Του Σεβ. Μητροπολίτου Αιτωλίας & Ακαρνανίας
κ.κ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ
Δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς ἡ σημερινὴ Κυριακὴ εἶναι ἀφιερωμένη στὴν ἀνάμνηση «τῆς ἀπὸ τοῦ παραδείσου ἐξορίας τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ». Πῶς ξεκινᾶ, λοιπόν, ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή: μὲ τὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας πὼς εἴμαστε ὅλοι ἐξόριστοι σὲ μιὰ μακρινὴ χώρα, ὅπως ἐκείνη τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ὅπου οἱ χαρὲς εἶναι λίγες, προσωρινὲς καὶ ἡ πίκρα τῆς ματαιότητος καὶ τοῦ θανάτου μόνιμη καὶ ὀδυνηρή. Τὰ πνευματικὰ γυμνάσματα τῶν ἡμερῶν ποὺ ἀκολουθοῦν, μὲ κυριότερο τὴν νηστεία, ἔχουν ἕναν καὶ μοναδικὸ σκοπό: νὰ μᾶς ἀποκαλύψουν τὴν δουλεία στὴν ὁποία μᾶς ἔχει καταντήσει ἡ διαρκὴς ἀναζήτηση τῶν ὑλικῶν ἀπολαύσεων ἀλλὰ καὶ νὰ μᾶς δείξει τὸν δρόμο τῆς ἐλευθερίας τῆς ψυχῆς μας, ἡ ὁποία ποθεῖ νὰ πετάξει πρὸς τὴν Πηγὴ τῆς ἀληθινῆς καὶ μόνιμης χαρᾶς, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ Δημιουργό μας.
Τό σκοτάδι τοῦ θανάτου μᾶς περιβάλλει. Τὸ νιώθουμε διαρκῶς. Μᾶς γεμίζει φόβο. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἀντιμετωπίσουμε. Προσπαθοῦμε νὰ ξεφύγουμε. Στὴν ἀπελπισία μας, καταφεύγουμε στὸν ὑπερκαταναλωτισμὸ καὶ στὴ διαρκῆ ἱκανοποίηση τῶν σαρκικῶν ἀναγκῶν μας. Μάταια! Ὁ θάνατος παραμένει ἰσχυρότερος καὶ ἐμεῖς παρακολουθοῦμε ἄοπλοι καὶ ἀπελπισμένοι τὶς διαρκεῖς ἐπιθέσεις του. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀπελπισία ἔρχεται νὰ ἀντιμετωπίσει σήμερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ λόγο ἐλπίδος καὶ νίκης, ὁ ὁποῖος περιλαμβάνεται στὴν σπουδαία Ἐπιστολὴ ποὺ ἀπέστειλε πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ρώμης. Ἡ πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ ἀποτελεῖ τὴν ἕκτη χρονολογικὰ ἐπιστολὴ τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου, τοποθετεῖται ὅμως πρώτη στὴν σειρὰ τῶν Ἐπιστολῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης. Γράφτηκε στὴν Κόρινθο καὶ σκοπός της ἦταν νὰ ἐπιβεβαιώσει στοὺς Ρωμαίους Χριστιανοὺς πώς, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἐκπληρώνονται ὅλες οἱ Προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ οἱ πόθοι τῆς Οἰκουμένης. Τὸ μεγαλεῖο τῆς Ἐπιστολῆς αὐτῆς εἶναι πὼς συνδυάζει τὶς κεφαλαιώδεις ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου μὲ ἁπλὲς πρακτικὲς συμβουλές, ὥστε νὰ ἀναλάβουμε μιὰ πνευματικὴ μάχη ἐναντίον τοῦ παλαιοῦ ἁμαρτωλοῦ ἑαυτοῦ μας.
Γνωρίζει ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν πώς, πρὶν τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀνθρωπότητα βρισκόταν στὸ σκοτάδι. Καί, ἐὰν τότε, τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου φαινόταν παντοδύναμο καὶ οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἕνα ἐλαφρυντικὸ γιὰ τὰ σκοτεινά τους ἔργα, μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ, ὅλα ἔχουν ἀλλάξει. Ὄντας ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος, πλημμυρισμένος ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ Ἀναστημένου Λυτρωτῆ, μᾶς διαβεβαιώνει:
«Ἡ νύχτα τελείωσε. Τὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἔχει πλησιάσει. Ὁ ἑαυτός μας πρέπει νὰ ἑτοιμαστεῖ γιὰ τὴν συνάντηση μὲ τὸν Βασιλέα τοῦ φωτός. Δὲν γνωρίζουμε τὸν χρόνο τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Γνωρίζουμε ὅμως τὸ σύντομο τῆς ζωῆς μας. Ἡ ὥρα πλησιάζει. Μὴν ἀναλώνεστε, λοιπόν, σὲ φαγοπότια καὶ μεθύσια, μὴν ἀπαρνεῖστε τό φῶς μὲ τὴν ἀσύδοτη καὶ ἀκόλαστη ζωή, μὲ τὶς φιλονικίες καὶ τοὺς φθόνους. Ντυθεῖτε τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. Ντυθεῖτε τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ μὴν ἀφήνετε τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό σας νὰ σᾶς παρασύρει στὴν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν σᾶς» (στ. 12-14).
Ποιά εἶναι ἄραγε τὰ ὅπλα τοῦ φωτός; Τί ἄλλο ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ χαρακτηριστικὰ καὶ τὶς ἐνέργειες τῆς ζωῆς μας ποὺ μᾶς κάνουν νὰ μοιάζουμε μὲ τὸν Δημιουργό μας, ὅπως μᾶς ἀποκάλυψε μὲ τὸν λόγο καὶ τὶς ἐνέργειές του ὁ Χριστός, ὁ ἐνανθρωπίσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Πρῶτο ὅπλο εἶναι ἡ πίστη, δηλαδὴ ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ Πατέρα, τὴν ὁποία διαρκῶς ἐπεδείκνυε καὶ ὁ Χριστὸς γιὰ ὅσο καιρὸ περπάτησε στὴ γῆ. Δεύτερο ὅπλο εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ὅμοια μὲ ἐκείνη τοῦ Δημιουργοῦ μας, ὁ ὁποῖος, ἐξ αἰτίας τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του, ἐνδύθηκε τὴν πληγωμένη φύση μας, ὑπέφερε ὡς ἄνθρωπος καὶ γεύτηκε τὸν θάνατο. Τρίτο ὅπλο εἶναι ἡ προσευχή, αὐτὴ ἡ εὐλογημένη γέφυρα ποὺ μᾶς συνδέει ἀπ’ εὐθείας μὲ τὸν Θεό, ὅπως, μέσῳ αὐτῆς, ἦταν διαρκῶς καὶ ἀπόλυτα συνδεδεμένος ὁ Χριστός μας μὲ τὸν ἐπουράνιο Πατέρα Του. Ὅπλα φωτός, τέλος, εἶναι καὶ ὅλες οἱ ἀρετές, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ἀντανάκλαση τῆς τελειότητος τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή μας.
Ποθοῦμε αὐτὴν τὴν φωτεινὴ πανοπλία. Αἰσθανόμαστε πὼς μόνο μὲ αὐτὴν μποροῦμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Πῶς ὅμως μποροῦμε νὰ τὴν ἀποκτήσουμε; Αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τρόπο ἔρχεται νὰ μᾶς ἀποκαλύψει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ὡς πνευματικὴ ἐμπειρία τῶν ἁγίων Πατέρων μας καὶ τῶν ἁγίων ἀσκητῶν , οἱ ὁποῖοι, σὰν ὁλόφωτοι ἀστέρες, στολίζουν τὸ στερέωμα τῆς πίστης μας. Σὲ ὅλα τὰ πατερικὰ καὶ ἀσκητικὰ κείμενα, πάντα ἡ ἴδια διδασκαλία ἐμφανίζεται:
Ὅσο ὁ ἔξω ἄνθρωπος ἀσκεῖται μὲ τὴν στέρηση καὶ τὴν ἐγκράτεια, τόσο ὁ ἔσω ἄνθρωπος – δηλαδὴ ἡ ψυχή – ζωογονεῖται καὶ ἐξοπλίζεται μὲ τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. Ὅσο παιδεύουμε τὴν σάρκα καὶ τὴν κοιλία, τόσο ἡ καρδιὰ γεμίζει ἀπὸ Θεῖο ἔρωτα. Καλύτερα, ἀναφέρουν οἱ πνευματικοὶ ἀγωνιστὲς τῆς ἐρήμου, νὰ φονεύσω ἐγὼ τὶς σκοτεινὲς ἐπιθυμίες τῆς σαρκός, παρὰ ἡ σάρκα νὰ φθείρει τὴν ἀθάνατη ψυχή μου.
Ἀδελφοί μου,
Πολλοὶ θεωροῦν τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὡς περιττὲς ταλαιπωρίες τοῦ σώματος. Κι ὅμως! Αὐτὸς ποὺ νομίζει πὼς φροντίζει τὸ σῶμα του, ἱκανοποιῶντας διαρκῶς τὶς ἀκόρεστες ἐπιθυμίες του, στὴν πραγματικότητα τὸ καταδικάζει σὲ ἕναν διαρκῆ μαρασμό. Μαζὶ μ΄ αὐτὸ ὅμως, καταδικάζει καὶ τὴν ψύχη του σὲ μιὰ διαρκῆ ὑποδούλωση στὰ σκοτεινὰ πάθη του. Ζοῦμε σὲ ἐποχὲς κατὰ τὶς ὁποῖες τὸ σῶμα μας εἶναι καλομαθημένο. Ζητάει ἐπίμονα τὰ «δικαιώματά» του καὶ δύσκολα μποροῦμε νὰ τοῦ ἀντισταθοῦμε. Προσοχή, ὅμως! Ἐὰν ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ νηστεία θεωρηθοῦν ὡς ἕνα ἁπλὸ θρησκευτικὸ καθῆκον, οἱ ἡμέρες τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἀπὸ τὴν αὐριανὴ Καθαρὰ Δευτέρα μέχρι τὸ βράδυ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας, θὰ περνοῦν βαριὲς καὶ ἴσως, κάποια στιγμή, γίνουν ἀβάσταχτες. Ἂν ὅμως ἡ ψυχὴ βάλει πάνω ἀπὸ ὅλα τὴν ἐπιθυμία νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Κύριο τοῦ φωτὸς καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν μετάνοια καὶ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση, οἱ ἡμέρες τῆς νηστείας θὰ μεταβληθοῦν σὲ θρίαμβο νίκης ἀπέναντι στὸν καθημερινὸ θάνατο ποὺ γεμίζει τὴν ζωή μας μὲ ματαιότητα καὶ σὲ λαμπρὸ στολισμὸ τῆς ψυχῆς μας μὲ τὰ ὅπλα τοῦ φωτὸς τῆς θείας Χάριτος. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου