Από το Βίο του αγίου Ευθυμίου
ΕΝΑΣ άνθρωπος, πού λεγόταν Κυριάκος και καταγόταν από την κωμόπολη Φαράν, ήταν βοσκός προβάτων και έβοσκε το κοπάδι του στις ερημικές εκείνες περιοχές. Κάποιος άλλος, φτωχός κι αυτός, από την ίδια κωμόπολη, του εμπιστεύθηκε δέκα πρόβατα ακόμα, για να τα βόσκει κι αυτά μαζί με τα δικά του. Πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα, και ο φτωχός βρέθηκε σε μια μεγάλη ανάγκη. Επειδή λοιπόν δεν είχε τίποτ' άλλο, ο νους του πήγε αμέσως στο μικρό του κοπάδι. Αποφάσισε βιαστικά να το πουλήσει, γιατί τον έσφιγγε ή ανάγκη.
Επειδή όμως, όπως φαίνεται, ο Κυριάκος ήταν (άνθρωπος) με μοχθηρή καρδιά και δεν έβαζε την αλήθεια πιο πάνω κι από το παραμικρότερο κέρδος, του έδωσε πίσω τα οχτώ μονάχα (από τα δέκα πρόβατα), επιμένοντας ότι από την αρχή τόσα του είχε δώσει.
Και όσο εκείνος απαιτούσε και τα` αλλά δυο τόσο ο Κυριακός αρνιόταν κατηγορηματικά, ώσπου η διαφωνία τους έφτασε σε φιλονικία και σ` έντονη διαμάχη.
Τότε μπήκαν στη μέση μερικοί για να τους συμβιβάσουν, και πρότειναν να ορκιστεί κάποιος από τους δύο, ώστε να σταματήσει έτσι αυτός ο διαπληκτισμός. Ό Κυριάκος λοιπόν φάνηκε πρόθυμος να ορκιστεί. Τότε ο φτωχός ζήτησε να δώσει τον όρκο μπροστά στη λάρνακα του λειψάνου του μεγάλου Ευθυμίου. Ορίστηκε κιόλας ή μέρα (της ορκωμοσίας).
Τη μέρα εκείνη ο Κυριάκος κατέβαινε μαζί με τον φτωχό προς το μοναστήρι, (οπού ήταν το τίμιο λείψανο του αγίου Ευθυμίου), με πρόθεση (να ορκιστεί) - ή, σωστότερα, να επιορκήσει. . -
Αφού πέρασαν περπατώντας το δρόμο πού οδηγεί από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ και έβλεπαν πια το μοναστήρι, ο φτωχός, διαπιστώνοντας πώς ο Κυριάκος ήταν πέρα για πέρα αποφασισμένος να επιορκήσει και πώς είχε τον όρκο στην άκρη, θα λέγαμε, της γλώσσας του, φοβήθηκε, σαν να έμελλε να ορκιστεί ή να επιορκήσει ο ίδιος.
-"Έλα, του λέει τότε, ας γυρίσουμε πίσω, αδελφέ. Ή απόφαση σου και μόνο να ορκιστείς, μου είναι αρκετή για να σε πιστέψω. Δεν χρειάζεται λοιπόν να κάνεις τίποτα περισσότερο. ,
Αυτό του είπε, και τον παρακαλούσε να μην ορκιστεί. Αυτός όμως δεν τον άκουγε. Απεναντίας, νόμιζε ότι δεν θα έκανε τίποτε, αν δεν πραγματοποιούσε την επιορκία.
Αφού λοιπόν μπήκε στο μοναστήρι αποτόλμησε τη φοβερή εκείνη πράξη μπροστά στη λειψανοθήκη, δηλαδή πραγματοποίησε την επιορκία. Και σαν (ανόητος και) "άφρων" - πού πραγματικά ήταν - "είπε εν καρδία αυτόν- ουκ εστί Θεός" (Ψαλμ. 13:1). "Η μάλλον, επειδή αυτός ξέχασε το Θεό, νόμιζε ότι κι Εκείνος θα τον ξεχάσει. "Έτσι, γύρισε τότε στο σπίτι του ανόητα ευχαριστημένος, σαν οπαδός του Έρμη, από το κέρδος της επιορκίας.
Την άλλη νύχτα όμως, γύρω στα μεσάνυχτα, καθώς ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του αλλά ξύπνιος ακόμα, του φάνηκε πώς ή πόρτα του σπιτιού άνοιξε μόνη της, και πώς μπήκε μέσα κάποιος ηλικιωμένος μοναχός με πέντε νεώτερους. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα ραβδί. Το σπίτι το πλημμύρισε με άπλετο φως, αλλά στον ίδιο είπε με αυστηρή φωνή και βλέμμα άγριο:
Τι ήταν αυτό πού τόλμησες, αθεόφοβε, (να κάνεις) μπροστά στη λάρνακα του Ευθυμίου;
Ό Κυριάκος είχε μείνει τελείως άφωνος και δεν μπορούσε τίποτα να βρει για ν' απολογηθεί. Γι' αυτό (ο γέροντας μοναχός) τον παρέδωσε αμέσως στους συνοδούς του και τους πρόσταξε να τον τιμωρήσουν. Αφού οι τέσσερις τον τέντωσαν, έδωσε στον πέμπτο το ραβδί του με τη διαταγή να τον χτυπάει δυνατά, για (να μάθει) να μην καταφρονεί το Θεό ούτε να δίνει ψεύτικους όρκους ούτε να ιδιοποιείται τα ξένα πράγματα.
Όταν (ο γέροντας) έκρινε πώς (ο Κυριάκος) είχε φάει αρκετό ξύλο, τον άρπαξε άπ' τα μαλλιά, Αφού πρώτα κράτησε το χέρι του νέου (πού τον έδερνε).
Δεν κατάλαβες ακόμη, ασεβέστατε, πώς υπάρχει Θεός, πού τιμωρεί τέτοιες πράξεις στη γη; Να, "ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σον άπαιτούσιν από σον" (Λουκ. 12:20). Αυτά λοιπόν πού άτιμα στέρησες (από το φτωχό), σε ποιόν θα μείνουν; Γι' αυτό σου επέβαλα και τούτη την τιμωρία, για να μπορέσουν χάρη σ' αυτήν οι άλλοι
(πού θα την πληροφορηθούν) να γίνουν καλύτεροι, κι έτσι ν' αποφεύγουν τον κίνδυνο της επιορκίας - ή μάλλον να μην ορκίζονται καθόλου, έστω κι αν σκοπεύουν να πουν την αλήθεια.
Αφού είπε αυτά και φοβέρισε τον Κυριάκο (ο γέροντας), έφυγε αμέσως βιαστικά μαζί με τους συνοδούς του. Ό Κυριάκος πάλι, κατατρομαγμένος από το δράμα αλλά και μην μπορώντας να υποφέρει τους πόνους από τα χτυπήματα, άρχισε να φωνάζει δυνατά και να ζητάει βοήθεια από τους δικούς του. (Μόλις έτρεξαν κοντά του), τους έδειχνε (τα σημάδια από) τα χτυπήματα, ομολογούσε με συντριβή την επιορκία του και τους εξηγούσε με θρήνους τη συμφορά (πού τον είχε βρει). Έπειτα τους παρακαλούσε να τον μεταφέρουν μπροστά στη λειψανοθήκη του αγίου, γιατί, όπως έλεγε, αυτός πού του έδωσε τα ανυπόφορα τούτα χτυπήματα, θα μπορούσε ευκολότερα και να τον γιατρέψει, σαν μαθητής Εκείνου πού από τη φύση Του περισσότερο ευεργετεί παρά τιμωρεί, Αφού μάλιστα και των γιατρών τα μέσα και τα χέρια δεν μπορούν να κάνουν πολλά σε τόσο φρικτούς πόνους.
Οι δικοί του λοιπόν, όταν τ' άκουσαν αυτά και είδαν υστέρα πόσο βαριά πληγωμένος ήταν, φοβήθηκαν κι εκείνοι πολύ. Ικανοποιώντας όμως την επιθυμία του, σοφίστηκαν να τον μεταφέρουν με τον έξης τρόπο: Γέμισαν δυο σακιά με άχυρα και τα έδεσαν καλά στις πλευρές ενός γαϊδουριού. Μετά τον έβαλαν εκεί ανάμεσα, και τον έφεραν έτσι στο μοναστήρι, μπροστά στη λειψανοθήκη.
Αυτοί (πού τον μετέφεραν) μας διηγήθηκαν και όλα όσα τον αφορούσαν, δείχνοντας μας και τις πληγές πού είχε στην πλάτη. και τόσο πολύ φόβο προκάλεσαν στους αδελφούς (της μονής), ώστε από τότε δεν άφηναν πια κανέναν να ορκίζεται μπροστά στη λάρνακα του αγίου, ούτε και νόμιζαν σωστό να επιβάλλουν όρκο σε άλλον.
Εκείνοι λοιπόν έμειναν τότε μαζί μας όλη την ημέρα. Καθώς όμως έβλεπαν ότι ο Κυριάκος έχανε κι αυτές τις λίγες και αμυδρές ελπίδες (πού είχε) να ζήσει και πλησίαζε στο θάνατο, αφού ή κοιλιά του είχε ήδη ανοίξει και το στόμα του ούτε για λίγο δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εμετό, τον σήκωσαν πάλι και τον έφεραν στο σπίτι.
Έζησε μόνο εκείνη τη νύχτα. Την άλλη μέρα πέθανε.
Του αββα Ζωσιμά
Όταν κάποτε πήγα στην "Αγία Πόλη, (την Ιερουσαλήμ), με πλησίασε κάποιος ευσεβής και μου λέει:
Αββά, μένω μαζί με τον αδελφό μου, και από δαιμονική ενέργεια δημιουργήθηκε ανάμεσα μας κάποια εχθρότητα. Εγώ τώρα έχω μετανοήσει, εκείνος όμως δεν θέλει να συμφιλιωθούμε. Σε παρακαλώ λοιπόν, για τον Κύριο, μίλησε του για να μονοιάσουμε.
Μόλις τ' άκουσα, κάλεσα χωρίς καθυστέρηση τον αδελφό του και του είπα όσα συντελούν στην αγάπη και την ομόνοια. Εκείνος στην αρχή φάνηκε να πείθεται. Ύστερα όμως, αφού συλλογίστηκε, μου λέει:
- Δεν μπορώ να συμφιλιωθώ μ' αυτόν, γιατί ορκίστηκα στο Σταυρό να μην τα φτιάξω ποτέ μαζί του!
Χαμογέλασα τότε συγκρατημένα και του είπα:
- Μεγάλη δύναμη έχει ο όρκος σου, αδελφέ! Σαν να είπες δηλαδή: "Μα τον τίμιο Σταυρό Σου, Χριστέ, δεν θα φυλάξω τις εντολές Σου, αλλά θα κάνω το θέλημα του εχθρού Σου, του διαβόλου!". και όμως, αδελφέ, όχι μόνο δεν έχεις υποχρέωση να τηρήσεις εκείνο, για το όποιο κακώς ορκίστηκες, άλλ' απεναντίας, και να μετανοείς πρέπει και να λυπάσαι γι' αυτό και να καταδικάζεις τη θρασύτητα σου, για να μη σε παγιδέψει άλλη φορά. Γιατί κι ο Ηρώδης, αν μετανοούσε και δεν τηρούσε τον όρκο του, δεν θα έκανε τον τόσο φοβερό εκείνο φόνο, αποκεφαλίζοντας τον Πρόδρομο του Χριστοί] (Ματθ. 14:1-12).
Μ' αυτά τα λόγια ήρθε σε κατάνυξη κι έβαλε μετάνοια στον αδελφό του και σε μένα.
"Έτσι, με τη χάρη του Θεού, συμφιλιώθηκαν και πάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου