Παρασκευή 21 Ιουνίου 2024

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

 


Τού γέρου τό παράπονο...


'Απ΄ το Γηροκομείο πέρασα, νά δώ ένα γεροντάκι,
καθόταν μόνος, σκεπτικός, εκεί, σ' ένα παγκάκι.
Είχε λιγοστά μαλλιά καί πρόσωπο θλιμμένο
καί είχε τό παράπονο, στά μάτια του γραμμένο.


Φόραγε χονδρό παλτό καί κρατούσε κομπολόι,
από τήν τσέπη του κρεμότανε, ένα παλιό ρολόι.
Εκεί όπως τόν κοίταζα βγάζει ένα μαντήλι,
τό χέρι του, έκανε σάν τρεμάμενο καντήλι.


Σκούπισε τά μάτια του καί φύσηξε τήν μύτη,
τότε τόν πλησίασα σάν τόν καλό Λευίτη.
Κάθισα στό πλάι του χωρίς νά τού μιλήσω,
ήθελα από σεβασμό, νά τόν χειροφιλήσω.


Ήταν ένας γέροντας μέ αρχοντιά καί χάρη ·
φαινόταν, πώς στά νιάτα του, ήτανε παλικάρι.
Τότε εγώ τόν ρώτησα: «μπάρμπα, πώς σέ λένε;»
καί άρχισαν τά χείλη του, μέ λυγμούς νά κλαίνε.


Είχε πόνο στήν καρδιά καί παράπονο μεγάλο,
τόσο, πού ή ψυχούλα του, δέν τό μπορούσε άλλο.
Κάτσε παιδί μου, νά σού πώ αυτό πού μέ πικραίνει
καί τήν γέρικη καρδιά, πού χρόνια τή βαραίνει.


Φτωχός εγώ γεννήθηκα, μεγάλωσα μέ πείνα,
όταν πήρα τήν απόφαση καί πήγα στήν Αθήνα.
Εκεί λοιπόν εργάστηκα καί πέρασαν τά χρόνια,
παντρεμένος μέ παιδιά καί έχω τώρα εγγόνια.


Σάν πήρα λοιπόν τή σύνταξη εγώ καί ή γυναίκα,
φύγαμε γιά τό χωριό, οί δυό μας απ' τούς δέκα.
Οχτώ παιδιά μεγάλωσα, τ' ανέθρεψα με κόπο,
τά χρήματα πού έβγαζα, είχανε πιάσει τόπο.


Τά σπούδασα, τά πάντρεψα, τούς έδωσα καί προίκα,
σπίτια καί οικόπεδα, γιά τά παιδιά μου βρήκα.
Εμένα μέ τήν γριά στό χωριό παρέα,
ώς πού μιά μέρα έφυγε απ'τή ζωή, μοιραία.


Μόνος εγώ απέμεινα, χωρίς τήν συντροφιά μου,
είχα όμως —έλεγα— τά καλά παιδιά μου.
Όσο περνούσε ο καιρός, κανείς τους δέν ρωτούσε,
αν ό Πατέρας στό χωριό, μόνος του, μπορούσε.


Χτυπάει τό τηλέφωνο, τρέχω νά προφτάσω,
ακούω μιά γλυκιά φωνή: «γειά σου Παππού μου Τάσο!!!»
Ήταν τό εγγόνι μου... πές μου, πώς ν' αντέξω;
εδώ πού τώρα βρίσκομαι, μαζί του, πώς νά παίξω;


Ακούω μετά τόν γιόκα μου: «τί κάνεις ρέ Πατέρα;
Τί σκέφτεσαι νά κάνουμε, από εδώ καί πέρα;»
Απάντηση τού έδωσα χωρίς να περιμένει,
πώς δέν θά πάω σπίτι του, αυτός κι άν επιμένει.


«Πατέρα —μου λέει— δέν χωράς, μέ συγχωρείς, συγνώμη,
αλλά έχω νά σού πώ, τήν εξής τή γνώμη...»
Τότε ασυγκράτητα τρέχαν τά δάκρυά μου,
τήν κυρά μου σκέφτηκα, πού ήταν μακριά μου.


Μού λέει λοιπόν: «...σκεφτήκαμε, γιά νά μήν είσαι μόνος,
νά πάς εκεί στό ίδρυμα, νά περάσει λίγο ό χρόνος».
Δέν είχα κάν τή δύναμη άλλο πιά νά κλάψω,
τήν πίκρα καί τό άδικο προτίμησα νά κάψω.


Απάντηση δέν έδωσα, τούς άφησα νά πράξουν,
ούτε πού τό σκέφτηκαν, τή γνώμη τους ν' αλλάξουν.
Όταν λοιπόν σταμάτησε, σκούπισα τά μάτια
καί ή καρδιά μου έσπασε, σέ χίλια δυό κομμάτια.


Ό μπάρμπα Τάσος, ήτανε ενός πατέρα ή ιστορία,
πού αυτό πού άξιζε, ήταν μόνο ή τιμωρία.
Νά μήν χαρεί τά εγγόνια του, πού τόσο αγαπούσε,
τήν θαλπωρή καί ζεστασιά, πού τόσο λαχταρούσε.


Πώς σ' αυτόν τόν άνθρωπο μιά ώρα νά τού φτάσει,
εκεί έξω στήν αυλή, τά εγγόνια νά χορτάσει;
Τότε εγώ, θυμήθηκα, τόν δόλιο μου Πατέρα,
πού καί εγώ στό ίδρυμα τόν άφησα μιά μέρα.


Σηκώθηκα καί έφυγα νά πάω να συναντήσω,
τό μνήμα τού Πατέρα μου, ΣΥΓΝΩΜΗ νά ζητήσω.
Ένα κερί τού άναψα καί έκλαιγα στό χώμα,
άς ζούσες πατερούλη μου καί νά σέ είχα ακόμα...''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου