Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

Η παραβολή του ασώτου υιού (ή του σπλαχνικού Πατέρα)


Χρήστου Σπ. Χριστοδούλου, θεολόγου

Εισαγωγή

Η παρούσα διήγηση βρίσκεται στο 15ο κεφάλαιο του κατά Λουκά Ευαγγελίου, και περιέχει τρεις παραβολές. Τις διηγήθηκε ο Χριστός στους Γραμματείς και Φαρισαίους, ως απάντηση στις μεμψιμοιρίες τους, ότι συναναστρέφεται με όλους τους αμαρτωλούς που Τον πλησιάζουν (τελώνες κ.λ.π), ακούνε τον λόγο Του και τρώνε μαζί Του, θέλοντας να τονίσει ότι οι άρρωστοι (δηλ. οι αμαρτωλοί) έχουν ανάγκη γιατρού και όχι οι υγιείς. Οι τρεις αυτές παραβολές είναι :

πρώτη, του χαμένου προβάτου (που ο καλός τσοπάνος αφήνει τα 99 πρόβατα και ψάχνει να βρεί το χαμένο 100o ,

δεύτερη, της χαμένης δραχμής και

τρίτη, η παραβολή του Ασώτου υιού.

Με τις παραβολές Του αυτές, ο Κύριος υποδηλώνει κατ’ αρχάς την Θεϊκή Του ιδιότητα, ενώ στην συνέχεια φανερώνει την μεγάλη Του αγάπη για τον άνθρωπο και αποκαλύπτει τον λόγο για τον οποίο ήλθε στη γη. Είναι ο φιλεύσπλαχνος Θεός, ο οποίος μας δημιούργησε, αλλά και ο στοργικός Πατέρας, που δεν εγκατέλειψε τον άνθρωπο στην απώλειά του και στην κατάντια του, αλλά ήλθε για να τον αναζητήσει μέσα στην πτώση του για να τον ανασύρει από αυτή. Πράγματι, «ὁ Ὑιός του ανθρώπου», ήλθε στη γη και έγινε άνθρωπος «τοῦ ζητῆσαι (για να αναζητήσει) καί σῶσαι (και να σώσει) τόν ἁμαρτωλόν (ἀνθρωπο)»

Παράλληλα, μέσα από τις παραβολές αυτές , και κυρίως με την παραβολή του Ασώτου, προαναγγέλλεται η επιστροφή στον Θεό των Εθνών και η απομάκρυνση των Ισραηλιτών από Αυτόν. Με την αλληγορική ερμηνεία της παραβολής, τα ¨Εθνη άλληγορούνται στο πρόσωπο του Ασώτου, ενώ οι Ισραηλίτες στο πρόσωπο του πρεσβύτερου υιού. ¨Ετσι, σαν τον πρεσβύτερο υιό της παραβολής, οι Εβραίοι επρόκειτο να σκανδαλιστούν, βλέποντας την επιστροφή των Εθνών και την συμμετοχή τους στην ευωχία της θείας χάριτος και σωτηρίας (δηλ. στο μεγάλο Δείπνο της Βασιλείας του Θεού).Τα ¨Εθνη, όπως ο νεώτερος υιός, για αιώνες ήσαν μακριά από την πατρική οικία, ενώ οι Ισραηλίτες, όπως ο πρεσβύτερος υιός ήσαν πάντα, φαινομενικά κοντά στον Θεό-Πατέρα. Τελικά οι Ισραηλίτες, φαίνεται να μένουν έξω από την Βασιλεία του Θεού, όχι λόγω κάποιας τιμωρίας από τον Θεό, αλλά επειδή οι ίδιοι δεν θα θελήσουν να εισέλθουν και να συμμετέχουν στο Μεγάλο Δείπνο, εξαιτίας του εγωϊσμού τους και της ελλείψεως συγχωρητικότητας.
Οι παραβολές, τρόπος αποκαλύψεως αλλά και αποκρύψεως θείων αληθειών

Η σημερινή ευαγγελική διήγηση είναι μια παραβολή. Ο Χριστός στην δημόσια διδασκαλία του χρησιμοποιεί ευρύτατα την μέθοδο της παραβολής προκειμένου να διδάξει μεγάλες αλήθειες.

Οι παραβολές ήταν συνήθως σύντομες διηγήσεις, παρμένες από την καθημερινή, κυρίως όμως από την αγροτική ζωή, με τις οποίες ο Κύριος προσπαθούσε να διδάξει μεγάλες μεταφυσικές αλήθειες. Το βαθύτερο θεολογικό νόημα κάθε παραβολής, δεν ήταν εξαρχής προφανές. Σε όσους από τους μαθητές ή ακροατές έδειχναν περισσότερο ενδιαφέρον, ο Χριστός ήταν διατεθειμένος να κάνει βαθύτερες και λεπτομερέστερες αναλύσεις. Όσοι όμως έδειχναν αδιαφορία, παρέμεναν στην προφανή επιφανειακή ερμηνεία της διηγήσεως, χωρίς να εμβαθύνουν στο βαθύτερο σωτηριολογικό μήνυμα της παραβολής. Έτσι λοιπόν, οι παραβολές λειτουργούσαν διπλά. Σε όσους είχαν δίψα να καταλάβουν βαθύτερες θεολογικές αλήθειες, οι παραβολές τις αποκάλυπταν και τις απλούστευαν. Σε όσους έδειχναν αδιαφορία, τις απέκρυπταν, μένοντας σε μια επιφανειακή νατουραλιστική ερμηνεία.
Στο πρόσωπο του Ασώτου διεκτραγωδείται όλο το δράμα της αποστασίας του ανθρώπου από το Θεό.

Η παραβολή του Ασώτου[1] είναι μια πιστή εικόνα της περιπέτειας των σχέσεων του ανθρώπου με στο Θεό, γιατί εκφράζει όλη την τραγικότητα της ζωής του, που είναι συνήθως μια αδιάκοπη αποστασία/απομάκρυνση από το Θεό.

Η «αποδημία» του Ασώτου σε μακρινή χώρα για την οποία μιλάει το Ευαγγέλιο, είναι η αμαρτία. Αμαρτία στα αρχαία Ελληνικά, σημαίνει αστοχία. Η αποδημία λοιπόν του Ασώτου, είναι η αποτυχία του να κρατήσει την ύπαρξή του ενωμένη με το Θεό-Πατέρα.

Ο άνθρωπος σε κάθε εποχή, έχοντας βγάλει το Θεό από το κέντρο της ζωής του και έχοντας τοποθετήσει τον εαυτό του, θεωρεί συνήθως την υποταγή του στο θέλημα του Θεού ως δουλεία, ενώ βλέπει την ανυπακοή του, ως ζωή ελευθερίας. Εδώ, έγκειται όμως η τραγικότητά του. Γιατί παθαίνει το ίδιο, που παθαίνει ένα έμβρυο όταν ξαφνικά αποσπασθεί από το μητρικό σώμα. Αποκόπτεται από την πηγή τροφοδοσίας του, νεκρώ-νεται και πεθαίνει. Έτσι, και ο άνθρωπος όταν χωρισθεί από το Θεό πεθαίνει πνευμα-τικά και γίνεται παιχνιδάκι στα χέρια του διαβόλου. Τραγικό αποτέλεσμα είναι, ότι όχι μόνο δεν ελευθερώνεται όπως ήλπιζε, αλλά γίνεται δούλος των πιο τυραννικών παθών. Η στιγμιαία παράβαση όταν δεν υπάρξει μετάνοια γίνεται κατάσταση απομακρύνσεως από το Θεό. Η κατάσταση της «αμαρτίας», δηλαδή της αστοχίας, συνιστά την αδυναμία του ανθρώπου να επιτύχει τον σκοπό της ζωής του, δηλ. το «καθ’ ομοίωσιν».
Η «Οικία του Πατρός» και η «μακρυνή χώρα»

Οι δύο αυτές έννοιες αντιδιαστέλλονται και αλληγορούνται τραγικά, αντιδιαστέλ-λοντας συγχρόνως και τις δύο καταστάσεις του «ασώτου» πρίν και μετά την αποδημία .

α. Η Πατρική οικία, γίνεται ο τύπος της αληθινής ζωής του ανθρώπου, με το Θεό και την Βασιλεία Του. Η παρούσα Ευαγγελική παραβολή και η Υμνολογία της ημέρας, μας βοηθούν, να ξαναδούμε την πραγματική πνευματική μας κατάσταση, την κατάσταση της οιασδήποτε ασωτείας μακράν του Πατρός, αλλά πάντοτε μέσα στην προοπτική της επιστροφής σ’αυτήν.

¨Οταν βρίσκουμε τον αληθινό εαυτόν μας [πρβλ. το «εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών»της παραβολής (Λουκ.ιε′17)] ξαναβρίσκουμε τον δρόμο του γυρισμού και της επανασύνδεσης με τον Θεό. Τότε η μετάνοια γίνεται μια βαθειά εμπειρία της χάριτος του Θεού, που μας θεραπεύει από την αρρώστεια της «ἁμαρτίας».¨Εστω και άν τα πάθη μας και τα λάθη μας είναι πολλά και μεγάλα, δεν μας ταλαιπωρούν πιά. Οι έμμονες ενοχές, η κατάθλιψη, ο φόβος, το άγχος, ο πληγωμένος μας εγωϊσμός για τις αμαρτίες και τα λάθη που κάναμε, δεν μας αρρωσταίνουν πιά. Η εσωτερική συντριβή και ταπείνωση, ακολουθούνται από ψυχική γαλήνη, η οποία απορρέει από την αγάπη και την χάρη του Θεού. Την αγάπη εκείνη, που μας δέχεται, όπως καταντήσαμε στην «μακρυνή χώρα», ρυπαρούς και κουρελήδες και μας αποκαθιστά αρχοντόπουλα, όπως ξεκινήσαμε από την Πατρική μας οικία. Με την «στολήν την πρώτην» και «δακτύλιον» εις την χείρα, απόδειξη της ευγενούς καταγωγής μας.

β. Η «μακρυνή χώρα» των πονηρών πολιτών, είναι η χώρα στην οποίαν απεδήμησε ο «ἂσωτος» για να βρεθεἰ μακρυά από την Πατρική του οικία. Ως «μακρυνή χώρα» αλληγορείται στην παραβολή, ο μακράν του Θεού κόσμος. Αυτός που «καταναλίσκει» την «ουσία του ασώτου», δηλ. τα θεϊκά του χαρίσματα και τον μετατρέπει σταδιακά, από ευγενικό «αρχοντόπουλο» σε άθλιο «χοιροβοσκό»

Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι και ο σημερινός άνθρωπος, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ζεί και αυτός σε «μακρυνή χώρα». Ζεί οικιοθελώς μια εξορία και αποξένωση από τον Θεό, καθώς σπαταλά τα θεϊκά του χαρίσματα, χωρίς όρους και όρια. Ζεί σαν να μην υπάρχει Θεός. Σαν να μην ήλθε ποτέ ο Χριστός στη γή.
Διεσκόρπισε την ουσία αυτού ζων ασώτως.

Εκεί, στην μακρινή χώρα, ο νεότερος υιός ζει, χωρίς την πατρική επίβλεψη και συμβουλή, διασκορπίζοντας την «οὐσίαν αὐτοῦ», δηλαδή την περιουσία του σε ανώφελες και ψυχοφθόρες διασκεδάσεις. Η «οὐσία αὐτοῦ» δεν είναι τίποτα άλλο, από τα ποικίλλα χαρίσματα, που του χάρισε ο Θεός. Αυτά τα χαρίσματα αντί να τα αξιοποιήσει, όπως θα έπρεπε, τα σπαταλάει άσκοπα και φθάνει πολύ σύντομα στην πλήρη διαφθορά και εξαχρείωση.

Όταν δαπάνησε ο νεότερος υιός όλα όσα είχε φέρει μαζί του, από την πατρική περιουσία, έπεσε λιμός (δηλαδή μεγάλη πείνα) στη χώρα εκείνη και άρχισε να στερείται και τα στοιχειώδη. Δεν είναι επομένως απεριόριστες οι απολαύσεις του αμαρτωλού. Κάποτε φθάνει το τέλος. Αργά ή γρήγορα αισθάνεται το κενό, από τη στέρηση της πατρικής παρηγοριάς, και την αθλιότητα που το οδηγεί ο άσωτος βίος. «Λιμός» είναι η πνευματική πείνα και ξηρασία της μακράν του Θεού ζωής. Η κατάσταση του κενού της ψυχής, η έλλειψη κάθε νοήματος για τη ζωή που αισθάνεται ο άνθρωπος, όταν παύσουν οι θόρυβοι των διασκεδάσεων και βρεθεί μόνος, «ἐνώπιος-ἐνωπίῳ» με τον εαυτό του.

α. Πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών και έπεμψεν αυτόν βόσκειν χοίρους.

Όλοι οι φίλοι με τους οποίους διασκέδαζε χάθηκαν. Κανείς δεν τον γνωρίζει πια. Και η πείνα τον ανάγκασε να προσληφθεί δούλος από ένα εκ των κατοίκων της χώρας εκείνης. Αυτός δεν του έδωσε αξιοπρεπή εργασία, αλλά τον έστειλε στους αγρούς να κάνει την πιο εξευτελιστική εργασία. Να βόσκει χοίρους.

Οι χοίροι ήταν ζώα ακάθαρτα για τους Ιουδαίους. Και αν για τον κοινό άνθρωπο προκαλούσαν αηδία και αποστροφή, πόσο μάλλον γι αυτό το ξεπεσμένο αρχοντόπουλο.

Αλλά, δεν ήταν μόνο η κατάπτωση και η εξευτελιστική εργασία. Ο μισθός που έπαιρνε ήταν τόσο λίγος που δεν έφθανε να χορτάσει την πείνα του. Προσπαθούσε τότε να χορτάσει την πείνα του με τα χαρούπια, «τα ξυλοκέρατα» που έτρωγαν οι χοίροι. Κανείς δεν του έδινε, διότι οι υπηρέτες που διένειμαν τα ξυλοκέρατα, ενδιαφερόντουσαν να χορτάσουν τους χοίρους. Πόσο αξιοθρήνητη ήταν η κατάστασή του!!!

β. Και ελθών εις εαυτόν είπεν. Πόσοι μισθίοι του Πατρός μου περισσεύουσιν άρτων εγώ δε λιμών απολλύμαι. Αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου.

Αυτό ήταν. Η τραγικότητα της καταστάσεώς του τον έκανε να συνέλθει. Αναλογί-στηκε ποιος ήταν και πού κατάντησε. Ήταν αρχοντόπουλο και κατάντησε χοιροβοσκός. Στο πατρικό του σπίτι και ο τελευταίος υπηρέτης ήταν χορτάτος. Αυτός πείναγε πιο πολύ και από τους χοίρους που έβοσκε.

Και τότε «ἦλθεν εἰς ἑαυτόν» λέγει ο Κύριος. Ξύπνησε, συνήλθε και άρχισε να αποκτά την ηθική του αυτοσυνειδησία. Η πείνα τώρα και η ανάμνηση της ευτυχισμένης ζωής στο πατρικό του σπίτι τον έκαναν να συνέλθει.

Η συναίσθηση της αμαρτίας του είναι το πρώτο στάδιο της μετανοίας του. Του δημιουργείται η ζωηρή επιθυμία να επιστρέψει στον Πατέρα του. Αλλά πώς να παρου-σιαστεί μπροστά του, αφού περιφρόνησε και αυτόν και το σπίτι του, αφού τον λύπησε τόσο. Πώς να επιστρέψει χωρίς ρούχα, χωρίς παπούτσια, αδύνατος, κουρελιάρης, εξαθλιωμένος. Παρακάμπτει όμως όλα αυτά τα εμπόδια και αποφασίζει να ομολογήσει:

γ.«Πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου. Ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου.»

Έχει συναίσθηση της αμαρτίας του απέναντι στο Θεό και στον Πατέρα του. Πρόσβαλε το όνομα του Πατέρα του και της οικογένειάς του, γι αυτό και ο πατέρας δικαιούται να τον αποκληρώσει. Γι αυτό πιστεύει ότι εξέπεσε από την ιδιότητα της «υιότητας» και σκέπτεται να παρακαλέσει τον Πατέρα του:

δ. «Ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου»

Ακόμα και ως υπηρέτης εάν τον δεχθεί ο Πατέρας του, θα είναι σε ασύγκριτως καλύτερη κατάσταση από την κατάσταση του χοιροβοσκού, στην οποία είχε περιπέσει στη χώρα της αμαρτίας.

Μετά από αυτή τη γενναία ομολογία, έρχεται η εκτέλεση της γενναίας αποφάσεως «και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού»
Η ευσπλαχνία του πατέρα, αιτία της επιστροφής κάθε Ασώτου

Η επιστροφή του Ασώτου Υιού είναι πάντα δυνατή, διότι μένει πάντα κάτι σταθερό στην ιστορία της πτώσεως. Και αυτό είναι η αγάπη του Πατέρα. Ο άνθρωπος μπορεί να κόβει κάθε νήμα που τον συνδέει με τον Πατέρα, όταν αμαρτάνει. Ο πατέρας όμως δεν παύει να περιμένει την επιστροφή. Έχει πάντα την πόρτα του πατρικού σπιτιού ανοικτή και την αγκαλιά του ζεστή να δεχθεί το μετανοημένο παιδί του. Στην ιστορία της πτώσεως και της μετανοίας, κανένας από εμάς τους «ασώτους» δεν θα είχε ελπίδα να ξαναπάρει τον δρόμο της επιστροφής, αν δεν υπήρχε η σταθερή αγάπη του Πατέρα να μας περιμένει.

Επί τη ευκαιρία, θα θέλαμε να συστήσουμε σε όλους τους γονείς, ότι όσοι έχουν παιδιά «παραστρατημένα», θα πρέπει να αφήνουν την πόρτα του πατρικού σπιτιού πάντα ανοικτή και την αγκαλιά τους ζεστή να δεχθούν τα παιδιά τους.

Ο πατέρας περίμενε καρτερικά, χρόνια πολλά και αγνάντευε καθημερινά τον ορίζοντα. Ώσπου έφθασε η ποθητή μέρα. Ο εξαθλιωμένος και κουρελιάρης άσωτος υιός επέστρεψε.
Η εγκάρδια υποδοχή του Ασώτου στην πατρική οικία

Και ενώ απείχε ακόμα πολύ από το πατρικό του σπίτι, ο πατέρας του τον είδε από μακριά και τον σπλαχνίστηκε. «Καί δραμών ἐπέπεσεν ἐπί τόν τράχηλον αὐτοῦ καί κατεφίλησεν αὐτόν» (στίχος 20). Τι καταπληκτική σκηνή ! Η αγάπη του πατέρα ξεπερνάει όλα τα τυχόν αρνητικά. Την σπαταλημένη του περιουσία, την προσβλητική στάση του υιού του, την καταρράκωση του ονόματός του, την ρυπαρότητά του κ.ο.κ. Για τον πολυεύ-σπλαχνο Πατέρα τίποτα δεν γίνεται εμπόδιο. Ο χαμένος ή θεωρούμενος νεκρός υιός επέστρεψε και αυτό έχει την μεγαλύτερη σημασία.

Με την σκηνή αυτή, ο Κύριος θέλει να σκιαγραφήσει την απέραντη αγάπη και ευσπλαχνία του Θεού-Πατέρα απέναντι στον μετανοούντα και επιστρέψαντα αμαρτωλό. Όσο βδελυκτή είναι η αμαρτία για το Θεό, τόσο αγαπητός και ποθητός είναι ο μετανοών αμαρτωλός. Κάνει ένα βήμα ο αμαρτωλός προς το Θεό, κάνει δέκα βήματα ο Θεός προς αυτόν.

Αλλά, ο σπλαχνικός Πατέρας δεν σταματά μόνο στην υποδοχή. Την στιγμή που ο πρώην άσωτος, ταραγμένος και γεμάτος συγκίνηση, προσπαθεί να ψελλίσει την εξομο-λόγησή του «πάτερ, ἢμαρτον εἰς τόν Οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου καί οὐκέτι εἰμί ἂξιος κληθῆναι υἱός σου, ποίησόν με ὡς ἓνα τῶν μισθίων σου» ο πατέρας δίνει διαταγή μπροστά στους έκπληκτους δούλους του: «ἐξενέγκατε τήν στολήν τήν πρώτην καί ἐνδύσατε αὐτόν» δηλαδή, ντύστε τον με την αρχοντική στολή που φορούσε πριν φύγει από το πατρικό του σπίτι και όχι μόνον: «καί δότε δακτύλιον εἰς τήν χεῖραν αὐτοῦ καί ὑποδήματα εἰς τούς πόδας». Ο σπλαχνικός πατέρας όχι μόνο δεν τιμωρεί τον άσωτο, όχι μόνο τον συγχωρεί απροϋπόθετα, πριν αυτός προλάβει να τελειώσει την εξομολόγησή του, αλλά τον αποκαθιστά στην αρχική υιϊκή του θέση.

Η στολή η πρώτη και ο δακτύλιος αλληγορούμενα θέλουν να δείξουν ότι η αληθινή μετάνοια του κάθε Ασώτου, γίνεται δεκτή από τον Πατέρα. Ότι καθαρίζουν την ψυχή του μετανοούντος όπως ήταν πριν την αμαρτία και του χαρίζουν τον αρραβώνα του αγίου Πνεύματος, με τον οποίον η ψυχή επανασυνδέεται ξανά με το Θεό και αποκτά την κατά χάρη υιοθεσία. Όλα αυτά τα στάδια, της αγάπης, της ταπεινότητας, της φιλοτιμίας και της άπειρης ευσπλαχνίας του Θεού, απέναντι στον επιστρέφοντα αμαρτωλό ξεπερνάνε κάθε ανθρώπινη αντιληπτική κατανόηση.

Η απρόσμενη υποδοχή του Ασώτου φθάνει στο αποκορύφωμα της όταν ο Πατέρας αποφασίζει να στήσει ένα ξέφρενο γλέντι με την διαταγή: «Ἐνέγκαντες τόν μόσχον τόν σιτευτόν θύσατε, καί φαγόντες εὐφρανθῶμεν» (στ 23).

Ετοιμάζει το καλύτερο δυνατό τραπέζι και προσφέρει το καλύτερο μοσχάρι για έδεσμα. Με τις αλληγορικές αυτές λέξεις, η παραβολή θέλει να δείξει ότι ο Θεός για κάθε μετανοούντα αμαρτωλό, που αποκαθιστά στη θέση του κατά χάρη υιού,, προσφέρει τον «μόσχο τον σιτευτό», δηλαδή τον ίδιο τον Υιό του Κύριο Ημών Ιησού Χριστό, ο οποίος επάνω στον Σταυρό προσέφερε άπαξ τον εαυτό του θυσία για όλους τους αμαρτωλούς όλων των αιώνων. Έκτοτε, το σώμα και το αίμα του Χριστού μέσω της θείας Ευχαριστίας αποτελεί για τους πιστούς το εκλεκτότερο έδεσμα, που τους καθαρίζει από κάθε αμαρτία. Τους τρέφει πνευματικά και αποτελεί το καλύτερο αντίδοτο κατά του θανάτου.
Η διαγωγή του πρεσβύτερου αδελφού

Θα ήταν πολύ ευχάριστα τα πράγματα, αν η παραβολή τελείωνε σε αυτό το σημείο, όταν στην πατρική οικία βρίσκεται σε εξέλιξη ένα μεγάλο γλέντι. Σε λίγο καταφθάνει από τους αγρούς, ο πρεσβύτερος αδελφός, ο οποίος όταν «ἢγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἠκουσε συμφωνίας καί χορῶν» (στ 25) δηλαδή, όταν έφθασε στο πατρικό σπίτι άκουσε μουσικές, τραγούδια και χορούς και «προσκαλεσάμενος ἓνα ταῶν παίδων, ἐπυνθάνετο (ρωτούσε να μάθει) τί εἲη ταῦτα» (στ 26) δηλαδή, ρώτησε κάποιον υπηρέτη τι ακριβώς συμβαίνει, ο οποίος του απάντησε: «ὁ ἀδελφός σου ἢκεί καί ἒθυσε ὁ πατήρ σου τόν μόσχον τόν σιτευτόν, ὃτι ὑγιαίνοντα αὐτόν ἀπέλαβεν» (στ 27). Ο άσωτος αδελφός σου επέστρεψε και ο πατέρας σου θυσίασε το εκλεκτό μοσχάρι, για να εκδηλώσει την χαρά του, επειδή ο αδελφός σου επέστρεψε υγιής.

Και ενώ θα περίμενε κανείς να χαρεί και ο πρεσβύτερος αδελφός και να συμμετάσχει στην χαρά της οικογένειας, αυτός «ὠργίσθη καί οὐκ ἢθελε εἰσελθεῖν». Αναπάντεχα, ο πρεσβύτερος αδελφός δείχνει μια διαγωγή τελείως ξένη προς την αληθινή αγάπη, αφιλάδελφη, μικροπρεπή, ζηλότυπη, φθονερή και εγωϊστική.

Αυτός, που τόσο καιρό φαινόταν πιστός και φρόνιμος, πάντα κοντά στον Πατέρα, ἀποκαλύπτει τη δική του γυμνότητα και την δική του «ἀσωτεία». Παρόλο που δεν είχε τοπικά απομακρυνθεί από τον Πατέρα, εντούτοις ζούσε τη δική του ψυχική «αποδημία» χωρίς να το έχει καταλάβει. Έτσι, αντί να χαρεί και να πανηγυρίσει για την απρόσμενη επιστροφή του ασώτου αδελφού του, αυτός λυπάται και αγανακτεί, γιατί βλέπει να ξαναπαίρνει ο «άσωτος», όσα είχε σαν πιστός υιός και εκείνος. Δεν μπορεί να καταλάβει πως «μετάνοια» σημαίνει και αποκατάσταση. Έτσι, με την συμπεριφορά του αποδεικνύει την δική του «ασωτεία».

Οσοι δεν είναι φαινομενικά άσωτοι κινδυνεύουν από τον πειρασμό του «πρεσβύτερου αδελφού». Με το παράδειγμα αυτό, ο Κύριος θέλει να επιστήσει την προσοχή σε όσους δεν είναι φαινομενικά άσωτοι. Ο πειρασμός του θεωρούμενου «φρόνι-μου αδελφού», ελοχεύει πάντοτε. Να χάσει δηλ. κανείς τον «μισθό» της φρόνιμης συμπε-ριφοράς από μικροψυχία, χαιρεκακία και εγωϊσμό.
Η απαράδεκτη αφιλάδελφη συμπεριφορά του πεσβύτερου αδελφού.


Δυστυχώς, ο πρεσβύτερος υιός του έδειξε αφιλάδελφη και εγωϊστική συμπεριφορά σκεπασμένη με τον μανδύα της εξωτερικής φαρισαϊκής αρετής. ¨Επεσε δε σε πολλά σφάλματα:

α. Καυχήθηκε για τις αρετές του, την πιστότητά του, την υπακοή του.

β. Παραπονέθηκε στον Πατέρα του, γιατί ποτέ δεν του έδωσε έστω ένα κατσικάκι να γλεντήσει με τους φίλους του.

γ. Αρνήθηκε να μπει στο σπίτι του και να συνεορτάσει με την οικογένειά του.

δ. Αρνείτο να κατονομάσει τον αδελφό του λέγοντας: «ὁ υἱός σου οὗτος»

ε. Εξόγκώσε τα αμαρτήματα του αδελφού του λέγοντας : «ὁ καταφαγῶν σου τόν βίον μετά πορνῶν». Είναι γεγονός ότι ο αδελφός του κατασπατάλησε το μερίδιο που του αναλογούσε (περίπου το 1/3 της ολικής περιουσίας), αλλά παραμένει ακόμα ικανό μέρος της πατρικής περιουσίας. Επομένως, μερικώς ψεύδεται.

στ. Ζηλοτυπεί και φθονεί τον αδελφόν του, για την αγάπη που του έδειξε ο πατέρας.


Η συγκινητική απάντηση του σπλαχνικού Πατέρα.

«Ἐξελθών ὁ πατήρ παρεκάλει αὐτόν… ἀποκριθείς εἶπεν τῷ πατρί. Ἰδοῦ τοσαῦτα ἒτη δουλεύω σοι καί οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον∙ ὃτε δέ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγῶν σου τόν βίον μετά πορνῶν ἦλθεν, ἒθησας αὐτῷ τόν μόσχον τόν σιτευτόν» (στ 29,30).

Ο πατέρας, βγαίνοντας από το σπίτι για να πείσει τον πρεσβύτερο υιό του ταπει-νώνεται και τον παρακαλεί να θελήσει να συνεορτάσει και αυτός την επάνοδο του νεκρα-ναστημένου αδελφού του. Ο πατέρας εκτός από την απέραντη αγάπη, του δείχνει και πόσο ταπεινός είναι. Αν υπήρξε στοργική και συγκινητική η συμπεριφορά του πατέρα προς τον επιστρέψαντα άσωτο υιό, δεν υπολείπεται καθόλου σε τρυφερότητα και αγάπη, η συμπεριφορά του προς τον πρεσβύτερο αδελφό.

Τον διαβεβαιώνει για την μεγάλη κληρονομιά που του ετοιμάζει: «Τέκνον, σύ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καί πάντα τά ἐμά σά ἐστί» (στίχος 31). Παιδί μου του λέει στοργικά, εσύ ήσουν πάντοτε μαζί μου και ότι όλα τα αγαθά μου είναι και δικά σου. Εάν δέχθηκα τον νεότερο αδελφό σου, αυτό δεν σημαίνει ότι σε αποξένωσα. Τι το θέλεις το «ερίφιο» που ζητάς να φας με τους φίλους σου, αφού μπορείς να συνδειπνήσεις με τον πατέρα σου και τους άλλους οικείους σου στο πλούσιο τραπέζι που ετοιμάζει.

Στη συνέχεια, ο πατέρας δικαιολογεί την μεγάλη χαρά που αισθάνεται για την επι-στροφή του νεότερου υιού του και υποδεικνύει το καθήκον του πρεσβύτερου υιού την παρούσα στιγμή: «Εὐφρανθῆναι δέ καί χαρῆναι ἒδει, ὃτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρός ἦν καί ἀνέζησε, ἀπολωλός ἦν καί εὑρέθη» (στ. 32). Ο νεότερος υιός μου, που είναι συγχρόνως και αδελφός σου ήταν χαμένος και βρέθηκε. Ήταν πνευματικά νεκρός και αναστήθηκε. Δεν θα έπρεπε λοιπόν να χαρείς και συ και να συμμετέχεις στην κοινή χαρά της οικογενείας ;


Το «κατσίκι» και το μεγάλο «Δείπνο της Βασιλείας του Θεού»

Εδώ υπάρχει άλλη μιά σπουδαία αλληγορία. Είναι το «ἐρίφιον» δηλ. το «κατσίκι» που ζητούσε ο πρεσβύτερος αδελφός. Η αλληγορία του θέματος αυτού είναι ότι αν αποδει-χθούμε πραγματικά παιδιά του Θεoύ, εξαλείφοντας είτε τα πάθη του ασώτου, είτε τα πάθη του πρεσβύτερου αδελφού, θα τύχουμε της μεγάλης ευτυχίας να συνδειπνήσουμε μαζί του στην αιώνια Βασιλεία Του. Το «κατσίκι» που θα απολάμβανε με φίλους του, έξω της βασιλείας του Θεού, ο πρεσβύτερος υιός, θα ήταν μια ψευδαίσθηση προσωρινής ευτυχίας. Αντίθετα το μεγάλο δείπνο, στο οποίο ο σπλαχνικός Πατέρας προσκαλεί τον πεσβύτερο υιό Του να συμμετάσχει είναι το μεγάλο «Δείπνο της Βασιλείας του Θεού»[2].

Αυτό το δείπνο είναι η αιώνια χαρά και αγαλλίαση που περιμένει τους εκλεκτούς του Θεού-τους εκ δεξιών του Χριστού- που θα συμμετάσχουν στην χαρά της Βασιλείας του Θεού. Διότι πολλές φορές τυχαίνει να ανταλλάξουμε την αιώνια χαρά της συμμετοχής στην Βασιλεία του Θεού, με πολλές μικρές αλλά «προσωρινές» μικροχαρές του κόσμου.
Επίλογος

Ο Κύριος τελειώνοντας την παραβολή, αποσιωπά τι συνέβη στη συνέχεια. Αν ο πρεσβύ-τερος υιός συγκινήθηκε και εισήλθε στο πατρικό του σπίτι ή όχι. Εάν επέμεινε στο πείσμα και στον φθόνο του, μοιάζει με τους Γραμματείς και Φαρισαίους, που έμειναν έξω της Βασιλείας του Θεού, ενώ οι πρώην άσωτοι ειδωλολάτρες που μετανόησαν, έγιναν χριστιανοί και άγιοι και απόλαυσαν την αιώνια χαρά της Βασιλείας του Θεού. Και οι δύο εκδοχές είναι πιθανές. Η πρόσκληση του Θεού για συμμετοχή όλων των ανθρώπων στο «Δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ» ισχύει πάντοτε. Η απόφαση για συμμετοχή σ’ αυτήν εξαρτάται καθαρά από την προαίρεση του κάθε ανθρώπου.



[1] ¨Ασωτος είναι αυτός που δεν έχει σωτηρία, που δεν σώζεται

[2] «ἒνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καί ἡ ἀπέραντος ἡδονή τῶν καθορώντων τοῦ σοῦ προσώπου τό κάλλος τό ἂρρητον. Σύ γάρ εἶ τό ὂντως ἐφετόν (το πραγματικάπιό επιθυμητό) καί ἡ ἀνέκ-φραστος εὐφροσύνη τῶν ἀγαπώντων σε Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν καί σέ ὑμνεῖ πᾶσα ἡ κτίσις εἰςτούς αἰ-ώνας, άμήν»(παρμένο από την ευχή της Ευχαριστίας μετά την Θεία Μετάληψη)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου