Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

ΕΧΟΥΜΕ ΑΝΑΓΚΗ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ


 


ΕΡΧΕΤΑΙ, ἀγαπητοί μου, ἡ μεγάλη ἡμέρα τῶν Θεοφανείων. Ὁ Χριστὸς θὰ βαπτισθῇ στὸν Ἰορδάνη καὶ θ᾿ ἁγιασθοῦν τὰ νερά. Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε σήμερα εἶνε σχετικὸ μὲ τὸ γεγονὸς αὐτό. Τί μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο;

 



Προτοῦ νὰ ἔρθῃ ὁ Χριστὸς στὸν Ἰορδάνη, ζοῦσε ἐκεῖ ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Δὲν ἦταν ἁπλῶς ἕνας ἅγιος· ἦταν ὁ πιὸ ἅγιος ἄνθρωπος ποὺ παρουσιάστηκε στὴ γῆ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Χριστό. Ὁ Πρόδρομος ἦταν παραπάνω κι ἀπὸ πατριάρχες κι ἀπὸ προφῆτες. Ἦταν ἁγιασμένος ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι καὶ οἱ γονεῖς του, ὁ Ζαχαρίας καὶ ἡ Ἐλισάβετ, ἀγαποῦσαν τὸ θεῖο νόμο, κάνανε προσευχή, νηστεύανε, ἤτανε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
Οἱ γονεῖς εἶνε ὅπως τὸ δέντρο. Ὅταν ἡ ῥίζα εἶνε κακή, οἱ καρποὶ θά ᾿νε σάπιοι· ὅταν ἡ ῥίζα εἶνε καλή, καὶ οἱ καρποὶ θὰ εἶνε ἐκλεκτοί. Κι ὅταν ὁ σπόρος ποὺ σπέρνουμε στὴ γῆ εἶνε καλός, καὶ τὰ στάχυα θά ᾿νε καλά. Δὲν χρησιμοποιοῦμε ὁποιοδήποτε σπόρο. Ζούφιος σπόρος θὰ κάνῃ ζούφια σπαρτά. Ῥίζα καὶ δέντρο λοιπὸν εἶνε οἱ γονεῖς. Σπόρος εἶνε ὁ πατέρας, γῆ ἡ μητέρα. Ὅταν ὁ ἄντρας εἶνε ἀλκοολικὸς καὶ μέθυσος, ὅταν αἰσχρολογῇ, βρίζῃ, βλαστημάῃ, κ.τ.λ., τότε ἡ ῥίζα δὲν εἶνε καλή. Καὶ ἀπὸ τέτοια ῥίζα τί θὰ βγῇ; Ἄνθρωπος κακὸς καὶ κακοῦργος. Κι ὄχι μόνο κακὸς ἀλλὰ καὶ μισερὸς ἄνθρωπος· ἄλλος στραβός, ἄλλος κουτσός… Διαβάστε νὰ δῆτε ὅτι, ὅσοι πατεράδες μεθᾶνε, βγάζουν παιδιὰ ἐλαττωματικά. Πῆγα σ᾿ ἕνα χωριὸ καὶ εἶδα καμμιὰ δεκαριὰ παιδιὰ διανοητικῶς καθυστερημένα. Λέω· Τί συμβαίνει; κατάλαβα· ὅλοι μεθᾶνε… Σ᾿ ἕνα ἄλλο χωριὸ τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο δὲ᾿ μαθαίνανε· ἦταν ὅλα βλάκες, δὲν καταλαβαίνανε τίποτα, κοιμοῦνταν ὄρθια. Φταίγανε τὰ παιδιά; Ὄχι. Ὁ πατέρας ἔφταιγε· ὁ ἀλκοολικός, ὁ μέθυσος πατέρας, ποὺ γεννάει τέτοια παιδιά.
Μεγάλη ἡ εὐθύνη τῶν γονέων. Γι᾿ αὐτὸ ἐσεῖς οἱ μανάδες καὶ οἱ πατεράδες νὰ προσέχετε. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὰ ἀντρόγυνα κάνανε προσευχή, νηστεύανε Τετάρτη καὶ Παρασκευή, πηγαίνανε στὴν ἐκκλησία· καὶ μέσα ἀπὸ τέτοια ἅγια ἀντρόγυνα, βγαίνανε ἄγγελοι. Τώρα, ποὺ δὲν ἔχουν καμμιά ἔννοια Θεοῦ ἀλλὰ τὸν βλαστημᾶνε, ἀπὸ τέτοια ἀντρόγυνα βγαίνουν τέρατα. Τί θὰ δοῦμε…
Ἐπαναλαμβάνω· ἀπὸ ἁγιασμένους γονεῖς βγαίνουν ἅγια παιδιὰ καὶ μεγάλοι ἄνθρωποι, ἀπὸ γονεῖς ποὺ εἶνε μέσ᾿ στὴν ἁμαρτία θὰ βγοῦνε τέρατα. Θυμηθῆτε τὸ λόγο αὐτό. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ περισσότερα, ἀλλ᾿ αὐτὸ ποὺ λέω εἶνε καὶ ἐπιστημονικῶς καὶ ἁγιογραφικῶς σωστό, καὶ ἡ καθημερινὴ πεῖρα τὸ ἐπιβεβαιώνει.
Ἦταν λοιπὸν ἁγιασμένος ὁ Ἰωάννης. Εἶχε καλὴ ἀνατροφή. Ἀλλ᾿ ὅταν μεγάλωσε λίγο, δὲν ἔμεινε στὸ σπίτι του. Σηκώθηκε κ᾿ ἔφυγε. Πῆγε κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό, σ᾿ ἕνα ἔρημο μέρος. Κ᾿ ἐκεῖ πῶς ζοῦσε; Σὰν ἄγγελος. Ποιό ἦταν τὸ φαγητό του; Οὖζο καὶ κρασὶ δὲν ἔβαλε ποτέ στὸ στόμα του· ἀλλὰ τί ἔπινε; Νεράκι. Οὔτε ποτήρια εἶχε οὔτε σερβίτσια πολυτελείας. Ζοῦσε μὶὰ πολὺ ἁπλῆ ζωή. Πήγαινε στὸ ποτάμι καὶ μὲ τὶς χοῦφτες του ἔπινε νερό, σὰν τὸ πουλάκι. Καὶ τὸ φαγητό του τί ἤτανε; Δὲν ἤτανε κρέατα καὶ ψάρια καὶ ἄλλα ἀκριβά, ποὺ θέ᾿με ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε στὶς πολιτεῖες, οἱ ἄνθρωποι τῆς καλοπεράσεως. Τὸ φαγητό του ἤτανε «ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Μᾶρκ. 1,6). Ποιές εἶνε οἱ «ἀκρίδες»; Αὐτὲς ποὺ πετοῦνε στὰ χωράφια. Μὴ σᾶς φανῇ παράξενο. Καὶ σήμερα οἱ βεδουΐνοι ποὺ ζοῦν στὰ μέρη ἐκεῖνα, ὅπως ἐδῶ παίρνουν τὶς πιπεριὲς καὶ τὶς ξεραίνουν, ἔτσι αὐτοὶ παίρνουν τὶς ἀκρίδες τὶς ξεραίνουν καὶ τὶς τρῶνε. Εἶνε μιὰ τροφὴ τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων.
Ἔτρωγε λοιπὸν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριο. Καὶ τὸ ροῦχο του ποιό ἦταν; Φοροῦσε μεταξωτά, σὰν αὐτὰ ποὺ φορᾶμε ἐμεῖς οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες καὶ οἱ πλούσιες κοκῶνες; Ὄχι. Ἦταν πολὺ φτωχὸ τὸ ροῦχο του. Μιὰ προβειὰ ἤτανε φτειαγμένη ἀπὸ τρίχες καμήλας. Καὶ τὸ στρῶμα του; Εἶχε τέτοια κρεβάτια πολυτελείας, σὰν αὐτὰ ποὺ θέλουμε ἐμεῖς νὰ ξαπλώνουμε τὰ ἄθλια κορμιά μας καὶ ν᾿ ἀναπαυώμεθα; Ὄχι. Δὲν εἶχε σουμιέ. Εἶχε κάνει στρῶμα ἀπὸ τὶς καλαμιὲς τοῦ Ἰορδάνου. Πάνω στὰ καλάμια κοιμότανε. Καὶ σπίτι; Δὲν εἶχε σὰν τὰ δικά μας πλουσιόσπιτα· ὄχι δά. Σπίτι του ἤτανε οἱ σπηλιές καὶ οἱ κουφάλες τῶν δέντρων. Καὶ συντροφιά του εἶχε τὰ ἄγρια θηρία.
Ἔτσι ἀσκητικὰ ἔζησε ὁ Ἰωάννης. Ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτὸ ἔτρεχαν ὅλοι στὸν Ἰορδάνη, ἄντρες – γυναῖκες, μικροὶ – μεγάλοι, ἀξιωματικοὶ – στρατιῶτες, πλούσιοι – φτωχοί. Ὅπως ὁ μαγνήτης τραβάει τὸ σίδερο, ἔτσι πήγαιναν ὅλοι κοντὰ στὸν Ἰωάννη τὸ Βαπτιστή.

 



Καὶ τί τοὺς ἔλεγε, ποιό ἦταν τὸ κήρυγμά του; Ἀνοῖξτε τ᾿ αὐτιά σας νὰ τ᾿ ἀκούσετε. Ἦταν μιὰ λέξι. Ὅπως ἔχεις κλειδὶ κι ἀνοίγεις τὸ σπίτι, ἔτσι καὶ ἡ λέξι αὐτὴ εἶνε τὸ κλειδὶ τῆς σωτηρίας. Μιὰ λέξι, ποὺ ἂν τὴν ἐφαρμόζαμε! Τώρα δὲν τὴν ἐφαρμόζουμε καὶ ὁ κόσμος εἶνε ζούγκλα. Προτιμότερο νὰ ζῇς στὴν ἔρημο μαζὶ μὲ τὰ ἄγρια θηρία, παρὰ μέσα σὲ μιὰ τέτοια κοινωνία. Ἦρθε κάποτε ἕνας ἄντρας καὶ μοῦ λέει· «Ὅλα τὰ πῆρα· τηλεόρασι, ῥαδιόφωνο, ἔπιπλα πολυτελείας… Ἀλλὰ κάθε βράδυ, ὅταν πάω στὸ σπίτι, τρέμω. Προτιμότερο νὰ εἶμαι ἔξω στὸ κρύο, παρὰ νὰ κατοικῶ μὲ μιὰ τέτοια γυναῖκα…». Καὶ ἡ γυναίκα ὅμως προτιμότερο νὰ κατοικῇ ἔξω στὰ χιόνια, παρὰ μὲ ἕναν ἄντρα βάναυσο, μέθυσο, αἰσχρολόγο…
Νά, λοιπόν, ποὺ ἡ κοινωνία μας ἔγινε ζούγκλα. Καὶ ὅμως ἡ ζούγκλα αὐτὴ μποροῦσε νὰ γίνῃ παράδεισος· νά εἶνε εὐλογημένα τὰ σπίτια, εὐλογημένα τὰ χωριά, εὐλογημένη ἡ πατρίδα μας. Πῶς; Μὲ μιὰ λέξι, ποὺ ἐκήρυττε ὁ Ἰωάννης. Ποιά λέξι; «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2). Μὰ τί θὰ πῇ «μετανοεῖτε»; Ν᾿ ἀλλάξουμε μυαλό, ν᾿ ἀλλάξουμε γνώμη. Δηλαδή, ν᾿ ἀφήσουμε τὴν κλεψιά, τὴν ἀτιμία, τὴν ἀδικία, τὴ βλασφημία, τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία, ὅλο τὸ κακό· νὰ τὸ διώξουμε ἀπὸ πάνω μας. Καὶ τότε ἀμέσως ἀλλάζει ἡ κοινωνία, ἀλλάζει ὁ κόσμος.
«Μετανοεῖτε»! Πήγαιναν κοντά του πλούσιοι. Τοὺς κολάκευε ὁ Ἰωάννης; Ὄχι. ―Θὰ κολαστῆτε! τοὺς ἔλεγε. ―Τί πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ νὰ σωθοῦμε; ―Τί νὰ κάνετε; Ὅσα εἶνε κλεμμένα, αὐτὲς τὶς περιουσίες ποὺ φτειάσατε, νὰ τὶς δώσετε πίσω…
Βλέπετε τὸ Εὐαγγέλιο; Γι᾿ αὐτὸ δὲν περιμέναμε νὰ ἔρθῃ ὁ σοσιαλισμὸς καὶ ὁ κομμουνισμὸς νὰ μᾶς τὰ πῇ· τὰ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ μεγαλύτερη ἐπανάστασι εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ λέει· Ὄχι μόνο νὰ ἐπιστρέψῃς τὰ κλεμμένα, ἀλλὰ νὰ δώσῃς καὶ ἐλεημοσύνη ἀπ᾿ τὰ δικά σου. Ἔχεις δυὸ ψωμιά; δῶσε τὸ ἕνα. Ἔχεις δυὸ ζευγάρια παπούτσια; δῶσε τὸ ἕνα.…
Αὐτὰ λέει στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Ἰωάννης. Ἂν ζοῦσε στὴν ἐποχή μας, θὰ τὸν κλείνανε στὴ φυλακὴ μὲ τὸ αἰτιολογικὸ ὅτι θέλει ν᾿ ἀνατρέψῃ τὸ καθεστώς. Αὐτὰ ἔλεγε γιὰ τοὺς πλουσίους. Ὅταν κατόπιν ἔρχονταν ἀξιωματικοὶ τί τοὺς ἔλεγε; ―Ἀλλοίμονό σας! Ἂν τὸ σπαθὶ τό ᾿χετε γιὰ νὰ ἐπιβάλλετε τὸ ἄδικο, θὰ κολαστῆτε. Τὸ σπαθὶ εἶνε γιὰ νὰ ὑπερασπίζῃς τὸ δίκαιο, τὸ καλὸ τῆς ἀνθρωπότητος…
Μετὰ ἔρχονταν φτωχοί, ἔρχονταν γυναῖκες καὶ παιδιά. Στὰ παιδιὰ ἔλεγε· Ν᾿ ἀκοῦτε τοὺς γονεῖς σας. Στὶς γυναῖκες· Νὰ σέβεστε τοὺς ἄντρες σας. Στοὺς ἄντρες· Ν᾿ ἀγαπᾶτε τὶς γυναῖκες σας. Καὶ ἂν πήγαιναν σημερινοὶ παπᾶδες καὶ δεσποτάδες, θὰ τοὺς ἔλεγε· Προσέξτε· θὰ κολαστῆτε, ἂν ἀγαπᾶτε τὰ λεφτά!…
Ἔλεγε ἀκόμα σὲ ὅλους· Ἑτοιμαστῆτε, γιατὶ ἔρχεται ὁ Χριστός. Ἐγὼ δὲν εἶμαι τίποτα μπροστά του. Εἶμαι ἕνα ἄχυρο, ἕνα μηδέν. Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σκύψω νὰ λύσω τὰ κορδόνια ἀπὸ τὰ πόδια του. Αὐτὸς εἶνε πολὺ μεγάλος, εἶνε Θεός, κ᾿ ἐγὼ εἶμαι πολὺ μικρός.
Τέλος τί ἔλεγε; Φωτιὰ καὶ τσεκούρι! «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 3,10). Ὅποιος ἄνθρωπος, ὅποια κοινωνία, ὅποιο ἔθνος κάνει ἀτιμίες, θὰ πέσῃ φωτιὰ καὶ τσεκούρι. Τὸ δέντρο τὸ ἄχρηστο ὁ γεωργὸς τὸ κόβει καὶ τὸ ῥίχνει στὸ φοῦρνο. Εἶνε αὐτὸ παγκόσμιος βιολογικός, ἠθικὸς καὶ θρησκευτικὸς νόμος. Αἰώνια λόγια. Γι᾿ αὐτὸ «Μετανοεῖτε».




Ἄχ νὰ ἐρχόταν πάλι ὁ Ἰωάννης! Καὶ ὅπως τότε στάθηκε στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνου, νὰ στεκόταν τώρα δίπλα στὸν Ἁλιάκμονα, στὸν Ἀξιό, στὸ Δούναβι, στὸ Σηκουάνα, σὲ ὅλους τοὺς ποταμοὺς τῆς γῆς, καὶ νὰ ᾿λεγε στὸν κόσμο· Μετανοεῖτε πράσινοι, κόκκινοι, μαῦροι, λευκοί, ἄνθρωποι ὅλων τῶν χρωμάτων!
Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Νικολάου Ἀμμοχωρίου – Φλωρίνης 5-1-1975)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου