ΔΕΙΤΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ
ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟ
ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΒΟΥΛΗ
ΣΤΙΣ 18-5-2013
Σεβασμιώτατοι Πατέρες, ἀγαπητοί
συλλειτουργοί Ἀδελφοί,
Γέροντες καί Γερόντισσες τῶν
Ἱερῶν
Μονῶν, Κύριοι Καθηγηταί, τετιμημένοι προσκεκλημένοι εἰς τήν Ἡμερίδα αὐτή,ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί Χριστιανοί,Κατά πρῶτον, ἐκφράζω τά συγχαρητήριά μου γιά τήν
διοργάνωση τῆς Ἡμερίδας αὐτῆς καί τά εὐχαριστήριά
μου, γιατί μεταξύ τῶν ἄλλων ἱκανῶν καί ἐκλεκτῶν ὁμιλητῶν ἐκλήθη καί ἡ
ταπεινότης μου νά ὁμιλήσω σ᾽ αὐτήν.
Ἁπλᾶ
καί λίγα λόγια θάπῶ καί παρακαλῶ νά τά ἀκούσετε.
1. Τό ἱερό πρόσωπο,
γιά τό ὁποῖο γίνεται λόγος στήν Ἡμερίδα
μας, ὁ Μοναχός
Χριστόφορος ἤ ἁπλᾶ
«Παπουλάκος», ὅπως τόν ξέρει ὁ λαός μας, μέ συγκινεῖ καί τό εὐλαβοῦμαι βαθύτατα ἀπό
τήν ἡλικία τῶν 14 ἐτῶν, ὅταν
ἐδιάβασα τό βιβλίο τοῦ
Κωστῆ Μπαστιᾶ «Ὁ
Παπουλάκος». Γνωρίζω ὅτι μερικοί, ἀκόμη καί ἱερωμένοι,
δέν
ἔχουν καλή γνώμη γιά
τό πρόσωπο αὐτό. Προσωπικά,
καταθέτοντας ἐλεύθερα τήν
πίστη μου, δέχομαι τόν Παπουλάκο ὡς ἕνα γνήσιο ἐργάτη τοῦ
Εὐαγγελίου, ὡς ἕνα
δεύτερο Κοσμᾶ Αἰτωλό, ὡς
μάρτυρα Χριστοῦ, ὡς ἅγιο
πατέρα. Παρά τά ἀκουόμενα μερικῶν ἡ Ἐκκλησία
μας θά ἀνακηρύξει τόν Παπουλάκο ὡς ἅγιο.
Χαιρόμαστε δέ πολύ, διότι ὁ Οἰκουμενικός ἡμῶν Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ἐκφράζεται
μέ θαυμασμό ὑπέρ τοῦ Παπουλάκου καί τόν δέχεται ὡς ὀρθόδοξο
καί ἅγιο κήρυκα.Τά ὀλίγα πού θά πῶ στήν ταπεινή μου ὁμιλία περί τοῦ
Παπουλάκου θά βασίζονται κυρίως στό ἔργο τοῦ Μπαστιᾶ,
τό ὁποῖο,
ἄν καί εἶναι
μέ λογοτεχνική χάρη γραμμένο,ὅμως βασίζεται σέ ἱστορικά γεγονότα. Ὅταν ἤμουν φοιτητής, ἄκουσα τόν ἴδιο
νά λέγει στόν μακαριστό Γέροντα πατέρα Αὐγουστῖνο ὅτι ὁ
παπποῦς του, σέ μικρή ἡλικία,γνώρισε προσωπικά τόν Παπουλάκο, ἐμπνεύστηκε ἀπό τήν
μορφή του, γνώρισε πάρα πολλά γι᾽ αὐτόν καί ὅλα
ὅσα ἔμαθε
τά κατέθεσε ἀργότερα στόν ἐγγονό του Κωστῆ Μπαστιᾶ. Ἔτσι, στό βιβλίο αὐτό τοῦ μακαριστοῦ καί εὐσεβεστάτου
λογοτέχνου δίνουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, γιατί καταθέτει μαρτυρίες αὐτόπτου καί αὐτηκόου
μάρτυρος καί μαρτύρων.
2. Τό θέμα πού μοῦ ἀνετέθη ἀπό
τήν σεβαστή ἐπιτροπή εἶναι «Τό πέρασμα τοῦ
Παπουλάκου ἀπό τήν
Γορτυνία». Ἐπιθυμῶ ὅμως,
προτοῦ εἰσέλθω
στό θέμα μου, νά πῶ ὀλίγα τινά, λίαν σημαντικά περί αὐτοῦ,
τά ὁποῖα
ἐκφράζουν τήν ἁγιότητά του καί τήν ὀρθοδοξία του,
γιά νά πῶ ἔπειτα ὅτι ὅλα αὐτά
τά ἅγια χαρίσματά του τά παρουσίασε καί τά ἔδωσε
κατά τήν διακονία του στήν Γορτυνία.
Ὁ μοναχός πατήρ
Χριστόφορος Παπουλάκος, ἀγαπητοί μου, εἶχε σέ πληρότητα τά
χαρακτηριστικά τοῦ ὀρθοδόξου ἱεροκήρυκα.
Τό κήρυγμά του συνδυαζόταν μέ τήν ἄσκηση, μέ τήν προσευχή, μέ τήν ταλαιπωρία καί τόν διωγμό στίς
περιοδεῖες του. Γιά μᾶς σήμερα τό κήρυγμα εἶναι ἄνετο. Ἀλλά
λέγει κάπου ὁ Χρυσόστομος «κήρυγμα ὁδεῦον
διά πάσης ἀνέσεως, οὐκ ἔστι
κήρυγμα». Καί πάλι ὁ ἴδιος Πατέρας λέγει: «Τό κήρυγμα δεῖται ἀνδρός γενναίου,
φερεπόνου καί ἑτοίμου πρός θάνατον»! Αὐτό ἦταν
ὁ Παπουλάκος! «Φερέπονος» ἱεροκήρυκας
καί «ἕτοιμος πρός θάνατον» γι᾽ αὐτό
πού κήρυττε. Τό κήρυγμά
του τό ξεκίνησε ἀπό
τόν πόνο γιά τήν ἀποστασία τοῦ λαοῦ
ἀπό τόν Θεό, γιά τά παρατηρούμενα ἁμαρτήματά
του, ἀκόμη δέ καί γιά τά ἐγκλήματά του. Ἀκριβῶς αὐτή
ἦταν καί ἡ αἰτία πού ἔβγαλε
ἀπό τό μοναχικό κελλί τοῦ Ἁγίου
Ὄρους τόν ἅγιο μοναχό Κοσμᾶ Αἰτωλό καί τόν ἔρριξε στήν περιπέτεια τοῦ ἐργάτου
τοῦ Εὐαγγελίου
μέ τέλος τόν ἀπαγχονισμό του.
Ὁ Παπουλάκος, σάν
κήρυκας, δέν εἶχε ὁρισμένο τόπο διαμονῆς, δέν εἶχε καλομα-
γειρεμένο φαγητό. Τό κρεμασμένο στόν ὦμο του ταγάρι εἶχε μέσα
λίγα κομμάτια
ψωμί μπομπότα, ἐλιές
καί σταφίδες. Αὐτό ἦταν τό καθημερινό του φαγητό, καί ὅ,τι ἄλλο πρόσφερε ἡ φύση. Μέ ἕνα
ραβδί στό χέρι περιόδευε πόλεις καί χωριά – ἰδιαίτερα τά χωριά – καί κήρυττε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Θυμᾶμαι ἐδῶ ἕνα
δίστιχο, πού μᾶς ἔλεγε συχνά ὁ πατήρ Αὐγουστῖνος,
προτρέποντάς μας νά μήν εἴμαστε
καλοπερασάκηδες, ἀλλά νά γίνουμε
γνήσιοι ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου
μέ «ἕνα βαρύ σταυρό, κομμάτι κρίθινο ψωμί καί μακρυνόνε δρόμο»! Τό δίστιχο αὐτό ἐφαρμόζεται
ἀπόλυτα στόν Παπουλάκο. Τό κήρυγμά του ἦταν
ἁπλό, καταληπτό γιά τόν λαό. Ἦταν σάν τό κήρυγμα τοῦ πατρο-Κοσμᾶ, σάν τό κήρυγμα ἐκεῖνο τῶν ἁγίων
ψαράδων τῆς Γαλιλαίας. Δηλαδή ἦταν κήρυγμα πού ἔδινε «κατήχηση». Συγχρόνως ὅμως ἦταν
καί κήρυγμα ἐλεγκτικό.
Χτυποῦσε τά μίση καί
τίς ἔχθρες μεταξύ τῶν χριστιανῶν
καί κήρυττε τήν ἀγάπη.
Ἤλεγχε τούς
πλούσιους γιά τήν ἀσπλαγχνία τους. Αὐτοί καλοπερνοῦσαν,
ἐνῶ
ὁ λαός πεινοῦσε καί πέθαινε
τό παιδί τοῦ πτωχοῦ γιά μία κούπα γάλα. Ἤλεγχε τίς κλοπές τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά
καί τά λάθη τῶν ἀφεντάδων. Ἰδιαίτερα
χτυποῦσε τό μοντερνίζον πνεῦμα, πού ἄρχισε ἀπό
τότε νά ἔρχεται στήν χώρα μας μέ τήν ἔλευση τοῦ
ξένου καί καθολικοῦ στήν πίστη
βασιλιᾶ, τοῦ Ὄθωνα. Αὐτό ἦταν
τό λάθος μας ἀπό τήν ἀρχή,ἀδελφοί μου
χριστιανοί: Τό ὅτι δέν πήραμε τόν
Μακρυγιάννη ἤ τόν Κολοκοτρώνη νά τόν κάνουμε βασιλιά, ἀλλά
φέραμε ἕναν ξένο στήν πίστη νά
κυβερνήσει τόν ὀρθόδοξο τόπο μας. Καί ἐνῶ ἄλλοι
μεγαλοσχήμονες κληρικοί δέν τολμοῦσαν
νά ἐκφέρουν λόγο
ἐναντίον του, ὁ Παπουλάκος, ἕνας
ἁπλός καί ἀγράμματος μοναχός, ἀλλά
δυναμωμένος μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶπε τόν Ὄθωνα
«ψωριασμένο πρόβατο, πού θά ψωριάσει ὅλη τήν Ἑλλάδα»!
Τό ὅτι αὐτό τό κήρυγμα τοῦ Παπουλάκου ἦταν εὐλογημένο ἀπό
τόν Θεό φαίνεται
ἀπό τά θαυμαστά του ἀποτελέσματα: Μετά ἀπό ἕνα κήρυγμά του πού
μιλοῦσε γιά
τήν κλοπή
καί τήν ἔχθρα, οἱ χριστιανοί ἐπέστρεφαν τά κλοπιμαῖα, καί τήν βελόνα
ἀκόμη! Καί οἱ ἐχθρευόμενοι
καί ἕτοιμοι γιά σκοτωμό ἄνθρωποι ἀγκαλιάζονταν
καί
φιλοῦνταν σάν ἀδέλφια. Ἀκόμη
ἔχουμε καί τήν συγκινητική μαρτυρία ὅτι φονιάδες πήγαιναν στό νεκροταφεῖο
καί γονάτιζαν στόν τάφο τοῦ συγχωριανοῦ τους πού σκότωσαν καί τοῦ ζητοῦσαν μέ δάκρυα συγγνώμη. Γενικά ἕνα κήρυγμα τοῦ
Παπουλάκου ἔντυνε φτωχούς, ἔτρεφε πεινασμένους, μόνιαζε ἐχθρούς, ἔκανε
ἀγαπημένα τά χωριά καί ἔβαζε τούς
κατοίκους ὅλους στοῦ Θεοῦ
τήν στράτα. Ἀλλά καί ὁ λαός ἀνταποκρiνόταν μέ εὐγνωμοσύνη
στόν ἅγιο κήρυκα τοῦ Θεοῦ.
Τόν προσκαλοῦσαν οἱ ἴδιοι
γιά κήρυγμα στά χωριά τους. Καί ὅταν
ὁ Παπουλάκος πήγαινε γιά κήρυγμα, ὅλοι οἱ
κάτοικοι ἔβγαιναν μέ λάβαρα,
μέ εἰκόνες καί μέ θυμιατά γιά νά τόν ὑποδεχτοῦν.
Σταυροκοπιοῦνταν στό πέρασμά
του, σπρώχνονταν νά τόν ἀγγίξουν γιά νά
πάρουν τήν χάρη του, ἀκόμη δέ καί ἔκοβαν τεμάχια ἀπό
τό ράσο του γιά φυλαχτό!
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι
σέ κάποια περίοδο ἡ Ἱερά Σύνοδος δέν ἐπέτρεψε στόν Παπουλάκο νά κηρύττει. Ἀλλά αὐτό ἦταν
φυσικό ἀναμενόμενο, ὅταν στόν τόπο μας ἐπικρατοῦσε τό πνεῦμα τοῦ φιλοπαπικοῦ
Θεοκλήτου Φαρμακίδη, ὁ ὁποῖος
γιά τόν Παπουλάκο εἰδικά ἔλεγε «κι ὁ
ἅγιος φοβέρα θέλει»! Ὁ λαός ὅμως
ἔκρινε καλύτερα ἀπό τούς τοιούτους ρασοφόρους, οἱ
ὁποῖοι
ἐπηρεάζονταν ἀπό τό ξενικό πνεῦμα, ἐνῶ αὐτός, μέ κήρυκα τόν Παπουλάκο, κράτησε πιστά τήν γραμμή τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ
᾽21, τήν καθαρή ὀρθόδοξη
γραμμή τῶν Πατέρων.
3. Ἐρχόμενος τώρα
στό θέμα μου, «Ὁ Παπουλάκος στήν
Γορτυνία», ἐπαρχία πού
ὑπηρετῶ μαζί μέ τήν Μεγαλόπολη, λέγω ὅτι ὁ
κήρυκας αὐτός τοῦ Χριστοῦ, πέρασε
ἀπό τήν Γορτυνία, μέ
ὅλα τά παραπάνω χαρακτηριστικά, ὅπως τόν παρουσίασα, καί ἔκανε θαυμαστή ἐντύπωση, μέ θαυμαστά ἐπίσης ἀποτελέσματα. Θά ἀναφέρω μόνο δύο περιστατικά καί τελειώνω τόν λόγο μου:
(α) Διάβαζα ἀπό
μικρός, καί πάλι ξαναδιάβαζα μέ δάκρυα, γιά ἐκεῖνο τό ρέμα πού πάει ἀπό τά Λαγκάδια
στήν Ἀλωνίσταινα. Ὅταν, μέ τήν ἐντολή
καί εὐχή τῆς Ἐκκλησίας, ἦλθα στήν ἐπαρχία αὐτή
γιά νά τήν ὑπηρετήσω, ζήτησα νά μάθω
καί νά δῶ ποιό εἶναι αὐτό τό ρέμα. Ἦταν,
χριστιανοί μου, μιά φοβερή χειμωνιάτικη βραδιά, πού τήν τρέμει ὁ
λογισμός, ὅταν ὁ Παπουλάκος πέρασε τό ρέμα αὐτό.
Ἔφυγε ἀπό
τά Λαγκάδια μέ δυνατό χιονιά, προχωρώντας πρός τήν Ἁλωνίσταινα. Ὄχι
μόνο τό χιόνι πού ἔπεφτε καί ἡ παγωνιά, ἀλλά
καί ὁ ἀέρας
πού φυσοῦσε, τόν χτύπαγε κατά πρόσωπο καί τόν στράβωνε. Ἀλλ᾽ αὐτός
προχωροῦσε, γιατί ἤθελε νά πάει στήν ῾Αλωνίσταινα νά κηρύξει τόν λόγο τοῦ
Θεοῦ. Περπατοῦσε, ὅταν ἕνα φύσημα τοῦ
ἀέρα ἔφερε στά αὐτιά του ἕνα παράξενο βογγητό. Ἦταν μιά κοπέλλα, ἡ Ἀρετή ἀπό
τήν Ἁλωνίσταινα, πού συνέλαβε παράνομα καί, φοβούμενη μήν τήν σφάξει
τό θεριό ὁ ἀδελφός της, ὁ Σαράντης τοῦ Μαγουλᾶ
μέ τὄνομα, κατέφυγε στό ρέμα νά
γεννήσει. Ἐκεῖ τήν βρῆκε ὁ Παπουλάκος, πηγαίνοντας γιά τήν Ἁλωνίσταινα. Τήν βρῆκε νά βογγάει καί νά θέλει νά πνίξει τό μωρό της καί ἔπειτα ἡ ἴδια νά αὐτοκτονήσει.
Εἶναι συγκινητικός ὁ διάλογος – τό
κήρυγμα καλύτερα – πού ἔκανε ὁ Παπουλάκος μέ τήν γυναίκα ἐκείνη τή χειμωνιάτικη νύχτα στό ρέμα τῆς Ἁλωνίσταινας.
Τελικά ὁ ἅγιος
κήρυκας τοῦ Χριστοῦ ἔπεισε τήν γυναίκα νά τόν ἀκολουθήσει μέ τό μωρό της, γιά νά τήν κρύψει καί νά τήν σώσει. Καί ὄχι
μόνο αὐτό, ἀλλά στήν Ἁλωνίσταινα
πού πῆγαν κατάφερε ὁ Γέροντας, μέ τόν
παπά-Νήφωνα τοῦ χωριοῦ, στό κήρυγμά του νά βρίσκεται καί ὁ Σαράντης. Ἦταν ἕνα κήρυγμα, ὅπως
τό διασώζει ὁ Μπαστιᾶς, κήρυγμα πού ἔλεγε νά μήν καταδικάζουμε τόν ἁμαρτωλό
γιά τίς πράξεις του, ἀλλά νά εἴμαστε συμπαθεῖς
σ᾽ αὐτόν καί νά ἐξετάζουμε
τούς ἑαυτούς μας, μήπως καί ἐμεῖς
φταῖμε γιά τό κατάντημα τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Καί ἀκόμη περισσότερο εἶπε ὁ
Γέροντας νά ἐξετάζουμε τήν δική μας ἁμαρτωλότητα,
γιατί, ἀφοῦ καί ἐμεῖς βαρυνόμαστε μέ κρίματα, πῶς κατακρίνουμε καί πετροβολοῦμε
τόν ἄλλον γιά τά ἁμαρτήματά του; Τά εἶπε καί τά ἀνέπτυξε αὐτά μέ χάρη ὁ φωτισμένος κήρυκας Παπουλάκος στό κήρυγμά
του ἐκεῖνο στήν Ἁλωνίσταινα.
Καί ξέρετε, χριστιανοί μου, ποιό ἦταν
τό ἀποτέλεσμα; Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι τό θεριό ὁ
Σαράντης, μετά τό κήρυγμα πού ἄκουσε, ἐμφανίστηκε στήν ἀδελφή του τήν Ἀρετή, πού τόν φοβόταν μήν τήν σφάξει, καί,
παρόντος τοῦ Παπουλάκου, εἶπε: «Ἦρθα, παπούλη, νά παρακαλέσω τήν Ἀρετή νά μέ σχωρέσει, γιατί θά μισέψω πολύ μακρυά καί δέ θά μέ ματαδεῖ κανείς». «Καί ποῦ θά πᾶς, Σαράντη;»,τόν ρώτησε ὁ
Παπουλάκος. «Στήν Στεμνίτσα, στό μοναστήρι τοῦ
Προδρόμου», εἶπε ὁ Σαράντης. Ἀκούμπησε τότε ἕνα
κομπόδεμα στό τραπέζι, εἶπε τό «σχωρᾶτε με καί ὁ Θεός σχωρέσει σας»
καί ἔφυγε. Τέτοιο θαυμαστό ἀποτέλεσμα
εἶχε τό ἕνα
καί μόνο κήρυγμα τοῦ Παπουλάκου στήν Ἁλωνίσταινα. Ἔσωσε τήν ἁμαρτωλή
Ἀρετή μέ τό μωρό της ἀπό θάνατο καί ἔσωσε καί τήν ψυχή τοῦ ἀδελφοῦ
της Σαράντη ἀπό ἀδελφοκτονία καί αἰώνια
κόλαση. Αὐτά εἶναι τά κηρύγματα
πού κάνουν οἱ ἅγιοι! Κηρύγματα μέ θαυμαστά ἀποτελέσματα, γιατί ἔχουν τήν Χάρη
τοῦ Θεοῦ
καί γιατί οἱ ἴδιοι εἶναι χαριτωμένοι
καί θεοφόροι ἄνδρες.
(β) Ἕνα ἄλλο θαυμαστό συμβάν διασώζεται γιά τόν Παπουλάκο
στά Τρόπαια τῆς
Γορτυνίας. Ἦταν πάλι
βαρυχειμωνιά, ὅταν ἐπισκέφτηκε τόν τόπο αὐτό καί εἶχε πέσει καί θανατικό στούς κατοίκους. Οἱ ἄνθρωποι ἦταν ὅλοι
κλεισμένοι στά σπίτια τους καί στά χιονισμένα σοκάκια τοῦ
χωριοῦ ὁ
Παπουλάκος δέν συνάντησε κανένα. Περνώντας ὅμως μπροστά ἀπό ἕνα
φτωχικό, τό σπίτι τοῦ Κάλφα, ἄκουσε κλάματα καί βογγητά, καί μπῆκε
μέσα στό σπιτικό. Σ᾽ ἕνα στρωσίδι ἦταν
ξαπλωμένο ἕνα παιδί ὡς ὀκτώ χρονῶν
καί δίπλα ἡ μάνα του. «Ἡ εὐλογία
τοῦ Θεοῦ
σ᾽αὐτό
τό σπίτι», εἶπε ὁ Παπουλάκος καί προχώρησε
πρός τό ἄρρωστο παιδί. Τό σταύρωσε καί
εὐχήθηκε νά γίνει καλά. Τό παιδί ἔσβηνε,
γιατί δέν εἶχε τί νά φάει. Ἦταν ἀνάγκη
νά πιεῖ γάλα, ἀλλά ἡ φτωχή οἰκογένεια
δέν εἶχε νά τοῦ δώσει. Γάλα εἶχε ὁ πλούσιος Ἀνδρέας
ὁ Βυτινιώτης, ἀλλά αὐτός ἦταν
ἄσπλαγχνος, ἦταν ὁ πιό φοβερός
τοκογλύφος, ἦταν ὁ πιό «σπαγγοραμμένος», πού δέν ἔδινε
«οὔτε τοῦ
ἀγγέλου του νερό», ὅπως λένε στά χωριά μας. Μιά καί δυό ὁ
Παπουλάκος κίνησε γιά τό σπίτι τοῦ
Βυτινιώτη Τόν βρῆκε να καπνίζει ναργιλέ. Ὁ
Βυτινιώτης, ὅταν εἶδε μπροστά του τόν καλόγερο, κατάλαβε ὅτι ἤθελε νά τοῦ ζητήσει χρήματα γιά βοήθεια καί τοῦ εἶπε
μέ ἀσέβεια: «Φύγε ἀπό ᾽δῶ,
βρωμοκαλόγερε! Ποιός σοῦ
εἶπε ὅτι
θά δουλεύω ἐγώ, γιά νά ταΐζω τά
λιγδιασμένα ράσα;». Ὅταν εἶδε τό φέρσιμό του αὐτό ὁ Παπουλάκος τοῦ εἶπε:
«Ἦρθα νά σοῦ πῶ,ὅτι ἀπόψε τή νύχτα θά πεθάνεις. Καί ἀπό ὅσα
ἔχεις, δέν θά πάρεις τίποτε μαζί σου γιά τόν ἄλλο κόσμο,
παρά μόνο τά κρίματά σου». Ὅταν ἄκουσε γιά θάνατο ὁ Βυτινιώτης, πού τόν φοβόταν, γιατί ἦταν ἄρρωστος, εἶπε στόν Παπουλάκο: «Νά φᾶς τή γλώσσα σου, μ᾽ ἁλάτι, γρουσούζη καλόγερε! Γκρεμίσου ἀπό ᾽δῶ». Παρά ταῦτα,
ὁ Βυτινιώτης ἄρχισε νά
τρέμει ἀπό τήν προφητεία τοῦ Παπουλάκου καί τόν ρώτησε:
«Τοῦ λόγου σου, ποῦ τό ξέρεις αὐτό
τό μαῦρο μαντᾶτο;». «Μοῦ τό εἶπε ἡ
ὄψη σου, ὅταν σ᾽ ἀντίκρυσα.
Θά πᾶς γιά μεγάλο ταξίδι, Ἀνδρέα, καί ἑτοιμάσου
μέ μετάνοια.Εἶσαι κριματισμένος.
Εἶσαι φονιάς!», τοῦ ἀπάντησε
ὁ Παπουλάκος. «Φονιάς, ἐγώ;
Οὔτε Τοῦρκο δέν ἔχω
σκοτώσει!». «Τοῦρκο, τό ξέρω, δέν
σκότωσες, ἀφοῦ τἄχεις ταιριασμένα μαζί τους καί ρουφᾶς
μ᾽ αὐτούς
τό αἷμα τῶν
χριστιανῶν», τοῦ εἶπε ὁ Παπουλάκος. «Ποιόν σκότωσα καί εἶμαι
φονιάς;», ξαναρώτησε ὁ Ἀνδρέας Βυτινιώτης.
Καί ὁ Παπουλάκος τοῦ εἶπε:
«Τό παιδί τοῦ Κάλφα πεθαίνει. Δέν ἔχει γάλα νά πιεῖ. Καί ἀφοῦ ἐσύ
δέν τοῦ δίνεις τά μέσα γιά νά ζήσει, εἶσαι φονιάς! Μετανόησε γιά τήν ἀσπλαγχνία σου, ζήτα
συγγνώμη ἀπό τόν Θεό, γιατί ἐκεῖ
πού θά πᾶς ἀπόψε δέν ἔχει πέραση ἡ περιουσία
σου καί τά πολλά σου πλούτη. Ἀπόψε τή
νύχτα θά πεθάνεις».
«Μπά! Κακό χρόνο νἄχεις,
καλόγερε τοῦ Σατανᾶ! Ἐσύ
βάλθηκες νά μέ πεθάνεις μέ τό στανιό», τοῦ εἶπε ὁ
Βυτινιώτης. Φοβήθηκε ὅμως ὁ ἄσπλαγχνος
πλούσιος ἀπό τά λόγια τοῦ Γέροντα
Παπουλάκου καί γι᾽ αὐτό πῆρε
λίγα λεπτά καί τά ἔδωσε σ᾽ αὐτόν γιά τό ἄρρωστο παιδί
τοῦ Κάλφα. Ὁ Παπουλάκος δέν τά πῆρε
καί τοῦ εἶπε:
«Αὐτό λέμε τόση ὥρα, Ἀνδρέα; Δέν θέλω τά λεπτά. Θέλω νά
μετανοήσεις, γιά νά σωθεῖ ἡ ψυχή σου. Ὁ Χριστός
καί ἡ Παναγία θά φροντίσουν γιά τό ἄρρωστο παιδί. Καί ἄν πεθάνει ὁ γιός τοῦ Κάλφα, θά τόν σηκώσουν οἱ ἄγγελοι
καί θά πάει στόν Παράδεισο. Ἐσένα ὅμως θά σέ σέρνουν ὅλοι οἱ διάολοι τῆς κόλασης καί θά καίγεσαι σ᾽ αὐτήν στόν αἰῶνα τόν ἅπαντα. Μετανόησε, σοῦ λέγω, γιά νά σωθεῖς».
Χωρίς ἄλλη κουβέντα ὁ Παπουλάκος ἔφυγε ἀπό
τό σπίτι τοῦ Βυτινιώτη καί ξαναγύρισε
στό σπίτι τοῦ Κάλφα. Ἐκεῖ εἶχε
ἔρθει ἕνα τσοπανόπουλο, ὡς εἴκοσι χρονῶν,
πού εἶχε τά πρόβατά του ἔξω ἀπό τά Τρόπαια, στό δρόμο πού πήγαινε γιά τά
Λαγκάδια. Ὅπως εἶπε τό παλληκάρι αὐτό στόν
Γέροντα, ἐκεῖ πού λαγοκοιμόταν, τοῦ
παρουσιάστηκε μιά Γυναίκα, ντυμένη στά κάτασπρα, καί τοῦ εἶπε: «Γιόμισε γρήγορα
μιά καρδάρα γάλα καί κουβάλησέ το, χωρίς νά ἀργήσεις,
στοῦ Κάλφα τό σπίτι. Κάθε δυό μέρες νά
τοῦ πηγαίνεις γάλα καί τυρί καί ξινόγαλο, ὥσπου νά γιάνει τό παιδί του». Ὁ
Παπουλάκος
ἀγκάλιασε τό
Τσοπανόπουλο κλαίγοντας καί γονάτισε καί προσευχήθηκε πολλή ὥρα στό προσκέφαλο τοῦ
παιδιοῦ. Τό παιδί ἤπιε γάλα καί ἀνασηκώθηκε
λίγο στά στρωσίδια καί φίλησε τό χέρι τοῦ
Γέροντα κι ἔλεγε πώς ἤθελε τόν Παπούλη νά μείνει κοντά του. Ἐδῶ ὅμως, χριστιανοί μου, θέλω νά σταθῶ καί νά σχολιάσω λίγο αὐτό πού μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἀπό
ὅσα εἶπα:
Ὁ Παπουλάκος δέν δέχτηκε τά χρήματα ἀπό τόν ἀμετανόητο
Βυτινιώτη. Θυμᾶμαι τώρα τόν ἅγιο Κοσμᾶ
τόν Αἰτωλό, πού στά χρόνια του ἕνας πλούσιος
τοκογλύφος, πού τά εἶχε καλά μέ τόν
κατακτητή, ἀλλά ἤθελε νά τἄχει καλά καί μέ
τόν Ἅγιο, τοῦ ἔστειλε μία μεγάλη
κούπα μέ γάλα, γιά νά πιεῖ. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὅμως
δέν τό δέχτηκε καί εἶπε: «Δέν θέλω ἀπό τά κλεμμένα»! Σ᾽ αὐτήν τήν γραμμή βάδιζε κι ὁ
Παπουλάκος καί δέν δέχτηκε τά χρήματα τοῦ
Βυτινιώτη.
Γιά τόν Βυτινιώτη δέ ἔχω
νά πῶ ὅτι
ἔγινε ὅπως
τά προφήτεψε ὁ ἅγιος Γέροντας, ὁ
μοναχός Χριστόφορος Παπουλάκος. Τή νύχτα ὁ ψυχογιός τοῦ
Βυτινιώτη ἄνοιξε τό
παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ καί φώναξε δυνατά καί οὔρλιαζε: «Τρέξτε, χριστιανοί! Πέθανε ὁ ἀφέντης μου, πέθανε ὁ κυρ-Ἀνδρέας. Τρεχᾶτε, χριστιανοί»! Καί οἱ Τροπαιᾶτες
ἀπάντησαν: «Πέθανε ἡ ὀχιά, πού μᾶς
ἔτρωγε! Νά τόν πετάξουμε στούς λύκους
καί στά κοράκια», ἔλεγαν ἄλλοι.
4. Θέλω τώρα, ἀγαπητοί
μου, μέ λίγα λόγια νά ἀναφερθῶ καί στό κήρυγμα τοῦ
Παπουλάκου στά Τρόπαια, ἐκείνη
τήν ἡμέρα τῆς ἐπισκέψεώς του στό
χωριό αὐτό.
Καί θέλω νά τό κάνω αὐτό,
γιατί εἶναι σχετικό τό κήρυγμα τοῦ ἁγιασμένου
κήρυκα μέ τήν σημερινή οἰκονομική
κρίση τῆς πατρίδας μας. Οἱ καμπάνες στίς Ἐκκλησιές στά Τρόπαια σήμαναν καί οἱ
κάτοικοι, παρά τό χιόνι, μαζεύτηκαν στήν Ἐκκλησιά γιά νά ἀκούσουν τόν
κήρυκα. Ὁ Παπουλάκος τούς μίλησε, ὅπως ἔπρεπε,
μέ ἀληθινή ἀλλά καί σκληρή
γλώσσα. «Ὁ Θεός – τούς εἶπε – ἔχει
γυρίσει τό πρόσωπό Του ἀπό τά Τρόπαια καί γι᾽ αὐτό ἔπεσε
τόσο θανατικό καί τόση φτώχεια σέ σᾶς. [Πές,
ἅγιε Παπουλάκο μου, καί γιά οἰκονομική
κρίση, γιά νά ἔρθουμε στά σημερινά
πράγματα.]
Καί ἅμα ὁ Θεός σηκώσει τό μάτι Του ἀπό ἕναν
τόπο, ἐκεῖ
στήνει τό βασίλειό του ὁ
Σατανᾶς. Καί μάθετε
πώς ὁ Διάβολος ἔχει κυκλώσει ἀπό ὁλοῦθε
τά Τρόπαια καί οὔτε χαΐρι, οὔτε προκοπή
θά δεῖτε, ἄν δέν πέσετε σέ βαρειά νηστεία καί προσευχή καί ταξίματα. Κι ἡ προκοπή
πού ἔχω ἐγώ
στό νοῦ μου, δέν εἶναι ἐκείνη
πού βάζετε ἐσεῖς μέ τό χαλασμένο μυαλό σας, προκοπή σέ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά προκοπή σέ πράγματα ἁγιοτικά,
προκοπή στό θέλημα τοῦ Χριστοῦ μας... Μετανοῆστε,
ἀδελφοί μου, καί γυρίστε στόν δρόμο τοῦ
Χριστοῦ. Ἄντρες,
πού εἶστε κυριευμένοι ἀπό τό πιοτό καί γυναῖκες μέ τά ἀσημικά καί τά ἄλλα
στολίδια τῆς ἁμαρτίας, μετανοῆστε! Μή ζητᾶτε τά πλούτη. Ὅποιος σᾶς
λέει πώς τό πολύ βιός εἶναι εὐλογία Θεοῦ
σᾶς ξεγελάει. Τό χρυσάφι εἶναι
μεγάλη ἁρματωσιά τοῦ Σατανᾶ
καί αὐτός σμπρώχνει τόν ἄνθρωπο στό ψέμα, στήν κλεψιά, στή μοιχεία, στήν ἀπονιά καί στόν φόνο. Μάθετε, Τροπαιᾶτες, πώς σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι
ἡ δόξα τοῦ
Κυρίου. Φροντίστε γιά τό τίμιο ψωμί σας καί ρίξτε ὅλη σας τήν
ἔγνοια γιά τήν ψυχή σας. Τότες μόνο θἄστε χαρούμενοι καί ἀνάλαφροι, σάν τούς ἀγγέλους. Ὅπου
καί ἄν εἶστε
καί ὅπου καί ἄν δουλεύετε, νά ἔχετε πάντα τό νοῦ σας γυρισμένο στό Θεό καί οὔτε στιγμή νά μήν ξεμακραίνετε ἀπό Αὐτόν... Κάποτε
σταθήκατε ὅλοι σας καί κλέφτες καί ψεῦτες καί μοιχοί, μπορεῖ καί
φονιάδες. Πασχίστε τώρα μέ τήν προσευχή καί τήν μετάνοια νά
κερδίσετε τό ἔλεος τοῦ Κυρίου». Κανένα
δέν χάιδεψε ὁ Γέροντας μέ παινέματα, ἀλλά χτύπησε δυνατά τήν ἁμαρτία στά
Τρόπαια.
Καί ποιό νομίζετε, χριστιανοί μου, ὅτι ἦταν τό ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ
κηρύγματος
τοῦ Παπουλάκου στά
Τρόπαια; Στά Τρόπαια ἦρθε ἡ Χάρη τοῦ
Θεοῦ, μετά ἀπό αὐτό τό κήρυγμα, καί οἱ
Τροπαιάτες ἔγιναν καλοί χριστιανοί,
πρότυπο μάλιστα τῶν ἄλλων κατοίκων τῆς
Γορτυνίας. Ἀκοῦστε: Κάμποση ὥρα μετά ἀπό τό κήρυγμα τοῦ Παπουλάκου στά Τρόπαια μιά γυναίκα κουκουλωμένη στό κεφάλι
δρασκέλισε τό σοκάκι καί τοῖχο-τοῖχο πῆγε
στό φτωχικό τοῦ Κάλφα. Ἀκούμπησε κάτι καί ἔφυγε. Τό ἴδιο ἔκαναν καί ἄλλες γυναῖκες. Ὥσπου
νά ξημερώσει ὁ Θεός τήν ἡμέρα, πάνω ἀπό
δέκα τέτοιες γυναῖκες γλύστρησαν ἀπό τά σπίτια τους καί ἔδωσαν βοηθήματα στήν πόρτα τοῦ Κάλφα. Ἀλλά καί στόν
ἴδιο τόν Παπουλάκο οἱ Τροπαιάτες ἔφεραν
τέτοια ἀφιερώματα.
Γυναῖκες ἔφερναν τά ἀσημικά
τους. Ἄνδρες ἔφερναν πολύτιμα κλεμμένα ἀντικείμενα καί ἄλλοι ἔφερναν κλεμμένα λεφτά ἀπό περαστικούς πραματευτές. Ὁ Παπουλάκος μάζεψε πάλι τούς Τροπαιάτες χριστιανούς στήν Ἐκκλησιά καί τούς μίλησε: «Ὁ Χριστός – τούς εἶπε – ἔρριξε πάλι τό βλέμμα τῆς καλωσύνης Του στά Τρόπαια. Ὅλοι, καί ἐσεῖς καί ἐγώ,
εἴμαστε κριματισμένοι, ἀλλά φτάνει μιά στιγμή νά θυμηθοῦμε τόν Χριστό καί νά μᾶς χαρίσει ὅλο Του τό ἔλεος.
Καί τά Τρόπαια θυμήθηκαν σήμερα τόν Χριστό, ἐπέστρεψαν σ᾽ Αὐτόν
καί τοῦ ἔδωσαν
ὁμόλογα ἁμαρτωλά,
ἀσημικά καί κλεμμένα πράγματα. Τά ὁμόλογα – εἶπε ὁ
Παπουλάκος – θά τά γυρίσω σέ ἐκείνους
πού τά χρωστᾶνε.
Τά κλεμμένα σέ ἐκείνους
πού τἄχασαν καί τά ἀσημικά θά μοιραστοῦν γιά βοήθεια στά ἄρρωστα παιδιά τοῦ χωριοῦ
καί στούς ἀνήμπορους γιά δουλειά...». Αὐτή ἡ
θαυμαστή μετάνοια στά Τρόπαια, πού ἔφερε
ὁ Παπουλάκος μέ τό κήρυγμά του, ἔγινε γνωστή σέ ὅλη τήν Γορτυνία, ἀλλά καί πέρα ἀπό
αὐτήν. Σ᾽
ὅλο τόν δῆμο
τῆς Κλειτορίας, σ᾽ ὅλα τά χωράφια καί στά μακρυνά βοσκοτόπια καί στίς πολιτεῖες, ἀπό
τά Καλάβρυτα μέχρι τήν Πάτρα, ἱστοροῦσαν καί κουβέντιαζαν οἱ ἄνθρωποι
γιά τό πέρασμα τοῦ Παπουλάκου ἀπό τήν Γορτυνία καί
τά θαυμαστά ἀποτελέσματα τοῦ περάσματός του αὐτοῦ. Τά στήθια τῶν ἀνθρώπων πλημμύριζαν ἀπό χαρά. Ἦταν ἡ πρώτη χαρά πού γνώριζαν μετά τό τίναγμα τῆς
σκλαβιᾶς. Καί λέγει ὁ θαυμαστός καί εὐσεβής βιογράφος τοῦ ὁσίου Παπουλάκου Κωστῆς
Μπαστιᾶς: «Εἶχαν ἀποκαρδιώσει τούς ἀνθρώπους τόσοι καί τόσοι τραμπουκισμοί τῆς
ἐξουσίας, τόση καταφρόνια πού τούς
δείχνανε οἱ δεσποτάδες,
ὁ ξεπεσμός τοῦ παπᾶ,
ἡ παντοδυναμία τοῦ τοκογλύφου, ὁ
φόβος τοῦ ληστῆ καί τό
πλιάτσικο τοῦ ἀποσπασματάρχη, ὥστε τό φανέρωμα τοῦ
Παπουλάκου τό λογάριασαν εὐλογία Θεοῦ».
5. Γιά τήν Γορτυνία, πού εἶναι
τό θέμα μου, ἀλλά καί γιά τήν
Μεγαλόπολη, ἔχω
νά πῶ μέ πόνο, ἀγαπητοί μου ἀκροατές,
ὅτι σήμερα δέν ἀκούγεται τό ὄνομα τοῦ φημισμένου παλαιοῦ
κήρυκά τους, τοῦ Παπουλάκου. Αὐτό ὑποχρεώνει
ἐμένα καί τούς συλλειτουργούς μου ἱερεῖς νά μιλᾶμε
συνέχεια γιά τόν ἅγιο αὐτό πατέρα, πού ἀγάπησε τήν Γορτυνία καί ἔβαλε
τούς κατοίκους της στοῦ Θεοῦ τήν στράτα καί τήν κράτησε παραδοσιακή, ἀνεπηρέαστη
ἀπό τά ξένα ρεύματα πού ἔρχονταν ἀπό
τήν Δύση. Ὑπόσχομαι, δημοσίᾳ, γιά
νά δεσμευθῶ, ὅτι στά κηρύγματά μου θά ὁμιλῶ γιά τόν Παπουλάκο καί θά τόν παρουσιάζω ὡς
Διδάχο τῆς Γορτυνίας, στόν ὁποῖο
οἱ νεώτεροι Γορτύνιοι πρέπει νά ἐκφράζουν
τήν εὐγνωμοσύνη τους, γιατί ἦταν ὁ
κήρυκας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στούς παπποῦδες
τους.
6. Τελειώνοντας λέγω ὅτι
σήμερα, προπαντός σήμερα, ἔχουμε ἀνάγκη τοιούτων
ἱεροκηρύκων, ὅπως ὁ
ἅγιος Παπουλάκος, ὅπως ὁ
ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ὑπάρχουν βέβαια σήμερα ἱεροκήρυκες,
ἀλλά χωρίς τό ἦθος καί τό περιεχόμενο καί τό θερμουργό τοῦ κηρύγματος τοῦ Χριστοφόρου Παπουλάκου. Γι᾽ αὐτό
καί τό κήρυγμά τους ἐγγίζει τήν ψυχή τῶν ἀκροατῶν
χριστιανῶν ὡς πάγος. Πόσο εἶναι ἀλήθεια αὐτό
πού λέχθηκε,ὅτι τό καλύτερο ἔργο πού ἔχουν
νά κάνουν μερικοί σημερινοί ἱεροκήρυκες
εἶναι «νά κλείσουν τό στόμα τους»! Δέν ἔχουμε
οἱ ἱεροκήρυκες
σήμερα τό θυσιαστικό τῶν περπατάρηδων ἐκείνων
παλαιῶν ἱεροκηρύκων,
πού περιόδευαν μέ τά πόδια τους χωριό μέ χωριό καί σ᾽ ὅποιο λαγκάδι τούς εὕρει ὁ θάνατος! Τό
παλαιό εἶδος τῶν χαρισματούχων
ἱεροκηρύκων ἐκλείπει ἤ
καί ἐξέλιπε ἀπό τήν ἐποχή μας. Ἔχουμε ἀνάγκη ἐργατῶν
τοῦ Εὐαγγελίου μέ τά χαρακτηριστικά αὐτά πού εἴδαμε
στόν Παπουλάκο, ὁ ὁποῖος
πάλι τά πῆρε ἀπό τόν ἅγιο
Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό. Αὐτοί οἱ ἱεροκήρυκες
μένουν καί αὐτῶν τό κήρυγμα ὁ λαός
θαυμάζει καί ἀκολουθεῖ. Ποθοῦμε
καί σήμερα νά δοῦμε ἱεροκήρυκα περπατάρη, νά πεινάει καί νά διώκεται. Και θά διώκεται ἀσφαλῶς
ἄν τό κήρυγμά του εἶναι ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ καί ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Αὐτά ὅμως τά
χαρακτηριστικά, τῆς στερήσεως καί
τοῦ ἀντιαιρετικοῦ κηρύγματος
τῶν ἱεροκηρύκων πού ποθοῦμε, θέλουμε νά συνοδεύονται μέ ἕνα ἦθος γλυκό καί
ταπεινό, σάν τοῦ Παπουλάκου,
καί ὄχι νά παριστᾶ τόν καλό γιά τόν ἔπαινο τοῦ λαοῦ, χωρίς νά εἶναι στήν πραγματικότητα καλός. Τό κίβδηλο ἀποκαλύπτεται εὔκολα ὅτι εἶναι ψεύτικο καί δέν μένει.
7. Τέλος,
θά πῶ αὐτό πού μοῦ κάνει μεγαλύτερη ἐντύπωση ἀπό τόν Παπουλάκο.
Εἶναι ὁ σύντομος λόγος του στό δικαστήριο. Ἄρεσε ἰδιαίτερα ὁ λόγος αὐτός στόν μακαριστό Ἐπίσκοπο τῆς Φλώρινας, πατέρα Αὐγουστῖνο. Εἶναι γνωστό ὅτι
ὁ Παπουλάκος γιά
τό κήρυγμά του, τό ἀληθινό καί γνήσιο κήρυγμα, ὁδηγήθηκε στόδικαστήριο.
Ὁ πρόεδρος τοῦ δικαστηρίου τοῦ εἶπε ποιόν δικηγόρο ἔχει. Καί ὁ Παπουλάκος
σηκώθηκε ὄρθιος καί μέ
φωνή ἰσχυρή, πού τάραξε τήν αἴθουσα, εἶπε: «Δικηγόρο, πού
θά μέ ὑπερασπίσει καί θά μέ ἀθωώσει τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, διορίζω τόν ΚΥΡΙΟΝ ΗΜΩΝ
ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ»!!!
ΑΠΛΗ ΚΑΤΗΧΗΣΗ
Μάιος - Ἰούνιος 2013 – Ἀριθμ. 63
Συντάκτης: Ἐπίσκοπος Ἰερεμίας Φούντας
( Μητροπολίτης Ἱ. Μ. Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου