη, ὥστε μποροῦσε νὰ μεταβάλει τοὺς ἀπίστους σὲ πιστούς, τοὺς φιλάργυρους σὲ ἐλεήμονες, τοὺς ἐχθροὺς σὲ φίλους. Ὁ Ἄνθιμος γνώριζε, ὅτι τὰ Μοναστήρια ἀποτελοῦν τὴν καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ εἶχε ὁραματισθεῖ τὴν ἵδρυση μιᾶς γυναικείας Μονῆς, ἑνὸς Ἱεροῦ Παρθενῶνος. Κατὰ τὸν διωγμὸ τῶν Μικρασιατῶν τοῦ 1914, πολλὲς ἦσαν οἱ Μοναχὲς ποὺ ἐκδιώχθησαν ἀπὸ τὶς Μονές τους καὶ ἦλθαν στὴν Χίο. Μὴ ἔχοντας ποῦ νὰ πᾶνε καὶ ἀκούγοντας γιὰ τὸν πατέρα Ἄνθιμο κατέφυγαν κοντά του γιὰ τὴν προστασία τους.
Ὁ Ἅγιος πίστευε ἀκράδαντα, ὅτι θὰ τὸν βοηθοῦσε ἡ χάρη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ κτίσει ἕνα Μοναστήρι ὅπου θὰ τοποθετήσει τὴν πάνσεπτον Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας. Τὴν Ἱερὴ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας πῆρε στὰ χέρια του σὰν μιὰ ἀνεκτίμητη κληρονομιὰ ἀπὸ τὴν μακαρίτισσα τὴν μητέρα του. Ἐκείνη μάλιστα τὴν εἶχε πάρει διαδοχικὰ ἀπὸ τὴν γιαγιά της. Στὶς 23 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1889, τὴν πῆρε καὶ πῆγε στὴν Σκήτη τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ νὰ τὴν ἐπιδιορθώσουν ἐκεῖ οἱ μοναχοί, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν πολυκαιρία εἶχε παληώσει. Πῆρε λοιπὸν τὴν Ἁγία Εἰκόνα ἐπιδιορθωμένη καὶ τὴν ἔβαλε μέσα στὸ κελλάκι του, ποὺ ἔκτισε μόνος του τότε σὲ μιὰ ἀπομονωμένη γωνία τῶν πατρικῶν του κτημάτων. Ἐκείνη εἶχε μόνη παρηγοριὰ καὶ βοήθεια σὲ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς θλίψεις τοῦ βίου του. Πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἔτρεχαν καθημερινὰ στὸ ταπεινό του κελλάκι νὰ προσκυνήσουν τὴν θεία ἐκείνη Εἰκόνα ποὺ ἡ Χάρη της ἐνεργοῦσε ἄπειρα θαύματα.
Τὸν Αὔγουστο τοῦ ἔτους 1924 παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο τοῦ Ἄνθιμου μιὰ ὡραιότατη κόρη ὑψηλοῦ ἀναστήματος, ποὺ φοροῦσε ἕνα μαῦρο φόρεμα καὶ τοῦ εἶπε: Ὥς πότε θὰ μὲ ἔχεις ἔτσι μέσα στὸ κελλάκι σου;
Ἀπὸ ἁπλότητα δὲν ἔδωσε σημασία στὸ ὄνειρο καὶ τὸ παραμέλησε. Ὅμως ἀῤῥώστησε βαριά, ἡ δὲ ἀσθένειά του παρατάθηκε μέχρι τὰ τέλη Δεκεμβρίου καὶ βασανίστηκε πολὺ σκληρά. Τότε ὁ Γέροντας εἶδε στὸν ὕπνο του τὴν ἴδια Κόρη, ἡ Ὁποία τοῦ εἶπε: Σοῦ λέω ἀμέσως νὰ μοῦ κάμεις τὸ λευκό μου φόρεμα. Τί ἀμελεῖς; Κάμε το καὶ ἐγὼ θὰ Σὲ βοηθήσω.
Τότε πίστεψε πλέον ὅτι ἦταν ἡ Παναγία. Μόλις ξημέρωσε ἡ ἑπόμενη μέρα ἔστειλε τὴν εἰκόνα στὸν χρυσοχόο νὰ τὴν ἀσημώσει. Ὅταν ἡ Εἰκόνα ἦλθε πίσω ἀσημωμένη στὸ ταπεινὸ κελλάκι του τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων, ἀμέσως πέρασαν οἱ ζαλάδες καὶ οἱ σκοτοδῖνες, ποὺ πέντε μῆνες τὸν βασάνιζαν.
Τὴν Παναγία ἐπικαλοῦνταν ὁ Ἄνθιμος καὶ στὴν Παναγία κατάφευγε, σὰν μία ὄαση ποὺ ἀναπαυόταν στὴν σκιά της καὶ ποὺ ξεδιψοῦσε στὸ δροσερὸ νερό Της. Κάθε βράδυ Τὴν ἱκέτευε θερμά, μὲ δάκρυα στὰ μάτια, νὰ εἶναι Ὁδηγὸς καὶ προστάτης του καὶ νὰ τὸν βοηθοῦσε ἡ Χάρη Της, σύμφωνα μὲ τὸ Ὄνομά Της, νὰ κάνει Μοναστήρι, γιὰ νὰ στεγάσει ἐκεῖ μέσα τὴν πάνσεπτη Εἰκόνα Της.
Σὲ ἡλικία 60 ἐτῶν ἀποφάσισε νὰ οἰκοδομήσει τὸ ποθούμενο Μοναστήρι γιὰ νὰ στεγάσει τὰ πλέον ἀφοσιωμένα τέκνα του, τὶς μοναχές, ποὺ μὲ τοὺς δύο φοβεροὺς διωγμοὺς ἀπὸ τὴν Μ. Ἀσία, εἶχαν φθάσει στὶς πενήντα τὸν ἀριθμὸ καὶ σὰν περιπλανώμενα πρόβατα στενοχωριόντουσαν ποὺ δὲν εἶχαν μάνδρα νὰ στεγασθοῦν. Γιὰ τὴν ἀνέργεση τῆς Μονῆς κατέφυγε ἀρχικὰ στὸν τοπο καταγωγῆς του, στὰ Καρδάμυλα καὶ μάλιστα στην θέση Πέρα Παναγιά, γιατὶ ἤθελε νὰ ἱδρύσει Μονὴ στὴν περιοχὴ τῆς Βόρειας Χίου. Ὅμως ὁ τότε Ἐπίσκοπος Καρδαμύλων, Βολισσοῦ, Ψαρῶν καὶ Οἰνουσσῶν, ὁ Ἰωακεὶμ Στρουμπῆς ἀρνήθηκε.
Ἀπαγοητευμένος ἀπὸ τὰ Καρδάμυλα ὁ Ἄνθιμος, ὑπέβαλε νέα αἴτηση στὶς 6 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1927 στὸν Μητροπολίτην Χίου Ἱερώνυμο Γοργία. Ὅμως ὁ Ἱερώνυμος ἀρχικὰ ἁρνήθηκε, θεωρώντας πλέον ξεπερασμένες τὶς ἰδέες περὶ ἱδρύσεως Μοναστηριῶν καὶ τῆς ἐπιστροφῆς στὸν Μοναχικὸ βίο.
Στὴν αἴτηση διατυπωνόταν παράκληση τοῦ Ἀρχιμανδίτη Ἄνθιμου ἀλλὰ καὶ τῶν μοναχῶν, θυμάτων τοῦ Μικρασιατικοῦ ξεῤῥιζωμοῦ, ποὺ ἄστεγες καὶ ῥακένδυτες ἐπαιτοῦσαν στέγη καὶ τροφή, καὶ ζητοῦσαν τὴν προστασία του. Σκοπὸς τοῦ Ἄνθιμου ἦταν νὰ κτίσει ἱερὸ Παρθενώνα μὲ Ἱερὸ Ναὸ γιὰ νὰ μένουν, νὰ προσεύχονται καὶ νὰ ἐργάζονται οἱ Μοναχές. Τελικά, μὲ τὶς πιέσεις μεγάλων Χίων εὐπατρίδων καὶ εὐεργετῶν, οἱ δυσκολίες παρακάμφθηκαν. Ἔτσι στὶς 5/11/1927 χορηγήθηκε ἡ ἄδεια.
Στὶς 19/2/1928, ἡμέρα Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεω, τέλεσε ὁ ἴδιος τὸν ἁγιασμὸ τῶν θεμελίων τῆς Μονῆς καὶ μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ κατάνυξη ψυχῆς, τοποθέτησε ὁ ἴδιος τὸν θεμέλιο λίθο, παρουσίᾳ πλήθους πιστῶν καὶ πνευματικῶν του τέκνων σὲ μιὰ περιοχὴ λίγα χλμ. ἔξω ἀπὸ τὸν συνοικισμὸ Φραγκομαχαλᾶ, ἐπάνω στὸ λοφίσκο καὶ στὸν δρόμου ποὺ ὁδηγεῖ στὸ χωριὸ Καρυές. Τὰ ὑλικά, μὲ τὴν φροντίδα του συγκεντρώθηκαν καὶ οἱ ἐργασίες του ἄρχισαν μὲ τὴν ἐπίβλεψή του. Ὁ ἴδιος ἐκτελοῦσε χρέη ἀρχιτέκτονα, διευθυντή, γραμματέα καὶ ταμία. Μὲ βροχὲς καὶ χιόνια τὸν χειμώνα καὶ μὲ καύσωνα τὸ καλοκαίρι ἐργαζόταν μαζὶ μὲ τοὺς μαστόρους. Διέθεσε γιὰ τὸ ἔργο αὐτὸ ὅτι χρήματα εἶχε συγκεντρώσει ἀπὸ τὶς οἰκονομίες του ὡς Ἱερέας καὶ διευθυντὴς τοῦ Λωβοκομείου. Ἀλλὰ καὶ ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῆς Χίου, γεμάτος ἔνθερμο ἐνθουσιασμό, βοήθησε τὸν Γέροντα. Τότε μάλιστα ἐμφανίστηκαν κάποιοι καὶ ζήτησαν ἀκόμα καὶ τὴν κατεδάφιση τῆς μισοκτισμένης Μονῆς. Οἱ διῶκτες σιώπησαν, ἀφοῦ δὲν μποροῦσαν νὰ ἁγνοήσουν τὰ θαύματα ποὺ γίνονταν ἀπὸ τὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας, ποὺ ἦσαν γνωστὰ καὶ παραδεκτὰ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς γιατρούς. Μέσα σὲ δύο χρόνια περατώθηκε ἡ ἀνέργεση τῆς Μονῆς, ὅπως καὶ τοῦ περικαλλοῦς βυζαντινοῦ ῥυθμοῦ ναοῦ στὴν μέση τῶν ἄλλων κτισμάτων, τοῦ ὁποίου ὁ θεμέλιος λίθος τοποθετήθηκε μετὰ ἀπὸ μία μεγαλοπρεπὴ τελετή, στὶς 26/8/1928.
Ἡ Μονή, ἕτοιμη πλέον, δέχτηκε τὴν ἐγκατάσταση τῶν γυναικῶν μοναχῶν. Ὁ Ἱερομόναχος Ἄνθιμος πανευτυχὴς χαιρόταν, ποὺ τὸ ὄνειρό του πραγματοποιήθηκε ἔστω καὶ τώρα, στὰ ἑξῆντα δύο του χρόνια. Ἡ ψυχική, σωματικὴ καὶ διανοητική του κούραση τέτοιες στιγμὲς ξεχνιόταν.
Στὶς 30 Μαρτίου τοῦ 1930 ἡ θαυματουργὴ Εἰκόνα Παναγία ἡ Βοήθεια μεταφέρθηκε μὲ κατανυκτικὴ τελετή, ἀπὸ τὸ ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου στὸ νεόδμητο βυζαντινὸ ναὸ τῆς Μονῆς.
Οὐδέποτε ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ βίου μου, θὰ λησμονήσω τὴν χαρὰ ποὺ εἶχα. Ἢ στὴν γῆ ἐπατοῦσα ἢ ἐπετοῦσα στὸν ἀέρα δὲν ἐγνώριζα. Ἢ στὰ ἐπίγεια ἤμουν ἢ στὰ οὐράνια δὲν αἰσθανόμουν· ἔλεγε ὁ ἴδιος στὰ μετέπειτα χρόνια.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μετοίκησε στὸ ναὸ πολὺ ἐνωρίτερα! Τὸ βεβαίωσαν οἱ φύλακες τῆς Μονῆς, Νικόλαος καὶ Μαριάνθη Χατζημανώλη, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἀποπεράτωση τῆς Μονῆς καὶ χωρὶς νὰ ἔχει κατοικηθεῖ κανένα κτίριο ἀκόμη, ἐνῶ ἀσφάλισαν καὶ ἔλεγξαν τὸ Μοναστήρι, εἶδαν μιὰ ὡραιότατη γυναίκα ὑψηλοῦ ἀναστήματος, ντυμένη μεγαλοπρεπῶς, νὰ ἀνοίγει μία-μία τὶς πόρτες κάθε κελλιοῦ καὶ νὰ προχωρεῖ στὸ ἑπόμενο μέχρι τὸ τελευταῖο!
Ἔντρομοι οἱ φύλακες ἀπόρησαν ἀπὸ ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε μπεῖ ἡ γυναίκα, ἀφοῦ ὅλες οἱ πόρτες ἦσαν κλειστές, καὶ ἔτρεξαν νὰ τὴν φθάσουν ἀπὸ τὸ ἀντίθετο σημεῖο τοῦ διαδρόμου, ὅπου δὲν ὑπῆρχε ἄλλη διέξοδος. Ἀλλὰ ἡ γυναίκα ἐκείνη ἔγινε ἄφαντη απὸ τὰ μάτια τους.
Τὸ Μοναστήρι λειτούργησε μὲ κοινοβιακὸ σύστημα. Ὁ Ἱερὸς Παρθενώνας, πῆρε τὴν ἐπωνυμία τῆς Ἱερῆς Εἰκόνας, δηλαδὴ Παναγία Βοήθεια.
Ὁ Γέροντας ὅμως ἔπρεπε νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὸ Λωβοκομεῖο μετὰ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια προσφορᾶς. Οἱ ποικίλες ὡστόσο συμφορὲς τῆς ζωῆς, ὁ βαθὺς πόνος, οἱ ἀσθένειες καὶ οἱ θλίψεις ὁδηγοῦσαν τοὺς πιστοὺς στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν τὴν βοήθεια τῆς θαυματουργοῦ Εἰκόνας τῆς Παναγίας. Οἱ πιστοί, κουρασμένοι ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς, ἔτρεχαν νὰ πάρουν τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα. Καὶ ὁ παπα-Ἄνθιμος μὲ ἀνεξάντλητη καλωσύνη πρόσφερε σὲ ὅλους πνευματικὴ στήριξη καὶ ὁδηγοῦσε ὅλους στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς. Ἡ Μονὴ στάθηκε τὸ ὀχυρὸ τῶν πνευματικῶν του ἀγώνων, τὸ καταφύγιο πάσης ψυχῆς θλιβομένης, τὸ ἀληθινὸ λιμάνι στὶς τρικυμίες τοῦ βίου καὶ ἄγκυρα ἐλπίδας.
Ὁ Ἄνθιμος ὑπῆρξε ταυτόχρονα καὶ φλογερὸς πατριώτης. Ἔζησε μέσα στὴν τυραννία τῆς Τουρκοκρατίας. Γεύτηκε ὅλη τὴν κακὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀλλοτρίων ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς γέννησής του μὲχρι τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Χίου στὶς 11 Νοεμβρίου 1912. Μὲ τὴν συνείδηση, ὅτι εἶναι πατέρας τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ τοῦ νησιοῦ, ὁ Γέροντας Ἄνθιμος συμμετεῖχε καὶ στὸν ἀμυντικὸν ἀγῶνα τῆς Ἑλλάδας τοῦ 1940-1941 μὲ κάθε τρόπο. Τὴν Γερμανικὴ κατοχὴ γνώρισε ἡ Χίος στὶς 4 Μαΐου 1941.
Κατὰ τὴν σκοτεινὴ κατοχὴ τῆς πατρίδας μας ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς καὶ Ἰταλοὺς ὑπῆρξε ἐμψυχωτὴς καὶ συμπαραστάτης στοὺς σκληρὰ δοκιμαζόμενους συμπατριῶτές του. Ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερο, διεφύλαξε καὶ διέσωσε τὴν Ἱερὰ Μονή, τὴν ὁποία οἱ Γερμανοὶ θέλησαν νὰ κάνουν ὁρμητήριό τους, τοποθετώντας πολεμοφόδια στὸ Μοναστήρι.
Ὁ ἁγιασμένος Γέροντας ἱερουργοῦσε μὲ πατριαρχικὴ μεγαλοπρέπεια. Στὸ πρόσωπό του, τὸ εἰρηνικὸ καὶ γαλήνιο, ἀντιφέγγιζε ἡ ὁσία ψυχή του, ἀκτινοβολοῦσε ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή του, ἡ συντροφιά του μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ τὴν Παναγία Δέσποινα. Ἡ Γερμανικὴ Κατοχὴ τερματίστηκε στὶς 10 Σεπτεμβρίου 1944 καὶ στὴν διάρκειά της σημειώθηκαν ἡρωϊκὲς πράξεις ἀντίστασης ἀπὸ μέρους τῶν Χιωτῶν.
Ἡ ἀκτινοβολία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας, γρήγορα ξεπέρασε τὰ ὅρια τοῦ νησιοῦ, ἁπλώθηκε σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα καὶ πιὸ πέρα ἀκόμη, στὴν Ἑλληνικὴ διασπορὰ τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς, τῆς Αὐστραλίας καὶ τοῦ Καναδᾶ.
Ὁ Γέροντας ἦταν μιὰ πνευματικὴ παρουσία στὴν Χίο, ποὺ κάλυψε σχεδὸν ἑπτὰ δεκαετίες. Στὸ διάστημα αὐτό, ὅπως ὁ ἴδιος ἐξομολογήθηκε, δὲν χόρτασε οὔτε τὸ ψωμί, οὔτε τὸν ὕπνο.
Δεῖγμα χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔβαλε σκοπὸ τῆς ζωῆς του νὰ δίνει. Νὰ δίνει χωρὶς ποτὲ νὰ ζητᾶ τίποτε, χωρὶς νὰ παίρνει τίποτα.
Ἡ ἰατρική του ἦταν καθαρή, ἐμπειρική, καὶ τίμια. Ὅταν ὑπῆρχαν περιπτώσεις, ποὺ ξέφευγαν ἀπὸ τὰ γνωστά του γιατροσόφια, ἀλλὰ καὶ τὶς εὐχὲς καὶ σταυρώματα, τότε ὁ ἴδιος ἔστελνε τοὺς ἀσθενεῖς στοὺς εἰδικοὺς γιατρούς. Τὰ βότανα τὰ μάζευε ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν ἐξαιρετικὰ πλούσια Χιώτικη χλωρίδα καὶ τὰ φύλαγε μὲ περισσὴ ἐπιμέλεια. Βασικὸς τρόπος θεραπείας, τὸ σταύρωμα καὶ ἡ ἐπίθεση τῶν χεριῶν του πάνω στὸν πάσχοντα, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν βαθιὰ προσευχή. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ἀναμφίβολη γνώση τοῦ Ἄνθιμου γιὰ τὴν χρήση τῶν βοτάνων, ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη ἐκδοχὴ γιὰ τὴν χρησιμοποίησή τους· ἡ ταπείνωση.
Ἤθελε νὰ κρύβει τὰ κατὰ Θεία Χάριν θαυματουργικὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐπεμβάσεών του καὶ ἕνας τρόπος ἦταν τὰ βότανα ἢ τὸ λαδάκι τῆς Παναγίας, ὥστε νὰ μὴν φαίνεται, ὅτι ὁ ἴδιος ἔκανε τὸ θαῦμα, ἀλλὰ ὁ χόρτος τοῦ ἀγροῦ, ὅπως ὁ Ἰησοῦς χρησιμοποίησε πηλὸ ἢ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ.
Ἡ πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ ἦταν ἀνοιχτὴ σὲ ὅλους, Χριστιανούς, Τούρκους ἢ Ἑβραίους. Τοὺς δεχόταν ὅλους καὶ τοὺς ἐφρόντιζε μὲ τὴν ἴδια στοργὴ καὶ ἀγάπη.
Ὅμως ὁ χρόνος βαρύς, συσσωρεύθηκε πάνω του. Ἡ μακροχρόνια ἀῤῥώστια τοῦ στομάχου ἔφτασε πιὰ στὸ ἀπροχώρητο. Οἱ δυνάμεις του σταδιακὰ τὸν ἐγκατέλειπαν. Πέρασε πλέον τὰ ὀγδόντα ἑπτά του χρόνια, ἂν καὶ πρὶν δέκα χρόνια ὁ θεράποντας γιατρὸς τῆς Μονῆς εἶχε διαπιστώσει, ὅτι· Ἀνωτέρα Δύναμις συγκρατεῖ στὴν ζωὴ τὸν Γέροντα.
Τὴν πρώτη Ἰανουαρίου τοῦ 1959 ἐτέλεσε τὴν τελευταία του Λειτουργία. Πλῆθος κόσμου εἶχε κατακλύσει τὸν ναό, σὰν νὰ γνώριζε ὅτι ὁ Γέροντας θὰ λειτουργοῦσε γιὰ τελευταία φορά. Στὰ Εἰσόδια τῆς Παναγίας τοῦ 1959 ὁ πολυσέβαστος καὶ ὁλόλευκος Γέροντας ἔχοντας ξεχάσει τοὺς ἐνενῆντα χειμῶνες ποὺ εἶχε περάσει, τέλεσε καὶ σὲ αὐτὴ τὴν τελευταία χρονιὰ τῆς ἐπίγειας ζωῆς του τὴν περιφορὰ τῆς Ἱερῆς Εἰκόνας, ψάλλοντας.
Στὶς 27 Ἰανουαρίου τοῦ 1960, ἦλθε γιὰ τελευταία φορά, ὅπου κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι· εἶπε καὶ ἀσπάσθηκε τὴν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου.
Τὸ πρωὶ τῆς 1ης Φεβρουαρίου τοῦ 1960 κάλεσε στὸ κελλί του τὶς μοναχές, στὶς ὁποῖες καὶ ἀνακοίνωσε ὅτι θὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο. Τὶς παρακάλεσε νὰ μὴν προσεύχονται πιὰ γιὰ τὴν ὑγεία του, γιατὶ ἐλήλυθεν ἡ ὥρα νὰ φύγει γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, καὶ ἔδωσε τὶς τελευταῖες συμβουλές του. Τοὺς τόνισε ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι πάντα ἀγαπημένες μεταξύ τους καὶ νὰ σέβονται τὴν Μονή. Τὶς εὐχαρίστησε, γιατὶ καταδέχθηκαν καὶ ἔγιναν ὑποτακτικές του καὶ ζήτησε συγγνώμη, ἄν ποτὲ τὶς ἐπίκρανε.
-Ὅλη ἡ Χίος νὰ ἔχει τὴν εὐχή μου, τὴν ταπεινὴ εὐχή μου· καὶ ἐὰν παρεπίκρανα κανένα, τοῦ ζητῶ συγχώρεση. Ὅλους τοὺς παρακαλῶ νὰ εὔχονται γιὰ τὴν ἁμαρτωλή μου ζωή.
Ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ἄνθιμος ἔμεινε στο κρεββάτι του, ὑποφέροντας βαρειὰ ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του χωρὶς νὰ δοκιμάζει τροφή, πίνοντας μόνο λίγο νερό, καὶ μεταλαμβάνοντας κάθε μέρα μὲ κατάνυξη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Μὲ τὴν διάδοση τὴς ἀσθένειάς του μεγάλος ἀριθμὸς πιστῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, πηγαινοέρχονταν στὸ Μοναστήρι γιὰ νὰ δεῖ τὸν Γέροντα καὶ νὰ πάρει τὴν εὐχή του. Ὅ Ἄνθιμος ὅλους τοὺς γνώριζε καὶ ἀπὸ ὅλους ζητοῦσε μὲ δακρυσμένα μάτια συγχώρεση. Μία ἦταν ἡ θερμὴ παράκληση σὲ ὅλους· νὰ ἀγαποῦν καὶ νὰ προστατεύουν τὸ Μοναστήρι του.
Στὶς 15 Φεβρουαρίου τοῦ 1960, πρὶν ὁ ἥλιος ἀνατείλει, ὁ φωστήρας καὶ ποδηγέτης Πατέρας Ἄνθιμος παρέδωκε τὸ πνεῦμά του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, σὲ ἡλικία 91 χρόνων. Κοιμήθηκε τὸν τίμιο καὶ γαλήνιο ὕπνο τοῦ δικαίου. Ὁ θρῆνος καὶ ἡ ὀδύνη τῶν ὀγδόντα καὶ πλέον μοναζουσῶν δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περιγραφεῖ. Πένθιμα διακοσμήθηκε ὅλη ἡ Μονή. Οἱ καμπάνες τοῦ Μοναστηριοῦ σήμαιναν λυπητερά, καὶ θρηνοῦσαν τὸν χαμὸ τοῦ ἱδρυτῆ καὶ κτίτορα. Οἱ θλιμμένες κωδωνοκρουσίες τους ἀνακοίνωναν στὸν Χιακὸ λαό, ὅτι ὁ μέγας εὐεργέτης τους ἐκοιμήθη. Ἀλλὰ καὶ οἱ καμπάνες ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Χίου ἀνήγγειλαν στὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Χίου, τὴν κοίμηση τοῦ στοργικοῦ Πατέρα. Τὸ ἀπόγευμα τῆς 16ης Φεβρουαρίου καὶ ἐνῶ ὁ ἥλιος ἔδυε, ἡ σεβάσμιος σορὸς τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου ἐναποτίθετο σὲ μνημεῖο δίπλα στὸν ναό, κοντὰ στὸ πεύκο ποὺ ὁ ἴδιος φύτεψε. Οἱ ἀραιὲς σταγόνες τῆς βροχῆς καὶ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης τοῦ Χιακοῦ λαοῦ καὶ τῶν πνευματικῶν τέκνων τοῦ Γέροντα πότισαν το χῶμα, ποὺ δέχτηκε τὸ σεπτὸ σκήνωμά του. Τέτοιες Ἅγιες μορφὲς στέλνει κοντά μας ὁ Κύριος γιὰ νὰ μὴν ξεχνᾶμε καὶ ξεμακραίνουμε ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά Του.
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος δὲν μᾶς ἄφησε πολλὰ συγγράμματα, γιατὶ δὲν γνώριζε πολλὰ γράμματα. Ἄφησε ὅμως νουθεσίες πολλές, καὶ πολύτιμους λόγους, τοὺς ὁποίους φρόντισαν οἱ μοναχὲς νὰ καταγράψουν, ὅπου φαίνεται ἡ φλογερή του πίστη καὶ ἡ κατὰ Θεὸν σοφία του. Ὅπως ὁμολογεῖται καὶ ἀπὸ τὶς μοναχές, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλους, τόσο στὴν Χίο, ὅσο καὶ ἄλλους εὑρισκόμενους πιστούς, ὁ Ἱερομόναχος Ἄνθιμος μὲ τὴν Θεία Χάρη ἐμφάνισε θαυματουργικὴ δύναμη καὶ ἐνῷ ἀκόμη ἦταν στὴν ζωή.
Ἔτσι λοιπόν, θεράπευσε πληγές, ἔλκη, διάφορα τραύματα, στραμπουλήγματα, φνιδιάσματα (δηλαδὴ πρηξίματα ὅπως τὰ λένε στὴν Χίο). Κατὰ τὴν ὁμολογίας τῆς μακαριστῆς Ἡγουμένης Βρυαίνης, κάθε μέρα ἀπὸ τὸ κελλί του περνοῦσαν ἑξῆντα ἕως ἑβδομήκοντα ἀσθενεῖς, στοὺς ὁποίους ἔδινε πάντα παρηγοριὰ καὶ ἐλπίδα. Ἀναρίθμητα τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου. Τὶς ἀλοιφὲς τὶς ἔφτιαχνε μόνος του. Μὲ ἀφεψήματα βοτάνων καὶ μὲ καταπλάσματα προσέφερε σὲ ὅλους ἀνακούφιση. Γιὰ τοὺς βασανιζόμενους ἀπὸ δαιμόνια καὶ τοὺς ψυχικὰ ἀῤῥώστους εἶχε τοὺς ἐξορκισμούς.
1. Σηκωτὴ πῆραν τὴν Παρασκευὴ Αἰκατερίνη στὸ Λωβοκομεῖο μὲ πρήξιμο στὴν κοιλιά, καὶ κίνδυνο νὰ φτάσει τὸ νερὸ στὴν καρδιά. Ἄταφη νεκρὴ πῆγα κοντά του· εἶπε ἡ ἴδια. Οἱ γιατροὶ τῆς Χίου καὶ ὁ περίφημος γιατρὸς Κουντουρᾶς δὲν πίστευαν στὰ μάτια τους, ὅταν διαπίστωσαν τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας της.
2. Ὁ βουλευτὴς Χίου Ῥοδοκανάκης, στὸν Γέροντα Ἄνθιμο κατέφυγε, ὅταν ὁ γαμπρός του, ὁ ξακουστὸς γιατρὸς Κουντουρᾶς, στάθηκε ἀνήμπορος νὰ τὸν θεραπεύσει καὶ ἀπὸ τότε ὁ Κουντουρᾶς πολὺ σεβόταν τὸν Πατέρα Ἄνθιμο καὶ τοῦ φάνηκε μάλιστα καὶ χρήσιμος. Τὸν ἀθώωσε ὅταν οἱ δημιοί του θέλησαν νὰ τὸν φυλακίσουν γιὰ τὶς γιατρειὲς ποὺ ἔκανε.
3. Ἀπὸ πολυαρθρίτιδα θεραπεύει τὸν νεαρὸ Ἐμμανουὴλ Βακέντη ἀπὸ τὴν Σάμο τὸ 1930, ἐνῶ τὸν φιλοξενοῦσε στὸ κελλί του.
4. Ἀργότερα, τὸ 1966,ἡ Παναγία ἡ Βοήθεια χάρισε ξανὰ τὴν ὑγεία τῆς γυναίκας του, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ ὄγκο στὸ στῆθος.
5. Στὸ Λωβοκομεῖο ἦταν ἀκόμη, ὅταν πῆγε νὰ ἐξομολογηθεῖ ἡ Κυριακὴ Ἀμπατζῆ, γιατὶ ἤθελε νὰ χαλάσει τὸ τέταρτο παιδὶ ποὺ περίμενε. Εἶχε ἦδη τρία κορίτσια καὶ φοβόταν μήπως ἀποκτοῦσε πάλι κορίτσι. Ὁ Γέροντας τὴν ἀπέτρεψε, τὴν στήριξε καὶ τὴν διαβεβαίωσε ὅτι ἦταν ἀγόρι καὶ θὰ τὸ βαπτίσει ὁ ἴδιος.
6. Ἀπὸ βέβαιο πνιγμὸ ἔσωσε τὸν καπετὰν Γιώργη τὸν Λιγνὸ καὶ τὸ πλήρωμά του ἀπὸ τὶς Αἰγνοῦσες, ὁ ὁποῖος ἀσπαζόμενος τον Γέροντα, τοῦ εἶπε εἰς ἐπήκοον ὅλων:
-Ἐκεῖ ποὺ ταξιδεύαμε Γέροντά μου, μᾶς ἔπιασε κυκλώνας…κλάματα, φωνές, ἀπελπισία στὸ πλήρωμα. Παναγία μου Βοήθεια καὶ Ἅγιε Ἄνθιμε, σῶσέ μας ἀπὸ τοῦτο τὸ κακό, φωνάζω. Δὲν θὰ τὸ πιστέψεις Γέροντά μου! Μιὰ ἀόρατος δύναμις ἅρπαξε τὸ ὑπερωκεάνειο ἐκεῖνο σὰν νὰ ἦταν καρυδόφυλλο, τὸ πέταξε στὴν ξηρά, πάνω σὲ ἕνα βουνό, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πάλι τὸ παίρνει καὶ τὸ φέρνει μέσα στὴν θάλασσα σὲ ἄλλο μέρος μακριὰ ἀπὸ τὸν κυκλώνα.
Ὅμως τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου συνεχίζονται καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του.
1. Ἀπὸ βέβαιο θάνατο σώζει τὸ κοριτσάκι τοῦ Αἰμίλιου καὶ τῆς Εἰρήνης Πολίτση ἀπὸ τὸν Κορυδαλλό. Οἱ γιατροὶ τοῦ ἀφαίρεσαν μέρος ἀπὸ τὸ συκώτι μὲ τὴν γνωμάτευση ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα ζωῆς. Τώρα, κάθε καλοκαίρι φέρνουν τὴν μικρὴ Μαρία στὴν Χίο, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὴν Παναγία καὶ τὸν Ἅγιο Γέροντα.
2. Τρεῖς φορὲς ἄνοιξαν τὴν Μαρία Βαμβούρη στὴν κλινικὴ τοῦ Ἀντωνάκου στὸν Πειραιᾶ, γιὰ νὰ τὴν χειρουργήσουν, μὰ ἀπελπισμένοι οἱ γιατροὶ τὴν ἄφησαν. Στὸν ὕπνο της ὅμως ὁ Γέροντας τὴν ἐνθάῤῥυνε νὰ μὴν φοβᾶται. Δὲν θὰ πεθάνεις. Δύο ποτήρια χαμομήλι ἀπὸ θερμός, ποὺ ἔχεις δίπλα σου καὶ μιὰ ἀσπιρίνη θὰ σὲ βοηθήσουν νὰ ξεπρησθεῖς. Εἶχε γίνει σὰν ἀστακός. Οἱ γιατροὶ δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν στὸ θαῦμα!
3. Μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Γέροντα καὶ τὴν θαυματουργὴ δάφνη, ἡ Παναγία χαρίζει ὑγιέστατα καὶ πανέξυπνα παιδιὰ σὲ πολυάριθμα ἄτεκνα ζευγάρια. Γιὰ πρώτη φοράς, ἔχουμε λύση τῆς στείρωσης στὴν Μαρκέλλα Τσίμηλα. Τὴν νύκτα τῆς κηδείας του, ὁ Γέροντας παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο της καὶ τῆς εἶπε νὰ βράσει φύλλα ἀπὸ τὴν δάφνη ποὺ εἶναι γύρω ἀπὸ τὸ φέρετρό του καὶ νὰ πιεῖ τὸ ζουμί της.
4. Σὲ πολλὰ παιδιὰ ποὺ γεννιοῦνται μὲ τὴν θαυματουργὴ δύναμη τοῦ Γέροντα, πίνοντας τὸ ἀφέψημα τῆς δάφνης, ποὺ ὁ ἴδιος φύτεψε στὸ Μοναστήρι, οἱ γονεῖς δίνουν τὸ ὄνομα Ἄνθιμος, Ἀνθίμη.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ὁσίου ἔγινε στὶς 3 Σεπτεμβρίου τοῦ 1965, ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρα Ἀνθίμου Ἐπισκόπου Νικομηδείας, ἀλλὰ καὶ ἑορτὴ ἀνακομιδῆς τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Πλῆθος πιστῶν ἦλθαν νὰ ἀσπαστοῦν τὰ Ἱερὰ Λείψανα τοῦ Ἁγίου, τὰ ὁποῖα τοποθετήθηκαν καὶ φυλάσσονται μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα τῆς Μονῆς, δεξιὰ τῆς Ἁγίας Τράπεζας.
Τὸ κελλί του βρίσκεται ἀκριβῶς μπροστὰ στὴν εἴσοδο δεξιὰ μετὰ ἀπὸ τὴν σιδερένια θύρα τῆς Μονῆς. Ἐκεῖ οἱ εὐσεβεῖς προσκυνητὲς μποροῦν νὰ βρεθοῦν στὸν Ἱερὸ Χῶρο, ποὺ ἔζησε ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος, καὶ νὰ προσκυνήσουν τὴν πτωχική του κλίνη, μὲ ὅλα τὰ προσωπικά του ἀντικείμενα, μικρὰ καὶ μεγάλα.
Μὲ τὴν ὑπ᾿ ἀριθμ. 1148 ἀπὸ 14-8-1992 ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος κατετάγη εἰς τὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1993 ἐγκαινιάσθηκε ὁ πρῶτος Ναὸς τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου τοῦ Χίου, ποὺ κτίσθηκε στὴν τοποθεσία ὅπου γεννήθηκε ὁ Ὅσιος, στὰ Λειβάδια τῆς Βροντάδου.
Εἶθε μὲ τὶς πρεσβεῖές του νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς Οὐρανίου Βασιλείας. Αμήν.
1. +Βρυαίνης Μοναχῆς Καθηγουμένης τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας Βοήθειας: Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου καὶ θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἀνθίμου τοῦ θαυματουργοῦ· ποιηθεῖσα τῷ 1960. Ἱ. Μ. Παναγίας Βοήθειας, Χίος, 1993.
2. Θεοκλήτου μοναχοῦ Διονυσιάτου: Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος τῆς Χίου ὁ θαυματουργός. Ἱ. Μ. Παναγίας Βοήθειας, Χίος, 1987.
Ἐκδόσεις Ἔνθεος Βίος, Ἀθήνα, 2007
Α) Ἡ καταγωγή του
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος γεννήθηκε στὰ Λειβάδια τῆς πόλεως τῆς Χίου, τὴν 1η Ἰουλίου τοῦ 1869. Οἱ γονεῖς του ὀνομαζόνταν Κωνσταντῖνος καὶ Ἀγγεριώ. Ἦταν ἄνθρωποι σεμνοί, εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετοι. Βάπτισαν λοιπὸν τὰ δύο μεγαλύτερα παιδιά τους Νικόλαο καὶ Καλλιόπη, ἐνῶ τὸν νεώτερο γιό τους Ἀργύριο. Νὰ σημειώσουμε μόνο τὸ γεγονός, ὅτι ἡ Καλλιόπη ἔγινε κάποια στιγμὴ μοναχὴ καὶ μετονομάσθηκε Καλλινίκη. Ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ὁ Ἀργύριος ἔδειξε σὲ ὅλους ὅτι εἶχε ἀξιωθεῖ τῆς Θείας Χάριτος. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του ὁ Νικόλαος σὲ ἀναφορές του σχετικὰ μὲ τὸν Ἀργύριο ἔλεγε, ὅτι ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἀκόμη ποὺ ἦταν, ἔβλεπε πολλὲς φόρές, πάνω ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ εἶχαν τοποθετήσει τὸν Ἀργύριο ὅταν ἦταν βρέφος, τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ τὸν σκεπάζει τρυφερά, μὲ μιὰ βασιλικὴ πορφύρα, ἐνῶ ταυτόχρονα πεταγόταν ὁλόγυρα λάμψεις Θείου Φωτός. Ἡ ἐποχὴ ποὺ ἔζησε ὁ Ἀργύριος ἦταν μιὰ δύσκολη ἐποχὴ γιὰ τὸ μαρτυρικὸ νησὶ τῆς Χίου. Μόνο νὰ ἀναλογιστοῦμε τὸ γεγονός, ὅτι οἱ σφαγὲς τῶν Τούρκων μόλις εἶχαν κοπάσει καὶ οἱ μνῆμες ἀπὸ τὶς θηριωδίες τους ἦταν ἀκόμα νωπές.
Β) Τὰ πρῶτα χρόνια
Οἱ συνθῆκες δὲν ἐπέτρεπαν τότε στὰ παιδιὰ ποὺ προέρχονταν ἀπὸ φτωχὲς οἰκογένειες νὰ σπουδάσουν καὶ ἔτσι, ὅπως ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς ἡλικίας του, ὁ Ἀργύριος δὲν σπούδασε καὶ ὅπως ἦταν φυσικό, τὰ γράμματα ποὺ ἔμαθε ἦταν αὐτὰ τοῦ δημοτικοῦ σχολείου. Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ τῆς Χίου ἤξεραν ὅτι ὁ τόπος τους ἦταν ποτισμένος μὲ τὸ αἷμα μεγάλων Ἁγίων ποὺ μὲ τὶς θυσίες τους καὶ τοὺς ἀγῶνές τους εἶχαν στολίσει καὶ ἁγιάσει τὸ μαρτυρικὸ νησί.
Ἔζησε λοιπὸν καὶ ἀνδρώθηκε ὁ Ἀργύριος, μὲσα σὲ μιὰ ἐποχὴ γεμάτη δυσκολίες καὶ κακουχίες, ἀλλὰ σὲ ἕνα χριστιανικὸ περιβάλλον μὲ μνῆμες βαθειὲς ῥιζωμένες. Τὴν τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ λοιπὸν τὴν ἔμαθε ὁ μικρὸς Ἀργύριος γιὰ βιοποριστικοὺς λόγους, τὴν ὁποία θὰ ἐξασκοῦσε καὶ στὴ συνέχεια τῆς ζωῆς του ὡς δόκιμος μοναχός.
Γ) Ὁ Μοναχὸς Παχώμιος
Ὁ μικρὸς Ἀργύριος ποὺ θὰ μποροῦσε λόγῳ τῆς φτώχειας καὶ τῆς ἀνέχειας νὰ ζήσει ἀνάμεσα στὸν κόσμο τῆς πατρίδας του, ἀναζητώντας μόνο τὴν βιοποριστικὴ λύση, ποτὲ δὲν παρασύρθηκε ἀπὸ τὶς εὔκολες καὶ ἐφήμερες λύσεις. Προτίμησε λοιπὸν τὸν δύσκολο καὶ βασανιστικὸ δρόμο, τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς, ποὺ θὰ τον ὁδηγοῦσε τελικὰ στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ὁ Ἀργύριος προσευχόταν καὶ νήστευε. Ἔφηβος θὰ ἦταν ἀκόμη ὅταν συνδέθηκε μὲ κάποιο Μοναχὸ ὀνόματι Παχώμιο. Ὁ Πατέρας Παχώμιος ἦταν ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ τῆς Σκήτης τῶν Ἁγίων Πατέρων ποὺ βρίσκονταν στὸ Προβάτειο Ὄρος. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὑπῆρξε καὶ Γέροντας τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, τοῦ ἐν Αἱγίνῃ. Ὁ Γέροντας Παχώμιος τοῦ καλλιέργησε κατ᾿ ἀρχὴν τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό, καὶ τὸν πλησίον του. Ἡ γνωρίμια αὐτὴ ἔγινε ἀφετηρία νὰ πάρει ὁ Ἀργύριος τὴν μεγάλη ἀπόφαση νὰ ἀφήσει τὰ ἐγκόσμια καὶ νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Ἔτσι λοιπόν, θέλοντας νὰ γίνει μοναχός, ἀποτάνθηκε στὸν Πατέρα Παχώμιο. Ἀρχικά, καθ᾿ ὑπόδειξή του, ἐπιδόθηκε στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες ἀπὸ τὸ σπίτι του ὅπου οἱ νηστεῖες, οἱ συχνὲς ἀγρυπνίες καὶ οἱ συνεχεῖς προσευχές, ἀποτελοῦσαν τὴν καθημερινότητά του. Θεωροῦσε ὡς μητέρα ὅλων τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, τὴν ἡσυχία. Τὶς ὧρες λοιπὸν τῆς ἀπομόνωσης καὶ τῆς περισυλλογῆς χρησιμοποιοῦσε σὰν καταφύγιο ἕνα ὑπόγειο δωμάτιο ποὺ ὑπῆρχε στὸ πατρικό του σπίτι. Νηστευτὴς καθὼς ἦταν ἀλλὰ καὶ φιλόπτωχος ἀπὸ μικρός, πρόσφερε τὸ φαγητό του σὲ ὅσους πεινοῦσαν, ἔστω κι᾿ ἂν ὁ ἴδιος θὰ ἔπρεπε νὰ μείνει νηστικὸς γιὰ πολὺ καιρό.
Αγιος Ανθιμος στην φωτο |
Δ) Μικρόσχημος Μοναχός
Ὁ Παχώμιος, ἀναγνωρίζοντας τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ Ἀργυρίου, τὸν ἔκειρε μικρόσχημο μοναχό, στὴν ἡλικία τῶν 20 μόλις ἐτῶν. Ἐτσι λοιπὸν ὁ Ἀργύριος μετονομάστηκε Ἄνθιμος, γιὰ νὰ εὐωδιάζει τοὺς πλησιάζοντας αὐτὸν μὲ πνευματικὴ εὐωδία ἀπὸ τὰ ὡραῖα ἄνθη τῶν ἀρετῶν του. Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ὑπῆρξε λαμπρὸ παράδειγμα ταπεινοφροσύνης καὶ ὑπακοῆς γιὰ τοὺς ἀδελοφὺς ποὺ τὸν ἔζησαν ἀπὸ κοντά. Μάλιστα, τὸν πρῶτο καιρὸ ὁ Παχώμιος, ἔλεγε στοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ Ἄνθιμος σὰν ἀρχάριος εἶναι τέλειος Μοναχός, ἐνῷ δὲν παρέλειπε νὰ τονίζει ὅτι κάποια μέρα ὁ Ἄνθιμος θὰ γίνει Μέγας Πατέρας. Ὁ Γέροντας ἐκτιμῶντας μάλιστα τὴν ἁγνότητα τοῦ νέου τότε Μοναχοῦ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν φροντίδα τῶν δόκιμων γυναικῶν Μοναχῶν γιὰ τὴν μετάβασή τους στὴν Σκήτη, τὴν ἐξομολόγησή τους ἐκεῖ καὶ τὴν ἐπιστροφή τους ἀπὸ τὸ Προβάτειο ὄρος στὸ σπίτι τους. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτό, ὁ Γέροντας, βλέποντας τὴν εὐστροφία του καὶ τὴν ὀξύνοιά του, τοῦ ἀνέθεσε ἀπὸ κοινοῦ μαζὶ μὲ ἄλλους ἀδελφούς, τὴν ἐπίβλεψη τῶν ἐργασιῶν ποὺ γίνονταν γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς γυναικείας Μονῆς τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου.
Ε) Ἡ ἀσθένεια δὲν τὸν καταβάλλει
Νεαρὸς Μοναχὸς τότε ὁ Ἄνθιμος, γεμᾶτος ἐνθουσιασμό, θέλοντας νὰ προσφέρει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα στὴν ἀνέγερση τῆς Μονῆς, ἐξαντλημένος ὅμως ἀπὸ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνές του, ἀῤῥώστησε. Ἄρχισε νὰ ὑποφέρει ἀπὸ σοβαρὲς στομαχικὲς διαταραχές, τέτοιες ποὺ τὸ σῶμά του τρανταζόταν καὶ πονοῦσε συνέχεια. Ὑπῆρξε λοιπὸν ἄμεση ἀνάγκη ὁ Ἄνθιμος νὰ μεταφερθεῖ σὲ κάποιο ἄλλο μέρος ἐπειδὴ εἶχε ἀνάγκη ἰατρικῆς παρακολούθησης καὶ γιατὶ ἔπρεπε νὰ τρέφεται σωστά. Ὁ καθοριστικὸς λόγος βέβαια ἦταν ὅτι ἡ Σκήτη εἶχε πολλοὺς αὐστηροὺς κανόνες καὶ δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ κατάλυση ὁρισμένων τροφῶν. Ὁ Γέροντας Παχώμιος ὅμως, παρακίνησε καὶ εὐλόγησε τὸν Ἄνθιμο, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐπιστρέψει στὸ πατρικό του σπίτι μέχρι τὴν ἀνάῤῥωσή του, κοντὰ στοὺς γέροντες γονεῖς του. Ταυτόχρονα, ὁ Γέροντας ἀνέλαβε ὅλες τὶς δαπάνες γιὰ τὴν θεραπεία του. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὸ σπίτι ὁ Ἄνθιμος συνεχίζει νὰ ζεῖ ὅπως ζοῦσε κοντὰ στοὺς ἀδελφούς του. Συνέχισε λοιπὸν τὴν ἄσκηση, τὴν νηστεία, τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν προσευχή, ὑποβάλλοντας τὸν εἁυτό του σὲ συνεχὴ δοκιμασία. Οἱ ἡμέρες πέρασαν καὶ χωρὶς νὰ ἔχει ἀποθεραπευτεῖ ἐντελῶς, ζήτησε τὴν ἄδεια τοῦ Γέροντά του γιὰ νὰ χτίσει ἕνα μικρὸ κελλί, σὲ μιὰ γωνιὰ τῶν πατρικῶν του κτημάτων ὅπου καὶ ἐκεῖ θὰ ἡσύχαζε. Κάθε μέρα ἐργαζόνταν ὡς ὑποδηματοποιός, καὶ τὴν νύκτα προσευχόταν ἀδιάκοπα. Τὰ ἔσοδα ἀπὸ τὴν χειρωνακτικὴ ἐργασία τὰ διέθετε ἔτσι ὥστε νὰ συντηροῦνται οἱ γέροντες γονεῖς του καὶ βέβαια οἱ ἀναξιοπαθοῦντες καὶ ἄῤῥωστοι συνάνθρωποί του.
ΣΤ) Ὁ διάβολος τὸν δοκιμάζει
Μὲ ἀτελειώτους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ προσευχή, περνοῦσαν τὰ χρόνια γιὰ τὸν Ἄνθιμο. Ὁ διάβολος, βλέποντας τὸν πολύτιμο τοῦτο μαργαρίτη, τὸν φθόνησε. Τὸν ἐπισκέφθηκε λοιπὸν στὸ κελλί του καὶ τὸν ὑπέβαλε σὲ μιὰ σειρὰ ἀπὸ δοκιμασίες, στὶς ὁποῖες ὅμως ὁ Ἄνθιμος στάθηκε μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας. Κάποια στιγμὴ μάλιστα, πῆρε τὴν ἄδεια τοῦ Γέροντά του γιὰ νὰ ἀγρυπνήσει καὶ νὰ νηστέψει. Ἔμεινε λοιπὸν ξάγρυπνος καὶ νήστεψε δέκα ἐννέα μερόνυχτα καὶ ὅλο αὐτὸν τὸν καιρὸ ἔτρωγε λίγο ξερὸ ψωμί, κάθε δύο ἡμέρες καὶ ἔπινε πολὺ λίγο νερό. Κάποια στιγμὴ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ διάστημα ἦλθε σὲ θεϊκὴ ἔκσταση καὶ τὸ πνεῦμά του κατευθύνθηκε πρὸς τὸν οὐρανὸ ὲνῶ ταυτόχρονα ἄκουγε μελωδίες Ἀγγέλων νὰ ἔρχονται ἀπὸ παντοῦ. Τὴν στιγμὴ ποὺ βρισκόταν τὸ πνεῦμά του στὸν οὐρανό, παρατηροῦσε τὸ σῶμά του τὸ ὁποῖο βρισκόταν κάτω στὴν γῆ. Μετά, ὅταν ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὸ σῶμά του, τὸ μόνο ποὺ ἔλεγε ἦταν:
-Κύριε ἐλέησον.
Ἔπειτα λοιπὸν ἀπὸ αὐτὴ τὴν θαυμαστὴ μὰ πολὺ ἐξαντλητικὴ γιὰ τὸ σῶμά του ἀγρυπνία καὶ νηστεία, αὐτὰ τὰ δέκα ἐννέα μερόνυχτα, ὁ Ἄνθιμος ἔνοιωσε ὅτι ἔπρεπε νὰ φάει καὶ νὰ κοιμηθεῖ. Ἔξω ἀπὸ τὸ κελλάκι του ὑπῆρχε μιὰ πελώρια καὶ γέρικη ἐληά, τῆς ὁποίας τὸ κούφωμα εἶχε κάνει ὁ νεαρὸς Ἄνθιμος τόπο προσευχῆς ὅπου εὕρισκε τὴν βαθιὰ ἡρεμία καὶ γαλήνη.
Ζ) Μεγαλόσχημος Μοναχός
Ὁ Γέροντας Παχώμιος βλέποντας τὴν πνευματικὴ προκοπὴ τοῦ ὑποτακτικοῦ του, αἰσθανόμενος ξεχωριστὴ χαρά, γι᾿ αὐτὸ ἤθελε νὰ κάνει τὸν Ἄνθιμο μεγαλόσχημο Μοναχό, ἀλλὰ ἀνέβαλλε. Τὸ ἔτος 1905 ὁ Γέροντας Παχώμιος κοιμήθηκε καὶ διάδοχός του στὴν ἡγουμενία ἐξελέγη ὁ Ἱερομόναχος Ἀνδρόνικος, ὁ ὁποῖος γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν πορεία τοῦ Ἀνθίμου. Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἄνθιμος βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν σαράντα ἐτῶν, τὸν ἔκειρε μεγαλόσχημο Μοναχό.
Ὁ ἐνάρετος τρόπος ζωῆς του στὰ μάτια ὅλων ὅσων τὸν πλησίαζαν προκαλοῦσε μεγάλο ἐνδιαφέρον καὶ ζῆλο γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο καὶ γιὰ μίμηση τῶν ἀθλημάτων του. Τὰ συχνὰ μάλιστα θαύματα τῆς Ἱερῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας, ὁδηγοῦσαν πλήθη πιστῶν ὅλων τῶν ἡλικιῶν στὸ ἀσκητήριό του, ποὺ ἔγινε πόλος ἕλξεως γιὰ τοὺς χριστιανούς. Τὸ ἀσκητήριό του εἶχε γίνει τόπος γιὰ νὰ φρονηματίζονται, νὰ μετανοοῦν, νὰ μαθαίνουν, νὰ προσεύχονται, νὰ νηστεύουν, νὰ ἀγωνίζονται κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ τῶν κακῶν παθῶν οἱ πιστοὶ χριστιανοί. Οἱ ἐπισκέπτες τοῦ ζητοῦσαν νὰ τοὺς ἐξομολογήσει καὶ νὰ τοὺς δώσει τὴν εὐχή του. Ἀλλὰ ὁ Ἄνθιμος δὲν εἶχε ἱερωσύνη καὶ δὲν ἦταν Πνευματικός. Πολλοὶ λοιπὸν προέτρεπαν τὸν Ἄνθιμο νὰ λάβει τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης. Σύσσωμος ὁ φιλόχριστος λαὸς τῆς Χίου ζήτησε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἱερώνυμο Γοργία νὰ δοθεῖ στὸν Ἄνθιμο τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης, ἀλλὰ ὁ Μητροπολίτης δὲν ἐνέκρινε τὴν χειροτονία του. Ὁ βασικὸς λόγος ἦταν ὅτι ὁ Ἄνθιμος δὲν γνώριζε πολλὰ γράμματα καὶ ἀγνοοῦσε τὴν γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Λειτουργικῶν κειμένων.
Η) Ἱερέας
Ὁ Ἄνθιμος διακρινόταν γιὰ τὴν εὐφυΐα του. Ἄν ὑποβαλλόταν σὲ σύντομη ἀγωγή, εὔκολα θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἐκλεκτὸς ἱερουργός, καὶ σπάνιος πνευματικός. Ἀπὸ Θεία Οἰκονομία πῆγε στὸ Ἀδραμύττι τῆς Σμύρνης τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ 1910 γιὰ νὰ μάθει τὰ πρῶτα γράμματα. Ἡ πρώτη ἐξαδέλφη του ποὺ ὀνομαζόταν Λουκία Διοματάρη, ἀνέλαβε νὰ τὸν βοηθήσει. Στὸ Ἀδραμύττι, ὁ σύζυγος τῆς Λουκίας, ὁ προύχοντας Στέφανος Διοματάρης, βάλθηκε νὰ τοῦ μάθει γράμματα γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο. Δάσκαλό του προσέλαβε τὸν ἔμπειρο καὶ σοφὸ Καρακατσάνη γιὰ νὰ τὸν προχωρήσει γρήγορα. Ἡ προετοιμασία κράτησε ἀρκετοὺς μῆνες. Ἔπειτα, ἡ οἰκογένεια Διοματάρη καὶ ὁ Ἄνθιμος ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Σμύρνη. Μὲ ἐντολὴ τοῦ Μητροπολίτη Ἐφέσου, ὁ μοναχὸς Ἄνθιμος χειροτονήθηκε στὴν Σμύρνη ἱερέας, ἀπὸ τὸν βοηθὸ Ἐπίσκοπο Δηλανᾶ.
Τὴν στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ὁ Ἐπίσκοπος τὸν προσαγόρευε Ἄξιος, καὶ τὸ ἐκκλησίασμα ἀπαντοῦσε Ἄξιος, ἕνας δυνατὸς σεισμὸς τράνταξε συθέμελα τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν εὐρύτερη περιοχή.
Παναγία μου· ἦταν ἡ ἰαχὴ ποὺ ἀκούστηκε ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ὅλοι σταυροκοπήθηκαν τρομαγμένοι. Ὁ οὐρανὸς ξαφνικὰ μαύρισε καὶ τὸ σύμπαν ἀναστατώθηκε. Βροντές, ἀστραπὲς καὶ κατακλυσμός. Καὶ τότε πάλι ἀκούστηκε ἀπὸ τοὺς πιστούς· Παναγία μου.
Μὲ τὴν ταλάντωση τῶν καντηλιῶν ἀπὸ τὸν σεισμό, μιὰ καντήλα ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια του πρὶν ἀπὸ λίγο χειροτονηθέντος Ἄνθιμου. Ἀμέσως σταμάτησαν ὅλα. Τὴν κοσμοχαλιασιὰ διαδέχθηκε σιωπηλὴ γαλήνη ἐνῷ ὁ Ἄνθιμος ἔκλαιγε. Ὁ Θεὸς ἐπιδοκίμασε τὴν χειροτονία τοῦ Ἱερέα πλέον Ἄνθιμου μὲ θαυμαστὸ τρόπο καὶ τὸν ὅπλισε μὲ τὴν θαυματουργική του δύναμη.
Θ) Ὁ δαιμονισμένος
Στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀδραμυττίου, ὑπῆρχε ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ βασανιζόταν σκληρὰ ἀπὸ δαιμόνια. Οἱ κάτοικοι τὸν κρατοῦσαν δεμένο μὲ μιὰ μεγάλη σιδερένια ἀλυσίδα στὸν κορμὸ ἑνὸς μεγάλου πλατάνου. Μέρα καὶ νύκτα φώναζε ἄγρια καὶ ἔμενε γυμνὸς καὶ νηστικός. Ἔβγαζε ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα, ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος σὲ ὁλόκληρη τὴν περιοχή.
Οἱ Ἱερεῖς προσεύχονταν γιὰ νὰ τὸν εὐσπλαγχνισθεῖ ὁ Θεός καὶ νὰ τὸν θεραπεύσει. Καὶ ἐπειδὴ φοβόντουσαν νὰ τὸν πλησιάσουν, τοῦ διάβαζαν ἐξορκισμοὺς καὶ εὐχὲς ἀπὸ μακριά. Ὅταν ὁ Ἄνθιμος ἔγινε Ἱερέας, ὁ ἀνάδοχός του τὸν προέτρεπε:
-Δὲν πᾶς καὶ ἐσὺ νὰ διαβάσεις τὸν δυστυχισμένο ἐκεῖνο ἄνθρωπο;
Ὁ Ἄνθιμος στὴν ἀρχὴ ἀπέφευγε νὰ πάει. Τελικὰ τὸ πῆρε ἀπόφαση καὶ πῆγε μερικὲς φορὲς καὶ διάβαζε ἐξορκισμούς, ἔψαλλε ἁγιασμούς, ἔκανε παρακλήσεις. Μὲ τὴν θεία δύναμη τῆς προσευχῆς, ὁ ἄῤῥωστος θεραπεύτηκε ἐντελῶς. Στὸ Ἀδραμύττι τῆς Σμύρνης, τὸ γεγονὸς τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου μαθεύτηκε ἀμέσως καὶ οἱ κάτοικοι ποὺ θεωροῦσαν τὸν Ἄνθιμο Ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, ἄφηναν τὶς ἐνορίες τους καὶ μαζεύονταν στὸ μικρὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ὅπου ἐκεῖ ἱερουργοῦσε ὁ Ἱερέας Ἄνθιμος.
Ι) Στὸ Ἅγιον Ὄρος
Οἱ κάτοικοι τοῦ Ἀδραμυττίου ποὺ θεωροῦσαν τὴν παρουσία τοῦ Ἄνθιμου σὰν θεία εὐλογία πήγαιναν κοντά του καὶ οἱ ἐνορίες τῆς περιοχῆς ἄδειαζαν. Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ ξυπνήσει στὶς καρδιὲς τῶν συλλειτουργῶν του ὁ φθόνος. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος, θέλοντας νὰ ἐλευθερώσει τοὺς συλλειτουργούς του, ἀποφάσισε νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ την περιοχή. Τὸ ἔτος 1911 λοιπόν, εὐλόγησε τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε τὴν εὐχή του, ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιο Ὄρος. Εἶχε μεγάλο πόθο νὰ προσκυνήσει τὰ Ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων, καὶ νὰ ἀσπαστεῖ τὶς θαυματουργικὲς Εἰκόνες τῆς Θεομήτορος. Γνώριζε, ὅτι στὸ Ἅγιο Ὄρος ὑπῆρχαν πολλοὶ μοναχοὶ καὶ ἐρημίτες ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ μποροῦσε νὰ ὠφεληθεῖ πνευματικά. Ἐκεῖ λοιπόν, ἐπισκεπτόταν μία-μία τὶς Ἱερὲς Μονές, τὶς Σκῆτες καὶ τὰ ἀσκητήρια τῶν ἐρημιτῶν καὶ μοναχῶν. Οἱ Ἁγιορεῖτες κατάλαβαν ἀμέσως τὴν ἀρετὴ τοῦ Ἄνθιμου καὶ ἐκδήλωναν τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη τους μὲ πολλοὺς τρόπους. Τὸν γέμισαν μὲ δῶρα πολλά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μόνο ἕνα μικρὸ μέρος πῆρε μαζί του ὅταν ἀναχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ. Μάλιστα, τὸ βαρύτιμο Ἅγιο Ποτήριο ποὺ χρησιμοποιοῦσε στὴν Μονή του στὴν διάρκεια τῶν μεγάλων ἑορτῶν, τοῦ τὸ δώρισαν οἱ Ἁγιορεῖτες. Πνευματικὰ πλούσιος καὶ γεμᾶτος ἀγάπη ὁ Ἅγιος, θὰ ἐπιστρέψει στὴν γενέτειρά του, την Χίο.
Αριστερά ο Αγιος Νικηφορος ο Λεπρός-Δεξιά ο Άγιος Άνθιμος ο εν Χίω |
ΙΑ) Οἱ λεπροί
Οἱ λεπροί, ἤδη ἀπὸ τὸν 7ο αἰῶνα στὴν Λομβαρδία καὶ σύμφωνα μὲ τὸ διάταγμα τοῦ Ῥοθαρίου, ἐξορίζονταν ἀμέσως μόλις διαπιστωνόταν ἡ ἀσθένειά τους. Ἔχαναν τὰ δικαιώματά τους, τὴν περιουσία τους καὶ ἐξομοιώνονταν μὲ τοὺς νεκρούς. Ἡ λέπρα, ὅπως ἡ τύφλωση καὶ ἡ τρέλα, θεωροῦνταν σημεῖα ἁμαρτίας. Ἀπὸ τοὺς κανόνες τῆς Γ´ Συνόδου τοῦ Λατερανοῦ προβλεπόταν ὁ περιορισμὸς τῶν λεπρῶν σὲ παρεκκλήσια ἢ σὲ νεκροταφεία. Γίνονταν ὅμως καὶ ἐξαιρέσεις, ὅπως τὸ μερικὸ δικαίωμα στὴν ἐκμετάλλευση τῶν ἀγαθῶν τους ἢ τὸ δικαίωμα νὰ συντάσσουν τὴν διαθήκη τους. Στὴν Ἀγγλία, βάσει τῶν ἀποφάσεων μιᾶς τοπικῆς συνόδου, θὰ τοὺς ἐπιτραπεῖ τὸ 1200, νὰ ἀποδέχονται μιὰ κληρονομιά, ἀλλὰ καὶ νὰ μηνύουν. Ἄν καὶ ἀπαγορεύοταν ἡ διάλυση τοῦ γάμου τους, ἀφοῦ αὐτὸς ὡς μυστήριο δὲν μποροῦσε νὰ λυθεῖ, ἡ κατάστασή τους ταυτίζοταν μὲ τὸν θάνατο, καθὼς ἡ διαδικασία εἰσαγωγῆς τους στὸ λεπροκομεῖο ἀπαιτοῦσε μιὰ ἀκολουθία ἀντίστοιχη μὲ τὴν νεκρώσιμη.
ΙΒ) Τὸ Λεπροκομεῖο τῆς Χίου
Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Χίο, θέλοντας νὰ ἐξασφαλίσει ἀπρόσκοπτα τὴν προσευχή του, καθὼς καὶ την ἡσυχία, ἐπέλεξε νὰ ζήσει στὸ Λεπροκομεῖό της. Ἔτσι ὁ Ἅγιος θὰ μποροῦσε νὰ βρίσκεται κοντὰ στοὺς συνανθρώπους του ποὺ ταλαιπωροῦνταν ἀπὸ την φοβερὴ ἀσθένεια τῆς λέπρας, ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ μάστιζε καὶ τὴν Χίου. Στὸ Λεπροκομεῖο, πρὶν τὴν ἄφιξή του ἀκουγόνταν πολλὲς βρισιές, πολλὲς κατάρες, πολλοὶ τσακωμοί, καὶ τὸ κλῖμα γενικὰ δὲν ἦταν καθόλου καλὸ γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς. Μὲ τὴν ἄφιξή του βρῆκε μιὰ ἄθλια κατάσταση καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῶν κτηριακῶν ἐγκαταστάσεων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς διαβίωσης τῶν ἀσθενῶν. Ἡ ἱερὴ διακονία του, ἦταν αὐτὴ ποὺ ἐπέτρεψε στοὺς πολυάριθμους τροφίμους τοῦ Ἱδρύματος, νὰ βροῦν τὸν πιὸ στοργικὸ πατέρα στὸ πρόσωπό του. Ὁ νέος λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου ποὺ ὑπηρετοῦσε τοὺς λεπροὺς συνανθρώπους του, δὲν ἄργησε νὰ μετατρέψει τὸ Λωβοκομεῖο, ἀπὸ ἕνα τόπο ὀδύνης σὲ ἕνα ἐπίγειο Παράδεισο, ὅπου πλέον ἐπικρατοῦσε ἡ τάξη καὶ ἡ ὀργάνωση. Ῥίχτηκε λοιπὸν στὴν δουλειά. Ἄρχισε νὰ γλυκαίνει μὲ τὴν καλοσύνη του τὸν πόνο. Ἔχυνε μὲ τὴν στοργή του καὶ τὴν τρυφερότητά του βάλσαμο στὶς πονεμένες ἀπὸ τὴν ἀπελπισία τῆς ἀνίατης ἀσθένειας ψυχές τους. Καὶ οἱ λεπροί, ποὺ μέχρι τότε ἔβλεπαν νὰ τοὺς ὑπηρετοῦν μὲ ἀηδία, κατάλαβαν! Εἶδαν τὸν νεαρό, σὰν Ἄγγελο ἀπὸ τὸν οὐρανό. Καὶ ἦταν πραγματικὰ Ἄγγελος καὶ στὴν μορφὴ καὶ στὴν ψυχή. Καὶ τὸν ἀγάπησαν μὲ ὅλη τους τὴν ψυχή.
Ἡ λειτουργία τοῦ ἱδρύματος βασιζόταν στὸ κοινοβιακὸ σύστημα καὶ ὅλα τὰ φρόντιζε ὁ ἴδιος. Μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη ἀγκάλιασε ὅλους τοὺς ἀῤῥώστους. Ὅλοι ἀνῆκαν στὴν οἰκογένειά του καὶ ὁ Ἅγιος σὰν στοργικὸς πατέρας ἔτρωγε μαζί τους στο ἴδιο τραπέζι. Ἡ συναναστροφή του μὲ τοὺς λεπρούς, φανέρωσε σὲ ὅλο τὸν κόσμο τὶς ἀρετές του. Ἦταν ὁ τέλειος οἰκονόμος, ἀφοῦ δὲν ἔλειψε ποτὲ καὶ τίποτε ἀπὸ τὸ ἵδρυμα. Ἦταν ὁ τέλειος νοσοκόμος, ἀφοῦ καθάριζε μὲ ἐπιμέλεια τὶς σαπισμένες καὶ δυσώδεις πληγὲς ὅλων τῶν ἀσθενῶν. Ἦταν ὁ γιατρὸς τῶν ψυχῶν ὅλων ἀφοῦ ἔσκυβε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ στὸ προσκέφαλό τους, τοὺς παραστεκόταν καὶ μὲ στοργὴ προσπαθοῦσε νὰ ἐλαφρύνει τὸν πόνο τους.
Μὲ τὸ καιρό, στὸ Λεπροκομεῖο ἔπαψαν πλέον νὰ ἀκούγονται βρισιές, τσακωμοὶ καὶ τὴν θέση τους τώρα πιὰ εἶχαν πάρει οἱ ὕμνοι πρὸς τὸν Θεό. Ἦταν μάλιστα πάρα πολλοὶ ἐκεῖνοι οἱ ἀσθενεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐνδύθηκαν τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Εἰδικὰ οἱ περισσότερες γυναῖκες ἀσθενεῖς τοῦ Λεπροκομεῖου, ἔγιναν μοναχές, οἱ ὁποῖες τώρα πιὰ τὸν ἀποκαλοῦσαν Γέροντά τους. Παρ᾿ ὅλη ὅμως τὴν ἔντονη καθημερινή του δράση ὁ Ἅγιος ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του σὲ αὐστηρὴ ἄσκηση ἐνῶ ἐμφανιζόταν πάντα ἁπλός, ταπεινὸς καὶ πρᾶος. Ἦταν ἡ ψυχὴ ὅλων τῶν λεπρῶν, ποὺ ἐργαζόταν ἀσταμάτητα γιὰ τὴν πρόοδο τοῦ Ἱδρύματος. Ὅταν ἔβρισκε λίγο χρόνο, ἀποσυρόταν σὲ κάποιο δάσος καὶ γιὰ πολλὲς ὧρες προσευχόταν κάτω ἀπὸ τὰ πεῦκα.
ΙΓ) Τὸ ὅραμα τῆς Παναγίας
Τὸ Λεπροκομεῖο τῆς Χίου μὲ τὴν παρουσία τοῦ παπα-Ἄνθιμου ἔγινε τὸ κέντρο ὅλων τῶν λεπρῶν, ὄχι μόνο αὐτῶν ποὺ βρίσκονταν στὴν περιοχὴ τῆς Χίου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ποὺ συνέῤῥεαν ἀπὸ ἄλλες περιοχές, ἀφοῦ τὰ κατορθώματά του ἔγιναν παντοῦ γνωστά. Κέντρο ἰάσεως ὄχι μόνο τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς, ἔγινε τὸ Λεπροκομεῖο τῆς Χίου, γιατὶ τὸ περιβόητο παπαδάκι τοῦ Λωβοκομείου, θεράπευε πρῶτα τὴν ψυχικὴ ἀσθένεια. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος συμπαραστεκόταν στὸν Ἄνθιμο καὶ ἔτρεχε ἀρωγὸς στὴν δύσκολη πάλη του μὲ τὸν ἀνθρώπινο πόνο.
Λίγο μετὰ τὴν ἐγκατάστασή του στὸ Λεπροκομεῖο, τοῦ ἀποκαλύφθηκε μέσα στὸν Ναὸ τοῦ ἱδρύματος μιὰ Εἰκόνα, ἡ Παναγία ἡ Ὑπακοή. Σὲ ὅραμα τοῦ ἐμφανίσθηκε ἡ Παναγία καὶ τοῦ εἶπε: Λάβε τὴν Εἰκόνα μου καὶ ἐπιμελήσου την καὶ νὰ ἰδεῖς τὶ θὰ γίνῃ μίαν ἡμέρα.
Πράγματι, ὁ Ἅγιος ἐπιχρύσωσε καὶ μὲ εὐλάβεια ἐκόσμησε τὴν Εἰκόνα. Ἔτσι ὁ λυτρωτικὸς ποταμὸς τοῦ ἐλέους τῆς Παναγίας ἀνάβλυζε ἀστείρευτος στὸ ἄντρο τῆς ἀνθρώπινης δυστυχίας. Ἡ θαυματουργὴ δύναμη τῆς Παναγίας τῆς Ὑπακοῆς, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μεσιτεία τοῦ Γέροντα Ἄνθιμου ἐπιτέλεσε ἀναρίθμητα θαύματα. Μὲ τὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας, μὲ τὸ Ἅγιον Ἔλαιον ἀπὸ τὴν καντήλα της καὶ μὲ τὸ σταύρωμα ἀπὸ τὴν δεξιὰ τοῦ Γέροντα, ἐρχόταν ἡ ἐξ ὕψους βοήθεια. Ἀσθενεῖς θεραπεύτηκαν, ἀνίατες πληγὲς ἰάθηκαν, ἀκάθαρτα πνεύματα ἐκδιώθηκαν καὶ τυφλοὶ βρῆκαν τὸ φῶς τους.
ΙΔ) Ἡ φήμη τῆς ἁγιοσύνης του
Σύντομα, ἡ φήμη του διαδόθηκε καὶ πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ νησιοῦ. Πρῶτα, ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας καὶ ἀργότερα ἀπὸ διάφορες πόλεις τοῦ ἐξωτερικοῦ· τὴν Αἴγυπτο, τὴν Αὐστραλία καὶ τὴν Ἀμερική, ἀναξιοπαθοῦντες προσέτρεχαν κοντά του, ζητῶντας βοήθεια. Ἄμισθος ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων ὁ Ἅγιος τῶν λεπρῶν ἐργαζόταν ἀκούραστα γιὰ το ποίμνιό του. Ὁ λόγος τοῦ Γέροντα εἶχε τόση δύναμη, ὥστε μποροῦσε νὰ μεταβάλει τοὺς ἀπίστους σὲ πιστούς, τοὺς φιλάργυρους σὲ ἐλεήμονες, τοὺς ἐχθροὺς σὲ φίλους. Ὁ Ἄνθιμος γνώριζε, ὅτι τὰ Μοναστήρια ἀποτελοῦν τὴν καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ εἶχε ὁραματισθεῖ τὴν ἵδρυση μιᾶς γυναικείας Μονῆς, ἑνὸς Ἱεροῦ Παρθενῶνος. Κατὰ τὸν διωγμὸ τῶν Μικρασιατῶν τοῦ 1914, πολλὲς ἦσαν οἱ Μοναχὲς ποὺ ἐκδιώχθησαν ἀπὸ τὶς Μονές τους καὶ ἦλθαν στὴν Χίο. Μὴ ἔχοντας ποῦ νὰ πᾶνε καὶ ἀκούγοντας γιὰ τὸν πατέρα Ἄνθιμο κατέφυγαν κοντά του γιὰ τὴν προστασία τους.
ΙΕ) Ἡ Ἱερὴ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας
Ὁ Ἅγιος πίστευε ἀκράδαντα, ὅτι θὰ τὸν βοηθοῦσε ἡ χάρη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ κτίσει ἕνα Μοναστήρι ὅπου θὰ τοποθετήσει τὴν πάνσεπτον Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας. Τὴν Ἱερὴ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας πῆρε στὰ χέρια του σὰν μιὰ ἀνεκτίμητη κληρονομιὰ ἀπὸ τὴν μακαρίτισσα τὴν μητέρα του. Ἐκείνη μάλιστα τὴν εἶχε πάρει διαδοχικὰ ἀπὸ τὴν γιαγιά της. Στὶς 23 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1889, τὴν πῆρε καὶ πῆγε στὴν Σκήτη τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ νὰ τὴν ἐπιδιορθώσουν ἐκεῖ οἱ μοναχοί, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν πολυκαιρία εἶχε παληώσει. Πῆρε λοιπὸν τὴν Ἁγία Εἰκόνα ἐπιδιορθωμένη καὶ τὴν ἔβαλε μέσα στὸ κελλάκι του, ποὺ ἔκτισε μόνος του τότε σὲ μιὰ ἀπομονωμένη γωνία τῶν πατρικῶν του κτημάτων. Ἐκείνη εἶχε μόνη παρηγοριὰ καὶ βοήθεια σὲ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς θλίψεις τοῦ βίου του. Πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἔτρεχαν καθημερινὰ στὸ ταπεινό του κελλάκι νὰ προσκυνήσουν τὴν θεία ἐκείνη Εἰκόνα ποὺ ἡ Χάρη της ἐνεργοῦσε ἄπειρα θαύματα.
ΙΣΤ) Ἡ ἐπανεμφάνιση τῆς Παναγίας
Τὸν Αὔγουστο τοῦ ἔτους 1924 παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο τοῦ Ἄνθιμου μιὰ ὡραιότατη κόρη ὑψηλοῦ ἀναστήματος, ποὺ φοροῦσε ἕνα μαῦρο φόρεμα καὶ τοῦ εἶπε: Ὥς πότε θὰ μὲ ἔχεις ἔτσι μέσα στὸ κελλάκι σου;
Ἀπὸ ἁπλότητα δὲν ἔδωσε σημασία στὸ ὄνειρο καὶ τὸ παραμέλησε. Ὅμως ἀῤῥώστησε βαριά, ἡ δὲ ἀσθένειά του παρατάθηκε μέχρι τὰ τέλη Δεκεμβρίου καὶ βασανίστηκε πολὺ σκληρά. Τότε ὁ Γέροντας εἶδε στὸν ὕπνο του τὴν ἴδια Κόρη, ἡ Ὁποία τοῦ εἶπε: Σοῦ λέω ἀμέσως νὰ μοῦ κάμεις τὸ λευκό μου φόρεμα. Τί ἀμελεῖς; Κάμε το καὶ ἐγὼ θὰ Σὲ βοηθήσω.
Τότε πίστεψε πλέον ὅτι ἦταν ἡ Παναγία. Μόλις ξημέρωσε ἡ ἑπόμενη μέρα ἔστειλε τὴν εἰκόνα στὸν χρυσοχόο νὰ τὴν ἀσημώσει. Ὅταν ἡ Εἰκόνα ἦλθε πίσω ἀσημωμένη στὸ ταπεινὸ κελλάκι του τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων, ἀμέσως πέρασαν οἱ ζαλάδες καὶ οἱ σκοτοδῖνες, ποὺ πέντε μῆνες τὸν βασάνιζαν.
Τὴν Παναγία ἐπικαλοῦνταν ὁ Ἄνθιμος καὶ στὴν Παναγία κατάφευγε, σὰν μία ὄαση ποὺ ἀναπαυόταν στὴν σκιά της καὶ ποὺ ξεδιψοῦσε στὸ δροσερὸ νερό Της. Κάθε βράδυ Τὴν ἱκέτευε θερμά, μὲ δάκρυα στὰ μάτια, νὰ εἶναι Ὁδηγὸς καὶ προστάτης του καὶ νὰ τὸν βοηθοῦσε ἡ Χάρη Της, σύμφωνα μὲ τὸ Ὄνομά Της, νὰ κάνει Μοναστήρι, γιὰ νὰ στεγάσει ἐκεῖ μέσα τὴν πάνσεπτη Εἰκόνα Της.
ΙΖ) Ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς Μονῆς πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας
Σὲ ἡλικία 60 ἐτῶν ἀποφάσισε νὰ οἰκοδομήσει τὸ ποθούμενο Μοναστήρι γιὰ νὰ στεγάσει τὰ πλέον ἀφοσιωμένα τέκνα του, τὶς μοναχές, ποὺ μὲ τοὺς δύο φοβεροὺς διωγμοὺς ἀπὸ τὴν Μ. Ἀσία, εἶχαν φθάσει στὶς πενήντα τὸν ἀριθμὸ καὶ σὰν περιπλανώμενα πρόβατα στενοχωριόντουσαν ποὺ δὲν εἶχαν μάνδρα νὰ στεγασθοῦν. Γιὰ τὴν ἀνέργεση τῆς Μονῆς κατέφυγε ἀρχικὰ στὸν τοπο καταγωγῆς του, στὰ Καρδάμυλα καὶ μάλιστα στην θέση Πέρα Παναγιά, γιατὶ ἤθελε νὰ ἱδρύσει Μονὴ στὴν περιοχὴ τῆς Βόρειας Χίου. Ὅμως ὁ τότε Ἐπίσκοπος Καρδαμύλων, Βολισσοῦ, Ψαρῶν καὶ Οἰνουσσῶν, ὁ Ἰωακεὶμ Στρουμπῆς ἀρνήθηκε.
Ἀπαγοητευμένος ἀπὸ τὰ Καρδάμυλα ὁ Ἄνθιμος, ὑπέβαλε νέα αἴτηση στὶς 6 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1927 στὸν Μητροπολίτην Χίου Ἱερώνυμο Γοργία. Ὅμως ὁ Ἱερώνυμος ἀρχικὰ ἁρνήθηκε, θεωρώντας πλέον ξεπερασμένες τὶς ἰδέες περὶ ἱδρύσεως Μοναστηριῶν καὶ τῆς ἐπιστροφῆς στὸν Μοναχικὸ βίο.
Στὴν αἴτηση διατυπωνόταν παράκληση τοῦ Ἀρχιμανδίτη Ἄνθιμου ἀλλὰ καὶ τῶν μοναχῶν, θυμάτων τοῦ Μικρασιατικοῦ ξεῤῥιζωμοῦ, ποὺ ἄστεγες καὶ ῥακένδυτες ἐπαιτοῦσαν στέγη καὶ τροφή, καὶ ζητοῦσαν τὴν προστασία του. Σκοπὸς τοῦ Ἄνθιμου ἦταν νὰ κτίσει ἱερὸ Παρθενώνα μὲ Ἱερὸ Ναὸ γιὰ νὰ μένουν, νὰ προσεύχονται καὶ νὰ ἐργάζονται οἱ Μοναχές. Τελικά, μὲ τὶς πιέσεις μεγάλων Χίων εὐπατρίδων καὶ εὐεργετῶν, οἱ δυσκολίες παρακάμφθηκαν. Ἔτσι στὶς 5/11/1927 χορηγήθηκε ἡ ἄδεια.
Στὶς 19/2/1928, ἡμέρα Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεω, τέλεσε ὁ ἴδιος τὸν ἁγιασμὸ τῶν θεμελίων τῆς Μονῆς καὶ μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ κατάνυξη ψυχῆς, τοποθέτησε ὁ ἴδιος τὸν θεμέλιο λίθο, παρουσίᾳ πλήθους πιστῶν καὶ πνευματικῶν του τέκνων σὲ μιὰ περιοχὴ λίγα χλμ. ἔξω ἀπὸ τὸν συνοικισμὸ Φραγκομαχαλᾶ, ἐπάνω στὸ λοφίσκο καὶ στὸν δρόμου ποὺ ὁδηγεῖ στὸ χωριὸ Καρυές. Τὰ ὑλικά, μὲ τὴν φροντίδα του συγκεντρώθηκαν καὶ οἱ ἐργασίες του ἄρχισαν μὲ τὴν ἐπίβλεψή του. Ὁ ἴδιος ἐκτελοῦσε χρέη ἀρχιτέκτονα, διευθυντή, γραμματέα καὶ ταμία. Μὲ βροχὲς καὶ χιόνια τὸν χειμώνα καὶ μὲ καύσωνα τὸ καλοκαίρι ἐργαζόταν μαζὶ μὲ τοὺς μαστόρους. Διέθεσε γιὰ τὸ ἔργο αὐτὸ ὅτι χρήματα εἶχε συγκεντρώσει ἀπὸ τὶς οἰκονομίες του ὡς Ἱερέας καὶ διευθυντὴς τοῦ Λωβοκομείου. Ἀλλὰ καὶ ὁ εὐσεβὴς λαὸς τῆς Χίου, γεμάτος ἔνθερμο ἐνθουσιασμό, βοήθησε τὸν Γέροντα. Τότε μάλιστα ἐμφανίστηκαν κάποιοι καὶ ζήτησαν ἀκόμα καὶ τὴν κατεδάφιση τῆς μισοκτισμένης Μονῆς. Οἱ διῶκτες σιώπησαν, ἀφοῦ δὲν μποροῦσαν νὰ ἁγνοήσουν τὰ θαύματα ποὺ γίνονταν ἀπὸ τὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας, ποὺ ἦσαν γνωστὰ καὶ παραδεκτὰ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς γιατρούς. Μέσα σὲ δύο χρόνια περατώθηκε ἡ ἀνέργεση τῆς Μονῆς, ὅπως καὶ τοῦ περικαλλοῦς βυζαντινοῦ ῥυθμοῦ ναοῦ στὴν μέση τῶν ἄλλων κτισμάτων, τοῦ ὁποίου ὁ θεμέλιος λίθος τοποθετήθηκε μετὰ ἀπὸ μία μεγαλοπρεπὴ τελετή, στὶς 26/8/1928.
ΙΗ) Ἡ Ἱερὴ Εἰκόνα στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Μονῆς
Ἡ Μονή, ἕτοιμη πλέον, δέχτηκε τὴν ἐγκατάσταση τῶν γυναικῶν μοναχῶν. Ὁ Ἱερομόναχος Ἄνθιμος πανευτυχὴς χαιρόταν, ποὺ τὸ ὄνειρό του πραγματοποιήθηκε ἔστω καὶ τώρα, στὰ ἑξῆντα δύο του χρόνια. Ἡ ψυχική, σωματικὴ καὶ διανοητική του κούραση τέτοιες στιγμὲς ξεχνιόταν.
Στὶς 30 Μαρτίου τοῦ 1930 ἡ θαυματουργὴ Εἰκόνα Παναγία ἡ Βοήθεια μεταφέρθηκε μὲ κατανυκτικὴ τελετή, ἀπὸ τὸ ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου στὸ νεόδμητο βυζαντινὸ ναὸ τῆς Μονῆς.
Οὐδέποτε ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ βίου μου, θὰ λησμονήσω τὴν χαρὰ ποὺ εἶχα. Ἢ στὴν γῆ ἐπατοῦσα ἢ ἐπετοῦσα στὸν ἀέρα δὲν ἐγνώριζα. Ἢ στὰ ἐπίγεια ἤμουν ἢ στὰ οὐράνια δὲν αἰσθανόμουν· ἔλεγε ὁ ἴδιος στὰ μετέπειτα χρόνια.
Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μετοίκησε στὸ ναὸ πολὺ ἐνωρίτερα! Τὸ βεβαίωσαν οἱ φύλακες τῆς Μονῆς, Νικόλαος καὶ Μαριάνθη Χατζημανώλη, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἀποπεράτωση τῆς Μονῆς καὶ χωρὶς νὰ ἔχει κατοικηθεῖ κανένα κτίριο ἀκόμη, ἐνῶ ἀσφάλισαν καὶ ἔλεγξαν τὸ Μοναστήρι, εἶδαν μιὰ ὡραιότατη γυναίκα ὑψηλοῦ ἀναστήματος, ντυμένη μεγαλοπρεπῶς, νὰ ἀνοίγει μία-μία τὶς πόρτες κάθε κελλιοῦ καὶ νὰ προχωρεῖ στὸ ἑπόμενο μέχρι τὸ τελευταῖο!
Ἔντρομοι οἱ φύλακες ἀπόρησαν ἀπὸ ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε μπεῖ ἡ γυναίκα, ἀφοῦ ὅλες οἱ πόρτες ἦσαν κλειστές, καὶ ἔτρεξαν νὰ τὴν φθάσουν ἀπὸ τὸ ἀντίθετο σημεῖο τοῦ διαδρόμου, ὅπου δὲν ὑπῆρχε ἄλλη διέξοδος. Ἀλλὰ ἡ γυναίκα ἐκείνη ἔγινε ἄφαντη απὸ τὰ μάτια τους.
Τὸ Μοναστήρι λειτούργησε μὲ κοινοβιακὸ σύστημα. Ὁ Ἱερὸς Παρθενώνας, πῆρε τὴν ἐπωνυμία τῆς Ἱερῆς Εἰκόνας, δηλαδὴ Παναγία Βοήθεια.
Ὁ Γέροντας ὅμως ἔπρεπε νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὸ Λωβοκομεῖο μετὰ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια προσφορᾶς. Οἱ ποικίλες ὡστόσο συμφορὲς τῆς ζωῆς, ὁ βαθὺς πόνος, οἱ ἀσθένειες καὶ οἱ θλίψεις ὁδηγοῦσαν τοὺς πιστοὺς στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν τὴν βοήθεια τῆς θαυματουργοῦ Εἰκόνας τῆς Παναγίας. Οἱ πιστοί, κουρασμένοι ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς, ἔτρεχαν νὰ πάρουν τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα. Καὶ ὁ παπα-Ἄνθιμος μὲ ἀνεξάντλητη καλωσύνη πρόσφερε σὲ ὅλους πνευματικὴ στήριξη καὶ ὁδηγοῦσε ὅλους στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς. Ἡ Μονὴ στάθηκε τὸ ὀχυρὸ τῶν πνευματικῶν του ἀγώνων, τὸ καταφύγιο πάσης ψυχῆς θλιβομένης, τὸ ἀληθινὸ λιμάνι στὶς τρικυμίες τοῦ βίου καὶ ἄγκυρα ἐλπίδας.
ΙΘ) Ἡ φιλοπατρεία του
Ὁ Ἄνθιμος ὑπῆρξε ταυτόχρονα καὶ φλογερὸς πατριώτης. Ἔζησε μέσα στὴν τυραννία τῆς Τουρκοκρατίας. Γεύτηκε ὅλη τὴν κακὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀλλοτρίων ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς γέννησής του μὲχρι τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Χίου στὶς 11 Νοεμβρίου 1912. Μὲ τὴν συνείδηση, ὅτι εἶναι πατέρας τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ τοῦ νησιοῦ, ὁ Γέροντας Ἄνθιμος συμμετεῖχε καὶ στὸν ἀμυντικὸν ἀγῶνα τῆς Ἑλλάδας τοῦ 1940-1941 μὲ κάθε τρόπο. Τὴν Γερμανικὴ κατοχὴ γνώρισε ἡ Χίος στὶς 4 Μαΐου 1941.
Κατὰ τὴν σκοτεινὴ κατοχὴ τῆς πατρίδας μας ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς καὶ Ἰταλοὺς ὑπῆρξε ἐμψυχωτὴς καὶ συμπαραστάτης στοὺς σκληρὰ δοκιμαζόμενους συμπατριῶτές του. Ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερο, διεφύλαξε καὶ διέσωσε τὴν Ἱερὰ Μονή, τὴν ὁποία οἱ Γερμανοὶ θέλησαν νὰ κάνουν ὁρμητήριό τους, τοποθετώντας πολεμοφόδια στὸ Μοναστήρι.
Ὁ ἁγιασμένος Γέροντας ἱερουργοῦσε μὲ πατριαρχικὴ μεγαλοπρέπεια. Στὸ πρόσωπό του, τὸ εἰρηνικὸ καὶ γαλήνιο, ἀντιφέγγιζε ἡ ὁσία ψυχή του, ἀκτινοβολοῦσε ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή του, ἡ συντροφιά του μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ τὴν Παναγία Δέσποινα. Ἡ Γερμανικὴ Κατοχὴ τερματίστηκε στὶς 10 Σεπτεμβρίου 1944 καὶ στὴν διάρκειά της σημειώθηκαν ἡρωϊκὲς πράξεις ἀντίστασης ἀπὸ μέρους τῶν Χιωτῶν.
Ἡ ἀκτινοβολία τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας τῆς Βοήθειας, γρήγορα ξεπέρασε τὰ ὅρια τοῦ νησιοῦ, ἁπλώθηκε σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα καὶ πιὸ πέρα ἀκόμη, στὴν Ἑλληνικὴ διασπορὰ τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς, τῆς Αὐστραλίας καὶ τοῦ Καναδᾶ.
Κ) Ἄριστος βοτανολόγος
Ὁ Γέροντας ἦταν μιὰ πνευματικὴ παρουσία στὴν Χίο, ποὺ κάλυψε σχεδὸν ἑπτὰ δεκαετίες. Στὸ διάστημα αὐτό, ὅπως ὁ ἴδιος ἐξομολογήθηκε, δὲν χόρτασε οὔτε τὸ ψωμί, οὔτε τὸν ὕπνο.
Δεῖγμα χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔβαλε σκοπὸ τῆς ζωῆς του νὰ δίνει. Νὰ δίνει χωρὶς ποτὲ νὰ ζητᾶ τίποτε, χωρὶς νὰ παίρνει τίποτα.
Ἡ ἰατρική του ἦταν καθαρή, ἐμπειρική, καὶ τίμια. Ὅταν ὑπῆρχαν περιπτώσεις, ποὺ ξέφευγαν ἀπὸ τὰ γνωστά του γιατροσόφια, ἀλλὰ καὶ τὶς εὐχὲς καὶ σταυρώματα, τότε ὁ ἴδιος ἔστελνε τοὺς ἀσθενεῖς στοὺς εἰδικοὺς γιατρούς. Τὰ βότανα τὰ μάζευε ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν ἐξαιρετικὰ πλούσια Χιώτικη χλωρίδα καὶ τὰ φύλαγε μὲ περισσὴ ἐπιμέλεια. Βασικὸς τρόπος θεραπείας, τὸ σταύρωμα καὶ ἡ ἐπίθεση τῶν χεριῶν του πάνω στὸν πάσχοντα, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν βαθιὰ προσευχή. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ἀναμφίβολη γνώση τοῦ Ἄνθιμου γιὰ τὴν χρήση τῶν βοτάνων, ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη ἐκδοχὴ γιὰ τὴν χρησιμοποίησή τους· ἡ ταπείνωση.
Ἤθελε νὰ κρύβει τὰ κατὰ Θεία Χάριν θαυματουργικὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐπεμβάσεών του καὶ ἕνας τρόπος ἦταν τὰ βότανα ἢ τὸ λαδάκι τῆς Παναγίας, ὥστε νὰ μὴν φαίνεται, ὅτι ὁ ἴδιος ἔκανε τὸ θαῦμα, ἀλλὰ ὁ χόρτος τοῦ ἀγροῦ, ὅπως ὁ Ἰησοῦς χρησιμοποίησε πηλὸ ἢ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ.
Ἡ πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ ἦταν ἀνοιχτὴ σὲ ὅλους, Χριστιανούς, Τούρκους ἢ Ἑβραίους. Τοὺς δεχόταν ὅλους καὶ τοὺς ἐφρόντιζε μὲ τὴν ἴδια στοργὴ καὶ ἀγάπη.
ΚΑ) Βαρύτατα ἀσθενής
Ὅμως ὁ χρόνος βαρύς, συσσωρεύθηκε πάνω του. Ἡ μακροχρόνια ἀῤῥώστια τοῦ στομάχου ἔφτασε πιὰ στὸ ἀπροχώρητο. Οἱ δυνάμεις του σταδιακὰ τὸν ἐγκατέλειπαν. Πέρασε πλέον τὰ ὀγδόντα ἑπτά του χρόνια, ἂν καὶ πρὶν δέκα χρόνια ὁ θεράποντας γιατρὸς τῆς Μονῆς εἶχε διαπιστώσει, ὅτι· Ἀνωτέρα Δύναμις συγκρατεῖ στὴν ζωὴ τὸν Γέροντα.
Τὴν πρώτη Ἰανουαρίου τοῦ 1959 ἐτέλεσε τὴν τελευταία του Λειτουργία. Πλῆθος κόσμου εἶχε κατακλύσει τὸν ναό, σὰν νὰ γνώριζε ὅτι ὁ Γέροντας θὰ λειτουργοῦσε γιὰ τελευταία φορά. Στὰ Εἰσόδια τῆς Παναγίας τοῦ 1959 ὁ πολυσέβαστος καὶ ὁλόλευκος Γέροντας ἔχοντας ξεχάσει τοὺς ἐνενῆντα χειμῶνες ποὺ εἶχε περάσει, τέλεσε καὶ σὲ αὐτὴ τὴν τελευταία χρονιὰ τῆς ἐπίγειας ζωῆς του τὴν περιφορὰ τῆς Ἱερῆς Εἰκόνας, ψάλλοντας.
Στὶς 27 Ἰανουαρίου τοῦ 1960, ἦλθε γιὰ τελευταία φορά, ὅπου κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι· εἶπε καὶ ἀσπάσθηκε τὴν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου.
Τὸ πρωὶ τῆς 1ης Φεβρουαρίου τοῦ 1960 κάλεσε στὸ κελλί του τὶς μοναχές, στὶς ὁποῖες καὶ ἀνακοίνωσε ὅτι θὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο. Τὶς παρακάλεσε νὰ μὴν προσεύχονται πιὰ γιὰ τὴν ὑγεία του, γιατὶ ἐλήλυθεν ἡ ὥρα νὰ φύγει γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, καὶ ἔδωσε τὶς τελευταῖες συμβουλές του. Τοὺς τόνισε ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι πάντα ἀγαπημένες μεταξύ τους καὶ νὰ σέβονται τὴν Μονή. Τὶς εὐχαρίστησε, γιατὶ καταδέχθηκαν καὶ ἔγιναν ὑποτακτικές του καὶ ζήτησε συγγνώμη, ἄν ποτὲ τὶς ἐπίκρανε.
-Ὅλη ἡ Χίος νὰ ἔχει τὴν εὐχή μου, τὴν ταπεινὴ εὐχή μου· καὶ ἐὰν παρεπίκρανα κανένα, τοῦ ζητῶ συγχώρεση. Ὅλους τοὺς παρακαλῶ νὰ εὔχονται γιὰ τὴν ἁμαρτωλή μου ζωή.
Ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ἄνθιμος ἔμεινε στο κρεββάτι του, ὑποφέροντας βαρειὰ ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του χωρὶς νὰ δοκιμάζει τροφή, πίνοντας μόνο λίγο νερό, καὶ μεταλαμβάνοντας κάθε μέρα μὲ κατάνυξη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Μὲ τὴν διάδοση τὴς ἀσθένειάς του μεγάλος ἀριθμὸς πιστῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, πηγαινοέρχονταν στὸ Μοναστήρι γιὰ νὰ δεῖ τὸν Γέροντα καὶ νὰ πάρει τὴν εὐχή του. Ὅ Ἄνθιμος ὅλους τοὺς γνώριζε καὶ ἀπὸ ὅλους ζητοῦσε μὲ δακρυσμένα μάτια συγχώρεση. Μία ἦταν ἡ θερμὴ παράκληση σὲ ὅλους· νὰ ἀγαποῦν καὶ νὰ προστατεύουν τὸ Μοναστήρι του.
ΚΒ) Ὁσιακὴ Κοίμηση
Στὶς 15 Φεβρουαρίου τοῦ 1960, πρὶν ὁ ἥλιος ἀνατείλει, ὁ φωστήρας καὶ ποδηγέτης Πατέρας Ἄνθιμος παρέδωκε τὸ πνεῦμά του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, σὲ ἡλικία 91 χρόνων. Κοιμήθηκε τὸν τίμιο καὶ γαλήνιο ὕπνο τοῦ δικαίου. Ὁ θρῆνος καὶ ἡ ὀδύνη τῶν ὀγδόντα καὶ πλέον μοναζουσῶν δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περιγραφεῖ. Πένθιμα διακοσμήθηκε ὅλη ἡ Μονή. Οἱ καμπάνες τοῦ Μοναστηριοῦ σήμαιναν λυπητερά, καὶ θρηνοῦσαν τὸν χαμὸ τοῦ ἱδρυτῆ καὶ κτίτορα. Οἱ θλιμμένες κωδωνοκρουσίες τους ἀνακοίνωναν στὸν Χιακὸ λαό, ὅτι ὁ μέγας εὐεργέτης τους ἐκοιμήθη. Ἀλλὰ καὶ οἱ καμπάνες ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Χίου ἀνήγγειλαν στὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Χίου, τὴν κοίμηση τοῦ στοργικοῦ Πατέρα. Τὸ ἀπόγευμα τῆς 16ης Φεβρουαρίου καὶ ἐνῶ ὁ ἥλιος ἔδυε, ἡ σεβάσμιος σορὸς τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου ἐναποτίθετο σὲ μνημεῖο δίπλα στὸν ναό, κοντὰ στὸ πεύκο ποὺ ὁ ἴδιος φύτεψε. Οἱ ἀραιὲς σταγόνες τῆς βροχῆς καὶ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης τοῦ Χιακοῦ λαοῦ καὶ τῶν πνευματικῶν τέκνων τοῦ Γέροντα πότισαν το χῶμα, ποὺ δέχτηκε τὸ σεπτὸ σκήνωμά του. Τέτοιες Ἅγιες μορφὲς στέλνει κοντά μας ὁ Κύριος γιὰ νὰ μὴν ξεχνᾶμε καὶ ξεμακραίνουμε ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά Του.
ΚΓ) Θαυματουργεῖ ἐν ζωῇ
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος δὲν μᾶς ἄφησε πολλὰ συγγράμματα, γιατὶ δὲν γνώριζε πολλὰ γράμματα. Ἄφησε ὅμως νουθεσίες πολλές, καὶ πολύτιμους λόγους, τοὺς ὁποίους φρόντισαν οἱ μοναχὲς νὰ καταγράψουν, ὅπου φαίνεται ἡ φλογερή του πίστη καὶ ἡ κατὰ Θεὸν σοφία του. Ὅπως ὁμολογεῖται καὶ ἀπὸ τὶς μοναχές, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλους, τόσο στὴν Χίο, ὅσο καὶ ἄλλους εὑρισκόμενους πιστούς, ὁ Ἱερομόναχος Ἄνθιμος μὲ τὴν Θεία Χάρη ἐμφάνισε θαυματουργικὴ δύναμη καὶ ἐνῷ ἀκόμη ἦταν στὴν ζωή.
Ἔτσι λοιπόν, θεράπευσε πληγές, ἔλκη, διάφορα τραύματα, στραμπουλήγματα, φνιδιάσματα (δηλαδὴ πρηξίματα ὅπως τὰ λένε στὴν Χίο). Κατὰ τὴν ὁμολογίας τῆς μακαριστῆς Ἡγουμένης Βρυαίνης, κάθε μέρα ἀπὸ τὸ κελλί του περνοῦσαν ἑξῆντα ἕως ἑβδομήκοντα ἀσθενεῖς, στοὺς ὁποίους ἔδινε πάντα παρηγοριὰ καὶ ἐλπίδα. Ἀναρίθμητα τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου. Τὶς ἀλοιφὲς τὶς ἔφτιαχνε μόνος του. Μὲ ἀφεψήματα βοτάνων καὶ μὲ καταπλάσματα προσέφερε σὲ ὅλους ἀνακούφιση. Γιὰ τοὺς βασανιζόμενους ἀπὸ δαιμόνια καὶ τοὺς ψυχικὰ ἀῤῥώστους εἶχε τοὺς ἐξορκισμούς.
ΚΔ) Μερικὰ ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου
1. Σηκωτὴ πῆραν τὴν Παρασκευὴ Αἰκατερίνη στὸ Λωβοκομεῖο μὲ πρήξιμο στὴν κοιλιά, καὶ κίνδυνο νὰ φτάσει τὸ νερὸ στὴν καρδιά. Ἄταφη νεκρὴ πῆγα κοντά του· εἶπε ἡ ἴδια. Οἱ γιατροὶ τῆς Χίου καὶ ὁ περίφημος γιατρὸς Κουντουρᾶς δὲν πίστευαν στὰ μάτια τους, ὅταν διαπίστωσαν τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας της.
2. Ὁ βουλευτὴς Χίου Ῥοδοκανάκης, στὸν Γέροντα Ἄνθιμο κατέφυγε, ὅταν ὁ γαμπρός του, ὁ ξακουστὸς γιατρὸς Κουντουρᾶς, στάθηκε ἀνήμπορος νὰ τὸν θεραπεύσει καὶ ἀπὸ τότε ὁ Κουντουρᾶς πολὺ σεβόταν τὸν Πατέρα Ἄνθιμο καὶ τοῦ φάνηκε μάλιστα καὶ χρήσιμος. Τὸν ἀθώωσε ὅταν οἱ δημιοί του θέλησαν νὰ τὸν φυλακίσουν γιὰ τὶς γιατρειὲς ποὺ ἔκανε.
3. Ἀπὸ πολυαρθρίτιδα θεραπεύει τὸν νεαρὸ Ἐμμανουὴλ Βακέντη ἀπὸ τὴν Σάμο τὸ 1930, ἐνῶ τὸν φιλοξενοῦσε στὸ κελλί του.
4. Ἀργότερα, τὸ 1966,ἡ Παναγία ἡ Βοήθεια χάρισε ξανὰ τὴν ὑγεία τῆς γυναίκας του, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ ὄγκο στὸ στῆθος.
5. Στὸ Λωβοκομεῖο ἦταν ἀκόμη, ὅταν πῆγε νὰ ἐξομολογηθεῖ ἡ Κυριακὴ Ἀμπατζῆ, γιατὶ ἤθελε νὰ χαλάσει τὸ τέταρτο παιδὶ ποὺ περίμενε. Εἶχε ἦδη τρία κορίτσια καὶ φοβόταν μήπως ἀποκτοῦσε πάλι κορίτσι. Ὁ Γέροντας τὴν ἀπέτρεψε, τὴν στήριξε καὶ τὴν διαβεβαίωσε ὅτι ἦταν ἀγόρι καὶ θὰ τὸ βαπτίσει ὁ ἴδιος.
6. Ἀπὸ βέβαιο πνιγμὸ ἔσωσε τὸν καπετὰν Γιώργη τὸν Λιγνὸ καὶ τὸ πλήρωμά του ἀπὸ τὶς Αἰγνοῦσες, ὁ ὁποῖος ἀσπαζόμενος τον Γέροντα, τοῦ εἶπε εἰς ἐπήκοον ὅλων:
-Ἐκεῖ ποὺ ταξιδεύαμε Γέροντά μου, μᾶς ἔπιασε κυκλώνας…κλάματα, φωνές, ἀπελπισία στὸ πλήρωμα. Παναγία μου Βοήθεια καὶ Ἅγιε Ἄνθιμε, σῶσέ μας ἀπὸ τοῦτο τὸ κακό, φωνάζω. Δὲν θὰ τὸ πιστέψεις Γέροντά μου! Μιὰ ἀόρατος δύναμις ἅρπαξε τὸ ὑπερωκεάνειο ἐκεῖνο σὰν νὰ ἦταν καρυδόφυλλο, τὸ πέταξε στὴν ξηρά, πάνω σὲ ἕνα βουνό, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πάλι τὸ παίρνει καὶ τὸ φέρνει μέσα στὴν θάλασσα σὲ ἄλλο μέρος μακριὰ ἀπὸ τὸν κυκλώνα.
ΚΕ) Θαύματα μετὰ τὴν κοίμησή του ἐν Κυρίῳ
Ὅμως τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου συνεχίζονται καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του.
1. Ἀπὸ βέβαιο θάνατο σώζει τὸ κοριτσάκι τοῦ Αἰμίλιου καὶ τῆς Εἰρήνης Πολίτση ἀπὸ τὸν Κορυδαλλό. Οἱ γιατροὶ τοῦ ἀφαίρεσαν μέρος ἀπὸ τὸ συκώτι μὲ τὴν γνωμάτευση ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα ζωῆς. Τώρα, κάθε καλοκαίρι φέρνουν τὴν μικρὴ Μαρία στὴν Χίο, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὴν Παναγία καὶ τὸν Ἅγιο Γέροντα.
2. Τρεῖς φορὲς ἄνοιξαν τὴν Μαρία Βαμβούρη στὴν κλινικὴ τοῦ Ἀντωνάκου στὸν Πειραιᾶ, γιὰ νὰ τὴν χειρουργήσουν, μὰ ἀπελπισμένοι οἱ γιατροὶ τὴν ἄφησαν. Στὸν ὕπνο της ὅμως ὁ Γέροντας τὴν ἐνθάῤῥυνε νὰ μὴν φοβᾶται. Δὲν θὰ πεθάνεις. Δύο ποτήρια χαμομήλι ἀπὸ θερμός, ποὺ ἔχεις δίπλα σου καὶ μιὰ ἀσπιρίνη θὰ σὲ βοηθήσουν νὰ ξεπρησθεῖς. Εἶχε γίνει σὰν ἀστακός. Οἱ γιατροὶ δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν στὸ θαῦμα!
3. Μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Γέροντα καὶ τὴν θαυματουργὴ δάφνη, ἡ Παναγία χαρίζει ὑγιέστατα καὶ πανέξυπνα παιδιὰ σὲ πολυάριθμα ἄτεκνα ζευγάρια. Γιὰ πρώτη φοράς, ἔχουμε λύση τῆς στείρωσης στὴν Μαρκέλλα Τσίμηλα. Τὴν νύκτα τῆς κηδείας του, ὁ Γέροντας παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο της καὶ τῆς εἶπε νὰ βράσει φύλλα ἀπὸ τὴν δάφνη ποὺ εἶναι γύρω ἀπὸ τὸ φέρετρό του καὶ νὰ πιεῖ τὸ ζουμί της.
4. Σὲ πολλὰ παιδιὰ ποὺ γεννιοῦνται μὲ τὴν θαυματουργὴ δύναμη τοῦ Γέροντα, πίνοντας τὸ ἀφέψημα τῆς δάφνης, ποὺ ὁ ἴδιος φύτεψε στὸ Μοναστήρι, οἱ γονεῖς δίνουν τὸ ὄνομα Ἄνθιμος, Ἀνθίμη.
ΚΣΤ) Κατατάσσεται στὸ Ἁγιολόγιο
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ὁσίου ἔγινε στὶς 3 Σεπτεμβρίου τοῦ 1965, ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρα Ἀνθίμου Ἐπισκόπου Νικομηδείας, ἀλλὰ καὶ ἑορτὴ ἀνακομιδῆς τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Πλῆθος πιστῶν ἦλθαν νὰ ἀσπαστοῦν τὰ Ἱερὰ Λείψανα τοῦ Ἁγίου, τὰ ὁποῖα τοποθετήθηκαν καὶ φυλάσσονται μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα τῆς Μονῆς, δεξιὰ τῆς Ἁγίας Τράπεζας.
Τὸ κελλί του βρίσκεται ἀκριβῶς μπροστὰ στὴν εἴσοδο δεξιὰ μετὰ ἀπὸ τὴν σιδερένια θύρα τῆς Μονῆς. Ἐκεῖ οἱ εὐσεβεῖς προσκυνητὲς μποροῦν νὰ βρεθοῦν στὸν Ἱερὸ Χῶρο, ποὺ ἔζησε ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος, καὶ νὰ προσκυνήσουν τὴν πτωχική του κλίνη, μὲ ὅλα τὰ προσωπικά του ἀντικείμενα, μικρὰ καὶ μεγάλα.
Μὲ τὴν ὑπ᾿ ἀριθμ. 1148 ἀπὸ 14-8-1992 ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος κατετάγη εἰς τὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1993 ἐγκαινιάσθηκε ὁ πρῶτος Ναὸς τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου τοῦ Χίου, ποὺ κτίσθηκε στὴν τοποθεσία ὅπου γεννήθηκε ὁ Ὅσιος, στὰ Λειβάδια τῆς Βροντάδου.
Εἶθε μὲ τὶς πρεσβεῖές του νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς Οὐρανίου Βασιλείας. Αμήν.
Βιβλιογραφία
1. +Βρυαίνης Μοναχῆς Καθηγουμένης τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας Βοήθειας: Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου καὶ θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἀνθίμου τοῦ θαυματουργοῦ· ποιηθεῖσα τῷ 1960. Ἱ. Μ. Παναγίας Βοήθειας, Χίος, 1993.
2. Θεοκλήτου μοναχοῦ Διονυσιάτου: Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος τῆς Χίου ὁ θαυματουργός. Ἱ. Μ. Παναγίας Βοήθειας, Χίος, 1987.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου