Τo σπουδαιότερο βυζαντινό μνημείο της Ελλάδας του 11ου αι’, η Μονή του Οσίου Λουκά του Στειριώτη , είναι ιδρυμένο σε γραφική πλαγιά στις δυτικές υπώρειες του Ελικώνα, κοντά στην αρχαία Στειρίδα.
Το μοναστήρι με τις δύο μεγάλες εκκλησίες (το ναό της Παναγίας και το Καθολικό), την Κρύπτη, το καμπαναριό, τα κελλιά και τ’ άλλα κτίσματα, αφιερωμένο στον θαυματουργό τοπικό άγιο, απέκτησε σύντομα μοναδική ακτινοβολία και τούτο γιατί η μορφή της τέχνης του θεωρείται πρότυπο για τα βυζαντινά μνημεία του 11ου αι. σε όλη την Ελλάδα.
Βασική πηγή των πληροφοριών μας για το μοναστήρι και τον Όσιο Λουκά είναι ο Βίος του, που συνέταξε ανώνυμος μαθητής του το 962, λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Οσίου το 953.
Στα θεία χαρίσματα του ασκητή Οσίου οφειλόταν η στενή του σχέση με τους στρατηγούς του Θέματος της Ελλάδος, με έδρα την ακμάζουσα τότε Θήβα. Οι στρατηγοί Πόθος, γιός του Λέοντος Αργυρού, και Πρωτοσπαθάριος Κρηνίτης ο Αροτράς τίμησαν τον Όσιο. Ο Κρηνίτης μάλιστα άρχισε να κτίζει με έξοδά του εκκλησία, όσο ζούσε ο Όσιος, το 946, στο όνομα της Αγίας Βαρβάρας.
Δύο χρόνια μετά το θάνατο του Οσίου οι μαθητές και συμμοναστές του τελειοποίησαν και κόσμησαν την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, μετέβαλλαν το κελί όπου τάφηκε ο Όσιος σε «ιερό ευκτήριο» με σχήμα σταυρικό και ανοικοδόμησαν νέα κελλιά και ξενώνες. Επομένως, το έτος 955 υπήρχε μία πρώτη μοναστική κοινότητα. Σύμφωνα με τον Ε. Στίκα ο ναός της Αγίας Βαρβάρας ταυτίζεται με το ναό της Παναγίας και ο ευκτήριος οίκος με την Κρύπτη.
Η οικοδομή του Καθολικού, πού τοποθετείται χρονολογικά στις πρώτες δεκαετίες του 11ου αι., αποδίδεται, σύμφωνα με την παράδοση, σε τρείς αυτοκράτορες του Βυζαντίου: Τον Ρωμανό Β΄ (959-963), τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο (976-1028) και τον Κωνσταντίνο Θ΄ το Μονομάχο(1042-1056).
Ο Όσιος Λουκάς είχε προφητέψει το 941 ότι «Ρωμανός Κρήτην χειρούται», θα ελευθερώσει δηλαδή την Κρήτη από τους Σαρακηνούς. Όταν ρωτήθηκε αν επρόκειτο για τον αυτοκράτορα Ρωμανό Α ΄ πού βασίλευε την εποχή εκείνη, απάντησε «ουχ ούτος αλλ’ έτερος». Έτσι η ανέγερση του Καθολικού συνδυάστηκε με την προφητεία αυτή, γιατί ήταν επόμενο ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ρωμανός Β΄ να θέλησε να ανεγείρει έναν μεγαλοπρεπή ναό από ευγνωμοσύνη στον Όσιο για την απελευθέρωση της Κρήτης (961), όπως είχε προφητέψει είκοσι χρόνια νωρίτερα. Όμως ο Ρωμανός Β΄ απεβίωσε το 963, δύο χρόνια μετά την ανακατάληψη της Κρήτης. Επομένως το χρονικό διάστημα των δύο ετών που μεσολάβησε κρίνεται ανεπαρκές για την αποπεράτωση του μεγαλεπήβολου αυτού έργου.
Τίποτε το συγκεκριμένο δεν προκύπτει για την ίδρυση του Καθολικού κατά την βασιλεία του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου, αφού το σημαντικότατο αυτό γεγονός δεν μνημονεύεται στις λεπτομερείς περιγραφές των συγγραφέων για τη θριαμβευτική πορεία του αυτοκράτορα από την Αχρίδα στην Αθήνα (1018-1019).
Αντίθετα υποστηρίχθηκε η εκδοχή της συμβολής του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου στην ανέγερση του Καθολικού, γιατί:
α) κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αναζωογονήθηκαν οι τέχνες και τα γράμματα και δαπανήθηκαν μεγάλα ποσά για την ίδρυση μεγαλόπρεπων ναών και κοινωφελών ιδρυμάτων και
β) κατά μία σημαντικότατη πληροφορία που παρέχει ο περιηγητής Κυριακός ο Αγκωνίτης (1391-1455), η οικοδομή του Καθολικού του Οσίου Λουκά πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μονομάχου (1042-1055). Τη Μονή επισκέφθηκε ο Κυριακός κατά την περιοδεία του στην Ελλάδα από το τέλος του 1435 ως το Μάρτιο του 1436. Ο περιηγητής έγραψε «ιδία χειρί», μικρό κείμενο, στο οποίο αναφέρει ότι ο ναός του Οσίου Λουκά κτίστηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο και ότι την πληροφορία αυτή τη διάβασε σε παλαιότατο βιβλίο της Μονής.
Η θεωρία η οποία συνδέει την ίδρυση του μεγαλόπρεπου ναού με την αριστοκρατία της πλούσιας Θήβας της εποχής αυτής αντικρούεται από το γεγονός ότι ο όγκος του κτιρίου, το είδος και η αξία των υλικών του παραπέμπουν σε πλούσια βασιλικά θησαυροφυλάκια και καλλιτέχνες που κόσμησαν αυτοκρατορικά κτίσματα. Η προσωνυμία «βασιλομονάστηρο» αποδίδει την αυτοκρατορική καταγωγή της Μονής, καθώς και την αίσθηση του πλούτου και της τελειότητας του μνημείου από τους μεταγενέστερους.
Αξίζει να αναφερθεί εδώ η γνώμη του ιστορικού Κ. Παπαρρηγόπουλου που σημειώνει ότι η ίδρυση μεγαλόπρεπων μονών κατά την εποχή αυτή ομοίαζε με θρησκευτική αντεπίθεση μετά την περίοδο της Εικονομαχίας και με επιτακτική εθνική ανάγκη για την ενότητα του πληθυσμού, μετά τις αλλεπάλληλες επιδρομές βαρβαρικών φύλων, καθώς επίσης και η γνώμη του καθηγητή Άγγελου Προκοπίου, που αναφέρει ότι η Μονή του Οσίου Λουκά ήταν ένα κέντρο για την αναζωπύρωση της Ορθοδοξίας, ένα δοξαστικό μνημείο για τη νίκη της Κρήτης, αλλά και ο εκθαμβωτικός μαγνήτης για τον εξελληνισμό των βαρβάρων λαών που ήλθαν να κατοικήσουν στον ελλαδικό χώρο.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ζωή του μοναστηριού από την ίδρυσή του μέχρι και σήμερα ταυτίζεται με την ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τους δύο πρώτους αιώνες της ύπαρξής της η Μοναστική κοινότητα αποτελούσε πηγή Χριστιανικής πίστης και θείας ευλογίας.
history osios loukas
Κατά την διάρκεια της Φραγκοκρατίας, όταν στα 1204, μετά την Δ΄ Σταυροφορία η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Φράγκων, ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός, βασιλιάς της Θεσσαλονίκης, κατέβηκε στη Στερεά Ελλάδα, έδιωξε τούς Ορθόδοξους Έλληνες μοναχούς από τον Όσιο Λουκά και εγκατέστησε Λατίνους, οι οποίοι λήστεψαν και γύμνωσαν τη Μονή. Στη συνέχεια, ο πρίγκιπας της Αχαΐας Γοδεφρέδος Β΄ Βιλλαρδουίνος (1218-1245) λεηλάτησε τούς εναπομείναντες θησαυρούς της Μονής και τους μετέφερε στη Ρώμη.
Στα χρόνια του Δουκάτων Αθηνών-Θηβών (1205-1308) η οικογένεια των ντε λα Ρος κατείχε το μοναστήρι σαν αναπόσπαστο κληροδότημά της. Οι Καταλανοί, ύστερα από τη νίκη τους στην Κωπαΐδα (15 Μαρτίου 1311) και την κατάληψη της Λιβαδειάς, πραγματοποίησαν μία ακόμη λεηλασία. Όμως, όταν επισκέφθηκε το μοναστήρι ο πρώτος περιηγητής το 1436, ο λόγιος της Δύσης Κυριακός ο Αγκωνίτης, βρήκε τη Μονή σε καλή κατάσταση και την ξεχώρισε από όλα τα μοναστήρια της Ελλάδος.
Κατά την Τουρκοκρατία, από τπ 1460 που υποτάχτηκε η Βοιωτία στους Τούρκους μέχρι την ημέρα της λευτεριάς, το μοναστήρι αγωνίστηκε για την ύπαρξή του, γιατί κινδύνεψε με αφανισμό επανειλημμένα από τη βουλιμία των Τούρκων κατακτητών. Παρ” όλα αυτά ο Γάλλος περιηγητής Ιάκωβος Σπόν, που επισκέφθηκε τη Μονή το Φεβρουάριο του 1676, αναφέρει ότι ήταν «ακμαιοτάτη και καλλίστη», ενώ ο Άγγλος περιηγητής Τζώρτζ Ουέλερ που την επισκέφθηκε τον ίδιο χρόνο, γοητεύτηκε τόσο πολύ, ώστε ήθελε και αυτός να ασκητέψει εκεί.
Μεσολάβησαν η ανταρσία των Αλβανών του Μοριά (1677), η εξέγερση των Μανιατών και των Αιτωλοακαρνάνων αρματολών (1685), η επανάσταση της Βοιωτίας και της Φωκίδας (1687), με οδυνηρές συνέπειες για το μοναστήρι.
Στον πόλεμο Τούρκων και Ενετών (1714-15) καταληστεύτηκε για μία ακόμη φορά. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης Παπαζώλη-Ορλώφ το 1770, ο μεγάλος αρματολός της Ρούμελης Ανδρίτσος μετέβαλε το μοναστήρι σε στρατόπεδό του, με αποτέλεσμα να υποστεί η Μονή την εκδικητική μανία των Τούρκων.
Στην Επανάσταση του 1821 η Μονή έγινε και πάλι το επαναστατικό ορμητήριο της Ρούμελης. Ο Δεσφινιώτης Ησαΐας, Δεσπότης Σαλώνων, ευλόγησε στις 27 Μαρτίου 1821 τα ρουμελιώτικα όπλα και κήρυξε επίσημα την Επανάσταση.
Μετά την πυρπόληση της Λιβαδειάς τον Ιούνιο του 1821 από τον Ομέρ Βρυώνη, οι διασκορπισμένοι επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στον Όσιο Λουκά και ξεκίνησαν για την επιστροφή στο Μοριά. Από τον Όσιο Λουκά πάλι, ξεκίνησε λίγους μήνες αργότερα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ξαναπήρε τη Λιβαδειά. Κατά την κάθοδο του Δράμαλη οι Τούρκοι αποτελείωσαν ότι απέμεινε στον Όσιο Λουκά (1822, 1823). Όμως και πάλι το μοναστήρι επιβίωσε, διαθέτοντας την τεράστια περιουσία του στον Αγώνα.
Μετά την απελευθέρωση, επί Καποδίστρια, το μοναστήρι ερήμωσε, όπως και κατά τη διάρκεια της μεσοβασιλείας (1831-1833), της βασιλείας του Όθωνα (1833-1862) και στη μεσοβασιλεία του 1862-1863.
Με τον ερχομό του Γεωργίου του Α΄ (1863-1913) άρχισαν επισκευές στα κτίρια και ενισχύθηκαν τα οικονομικά της Μονής.
Το 1943 υπέφερε και πάλι από τους κατακτητές Γερμανούς. Ήδη όμως η Αρχαιολογική Υπηρεσία και η Αρχαιολογική Εταιρεία ανέλαβαν από το 1938 πολυετείς εργασίες συντήρησης. Αναστήλωσαν την Τράπεζα και άλλα κτίρια της Μονής με τον Διευθυντή Αναστηλώσεως Αρχαίων και Ιστορικών Μνημείων Ευστάθιο Στίκα, υπό την επίβλεψη του Ακαδημαϊκού Aναστασίου Ορλάνδου, στερέωσαν και καθάρισαν τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες με τον Φώτη Ζαχαρίου και τον έμπειρο Δημ. Σκόρδο. Στην διάρκεια αυτών των εργασιών αποκαλύφθηκε η τοιχογραφία του Ιησού του Ναυή και αποκαταστάθηκε ορθά η διαδοχή των οικοδομικών φάσεων των δύο ναών.
Το μοναστήρι με τις δύο μεγάλες εκκλησίες (το ναό της Παναγίας και το Καθολικό), την Κρύπτη, το καμπαναριό, τα κελλιά και τ’ άλλα κτίσματα, αφιερωμένο στον θαυματουργό τοπικό άγιο, απέκτησε σύντομα μοναδική ακτινοβολία και τούτο γιατί η μορφή της τέχνης του θεωρείται πρότυπο για τα βυζαντινά μνημεία του 11ου αι. σε όλη την Ελλάδα.
Βασική πηγή των πληροφοριών μας για το μοναστήρι και τον Όσιο Λουκά είναι ο Βίος του, που συνέταξε ανώνυμος μαθητής του το 962, λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Οσίου το 953.
Στα θεία χαρίσματα του ασκητή Οσίου οφειλόταν η στενή του σχέση με τους στρατηγούς του Θέματος της Ελλάδος, με έδρα την ακμάζουσα τότε Θήβα. Οι στρατηγοί Πόθος, γιός του Λέοντος Αργυρού, και Πρωτοσπαθάριος Κρηνίτης ο Αροτράς τίμησαν τον Όσιο. Ο Κρηνίτης μάλιστα άρχισε να κτίζει με έξοδά του εκκλησία, όσο ζούσε ο Όσιος, το 946, στο όνομα της Αγίας Βαρβάρας.
Δύο χρόνια μετά το θάνατο του Οσίου οι μαθητές και συμμοναστές του τελειοποίησαν και κόσμησαν την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, μετέβαλλαν το κελί όπου τάφηκε ο Όσιος σε «ιερό ευκτήριο» με σχήμα σταυρικό και ανοικοδόμησαν νέα κελλιά και ξενώνες. Επομένως, το έτος 955 υπήρχε μία πρώτη μοναστική κοινότητα. Σύμφωνα με τον Ε. Στίκα ο ναός της Αγίας Βαρβάρας ταυτίζεται με το ναό της Παναγίας και ο ευκτήριος οίκος με την Κρύπτη.
Η οικοδομή του Καθολικού, πού τοποθετείται χρονολογικά στις πρώτες δεκαετίες του 11ου αι., αποδίδεται, σύμφωνα με την παράδοση, σε τρείς αυτοκράτορες του Βυζαντίου: Τον Ρωμανό Β΄ (959-963), τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο (976-1028) και τον Κωνσταντίνο Θ΄ το Μονομάχο(1042-1056).
Ο Όσιος Λουκάς είχε προφητέψει το 941 ότι «Ρωμανός Κρήτην χειρούται», θα ελευθερώσει δηλαδή την Κρήτη από τους Σαρακηνούς. Όταν ρωτήθηκε αν επρόκειτο για τον αυτοκράτορα Ρωμανό Α ΄ πού βασίλευε την εποχή εκείνη, απάντησε «ουχ ούτος αλλ’ έτερος». Έτσι η ανέγερση του Καθολικού συνδυάστηκε με την προφητεία αυτή, γιατί ήταν επόμενο ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ρωμανός Β΄ να θέλησε να ανεγείρει έναν μεγαλοπρεπή ναό από ευγνωμοσύνη στον Όσιο για την απελευθέρωση της Κρήτης (961), όπως είχε προφητέψει είκοσι χρόνια νωρίτερα. Όμως ο Ρωμανός Β΄ απεβίωσε το 963, δύο χρόνια μετά την ανακατάληψη της Κρήτης. Επομένως το χρονικό διάστημα των δύο ετών που μεσολάβησε κρίνεται ανεπαρκές για την αποπεράτωση του μεγαλεπήβολου αυτού έργου.
Τίποτε το συγκεκριμένο δεν προκύπτει για την ίδρυση του Καθολικού κατά την βασιλεία του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου, αφού το σημαντικότατο αυτό γεγονός δεν μνημονεύεται στις λεπτομερείς περιγραφές των συγγραφέων για τη θριαμβευτική πορεία του αυτοκράτορα από την Αχρίδα στην Αθήνα (1018-1019).
Αντίθετα υποστηρίχθηκε η εκδοχή της συμβολής του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου στην ανέγερση του Καθολικού, γιατί:
α) κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αναζωογονήθηκαν οι τέχνες και τα γράμματα και δαπανήθηκαν μεγάλα ποσά για την ίδρυση μεγαλόπρεπων ναών και κοινωφελών ιδρυμάτων και
β) κατά μία σημαντικότατη πληροφορία που παρέχει ο περιηγητής Κυριακός ο Αγκωνίτης (1391-1455), η οικοδομή του Καθολικού του Οσίου Λουκά πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μονομάχου (1042-1055). Τη Μονή επισκέφθηκε ο Κυριακός κατά την περιοδεία του στην Ελλάδα από το τέλος του 1435 ως το Μάρτιο του 1436. Ο περιηγητής έγραψε «ιδία χειρί», μικρό κείμενο, στο οποίο αναφέρει ότι ο ναός του Οσίου Λουκά κτίστηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο και ότι την πληροφορία αυτή τη διάβασε σε παλαιότατο βιβλίο της Μονής.
Η θεωρία η οποία συνδέει την ίδρυση του μεγαλόπρεπου ναού με την αριστοκρατία της πλούσιας Θήβας της εποχής αυτής αντικρούεται από το γεγονός ότι ο όγκος του κτιρίου, το είδος και η αξία των υλικών του παραπέμπουν σε πλούσια βασιλικά θησαυροφυλάκια και καλλιτέχνες που κόσμησαν αυτοκρατορικά κτίσματα. Η προσωνυμία «βασιλομονάστηρο» αποδίδει την αυτοκρατορική καταγωγή της Μονής, καθώς και την αίσθηση του πλούτου και της τελειότητας του μνημείου από τους μεταγενέστερους.
Αξίζει να αναφερθεί εδώ η γνώμη του ιστορικού Κ. Παπαρρηγόπουλου που σημειώνει ότι η ίδρυση μεγαλόπρεπων μονών κατά την εποχή αυτή ομοίαζε με θρησκευτική αντεπίθεση μετά την περίοδο της Εικονομαχίας και με επιτακτική εθνική ανάγκη για την ενότητα του πληθυσμού, μετά τις αλλεπάλληλες επιδρομές βαρβαρικών φύλων, καθώς επίσης και η γνώμη του καθηγητή Άγγελου Προκοπίου, που αναφέρει ότι η Μονή του Οσίου Λουκά ήταν ένα κέντρο για την αναζωπύρωση της Ορθοδοξίας, ένα δοξαστικό μνημείο για τη νίκη της Κρήτης, αλλά και ο εκθαμβωτικός μαγνήτης για τον εξελληνισμό των βαρβάρων λαών που ήλθαν να κατοικήσουν στον ελλαδικό χώρο.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ζωή του μοναστηριού από την ίδρυσή του μέχρι και σήμερα ταυτίζεται με την ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τους δύο πρώτους αιώνες της ύπαρξής της η Μοναστική κοινότητα αποτελούσε πηγή Χριστιανικής πίστης και θείας ευλογίας.
history osios loukas
Κατά την διάρκεια της Φραγκοκρατίας, όταν στα 1204, μετά την Δ΄ Σταυροφορία η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Φράγκων, ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός, βασιλιάς της Θεσσαλονίκης, κατέβηκε στη Στερεά Ελλάδα, έδιωξε τούς Ορθόδοξους Έλληνες μοναχούς από τον Όσιο Λουκά και εγκατέστησε Λατίνους, οι οποίοι λήστεψαν και γύμνωσαν τη Μονή. Στη συνέχεια, ο πρίγκιπας της Αχαΐας Γοδεφρέδος Β΄ Βιλλαρδουίνος (1218-1245) λεηλάτησε τούς εναπομείναντες θησαυρούς της Μονής και τους μετέφερε στη Ρώμη.
Στα χρόνια του Δουκάτων Αθηνών-Θηβών (1205-1308) η οικογένεια των ντε λα Ρος κατείχε το μοναστήρι σαν αναπόσπαστο κληροδότημά της. Οι Καταλανοί, ύστερα από τη νίκη τους στην Κωπαΐδα (15 Μαρτίου 1311) και την κατάληψη της Λιβαδειάς, πραγματοποίησαν μία ακόμη λεηλασία. Όμως, όταν επισκέφθηκε το μοναστήρι ο πρώτος περιηγητής το 1436, ο λόγιος της Δύσης Κυριακός ο Αγκωνίτης, βρήκε τη Μονή σε καλή κατάσταση και την ξεχώρισε από όλα τα μοναστήρια της Ελλάδος.
Κατά την Τουρκοκρατία, από τπ 1460 που υποτάχτηκε η Βοιωτία στους Τούρκους μέχρι την ημέρα της λευτεριάς, το μοναστήρι αγωνίστηκε για την ύπαρξή του, γιατί κινδύνεψε με αφανισμό επανειλημμένα από τη βουλιμία των Τούρκων κατακτητών. Παρ” όλα αυτά ο Γάλλος περιηγητής Ιάκωβος Σπόν, που επισκέφθηκε τη Μονή το Φεβρουάριο του 1676, αναφέρει ότι ήταν «ακμαιοτάτη και καλλίστη», ενώ ο Άγγλος περιηγητής Τζώρτζ Ουέλερ που την επισκέφθηκε τον ίδιο χρόνο, γοητεύτηκε τόσο πολύ, ώστε ήθελε και αυτός να ασκητέψει εκεί.
Μεσολάβησαν η ανταρσία των Αλβανών του Μοριά (1677), η εξέγερση των Μανιατών και των Αιτωλοακαρνάνων αρματολών (1685), η επανάσταση της Βοιωτίας και της Φωκίδας (1687), με οδυνηρές συνέπειες για το μοναστήρι.
Στον πόλεμο Τούρκων και Ενετών (1714-15) καταληστεύτηκε για μία ακόμη φορά. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης Παπαζώλη-Ορλώφ το 1770, ο μεγάλος αρματολός της Ρούμελης Ανδρίτσος μετέβαλε το μοναστήρι σε στρατόπεδό του, με αποτέλεσμα να υποστεί η Μονή την εκδικητική μανία των Τούρκων.
Στην Επανάσταση του 1821 η Μονή έγινε και πάλι το επαναστατικό ορμητήριο της Ρούμελης. Ο Δεσφινιώτης Ησαΐας, Δεσπότης Σαλώνων, ευλόγησε στις 27 Μαρτίου 1821 τα ρουμελιώτικα όπλα και κήρυξε επίσημα την Επανάσταση.
Μετά την πυρπόληση της Λιβαδειάς τον Ιούνιο του 1821 από τον Ομέρ Βρυώνη, οι διασκορπισμένοι επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στον Όσιο Λουκά και ξεκίνησαν για την επιστροφή στο Μοριά. Από τον Όσιο Λουκά πάλι, ξεκίνησε λίγους μήνες αργότερα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ξαναπήρε τη Λιβαδειά. Κατά την κάθοδο του Δράμαλη οι Τούρκοι αποτελείωσαν ότι απέμεινε στον Όσιο Λουκά (1822, 1823). Όμως και πάλι το μοναστήρι επιβίωσε, διαθέτοντας την τεράστια περιουσία του στον Αγώνα.
Μετά την απελευθέρωση, επί Καποδίστρια, το μοναστήρι ερήμωσε, όπως και κατά τη διάρκεια της μεσοβασιλείας (1831-1833), της βασιλείας του Όθωνα (1833-1862) και στη μεσοβασιλεία του 1862-1863.
Με τον ερχομό του Γεωργίου του Α΄ (1863-1913) άρχισαν επισκευές στα κτίρια και ενισχύθηκαν τα οικονομικά της Μονής.
Το 1943 υπέφερε και πάλι από τους κατακτητές Γερμανούς. Ήδη όμως η Αρχαιολογική Υπηρεσία και η Αρχαιολογική Εταιρεία ανέλαβαν από το 1938 πολυετείς εργασίες συντήρησης. Αναστήλωσαν την Τράπεζα και άλλα κτίρια της Μονής με τον Διευθυντή Αναστηλώσεως Αρχαίων και Ιστορικών Μνημείων Ευστάθιο Στίκα, υπό την επίβλεψη του Ακαδημαϊκού Aναστασίου Ορλάνδου, στερέωσαν και καθάρισαν τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες με τον Φώτη Ζαχαρίου και τον έμπειρο Δημ. Σκόρδο. Στην διάρκεια αυτών των εργασιών αποκαλύφθηκε η τοιχογραφία του Ιησού του Ναυή και αποκαταστάθηκε ορθά η διαδοχή των οικοδομικών φάσεων των δύο ναών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου