ΜΙΚΡΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ
ΣΥΧΝΑ Η ΘΕΙΑ ΧΑΡΗ ΔΙΔΑΣΚΕΙ
Συχνά η θεία χάρη διδάσκει, μέσω απλών ανθρώπων,
αυτά που πρέπει,
σε όσους εμπιστεύονται την πρόνοια του Θεού.
Οι ταπεινοί καταδέχονται να διδάσκονται
και από τους τυχαίους.
Από το Γεροντικό
Ο αββάς Μακάριος έλεγε, πώς όταν ήταν νέος, επειδή κάποτε έπεσε σε ακηδία, βγήκε έξω από το κελλί του, στην έρημο, με τον εξής λογισμό:
«Όποιον κι αν συναντήσεις, ρώτησέ τον κάτι πού θα σε ωφελήσει.
Βρήκε λοιπόν ένα παιδί πού έβοσκε βόδια, και του λέει:
- Παιδί μου, πεινάω. Τι να κάνω;
- Έ, να φας! αποκρίθηκε εκείνο.
- Έφαγα και πάλι πεινάω, είπε ο αββάς.
- Να ξαναφάς, του λέει το παιδί.
- Πολλές φορές έφαγα, και όμως πεινάω πάλι.
Τότε το παιδί τον ρωτάει (με απλότητα):
- Μήπως είσαι γάιδαρος, γέροντα, και γι αυτό θέλεις όλο να τρως;
Ωφελημένος (απ΄ αυτό ο αββάς), σηκώθηκε κι έφυγε.
Ένας γέροντας είπε:
- Προτιμώ να διδαχθώ παρά να διδάξω.
Από το βίο του αγίου Αρσενίου
Ο μέγας Αρσένιος ήταν άνθρωπος μεγάλης παιδείας, τόσο κοσμικής όσο και χριστιανικής. Θα μπορούσαμε να πούμε πώς ξεπερνούσε όλους τους συγχρόνους του σε πολυμάθεια και σε αρετή. Γι αυτό και ο βασιλιάς Θεοδόσιος τον διάλεξε ανάμεσα σε όλους τους τότε (μορφωμένους) ανθρώπους ως παιδαγωγό για τους γιους του Ονώριο και Αρκάδιο. Μολονότι όμως και τόσο μορφωμένος ήταν, αλλά και στη Σκήτη, όπου ασκήθηκε πολύ καιρό, απέκτησε ακόμα περισσότερη θεία γνώση, είχε τόσο μεγάλη ταπείνωση, πού δεν ντρεπόταν να ρωτάει και τους πιο απαίδευτους και να παίρνει από αυτούς κάθε δυνατή ωφέλεια.
Κάποτε ρωτούσε έναν Αιγύπτιο μοναχό και του ζητούσε πληροφορίες γύρω από τους λογισμούς.
Κάποιος, πού τον είδε, παραξενεύτηκε από το γεγονός και ζήτησε να μάθει την αιτία.
- Δεν αρνούμαι, απάντησε εκείνος, πώς είμαι κάτοχος σημαντικής παιδείας.
Ομολογώ όμως ότι δεν έχω μάθει ακόμα ούτε το αλφάβητο αυτού του αμόρφωτου.
Με τον υπαινιγμό εκείνον εννοούσε την κατά Θεόν πράξη και γνώση.
Από το βίο του αγίου Παχωμίου
Ο μέγας Παχώμιος χαιρόταν πολύ, διαπιστώνοντας ότι ο μαθητής του Θεόδωρος ήταν σε όλα συνετός, και ότι, μολονότι νέος, όχι μόνο δεν είχε την (ανώριμη) σκέψη των νέων, αλλά στήριζε στην άσκηση και άλλους, τους πιο αδύνατους.
Καθώς λοιπόν είχαν συνήθεια να συγκεντρώνονται όλοι (οι μοναχοί) κάθε βράδυ σ΄ ένα σημείο της μονής και ν΄ ακούνε τη διδαχή του μεγάλου (Παχωμίου), (κάποια φορά), όταν όλοι είχαν μαζευτεί γι αυτό, προστάζει εκείνος το Θεόδωρο – νέον, όπως είπαμε, όχι πάνω από είκοσι χρονών – να κηρύξει στους αδελφούς το λόγο του Θεού. Κι αυτός αμέσως, χωρίς καμιά αντιλογία ή παρακοή, άνοιξε το στόμα του και τους είπε πολλά ωφέλιμα.
Μερικοί όμως από τους γεροντότερους, βλέποντας αυτό το πράγμα, δεν θέλησαν να τον ακούσουν.
«Θα μας διδάξει αυτός ο αρχάριος;», είπαν μεταξύ τους.
«Δεν θα τον ακούσουμε!». Άφησαν λοιπόν τη σύναξη κι έφυγαν ο καθένας για το κελλί του.
Όταν τέλειωσε η διδασκαλία, ο μέγας (Παχώμιος) έστειλε και τους κάλεσε.
Και μόλις ήρθαν, τους ρώτησε:
- Για ποιο λόγο αφήσατε το κήρυγμα και φύγατε για τα κελλιά σας;
- Καλά, αποκρίθηκαν, έβαλες ένα παιδί να κάνει το δάσκαλο σε τόσους γέροντες, πού πέρασαν μια ζωή μέσα στο μοναστήρι;
Όταν τους άκουσε (ο όσιος), σκυθρώπιασε και αναστέναξε βαθιά.
- Ξέρετε, είπε, από πού άρχισαν να μπαίνουν τα κακά στον κόσμο;
- Από πού; ρώτησαν εκείνοι.
- Από την υπερηφάνεια! Εξαιτίας της «εξέπεσεν έκ του ουρανού ο εωσφόρος, ο πρωί ανατέλλων» και «συνετρίβη είς την γήν» (Ησ. 14:12). Εξαιτίας της κατοίκησε μαζί με τα θηρία και ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ (Δαν. 4:25-30). Η μήπως δεν ακούσατε τι λέει η Γραφή, ότι «ακάθαρτος παρά Θεώ πάς υψηλοκάρδιος» (Παροιμ. 16:5), και ότι «πάς ό υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται και ό ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 14:11); Επειδή λοιπόν δεν τα λογαριάσατε αυτά, νικηθήκατε από το διάβολο και χάσατε όλη σας την αρετή, γιατί η υπερηφάνεια είναι μητέρα και αρχή όλων των κακών. Φεύγοντας, δεν απομακρυνθήκατε από το Θεόδωρο, αλλά χωριστήκατε από το Άγιο Πνεύμα, καθώς στερηθήκατε το λόγο του Θεού. Είστε πραγματικά αξιολύπητοι. Πώς δεν καταλάβατε, ότι ο σατανάς ήταν πού σας παρακίνησε να φτάσετε σ΄ αυτό (το κατάντημα;) Ω, τι παράδοξο! Ο Θεός «εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρις θανάτου» (Φιλιπ. 2:8) για μας, κι εμείς, αν και από τη φύση μας ταπεινοί έχουμε έπαρση! Ο από τη φύση Του υψηλός και άπειρος, πού με το βλέμμα Του και μόνο μπορεί να κατακάψει τα πάντα, έσωσε τον κόσμο με την ταπείνωση, κι εμείς, που είμαστε χώμα και στάχτη και ακόμα πιο τιποτένιοι από αυτά, φουσκώνουμε από υπερηφάνεια, αγνοώντας ότι καταποντιζόμαστε έτσι στα κατάβαθα της γης. Δεν είδατε εμένα, με πόση προσοχή παρακολουθούσα (την ομιλία του Θεόδωρου;) Σας βεβαιώνω, ότι εγώ πάρα πολύ ωφελήθηκα πού τον άκουσα. Γιατί δεν του επέτρεψα να σας κηρύξει για να σας δοκιμάσω, αλλά γιατί ήθελα κι εγώ ο ίδιος να ωφεληθώ. Πόσο περισσότερο λοιπόν εσείς έπρεπε να τον ακούσετε με πολλή ταπεινοφροσύνη; Αλήθεια σας λέω, ότι εγώ, ο εν Κυρίω πνευματικός πατέρας σας, ήμουν κρεμασμένος απ΄ το στόμα του, σαν να μη γνώριζα τη δεξιά και την αριστερή (στράτα). Σας λέω λοιπόν ενώπιον του Θεού, ότι, αν δεν δείξετε πολύ μεγάλη μετάνοια γι αυτό το σφάλμα σας, ώστε να σας συγχωρηθεί η πτώση, θα χάσετε την ψυχή σας, και τούτο γιατί, μετά από αυτή την τόσο κακή αρχή, δεν θα σταματήσετε, ώσπου να φτάσετε στην έσχατη απόφαση της καταδίκης σας.
Με αυτά τα λόγια τους νουθετούσε (ο όσιος) καυτηριάζοντας αρκετά το πάθος της υπερηφάνειας, κι έτσι γιάτρεψε αποτελεσματικά την (πνευματική) αρρώστια τους. Γιατί ήταν και σκληρός, όποτε χρειαζόταν, αλλά και ήπιος πάλι, όταν το καλούσε η περίσταση, άλλοτε ελέγχοντας και άλλοτε παρακινώντας προς το αγαθό εκείνους που αμάρταναν.
Από το βίο του αγίου Εφραίμ
Ο Μέγας Εφραίμ, πού ήταν πάντα αφοσιωμένος σε θεϊκές σκέψεις και σχεδόν ακατάπαυστα είχε νοερά μπροστά στα μάτια του την ημέρα της Κρίσεως και συνεχώς πενθούσε, «εμάκρυνε φυγαδεύων» κι αυτός, όπως ο ψαλμωδός, «και ηυλίσθη έν τη ερήμω» (Ψαλμ. 54:8), αποφεύγοντας κάθε θόρυβο και φασαρία και ζάλη της ζωής. Καθώς λοιπόν πήγαινε από τόπο σε τόπο, για να ωφελήσει και να οικοδομήσει ψυχές – γιατί σ΄ αυτό τον κινούσε το Άγιο Πνεύμα-, άφησε κάποτε την πατρίδα του (Νίσιβη της Μεσοποταμίας) με εντολή του Θεού, όπως ο Αβραάμ (Γεν. 12:1), και ήρθε στην πόλη των Εδεσσηνών, τόσο για να προσκυνήσει τα τίμια λείψανα (του αποστόλου Θαδδαίου) και τους ιερούς τόπους, όσο και για να συναντήσει κάποιον λόγιο άνδρα, πού θα του έδινε καρπό γνώσεως.
Γι αυτό και παρακάλεσε το Θεό:
«Ιησού Χριστέ, Δέσποτα και Κύριε όλων, αξίωσέ με, μόλις θα μπω στην πόλη Έδεσσα, να συναντήσω έναν τέτοιον άνδρα, πού θα είναι ικανός να μιλήσει μαζί μου για την ωφέλεια και την οικοδομή της ψυχής μου».
Μετά από αυτή την προσευχή, καθώς βρισκόταν ήδη στην είσοδο της πόλης και περνούσε την πύλη της, ήταν συλλογισμένος και προσεκτικός και όλος φροντίδα, ψάχνοντας, θαρρείς, για το πώς θ΄ αντάμωνε εκείνον τον άνθρωπο και τι θα τον ρωτούσε και ποια ωφέλεια θα κέρδιζε (από τη συνάντηση αυτή).
Έτσι λοιπόν βάδιζε στην άκρη της πόλης, όταν ξαφνικά τον συναντάει μια γυναίκα, που ήταν μάλιστα πόρνη. Αυτό πάντως ήταν από το Θεό, πού πολλές φορές, μυστικά και ανεξερεύνητα, οικονομεί (τις περιστάσεις, για να πετύχει) από τα (φαινομενικά) αντίθετα πράγματα τα αντίθετά τους.
Ο ιερός Εφραίμ λοιπόν, αφού έτσι ανέλπιστα συνάντησε την πόρνη, στάθηκε αντίκρυ της και την κοίταζε κατάματα, όλος απορία, ενώ η ψυχή του ήταν γεμάτη ένταση και ταραχή, επειδή όχι μόνο δεν είχε πραγματοποιηθεί ό,τι είχε ζητήσει από το Θεό, αλλά το εντελώς αντίθετο. Η γυναίκα πάλι, βλέποντάς τον να την παρατηρεί τόσο επίμονα, ρίχνει κι αυτή επίμονη τη ματιά της επάνω του.
Αρκετή ώρα κοιτάζονταν έτσι μεταξύ τους. Έπειτα ο μεγάλος (Εφραίμ) θέλησε να την κάνει να ντραπεί και ν΄ αποκτήσει τη σεμνότητα πού αρμόζει στις γυναίκες. Και της λέει:
- Τι λοιπόν, κυρά μου; Δεν κοκκινίζεις, έχοντας έτσι καρφωμένα τα μάτια σου επάνω μου;
Μα εκείνη αποκρίθηκε:
- Σε μένα όμως ταιριάζει να σε βλέπω έτσι, γιατί έχω πλαστεί από σένα, από τη δική σου πλευρά. Εσύ, αντίθετα, δεν πρέπει να κοιτάζεις εμένα, αλλά τη γη, από την οποία πλάστηκες.
Όταν ο Εφραίμ άκουσε αυτά τα εντελώς απροσδόκητα λόγια, και τη γυναίκα ευγνωμονούσε πολύ για την ωφέλεια (πού του χάρισε), αλλά και το Θεό ευχαριστούσε θερμά, πού πολλές φορές μπορεί να μας ωφελήσει πολύ περισσότερο με γεγονότα και πρόσωπα πού δεν περιμένουμε, παρά με άλλα που περιμένουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου