Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΗΝΑΣ - ΒΙΚΤΩΡ - ΒΙΚΕΝΤΙΟΣ

 

Σημείο αναφοράς αποτελεί για τους κατοίκους της Λευκάδας ο ναός των Αγίων Μεγαλομαρτύρων Μηνά, Βίκτορος και Βικεντίου. Η τοποθεσία εκείνη βρισκόταν στην άκρη της μικρής πόλης. Με την επέκταση της όμως, τα τελευταία χρόνια, έφτασε να είναι χτισμένος σχεδόν στο κέντρο της.


Ακόμη και οι επισκέπτες της Λευκάδας θα τον αναζητήσουν, έχοντας ακούσει για το καταπληκτικό εικονοστάσι (τέμπλο) του.


Το χτίσιμο του ναού συνδέεται με θαύμα των Αγίων την ημέρα της κοινής μνήμης τους. Όταν δηλαδή, στις 11 Νοεμβρίου του 1704, σώθηκε η πολίχνη της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας) από φοβερό σεισμό.


Διαβάζουμε στο καπιτολάριο της Εκκλησίας:


«1704, Νοεμβρίου 11 ώρα 2 (τά μεσάνυκτα) μνήμη των μεγάλων μαρτύρων Μηνά, Βίκτωρος καί Βικεντίου έγινε ο φοβερός σεισμός οπού έξεκωλόθηκε ο μεγάλος πλάτανος(ύπό κάτω από τήν ρίζαν του ευρέθη κονισματάκι των Αγίων Μηνά καί διά τούτο έγένηκε ή έκκλησία των αγίων (καί εύρισκόμενος (ο) Αυθέντης (Ενετός Διοικητής) ώς καθως έπετάχθη είς τά μουράγια (του φρουρίου) είδε τρεις άνδρες νά μάχωνται μέ τά σύγνεφα καί έλεγεν λείποντας οί τρεις άγιοι ήθελεν καταποντισθή έτουτο τό νησί (τόσος φοβερός έστάθη ώστε οπού έχάθη τό νερό τρεις μέρες από τίς βρύσες καί διά ημέρας 4 έσείετο ή γή ώσάν καλάμι.»


Μία ομάδα Λευκαδίων αργότερα, μετά τη θαυμαστή διάσωση του νησιού από τον φοβερό σεισμό χάρη στην παρέμβαση των Αγίων, ζήτησαν από τον «Ανώτερο Προνοητή» (δηλ. τον Ενετό διοικητή) της Λευκάδας μία έκταση γης για να χτίσουν ναό προς τιμήν τους. Έγραφαν, λοιπόν, στην σχετική αναφορά τους:


“‘Εξοχότατε καί ένδοξώτατε Κύριε Προνοητά,


Υπάρχει έν τη πόλει ταύτη τής Άμαξικής γήπεδον διαθέσιμον, εφ’ ου άλλοτε ήγείρετο ή πλάτανος, ή έκριζωθείσα ύπό του σεισμού. Τό γήπεδον τουτο είναι έκτάσεως 16 βημάτων ώς είναι καί εύρίσκεται, μή αποδίδον είς τό Δημόσιον, ουδ’ έστω καί τό έλάχιστον όφελος. Παρέμεινεν είσέτι είς τούς έπιγόνους ή ανάμνησις του φρικτού εκείνου σεισμού, δι’ ου ή θεία δίκη ηθέλησε νά τιμωρήση τάς αμαρτίας μας καί τον οποίου αϊ συνέπειαι ήθελον μας θάψει ζώντας υπό τά ερείπια, εάν ή μεσολάβησις τον ενδόξου καί θαυματουργού Μηνα δέν ήθελεν εν τοιαύτη δυστυχία διασώσει τήν ζωήν ήμών, επί τω τέλει, όπως διά της μετανοίας εξιλεώσωμεν τήν θείαν οργήν. Επειδή ή πρός τό Θείον ευγνωμοσύνη, λόγω της τοιαύτης ευεργεσίας, δέν είναι δυνατόν νά παρέλθη αφ’ ήμών, χωρίς νά αίσθανώμεθα τύψεις συνειδότος, εκρίναμεν σωτήριον τήν ανέγερσιν τού Ιερού Ναού, τιμηθησομένου επ’ ονόματι τού προρρηθέντος Αγίου, ούτινος ή προστασία θά μας προφυλάττη από παντός κακού. Έπί τω σκοπω δέ, όπως φέρωμεν είς αίσιον πέρας τήν τοιαύτην Ίεράν πρόθεσιν, ήμείς, ο Ανδρέας Κονταρίνης καί οϊ μετ’ αυτού υποκλινείς θεράποντες της Υμετέρας Έξοχότητος προστρέχομεν πρός τήν ευσέβειαν τού Γαληνοτάτου Δόγη, εκλιπαρούντες, όπως πρός δόξαν τού Υψίστου καί πρός τιμήν τού ώς άνω Αγίου ευαρεστηθη ν’ αποφασίση τήν παραχώρησιν τού είρημένου γηπέδου, υπό τήν υποχρέωσιν ήμών νά προσφέρωμεν, είς ενδειξιν σεβασμού πρός τήν Κυβέρνησιν, κατά τήν ήμέραν της έορτης τού Αγίου λαμπάδα βάρους μιας λίτρας, ενω κατά τάς Ίεράς ακολουθίας θά δεώμεθα υπέρ μακροημερεύσεως καί προαγωγής είς ανώτερα Δημόσια λειτουργήματα της Υμετέρας Έξοχότητος. Ευχαριστούμεν.”


Oι τρεις Μεγαλομάρτυρες, oι Άγιοι. Μηνάς, Βίκτωρ καί Βικέντιος, παρ’ όλο που η μνήμη τους τίμάταί την ίδια ημέρα, έζησαν και μαρτύρησαν σε διαφορετικό τόπο και χρόνο.


Ο Άγιος Μηνάς καταγόταν από την Αίγυπτο και έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Αρχικά κατάχθηκε στον στρατό και συγκεκριμένα στις τάξεις των Νουμέρων, τα λεγόμενα Ρουταλικά τάγματα. Υπηρετούσε κάτω από τις διαταγές του ηγεμόνα Αργυρίσκου, στο Κοτυάειο της Φρυγίας Σαλουταρίας.


Επειδή όμως ο Άγιος δε δεχόταν να βλέπει την πλάνη των ειδώλων να εκδηλώνεται με παρρησία και να πλεονάζει, εγκατέλειψε τον στρατό και ανέβηκε σε κάποιο βουνό, όπου καθάρισε τον εαυτό του με νηστείες και προσευχές. Εκεί, στο βουνό, ο Άγιος Μηνάς στερέωσε και ενδυνάμωσε τον εαυτό του με τον πόθο του Χριστού και ανέφλεξε την ψυχή του με ένθεο ζήλο.


Έτσι λοιπόν, οπλισμένος με όπλα πνευματικά, κατέβηκε από το βουνό και αφού στάθηκε ανάμεσα στους ειδωλολάτρες, διακήρυξε με παρρησία ότί ο Χριστός είναί ο μόνος αληθινός Θεός. Οί ειδωλολάτρες εξοργίστηκαν από το γεγονός αυτό καί τον υπέβαλαν σε φρίκτά βασανίστήρία. Συγκεκρίμένα, κακοποίησαν με μαστίγώσείς ολόκληρο το σώμα του καί στη συνέχεία, κατέτρίψαν με χοντρά τρίχίνα υφάσματα τίς σάρκες του που αίμορραγούσαν. Έπείτα, του κατέκαυσαν το σώμα με αναμμένους δαυλούς. Ακολούθως, τον έσυραν γία πολλή ώρα πάνω σε τρίβόλία. Έτσί, ολόκληρο το σώμα του κατατραυματίστηκε καί οί σάρκες του δίασκορπίζονταν.


Τελίκά, ο Αγίος αποκεφαλίστηκε.


Ο Άγιος Βίκτωρ μαρτύρησε στα χρόνία του αυτοκράτορα Αντωνίου (138-161 μ.Χ.). Ήταν στρατίώτης καί υπηρετούσε στην Ιταλία. Από εκεί τον έστείλαν στη Δαμασκό, στα μέρη της Ανατολής.


Εκεί κάποίοί είδωλολάτρες τον κατήγγείλαν σαν Χρίστίανό στον ηγεμόνα της πόλης, Σεβαστίανό. Εκείνος προσπάθησε να τον πείσεί να αρνηθεί τον Χρίστό. Ο Αγίος όμως έμείνε αμετακίνητος στην πίστη του. Τότε ο ηγεμόνας δίέταξε να τον υποβάλουν σε φοβερά βασανίστήρία.


Πρώτα του έσπασαν τα δάχτυλα. Έπείτα τον έρίξαν σε πυρακτωμένο καμίνί. Ο μάρτυρας όμως έμείνε τρία ολόκληρα μερόνυχτα μέσα σ’ αυτό καί βγήκε εντελώς αβλαβής. Ύστερα τον ανάγκασαν να πίεί δηλητήρίο, αλλά δεν του προξένησε καμίά βλάβη. Μάλίστα, μετά απ’ αυτό το θαυμαστό γεγονός, εκείνος που είχε παρασκευάσεί το δηλητήρίο προσχώρησε στην πίστη του Χρίστού.


Παρά ταύτα όμως, τα βασανίστήρία συνεχίστηκαν. Με εντολή του ηγεμόνα, οί δήμίοί απέσπασαν τα νεύρα του αγίου μάρτυρα καί στη συνέχεία τον έρίξαν σε έναν λέβητα με λάδί ζεματίστό. Έπείτα τον κρέμασαν καί του κατέκαψαν με αναμμένους δαυλούς ολόκληρο το σώμα. Κατόπίν του έβαλαν στο στόμα στάχτη με ξίδί. Ακολούθως του έβγαλαν τα μάτία. Μετά απ’ αυτά τον κρέμασαν με το κεφάλί ανάποδα επί τρείς μέρες καί στη συνέχεία τον έγδαραν.


Κατά το τελευταίο αυτό βασανίστήρίο, ο Αγίος παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύρίο.


Ο Άγιος ιερομάρτυρας Βικέντιος ζούσε στην Αυγουστούπολη της Ισπανίας. Ήταν διάκονος του επισκόπου Ιλαρίου και δίδασκε μαζί μ’ αυτόν τον λαό.


Για τον λόγο αυτό τους συνέλαβαν και τους δύο ol ειδωλολάτρες και τους οδήγησαν στο κριτήριο του άρχοντα Δατιανού. Εκείνος αμέσως, αφού τους έδεσε τα χέρια με αλυσίδες, πρόσταξε να τους οδηγήσουν στην πόλη Βαλεντία και να τους κλείσουν σε μια ολοσκότεινη δυσωδέστατη φυλακή. Η προσταγή εκτελέστηκε.


Όμως μετά από μερικές μέρες,ο τύραννος έβγαλε από τη φυλακή τον Βικέντιο και πρόσταξε να υποβληθεί σε βασανιστήρια. Έτσι λοιπόν ol δήμιοι παρέλαβαν τον Άγιο και του καταξέσκισαν με σιδερένια νύχια ολόκληρο το σώμα. Έπειτα τον κάρφωσαν σ’ έναν σταυρό και κακοποίησαν όλα τα μέλκη του σώματός του. Κατόπιν τον απέσπασαν με βία από τον σταυρό και του στρέβλωσαν τα άκρα, τον μαστίγωσαν και τον κατέκαψαν στα πλευρά. Ακολούθως, αφού του εξάρθρωσαν όλο το σώμα, του έβαλαν πάνω στο στήθος πυρακτωμένες σιδερόβεργες. Μετά απ’ αυτά τον έκλεισαν στη φυλακή, όπου αξιώθηκε να δεχτεί θεία και αγγελική βοήθεια.


Ενώ δε ο Άγιος Βικέντιος βρισκόταν στη φυλακή, παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό.


Έτσι και ol τρεις Άγιοι αξιώθηκαν να λάβουν το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.


ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου