Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΛΑΙΚΩΝ - ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ


ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ
Σ
υ δε τις ει ος κρίνεις τον έτερον;
Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος

Οι άγιοι μαθητές του Θεανθρώπου Λυτρωτού, με ανιδιοτέλεια εργάστηκαν για την επικράτηση της βασιλείας του Θεού στον κόσμο. για το κοσμοσωτήριο αυτό έργο αρθήκαν τους οικείους τους, εγκατέλειψαν τις δουλειές τους και αφιερώθηκαν ολοκληρωτικά στο Χριστό. Κάποια μέρα απευθύνονται προς τον Κύριο και με το στόμα του πάντα θαρραλέου και αδίστακτου Πέτρου, του λέγουν: "Κύριε, τι θα κερδίσουμε εμείς που αφήσαμε τα πάντα και σε ακολουθήσαμε";
Και ο Κύριος τους απαντά: - Εσείς που με ακολουθήσατε, όταν ο Υιός του Ανθρώπου έλθει στη Δόξα Του "καθίσεσθε επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ" (Ματθ.19,28).
Από την απάντηση του Κυρίου διαλέγουμε τη λέξη "κρίνοντες". Με αυτή τη λέξη θα ασχοληθούμε, με τη διπλή της βέβαια έννοια.
Η κρίση, η κριτική στην εποχή μας έχει γίνει καθημερινή πράξη. Και η πράξη αυτή τις περισσότερες φορές δεν είναι μόνο χρήσιμη αλλά και αναγκαία.
Το πολίτευμα για παράδειγμα που διαλέξαμε για να ρυθμίζει τη ζωή μας δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την κριτική μας. Στο χώρο της Τέχνης η παρουσία των κριτικών είναι απαραίτητη. Η απονομή της δικαιοσύνης βασίζεται στην ορθή κρίση. Οι διάφορες επιτροπές, οι εκτιμητές, τα γνωμοδοτικά συμβούλια κρίνουν και αποφασίζουν. Τα γραπτά των παιδιών μας στις εξετάσεις από κρίση περνούν. Και στις καθημερινές μας συναναστροφές αυτό γίνεται. Μπορούμε να πούμε ότι η κριτική αυτού του είδους επιβάλλεται, για να βελτιώσει τα κοινωνικά μας δρώμενα.
Οι μαθητές λοιπόν του Σωτήρος αυτήν τη δικαιοδοσία έλαβαν από το Θείο Διδάσκαλο. " "Εν τη παλιγγενεσία" θα κρίνουν και θα απομείνουν δικαιοσύνη. Εξ άλλου, η Αγία Γραφή μας πληροφορεί πως οι μόνοι που θα κρίνουν τον κόσμο θα είναι οι Άγιοι. "Ουκ οίδατε ότι οι Άγιοι τον κόσμον κρινούσιν;" (Α'Κορινθ 6,12) και αυτή η κρίση είναι η υγιής και ορθή κρίση.
Υπάρχει όμως και μια άλλη κρίση που γίνεται καθημερινά και είναι αρρωστημένη, άθλια, αμαρτωλή. Πρόκειται για την κακολογία, την ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ, η οποία είναι νόσος των ανθρώπων, ανεξάρτητα από την εποχή που ζουν. Η κατάκριση είναι ένα αμάρτημα και μια αθλιότητα της γλώσσας που μαρτυρά το ποιόν του ανθρώπου. Με αυτήν χύνει κανείς δηλητήριο στο συνάνθρωπο του, που δεν είναι ξένος αλλά αδελφός. Δυστυχώς, ο άνθρωπος γίνεται αυστηρός κριτής των άλλων. 'Επιεικής είναι μόνο για τον εαυτό του. Το θέμα είναι πως στην παγίδα αυτής της αθλιότητας δεν πέφτουν μόνον άνθρωποι που βρίσκονται μακριά από την εκκλησία, αλλά και άνθρωποι που πιστεύουν στο Χριστό και πολλές φορές φαίνονται να έχουν στενούς δεσμούς με την Αγία μας Εκκλησία.
Τι είναι η κατάκριση; Κατάκριση είναι η άδικη κρίση και η άσπλαχνη καταδίκη των ανθρώπων που δεν είναι παρόντες. Ο μεγάλος Επίσκοπος της Καισαρείας Βασίλειος λέγει: "Κατάκριση είναι το κατά του απόντος αδελφού λαλείν επί σκοπώ του διαβάλλειν αυτόν, καν αληθές η το λεγόμενον". Είναι το πάθος που ευκαίρως ακαίρως κινεί την γλώσσα, προκειμένου να επικρίνει, να κατηγορήσει, να σπερμολογήσει, να ασχοληθεί με τους άλλους. Υποβιβάζοντάς τους τονώνει το πάθος του εγωισμού. Έχοντας κανείς αυτό το φοβερό πάθος προσπαθεί να εκμηδενίζει την προσωπικότητα του διπλανού του, του όποιου καταδικάζει τα λόγια τις πράξεις, τη συμπεριφορά, την εμφάνιση, την οικογενειακή του κατάσταση κι ο,τι άλλο γεννήσει τη στιγμή εκείνη το αρρωστημένο μυαλό του. Οι άνθρωποι που ενεργούν με αυτόν τον τρόπο έχουν μέσα τους μίσος, κακία, ίσως και επιπολαιότητα. Χαίρονται όταν κατακρίνουν γιατί πιστεύουν ότι με αυτόν τον τρόπο μειώνουν την τιμή και την υπόληψη του κατακρινόμενου. δεν σκέπτονται ποτέ τις συνέπειες των λόγων τους, αλλά ούτε και το Θεό φοβούνται.
Προπάντων οι άνθρωποι αυτοί δεν αγαπούν. Αν αγαπούσαν θα έδειχναν ενδιαφέρον για τους κατακρινόμενους. Η μητέρα για παράδειγμα που αγαπά ειλικρινά το παιδί της δεν το κατακρίνει ποτέ" εν αντιθέσει αγωνίζεται να δικαιολογήσει και την άτακτη συμπεριφορά του παιδιού της. Η ίδια γυναίκα όμως μπορεί να μην κάνει το ίδιο για το γαμπρό η τη νύφη της. Ο ειλικρινής φίλος δεν κατακρίνει ποτέ το φίλο του. Τον δέχεται με τις ιδιορρυθμίες του, τις ιδιοτροπίες και τα ελαττώματά του αγόγγυστα.
Ο χριστιανός, που βιώνει το Χριστό, δεν κατακρίνει ποτέ, γιατί πιστεύει στον Ιησού, που όχι μόνο δεν κατέκρινε άνθρωπο, άλλα ανέβηκε στο Σταυρό και θυσιάστηκε. Από το οικτρό για την ανθρωπότητα εκείνο ικρίωμα συγχώρησε τους σταυρωτές του λέγοντας. "Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν".
Ο Κύριος μας δεν κατέκρινε κανένα, ήλεγξε μόνο την υποκρισία, την απιστία και την αδιαφορία του Ισραήλ. Είναι λίαν συγκινητικό το κείμενο εκείνο που διηγείται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στο Η' Κεφάλαιο του Ευαγγελίου του.
Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι οδήγησαν και έστησαν μπροστά στον Ιησού μια γυναίκα που συνέλαβαν να μοιχεύεται και που συμφωνά με το μωσαϊκό νόμο έπρεπε να λιθοβοληθεί. Ζήτησαν οι πονηροί υποκριτές τη γνώμη του Ιησού, γιατί με την απάντησή του ήθελαν να τον παγιδευόσουν και να βρουν κάτι για να τον κατακρίνουν. Στην επιμονή τους ο Κύριός μας είπε: " ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω" και έσκυψε γράφοντας προφανώς τα λόγια αυτά στη γη. Όταν ανασηκώθηκε δεν είδε κανέναν μπροστά του. Ένας ένας, όλοι, αποχώρησαν, αφού βέβαια πέταξαν καταγής τους λίθους που κρατούσαν στα χέρια τους, για να λιθοβολήσουν τη γυναίκα. Ο Χριστός τότε απευθύνεται προς εκείνη και της λέγει: "Γύναι, ουδείς σε κατέκρινε"; και εκείνη απάντησε: "Ουδείς Κύριε". Και ο Χριστός ανταπαντά: "Ουδέ εγώ σε κατακρίνω- πορεύου και από του νυν μηκέτι αμάρτανε".
Τι διαπιστώνει κανείς μελετώντας την εκλεκτή αυτή περικοπή; Διαπιστώνει ότι ο αναμάρτητος Χριστός δεν κατέκρινε τη μοιχαλίδα. Το έργο του Κυρίου μας δεν ήταν η κατάκριση του κόσμου αλλά η σωτηρία του. δεν ήλθε άλλωστε στη γη για να κρίνει τον κόσμο, "αλλά δι' αυτού ίνα σωθεί ο κόσμος".
Αν ήμασταν εμείς εκεί θα βρίσκαμε πολλά επίθετα, για να κατακρίνουμε τη γυναίκα, συμπεριφερόμενοι φαρισαϊκά. Και θα συμπεριφερόμασταν έτσι, γιατί θα θέλαμε, όπως και οι Φαρισαίοι, να καλύψουμε τις δικές μας ανομίες, πίσω από τις ανομίες ενός αξιοθρήνητου άνθρωπου.
Δεν είναι, αλήθεια, ν' απορεί και να εξίσταται ο άνθρωπος και να χάνει κυριολεκτικά το νου του - γράφει ο 'Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής - όταν σκέπτεται πως ο μεν Θεός και Πατήρ δεν κρίνει κανένα, όλη δε την κτίση έχει παραδώσει στον Υίόν Του, ο δε Υίός διδάσκει "μη κρίνετε, ίνα μη κριθείτε" και ο Απόστολος Παύλος επίσης "μη προ καιρού κρίνετε, έως αν έλθει ο Κύριος" και "εν ω γαρ κρίνεις τον έτερον, σ΄αυτόν κατακρίνεις", οι δε άνθρωποι, αφήνοντας κατά μέρος τις δικές τους αμαρτίες, αφαιρούν το δικαίωμα του Υίού να κρίνει και, σαν αναμάρτητοι, κρίνουν οι ίδιοι και καταδικάζουν ο ένας τον άλλον; Ο Ουρανός εξίσταται γι' αυτό, η γη φρίττει, ενώ αυτοί, σαν αναίσθητοι, δε νοιώθουν καμιά ντροπή.
Πήγε κάποτε ένας αδελφός από τη σκήτη σε κάποιο Γέροντα αναχωρητή και του είπε για κάποιον άλλον αδελφό, πως είχε πέσει σε μεγάλο σφάλμα.
- Ω, πολύ άσχημα έκανε, είπε στενοχωρημένος ο Γέροντας.
Ύστερα από λίγες ήμερες συνέβη να πεθάνει ο μοναχός που έσφαλε. Άγγελος Κυρίου τότε πήγε στον αναχωρητή, κρατώντας την ψυχή του.
- Αυτός που κατέκρινες, του είπε, πέθανε. Που ορίζεις να τον κατατάξω;
- Ήμαρτον, εφώναξε με δάκρυα ο Γέροντας. Κι από τότε παρακαλούσε κάθε μέρα το Θεό να του συγχωρήσει εκείνη την αμαρτία και δεν τόλμησε μέχρι τέλους της ζωής του να κατακρίνει άνθρωπο.
Και επειδή πέφτουμε καθημερινά σε τέτοια σφάλματα ας ακούσουμε τι συμβουλεύει ένας άγιος Γέροντας.
- Αν συμβεί ποτέ να κατακρίνεις τον αδελφό σου και σε τύψει γι' αυτό η συνείδησή σου, πήγαινε ευθύς να τον βρεις, εξομολογήσου ότι τον κατέκρινες και ζήτησέ του συγνώμη. Πρόσεχε στο εξής να μη σε παρασύρει ο διάβολος σ'αύτό το αμάρτημα, γιατί η καταλαλιά είναι θάνατος της ψυχής. Αν έλθει κάποιος άλλος σε σένα κι αρχίσει να κατηγορεί και να κατακρίνει έναν τρίτον, πρόσεξε καλά μήπως παρασυρθείς και του ειπείς: "δίκαιο έχεις, έτσι είναι". Καλλίτερα να σωπάσεις η να του ειπείς: "'Εγώ, αδελφέ μου, είμαι καταδικασμένος για τις αμαρτίες μου· δεν έχω δικαίωμα να καταδικάζω άλλον". Με αυτόν τον τρόπο και τον εαυτό σου σώζεις και τον αδελφών σου.
Ένας άγιος Γέροντας είδε μια μέρα με τα μάτια του κάποιον αδελφό να πέφτει σε βαρύ αμάρτημα, κι όχι μόνο δεν τον κατέκρινε, αλλά έκλαψε και είπε: "Αυτός έπεσε σήμερα κι εγώ εξάπαντος αύριο. Κι αυτός μεν χωρίς άλλο θα μετανοήσει, ενώ εγώ δεν είμαι βέβαιος γι' αυτό".
Να πως ενεργούν οι σοφοί κατά Θεόν άνθρωποι. Χρειάζεται να προσέχουμε πολύ γιατί το αμάρτημα της κατακρίσεως είναι φοβερό. Ο άνθρωπος αντί να προσέξει τον εαυτό του και τις πτώσεις του, προσέχει τις αμαρτίες και τις πτώσεις των αδελφών του.
Ο Κύριος είπε: "Μη κρίνετε ίνα μη κριθείτε". Ο μόνος που έχει το δικαίωμα της κρίσεως είναι ο Χριστός. Εμείς κατακρίνοντας βλέπουμε μόνο την αμαρτία του πλησίον που γίνεται φανερά. Δε βλέπουμε όμως τη μετάνοια που συντελείτε κρυφά. Έτσι ο αμαρτωλός σώζεται και εγώ ο δίκαιος, υποτίθεται, μένω με την κατάκριση και αγοράζω κόλαση.
Να τι λέγει ο Αββάς Δωρόθεος στην ομιλία του, "περί του μη κρίνεις τον πλησίον". Ενθυμούμαι ότι ήκουσα ότι κάποτε έγινε κάτι τέτοιο. Ένα πλοίο γεμάτο δούλους αγκυροβόλησε σε μία πόλη. Εζούσε δε στην πόλη μία αγία παρθένος που πρόσεχε πολύ τον εαυτό της. Μόλις έμαθε ότι αγκυροβόλησε το πλοίο εκείνο, χάρηκε διότι επιθυμούσε να αγοράσει για τον εαυτό της ένα μικρό κοριτσάκι κοντά της. Μόλις λοιπόν κατέβηκε ο ναύκληρος από το μέρος όπου ήταν η αγία εκείνη, είχε στα χέρια του δύο κοριτσάκια, για να τα πουλήσει. Η αγία γυναίκα τον πλησίασε και ζήτησε ένα από τα κοριτσάκια, το όποιο και τελικά αγόρασε. Ο ναύκληρος περιπάτησε μόνο για λίγο και τον συναντά μία θλιβερή κωμωδός και βλέπει μαζί του το άλλο κορίτσι και επιθύμησε να το λάβει και το έλαβε· συμφωνεί και προσφέρει την τιμή και φεύγει μαζί με αυτό.
Βλέπετε το μυστήριο του Θεού, βλέπετε την κρίσι του. Ποιος μπορεί να το περιγράψει; Παίρνει λοιπόν η αγία παρθένος την μικρή εκείνη και την ανατρέφει στο φόβο του Θεού μορφώνοντάς την σε κάθε έργο αγαθό, διδάσκοντας την όλο τον τρόπο μοναχικής ζωής κι όλη γενικώς την ευωδία των εντολών του Θεού.
Από το άλλο μέρος η κωμωδός, αφού παρέλαβε την αθλία εκείνη κόρη, την κατέστησε εργαλείο του διαβόλου. Διότι τι άλλο ημπορούσε να την διδάξει εκείνη, παρά μόνο την απώλεια της ψυχής της.
Τι λοιπόν μπορούμε να ειπούμε γι' αυτήν τη φοβερή διάκριση; Μικρές ήσαν και οι δύο, επωλήθησαν και οι δύο μη γνωρίζοντας που πηγαίνουν και ευρέθηκε η μία στα χέρια του Θεού, ενώ η άλλη έπεσε στα χέρια του διαβόλου. Είναι λοιπόν δυνατό να ειπεί κανείς ότι ο Θεός θα απαιτήσει από αυτήν ότι απαιτεί και από την άλλη; Πως θα επιτρεπόταν τούτο; 'Εάν λοιπόν περιπέσουν οι δυο σε πορνεία η σε άλλο παράπτωμα, είναι δυνατό να ειπεί κανείς ότι έχουν το ίδιο κρίμα και οι δύο; Η μία έμαθε τα σχετικά με την Κρίση, έμαθε τα σχετικά με τη Βασιλεία του Θεού και ήταν ημέρα νύκτα στα λόγια του Θεού· εκείνη η αθλία δεν είδε ποτέ ούτε άκουσε τίποτε αγαθό, άλλ' αντιθέτως όλα τα αισχρά, όλα τα διαβολικά· πως λοιπόν επιτρέπεται να κριθούν και οι δυο με τα ίδια κριτήρια; Επομένως, ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίζει κανένα από τα κρίματα του Θεού, αλλ' ο Θεός είναι ο μόνος που καταλαβαίνει όλα και μπορεί να κρίνει τα ζητήματα του καθενός, όπως αυτός μόνο γνωρίζει.
Για παράδειγμα- συμβαίνει κάποιος αδελφός να εκτελεί πράξεις με απλότητα καρδιάς, έχει δε και μία ενέργεια που αρέσει στο Θεό επάνω από όλη την ζωή σου και συ κάθεσαι και τον κατακρίνεις και κολάζεις την ψυχή σου; Και αν συμβεί να εκτραπεί, από που ξεύρεις πόσο αγωνίσθηκε και πόσο έσταξε το αίμα του πριν ενεργήσει, έτσι ώστε σχεδόν το σφάλμα του να βρίσκεται ως δικαιοσύνη στα μάτια του Θεού; Διότι ο Θεός βλέπει τον κόπο του και τη θλίψη που δοκίμασε, όπως είπα, πριν ενεργήσει και τον ελεεί και τον συγχωρεί και ο μεν Θεός, τον ελεεί, εσύ δε τον κατακρίνεις και χάνεις την ψυχή σου; Από που δε γνωρίζεις και πόσα δάκρυα έχυσε ενώπιον του Θεού γι' αυτό; Οπότε εσύ την μεν αμαρτία είδες, την δε μετάνοια δε γνωρίζεις.
Αλλά δεν είναι και λίγοι εκείνοι που κατακρίνουν από επιπολαιότητα και από συνήθεια. Υπάρχουν δυστυχώς άνθρωποι που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς την κατάκριση. 'Εγκαταλείπουν τη δουλειά τους για να ασχοληθούν με τους άλλους. Κάθονται δυο και συζητούν ώρες ατελείωτες για έναν τρίτο. Συνήθισαν έτσι και δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά.
Διηγούνται πως κάποιος νέος, που ήταν επιρρεπής στο παράπτωμα της κατάκρισης και ήθελε να διορθωθεί, επισκέφτηκε ένα γέροντα πνευματικό, προκειμένου να του εκθέσει το παράπτωμα του και να ζητήσει τη συμβουλή του. Και ο διακριτικός γέροντας για να τον διδάξει του λέγει:
- Διαπιστώνω, παιδί μου, το μεγάλο σου παράπτωμα, τη φρικτή αυτή συνήθεια, γι' αυτό κι έχω να σου δώσω μία συμβουλή. Πήγαινε στο σπίτι σου και φέρε μου έναν πετεινό σφαγμένο.
Ο νέος έκανε υπακοή και έφερε στο γέροντα το σφαγμένο πετεινό. Τότε ο γέροντας του λέγει:
- Βγες έξω, περπάτησε για δυο ώρες, αλλά περπατώντας να μαδάς τον πετεινό. Όταν επιστρέψεις ο πετεινός να είναι μαδημένος.
Ο νέος έπραξε έτσι και μετά από δυο ώρες επέστρεψε, αφού εξετέλεσε κατά γράμμα τις εντολές του γέροντα. Τότε ο γέροντας του λέγει ξανά:
- Πήγαινε τώρα, παιδί μου και μάζεψε τα πούπουλα του πετεινού και να επιστρέψεις γρήγορα.
- Γέροντα, του λέγει ο νέος, αυτό που μου λέτε δεν γίνεται, είναι αδύνατο, όσο κι αν προσπαθήσω. Έξω φυσά δυνατός άνεμος. Ούτε ένα πούπουλο πρόκειται να βρω.
- Ναι, παιδί μου, το ξέρω. Μάθε ότι τα λόγια της κατακρίσεως μοιάζουν με τα πούπουλα του πετεινού. Τα παίρνει ο άνεμος και τα διασκορπίζει παντού. Δε μαζεύονται. Διαπιστώνεις τώρα πόσο κακό κάνεις με την κακή σου συνήθεια;
Καθώς προαναφέραμε, ο φιλάνθρωπος Κύριος δεν κατέκρινε κανέναν κι έδωσε έτσι υπόδειγμα ζωής στον καθένα μας, ώστε κι εμείς μιμούμενοι το παράδειγμα του να αποφεύγουμε το μεγάλο αυτό ολίσθημα. Ο μόνος που μπορεί να κρίνει είναι μόνο ο ίδιος ο Χριστός, που είναι ο ποιητής του νόμου και επομένως ο κριτής. Ο Χριστός είναι ο νομοθέτης και ο Κριτής του κάθε παραβάτη. Ο άνθρωπος που κατακρίνει, λέγει ο Θειος 'Ιάκωβος, κρίνει το νόμο του Θεού ως μη ορθόν. "Ο καταλαλών αδελφού και κρίνων τον αδελφόν αυτού καταλαλεί νόμου και κρίνει νόμον ει δε νόμον κρίνεις ουκ ει ποιητής νόμου, αλλά κριτής" (Ίακ. 4,11). Με άλλα λόγια ο κατακρίνων καταφρονεί και καταδικάζει το θειο νόμο της αγάπης και έτσι τοποθετεί τον εαυτό του πάνω από το Θεό. Και συνεχίζοντας ο Θειος 'Ιάκωβος με αυστηρότητα απευθύνεται στον καθένα μας και λέγει: "Συ δε τις ει ος κρίνεις τον έτερον;" Μικρέ και τιποτένιε άνθρωπε, ποιος είσαι εσύ που κατακρίνεις τον αδελφό σου; Η κατάκριση αδελφού δείχνει συγχρόνως ασπλαχνία προς τον αδελφό. Και ενώ από το Θεό ζητάμε να είναι ευσπλαχνικός μαζί μας, εμείς με τους αδελφούς μας είμαστε άσπλαχνοι.
Η ασπλαχνία μας αυτή δε μένει ατιμώρητη. Γιατί πάλι ο λόγος του Θεού θα μας πει: "Η κρίσις ανέλεος τοις μη ποιούσι έλεος". Η κρίση του Θεού θα είναι χωρίς ευσπλαχνία σε εκείνους που δείχνουν ασπλαχνία στους συνανθρώπους τους. Είναι μέγα ατόπημα η κατάκριση και η καταδίκη του αδελφού. Ποιος μας κατέστησε εισαγγελέα του; Εισαγγελείς μόνο στον εαυτό μας μπορούμε να γίνουμε.
Αλλά είναι και τρομερό να κρίνει ο Θεός τις πράξεις μας με αυστηρότητα. Πως θα απολογηθούμε στο μεγάλο εκείνο δικαστήριο; Τι θα πούμε στη μέλλουσα Κρίση, όταν σαν βιβλίο θα ανοίγουν και θα δημοσιευτούν τα "κρυπτά"; Ο Απόστολος Παύλος τονίζει: "Αναπολόγητος ει, ω άνθρωπε, πας ο κρίνων εν ω γαρ κρίνεις τον έτερον, σ΄έαυτόν κατακρίνεις τα γαρ αυτά πράσσεις ο κρίνων (Ρωμ.2,1). Με άλλα λόγια ο Άγιος Απόστολος λέγει ότι είμαστε αναπολόγητοι εμείς που γινόμαστε δικαστές των άλλων, όποιοι κι αν είμαστε. Διότι με την πράξη μας αυτή καταδικάζουμε τον εαυτό μας. Και παίρνοντας τη θέση του δικαστή γινόμαστε όμοιοι με εκείνον που κατακρίνουμε. Και ο ιερός Χρυσόστομος επεξηγώντας το χωρίο λέγει: "Θα δικαστείς όχι για εκείνα που Έπραξε ο αδελφός σου, αλλά για όσα είπες για εκείνον". Επομένως, αυτός που κατακρίνει παραβαίνει αυστηρότατη εντολή του Θεού.
Δεν πρέπει ακόμη να κατακρίνουμε γιατί δημιουργούμε εχθρότητες μεταξύ μας. Καθήκον έχουμε να σκεπάζουμε την αδυναμία των αδελφών μας. Τα λόγια πολύ εύκολα τα παίρνει ο άνεμος. Έτσι φτάνουν τάχιστα στα αυτιά του κατακρινόμενου αδελφού πολλές φορές παραποιημένα. δεν είναι λίγοι οι καλοθελητές εκείνοι που προσθέτουν και λίγα λόγια δικά τους, προκειμένου να γίνουν πιστευτοί. Αν ο κατακρινόμενος είναι καλλιεργημένος άνθρωπος θα πικραθεί βέβαια, αλλά δε θα δώσει συνέχεια. θα σκεφτεί ότι ο αδελφός δεν ξέρει τι λέγει και θα παρακαλέσει το Θεό να τον συγχωρέσει, μιμούμενος το παράδειγμα του Κυρίου, που από το Σταυρό συγχώρησε τους σταυρωτές Του. Αν, όμως, ο κατακρινόμενος είναι ακαλλιέργητος, θα προσπαθήσει να αμυνθεί εκδικούμενος τον κατακρίνοντα. Έτσι, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος και οι άνθρωποι από αδελφοί γίνονται εχθροί. δεν έχει μάλιστα δικαίωμα ο χριστιανός να κατακρίνει, έστω κι αν με τα ίδια του τα μάτια διαπιστώσει κάτι.
Το "Γεροντικό" μας παρέχει μία όμορφη και διδακτική διήγηση. Διηγούνται για τον Αββά Αμμωνά το εξής περιστατικό:
Ο Αββάς περαστικός στάθηκε για φαγητό σε κάποια σκήτη. Την ώρα εκείνη συνέπεσε να επισκεφτεί το κελί ενός μονάχου μία γυναίκα, η οποία είχε κακή φήμη. Οι παράγοντες του τόπου συγκεντρώθηκαν προκειμένου να εκδιώξουν τον "αμαρτωλό" εκείνο μοναχό από την περιοχή τους. Γι' αυτό ζήτησαν και τη βοήθεια του Αββά Αμμωνά. Ο μοναχός αντελήφθη τι του ετοίμαζαν και αμέσως έκρυψε την γυναίκα σε ένα πιθάρι. Την ώρα εκείνη έφτασε και ο Αββάς Αμμωνάς στο κελί του και τον ακολούθησε ο υπόλοιπος κόσμος. Ο Αββάς κατάλαβε την ενέργεια του μοναχού και για την αγάπη του Χριστού σκέπασε το σκάνδαλο. Πως; Μπήκε μέσα στο κελί και κάθισε πάνω στο πιθάρι, ενώ έδωσε εντολή να ψάξουν παντού. Όταν, όπως ήταν φυσικό, δε βρέθηκε η γυναίκα, ο Αββάς τους είπε: "Ο Θεός να σας συγχωρήσει". Και όταν όλοι έφυγαν έπιασε το χέρι του μοναχού και του είπε: - "Αδελφέ, πρόσεχε σ΄εαυτώ".
Έτσι και το σκάνδαλο σκεπάστηκε και ο μοναχός μετανόησε και σώθηκε.
Ο Άγιος Ιωάννης, συγγραφέας της Κλίμακος, λέγει επιγραμματικά: "Να μην κατακρίνεις έστω κι αν κάτι το βλέπεις με τα ίδια σου τα μάτια. Πολλές φορές συμβαίνει να πέφτουν και αυτά σε πλάνη".
Κάτι ανάλογο αναφέρει το "Γεροντικό" και για τον Αββά Ποιμένα. Τον ρώτησαν οι αδελφοί αν πρέπει να κατακρίνουν κάποιον που τον βλέπουν να αμαρτάνει με τα ίδια τους τα μάτια. Και ο Αββάς μίλησε αρνητικά διδάσκοντας τους συγχρόνως με ένα γεγονός.
Κάποτε, διηγείται ο Αββάς, είδε κάποιος έναν αδελφό να αμαρτάνει με μια γυναίκα. Ήταν σούρουπο. Τον βλέπει από μακριά. Τον πλησιάζει και τον κλωτσά λέγοντας: " Πάψε λοιπόν, πόρνε, να αμαρτάνεις!" αλλά έμεινε έκθαμβος μπροστά στο γεγονός. Ο αδελφός δεν αμάρτανε. Ηταν ακουμπισμένος σε ένα δεμάτι χόρτα προσευχόμενος.
Το δικό μας συνεπώς χρέος είναι να μην κατακρίνουμε κανέναν. Στον επίλογο του όλου θέματος παραθέτουμε ακόμη μία διδακτική διήγηση από το "Γεροντικό".
Σε κάποιο κοινόβιο ζούσε ένας μοναχός αμόναχος. Αμελούσε τα μοναχικά του καθήκοντα. Οι αγιασμένοι μοναχοί τον ανέχονταν και προσεύχονταν γι' αυτόν, ώστε να έλθει η στιγμή κατά την όποια θα μετανοούσε. Κάτι τέτοιο όμως, όσο περνούσε ο καιρός, δεν διαπιστωνόταν. Ήλθε ο καιρός που ο Χριστός τον κάλεσε κοντά Του. Οι αδελφοί πόνεσαν κι έκλαυσαν πολύ όχι για το θάνατο του, αλλά για την αμελέστατη ζωή του. Πενήντα χρόνια στο μοναστήρι και να χάσει την ψυχή του; Ο ηγούμενος κάποια μέρα, μετά την κοίμηση του αμελούς αδελφού, κάλεσε τους μοναχούς που ήταν πραγματικά άγιοι άνθρωποι και τους παρακάλεσε να προσευχηθούν, παρακαλώντας το Θεό να τους αποκαλύψει αν σώθηκε η κατακρίθηκε ο αδελφός.
Και ο Κύριος τους απάντησε-
-          Ναι, σώθηκε ο αδελφός, γιατί στη ζωή του  ΔΕΝ ΚΑΤΕΚΡΙΝΕ κανένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου