Ἁγίου Ἀθανασίου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας τοῦ Μεγάλου [4ος αἰὼν – ΕΠΕ – τόμ. 11, σέλ. 278 (Βίος τῆς Ὁσίας Συγκλητικῆς της ὁποίας εἶναι καὶ ἡ διδασκαλία) & σέλ. 18 & 166 (Βίος τοῦ Μέγ. Ἀντωνίου)]
Καὶ ὅπως θὰ ἔκαμε κάθε γνήσιος διδάσκαλος, τὸν ἐρωτά: Ἐὰν ἔμαθες τὰ γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου, ἐὰν ἐδιδάχθης τὶς συλλαβές, ἐὰν ἔχης μάθει τουλάχιστον τὰ ὀνόματα, προχώρησε λοιπὸν καὶ στὴν τελειοτάτην ἀνάγνωση. Δηλαδὴ «Ὕπαγε, πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοί». Καὶ νομίζω ὅτι ἐὰν δὲν ἔδιδε τὴν διαβεβαίωσιν ὅτι ἔχει ἐκτελέσει αὐτὰ τὰ ὁποῖα τοῦ ἐζητήθησαν, δὲν θὰ τὸν προέτρεπε πρὸς τὴν ἀκτημοσύνη. Διότι ποῖος θὰ ἠμποροῦσε νὰ προχωρήση στὴν ἀνάγνωσιν, ἀφοῦ δὲν ἐγνώριζε νὰ συλλαβίζη;
Εἶναι τέλειον ἀγαθὸν ἡ ἀκτημοσύνη, γιὰ ὅσους ἔχουν τὴν δυνατότητα. Αὐτοὶ ποὺ τὴν ὑπομένουν, αἰσθάνονται στὴν σάρκα μίαν στενοχωρία, στὴν ψυχὴν ὅμως ἔχουν ἄνεση. Ὅπως ἀκριβῶς τὰ στερεὰ ἐνδύματα, ἐὰν πατηθοῦν καὶ περιστραφοῦν βιαίως, πλένονται καὶ καθαρίζονται, ἔτσι καὶ ἡ δυνατὴ ψυχή, μὲ τὴν ἑκούσια πτωχεία γίνεται πολὺ σταθερά. Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ἔχουν ἀσθενέστερον λογισμό, παθαίνουν τὸ ἀντίθετο. Διότι μόλις ὀλίγον πιεσθοῦν, καταστρέφονται σὰν τὰ ἐσχισμένα ἐνδύματα, χωρὶς νὰ ἠμποροῦν νὰ ὑπομείνουν τὴν πλύση ποὺ προξενεῖ ἡ ἀρετή. Καὶ ἐνῶ ἕνας εἶναι ὁ τεχνίτης, τὸ τέλος τῶν ἐνδυμάτων εἶναι διαφορετικό. Διότι αὐτὰ μὲν σχίζονται καὶ καταστρέφονται, ἐνῶ ἐκεῖνο καθαρίζεται καὶ ἀνανεώνεται. Θὰ ἠμποροῦσε λοιπὸν κανεὶς νὰ εἰπῆ ὅτι ἡ ἀκτημοσύνη εἶναι κειμήλιον ἀγαθὸν γιὰ ὅσους ἔχουν ἀνδρεῖον φρόνημα. Διότι ἀποτελεῖ χαλινὸν τῶν πρακτικῶν ἁμαρτημάτων.
Πρῶτα ὅμως πρέπει κανεὶς νὰ ἐξασκηθῆ μὲ τοὺς κόπους. Ἐννοῶ τὴν νηστεία, τὴν χαμαικοιτία καὶ τὴν λοιπὴν ἄσκηση καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸ νὰ ἀποκτήση αὐτὴν τὴν ἀρετή. Διότι οσοι δὲν ἐνήργησαν ἔτσι, ἀλλὰ ἔσπευσαν αἰφνιδίως νὰ ἀπορρίψουν τὴν περιουσία των, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετενόησαν. Καλή λοιπὸν ἡ ἀκτημοσύνη, γι’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι συνηθισμένοι στὶς ἀρετές. Διότι, ἀφοῦ ἀπέβαλαν ὅλα τα περιττά, στρέφουν τὸ βλέμμα πρὸς τὸν Κύριον, ψάλλοντας καθαρῶς τὸ Θεῖον ἐκεῖνο λόγιόν το ὁποῖο λέγει: «Οἱ ὀφθαλμοὶ ἠμῶν πρὸς σὲ ἐλπίζουσι. Καὶ σὺ δίδως τὴν τροφὴν τοῖς ἀγαπῶσι σὲ ἐν εὐκαιρία (στὴν κατάλληλη στιγμὴ δηλαδή)». Καὶ μὲ ἄλλον τρόπο πάλιν ὠφελοῦνται ἀπὸ τὴν ἀποβολὴν τοῦ πλούτου. Ἐπειδὴ δὲν ἔχουν τὸν νοῦ των στοὺς θησαυροὺς τῆς γῆς, ἐνδύονται τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἐφαρμόζουν μὲ ἀκρίβεια αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ ὑμνωδὸς Δαυίδ. «Κτηνώδης ἐγενήθην παρὰ σοῖ (δηλαδὴ ὑπάκουος καὶ χωρὶς ἀπαιτήσεις)». Διότι ὅπως ἀκριβῶς τὰ ὑποζύγια ζῶα, κάμνουν τὴν ἐργασία τους καὶ ἀρκοῦνται μόνο στὶς τροφὲς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη γιὰ νὰ ζήσουν, ἔτσι καὶ οἱ ἐργάτες τῆς ἀκτημοσύνης, θεωροῦν τὰ χρήματα μηδαμινά, ἐργάζονται δὲ μόνον γιὰ τὴν καθημερινὴν τροφὴν ποὺ χρειάζεται τὸ σῶμα. Αὐτοὶ κρατοῦν τὸ θεμέλιόν της πίστεως. Πρὸς αὐτοὺς ἔχει λεχθῆ ἀπὸ τὸν Κύριο, νὰ μὴ μεριμνοῦν γιὰ τὴν αὔριον, καὶ ὅτι «τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ οὐ σπείρει, οὐδὲ θερίζει, καὶ ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά». Σὲ αὐτὰ τὰ λόγια ἐβασίσθησαν, ἀφοῦ εἶναι λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ λέγουν μὲ παρρησία τὸ γραφικὸν ἐκεῖνο λόγιον: «Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα».
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἐχθρός, ἀπὸ τοὺς ἀκτήμονες ὑφίσταται μεγαλυτέραν ἥττα, διότι δὲν ἔχει σὲ τί νὰ τοὺς βλάψη. Ἐπειδή οι περισσότερες ἀπὸ τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμοὺς προέρχονται ἀπὸ τὶς χρηματικὲς ζημίες. Πράγματι, τί ἔχει νὰ κάμη στοὺς ἀκτήμονες; Τίποτε. Νὰ κάψη χωράφια; Δὲν ἔχουν. Νὰ ἀφανίση τὰ ζῶα τους; Οὔτε ἀπὸ αὐτὰ διαθέτουν. Νὰ κάμη κακὸ στὰ φίλτατά των πρόσωπα; Ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ ἀποχαιρέτησαν πρὸ πολλοῦ. Εἶναι μεγίστη λοιπὸν μάστιγα κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, καὶ πολύτιμος θησαυρὸς γιὰ τὴν ψυχὴν ἡ ἀκτημοσύνη.
Αὐτὰ σας τὰ λέγω γιὰ νὰ σᾶς ἀσφαλίσω ἀπὸ τὸν ἐχθρόν. Δὲν ἁρμόζουν ὅμως οἱ λόγοι μου σὲ ὅλους, ἀλλὰ μόνον σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν τὸν μοναχικὸν βίον. Διότι ὅπως ἀκριβῶς δὲν εἶναι κατάλληλος μία καὶ ἡ αὐτὴ τροφὴ γιὰ ὅλα τα ζῶα, ἔτσι καὶ σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους δὲν συμφέρει ὁ ἴδιος λόγος. «Οὐ δεῖ γὰρ οἶνον νέον», λέγει, «βαλεῖν εἰς ἀσκοὺς παλαιούς». Πράγματι, διαφορετικὰ διατρέφονται ἐκεῖνοι ποὺ ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς θεωρίας καὶ τῆς γνώσεως, διαφορετικὰ ἐκεῖνοι ποὺ γεύονται τὴν ἀσκητικὴν καὶ πρακτικὴν ζωή, διαφορετικὰ δέ, κατὰ τὴν δύναμή τους, ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο καὶ ἐπιδιώκουν τὰ ἔργα τῆς δικαιοσύνης. Ὅπως δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ζῶα ἄλλα μὲν ζοῦν στὴν ξηράν, ἄλλα στὸ ὕδωρ καὶ ἄλλα στὸν ἀέρα, ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι: ἄλλοι μὲν κατέχουν τὸν μέσον τρόπον ζωῆς, ὅπως τὰ χερσαῖα, ἄλλοι δὲ ἀτενίζουν πρὸς τὰ ὕψη ὡσὰν τὰ πετεινά, ἄλλοι δὲ ἔχουν καλυφθῆ ἀπὸ τὰ ὕδατα τῶν ἁμαρτιῶν ὅπως οἱ ἰχθύες. Διότι λέγει: «Ἦλθον εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης καὶ κατεπόντισε μὲ καταιγὶς πολλῶν ἁμαρτημάτων». Καὶ αὐτὴ μὲν εἶναι ἡ φύσις τῶν ζώων. Ἐμεῖς ὅμως, ἀναπτερωμένοι σὰν τοὺς ἀετούς, ἃς ἀνέλθωμε στὰ ὑψηλότερα καὶ ἃς «καταπατήσωμεν λέοντα καὶ δράκοντα». Ἃς γίνομε κύριοι ἐκείνου ποὺ κάποτε ἦταν ἄρχοντας. Αὐτὸ ὅμως θὰ τὸ ἐπιτύχωμε ἐὰν ὅλην μας τὴν διάνοια τὴν προσφέρωμε στὸν Σωτήρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου