Από το μαρτύριο του αγίου Μήνα του καλλικέλαδου
Ο ΑΓΙΟΣ Μηνάς μίλησε με πολύ θάρρος για τη δύναμη του Χριστού στον έπαρχο Ερμογένη, πού καθόταν τότε στο βήμα σαν δικαστής και τιμωρός του. Τον διαβεβαίωνε, ότι μπορεί να κατορθώσει με την επίκληση του ονόματος Του τα πάντα, και αρρώστιες σοβαρές και παθήσεις ανίατες να θεραπεύσει, μα και τ' άλλα, όσα μόνο ο Θεός μπορεί. Σαν μάρτυρα μάλιστα όσων έλεγε, πρότεινε το λαό πού βρισκόταν εκεί.
Τότε ο έπαρχος του λέει:
Αυτή τη στιγμή θ' αποδείξω, ότι λες ανοησίες και καυχιέσαι μάταια. Γιατί σαν θα κόψω ή θα κάψω κάποιο από τα μέλη σου, κι εσύ, πού προσκυνάς το Χριστό, δεν θα μπορέσεις να το αποκαταστήσεις, πώς θα μας πείσεις, ότι στ' αλήθεια μπορείς να δώσεις σε άλλους αυτά πού δεν έχεις τη δύναμη να προσφέρεις στον εαυτό σου;
Εύχομαι, έπαρχε, απάντησε ο άγιος, να δοκιμάσεις σε μένα τη
δύναμη του Χριστού. Γιατί έχω την πεποίθηση, ότι θα εγκαταλείψεις αμέσως το τωρινό σου αξίωμα και θα γίνεις κι εσύ ένας άπ' αυτούς πού αναγνωρίζουν σαν αρχηγό τους το Χριστό!
Τότε λοιπόν ο έπαρχος, ζητώντας από τη μια να ικανοποιήσει την οργή του, αλλά και ελπίζοντας από την άλλη ν' αποδείξει μπροστά σε όλους πώς ήταν ψέματα όσα είχε πει ο άγιος, προστάζει να γδάρουν με μαχαίρια ολόκληρη τη σάρκα του πέλματος των ποδιών του, οπού στηρίζονται οι δυο βάσεις (του σώματος)· κι έτσι να στέκεται πάνω σε γυμνά κόκαλα όταν θα του έκαναν ερωτήσεις για τους θεούς, ώστε από τους φοβερούς πόνους, πού θα του τρυπούσαν την καρδιά, να δυσκολεύεται στις αποκρίσεις και τους συλλογισμούς. Καθώς λοιπόν του έσκιζαν ανελέητα τη σάρκα με τα μαχαίρια, καθώς του έσπαζαν τη φλέβα πού υπάρχει εκεί, καθώς του έκοβαν τα νεύρα πού του εξασφάλιζαν την κίνηση, ο άγιος αναστέναζε για λίγη ώρα - σαν να υποχωρούσε τότε ή θεία χάρη για να δοκιμάσει τον αθλητή, αλλά και για να του δώσει αφορμές στεφανιών, μια και τα στεφάνια είναι οπωσδήποτε καρποί των αγώνων - έκανε όμως υπομονή στους πόνους.
Μόλις σταμάτησαν πάντως να τον βασανίζουν, αμέσως πετάχτηκε όρθιος και στάθηκε πάνω στα κόκαλα μόνο (των πελμάτων
του), ψάλλοντας:
- "Ό πους μου εστη εν εύθύτητι· εν έκκλησίαις ευλογήσω σε, Κύριε" (Ψαλμ. 25:12).
Ολόγυρα άπ' τα πόδια του έτρεχε ποτάμι το αίμα, αλλά το πρόσωπο του έλαμπε και ή ψυχή του ήταν αδείλιαστη μπροστά στους κινδύνους.
Παρευθύς οι θεατές τον χειροκρότησαν σαν νικητή. και ο έπαρχος, θέλοντας και το ντρόπιασμα να γλιτώσει αλλά συνάμα και τον αντίπαλο του ν' αφοπλίσει και ν' αχρηστέψει, για να τον καταβάλει έτσι εύκολα, προστάζει αμέσως να κοπεί ή γλώσσα του μάρτυρα από τη ρίζα της. και τις κόρες των ματιών μου αν αποσβήσεις, είπε ο άγιος, ούτε και τότε θα σκοντάψω. "Λύχνος γαρ τοις ποσί μου ο νόμος τον Χριστού" (πρβλ. Ψαλμ. 118:105). Θαρρετά όμως σου το λέω, πώς αν εγώ χάσω τη γλώσσα μου, τότε εσύ θ' αποκτήσεις γλώσσα λαμπρόφωνη, πού θα ψάλλει τα μεγαλεία του Χριστού!
και τούτο έγινε (πραγματικά) αργότερα, όπως το προείπε ο άγιος.
Αφού λοιπόν αξιώθηκε από το Χριστό ν' απολαύσει πάλι, για να το πω έτσι, και τα πόδια και τα μάτια και τη γλώσσα του, και παρουσιάστηκε την άλλη μέρα στο στάδιο σωματικά ακέραιος, έκανε και τον ίδιο τον έπαρχο να πιστέψει και να τον συντροφέψει στο μαρτύριο.
Από το μαρτύριο του αγίου Λογγίνου του εκατόνταρχου
Μόλις ο Πιλάτος πήρε από τον Καίσαρα (Τιβέριο) γράμμα, πού όριζε την καταδίκη σε θάνατο του Λογγίνου για την πίστη του στο Χριστό, αμέσως το δίνει, όπως ήταν, στους Ιουδαίους, και στέλνει, για τη θανάτωση του αγίου, ανθρώπους, πού ήταν πρόθυμοι (να κάνουν μια τέτοια πράξη).
Εκείνοι λοιπόν, Αφού έφτασαν στην Καππαδοκία και έμαθαν ότι ο Λογγίνος ζει ασκητικά σε κάποιο πατρικό του κτήμα, πηγαίνουν αμέσως εκεί και πιάνουν κουβέντα μαζί του, χωρίς να ξέρουν πώς είναι εκείνος, για τον όποιο σε τόσους κόπους μπήκαν και τόσο δρόμο έκαναν. Γι' αυτό ρωτούσαν και τον ίδιο, ποιος ήταν ο Λογγίνος και ποιος ο αγρός οπού έμενε. Επειδή λοιπόν, την ώρα εκείνη, το Άγιο Πνεύμα αποκάλυψε τα πάντα στο Λογγίνο, (ο άγιος) στράφηκε ήρεμα προς το μέρος τους, και τους λέει με φωνή όλο πραότητα και καλοσύνη:
Ακολουθήστε με, και θα σας δείξω εγώ αυτόν πού ζητάτε.
Τότε λοιπόν ο μακάριος, νιώθοντας λες ευφροσύνη και απολαμβάνοντας από τώρα τη μελλοντική ηδονή και κάνοντας δεκτό με χαρά τον μαρτυρικό θάνατο πριν ακόμα μαρτυρήσει, άρχισε να μονολογεί:
"Ως ωραίοι οι πόδες των εναγγελιζομένων τα αγαθά!" (Ρωμ. 10:15. Πρβλ. Ήσ. 52:7). Τώρα θα δω ανοιγμένους τους ουρανούς! Τώρα θα γνωρίσω τη δόξα του Πατρός! Τώρα θ' ανέβω πανευφρόσυνα, με νικητήριες επευφημίες και ένδοξα τρόπαια, στην άνω Ιερουσαλήμ, την πατρίδα των αγγέλων και τη μητρόπολη της χορείας των "Αγίων Πάντων. Τώρα βγάζω από πάνω μου τον χωμάτινο χιτώνα και αφήνω τα πολυστέναχτα δεσμά της σάρκας. Τώρα ξεντύνομαι τη φθορά και ντύνομαι με χαρά την αφθαρσία. Φεύγω από την πρόσκαιρη ζωή και τις φουρτούνες της, με τα μεγάλα κύματα και τα φοβερά ναυάγια, και φτάνω στο αληθινό και μοναδικό λιμάνι, οπού θα 6ρώ την άλυπη και αιώνια ζωή. Να χαίρεσαι, ψυχή μου, τώρα πού φεύγεις για τον Πλάστη σου! "Ας λάμψει από χαρά το πρόσωπο σου - αυτό ζητάει τώρα ή περίσταση! Κι εκείνους πού θα σου χαρίσουν τόσα αγαθά, να τους υποδεχθείς φιλόφρονα, Λογγίνε! Να προσφέρεις πλούσιο γεύμα σ' αυτούς, πού σε καλούν στο Βασιλικό Δείπνο!
Μετά άπ' αυτόν το μονόλογο, ο Λογγίνος οδηγεί τους επισκέπτες του στο σπίτι του. και αφού τους φιλοξένησε πλουσιοπάροχα, αρχίζει μετά το δείπνο να τους ρωτάει πάλι για ποιο λόγο είχαν έρθει και γιατί αναζητούσαν τόσο επίμονα το Λογγίνο. Κι εκείνοι, αφού πρώτα τον όρκισαν να μη φανερώσει σε κανένα το μυστικό,
του λένε τι έγραψε ο Καίσαρας στον Πιλάτο, και ότι ήρθαν για ν' αποκεφαλίσουν το Λογγίνο μαζί με δύο στρατιώτες.
Όταν ο άγιος έμαθε και το ποίοι ήταν οι άλλοι δύο πού θα θανατώνονταν μαζί του - εκείνοι δηλαδή πού προτίμησαν (ν' ακολουθήσουν) το Χριστό παρά να γίνουν πληρωμένα όργανα των Ιουδαίων - και επειδή πριν από λίγο είχαν φύγει, ειδοποίησε να έρθουν πάλι γρήγορα πίσω, για ν' απολαύσουν μαζί του τα μοναδικά αγαθά.
Έτσι λοιπόν, αφού φιλοξένησε τους απεσταλμένους του Πιλάτου μία και δεύτερη μέρα, την τρίτη τους πήρε μαζί του σ' έναν αγρό, περιμένοντας εκείνους πού κάλεσε. και σαν έμαθε πώς έφταναν, λέει παρευθύς στους ανθρώπους του Πιλάτου:
Εγώ είμαι ο Λογγίνος πού ζητάτε!
Στην αρχή δυσπιστούσαν. Γιατί πώς να πιστέψουν ότι αυτός είναι ο μελλοθάνατος, όταν τον έβλεπαν ν' αντιμετωπίζει με τόση χαρά τον κίνδυνο;
Μόλις όμως βεβαιώθηκαν πια πώς είναι εκείνος και δεν τους έμενε καμιά αμφιβολία, το πήραν βαριά. Τους έπνιξαν οι τύψεις της συνειδήσεως.
Ω κακότυχο δείπνο! έλεγαν. Ω πικρή φιλοξενία! Πώς έκανες, φίλε Λογγίνε, τέτοιο πράγμα; Γιατί το σπίτι σου δέχθηκε εκείνους πού ήρθαν να σε θανατώσουν; Θάνατος σου γίνεται αύτη ή φιλοξενία! Τον εαυτό σου θα προσφέρεις σαν επιδόρπιο στο τραπέζι! Ληστές σου βγήκαν οι φιλοξενούμενοι σου -τι παράδοξο! τι άλλο θα μπορούσες να κάνεις, για να δώσεις τόση λύπη σ' εκείνους πού ήρθαν να πραγματοποιήσουν τη σφαγή σου; Φύγε λοιπόν, παίρνοντας σαν ανταμοιβή της φιλοξενίας σου τη λύτρωση άπ' το θάνατο. Δεν αντέχουμε να βάλουμε πάνω σου το ξίφος. Κοκκινίζουμε, (καθώς αναλογιζόμαστε) το πλούσιο τραπέζι(πού μας παρέθεσες). Ντρεπόμαστε αυτόν πού με τόση φροντίδα μας φιλοξένησε. Το χέρι παραλύει μπροστά στο φόνο. Ό νους δεν μπορεί να σκεφτεί του ευεργέτη το θάνατο. Προτιμότερος είναι ο κίνδυνος (της τιμωρίας μας) από τον Πιλάτο παρά ο έλεγχος της συνειδήσεως. Είμαστε έτοιμοι όλα να τα υποφέρουμε, παρά να πληρώσουμε με τέτοιο νόμισμα το Λογγίνο.
Αυτά έλεγαν με πολλή θλίψη οι στρατιώτες στο μάρτυρα του Χριστού. Δεν μπορούσαν όμως να πείσουν το Λογγίνο. Ό αληθινά γενναίος τους απάντησε με γενναιότητα:
- Γιατί, αγαπητοί μου, δείχνετε φθόνο για τα μεγάλα αγαθά(πού με περιμένουν); Γιατί μοιρολογάτε με τόσο πόνο για το θάνατο μου; Δεν είναι για μένα θάνατος αυτός εδώ, αλλά ζωής απαρχή. Θάνατος στ' αλήθεια είναι για μένα μάλλον ή παραμονή εδώ στη γη, γιατί δεν βρίσκομαι κοντά στον Κύριο μου και δεν απολαμβάνω την ουράνια μακαριότητα. Το τέλος θα μου φέρει τέλος των κακών και όχι τέλος της ζωής. Απεναντίας, θα με μεταφέρει στην πραγματικά αιώνια ζωή.
Την ώρα πού μιλούσε ο Λογγίνος, λέγοντας αυτά και άλλα περισσότερα και προσπαθώντας να πείσει τους ανθρώπους του Πιλάτου να κάνουν ότι είχαν διαταχθεί, καταφθάνουν και οι στρατιώτες, πού είχαν καταδικαστεί μαζί του σε θάνατο. Καθώς τους είδε, το πρόσωπο του φωτίστηκε. Απλώνει το δεξί του χέρι και το τυλίγει γύρω άπ' τον τράχηλο τους. Έπειτα φιλάει με στοργή τα μάτια τους και τους λέει:
Χαίρετε, στρατιώτες του Χριστού και κληρονόμοι της βασιλείας Του! Είναι κιόλας ανοιγμένη για μας ή πύλη του ουρανού. Οι άγγελοι περιμένουν να παραλάβουν τις ψυχές μας και να τις οδηγήσουν κοντά στον μονογενή Υιό (του Θεού). Γι' αυτό λοιπόν - στράφηκε τώρα στους απεσταλμένους - κάντε αυτό πού προσταχθήκατε!
Ύστερα φόρεσε καθαρά ρούχα, πού του έφεραν από το σπίτι -λες και τον είχαν καλέσει σε γάμο, και βιαζόταν να πάει! γονάτισε μαζί με τους συντρόφους του και τελείωσε μ' αυτούς τον αγώνα... Ω, τι μακάριο τέλος! Αποκεφαλίστηκαν και κατατάχθηκαν στη χορεία των αγίων μαρτύρων.
Από το βίο της αγίας Θεοδώρας της εν Αλεξάνδρεια
Μερικοί από τους μοναχούς, πού ασκούνταν μαζί με την αγία Θεοδώρα (στο ίδιο μοναστήρι, οπού εκείνη είχε εγκαταβιώσει σαν άνδρας ευνούχος με το όνομα Θεόδωρος), τρυπήθηκαν από το αγκάθι του φθόνου, καθώς έβλεπαν τη μακαριά να φτάνει σε ύψη αρετής. Τη στέλνουν λοιπόν κρυφά από τον ηγούμενο σε κάποιο ασκητήριο, για να μεταφέρει εκεί μια επιστολή, πού της έδωσαν. Ή επιστολή αφορούσε τάχα επείγον ζήτημα, πού απαιτούσε άμεση λύση. Στην πραγματικότητα όμως όλο τούτο ήταν μηχανορραφία -αφού άλλωστε ή δουλειά στήθηκε μέσα στη νύχτα - για να κατασπαραχθεί ή αγία από τ' άγρια θηρία. Γιατί εκείνος ο δρόμος, (άπ' οπού θα περνούσε), ήταν έρημος και γεμάτος αγρίμια μόνο. Ή επιβουλή όμως όχι μόνο πήγε χαμένη για τον αντίπαλο μας (διάβολο), αλλά μάλλον το αντίθετο έγινε άπ' ότι εκείνος μηχανεύτηκε.
Καθώς δηλαδή περιπλανιόταν στο δρόμο ή όσια, την πλησιάζει, με εντολή του Θεού, ένα θηρίο και της γίνεται αλάθητος οδηγός, ώσπου την έφερε έξω από τη μονή, οπού την είχαν στείλει. Μα και τότε ακόμα (το θηρίο) δεν έφυγε. Όταν μπήκε εκείνη μέσα, την ακολούθησε κι αυτό. και καθώς ή αγία προχώρησε για να δώσει στον ηγούμενο την επιστολή της, το αγρίμι χίμηξε στον πορτάρη. Λίγο ακόμα και θα τον ξέσκιζε, αν εκείνος δεν έβαζε τις φωνές - γιατί έτσι μαζεύτηκαν πολλοί, και μαζί τους ή μακαριά(Θεοδώρα), που γύρισε πίσω. Μόλις κατάλαβε ποια ήταν ή αιτία της φασαρίας και καθώς βρήκε τον άνθρωπο να γίνεται κιόλας τροφή του θηρίου, το άρπαξε μεμιάς απ' το φάρυγγα (και το ακινητοποίησε). Έτσι γλίτωσε τον πορτάρη από το θάνατο. Μετά άλειψε με λάδι τις πληγές του και, με την επίκληση του ονόματος του Χριστού, εκείνον τον άφησε τελείως καλά, όπως ήταν πριν, ενώ το θηρίο το έκανε να πέσει αμέσως κάτω και να σκάσει.
Όλα αυτά ή αγία ήθελε να μείνουν άγνωστα, γι' αυτό και δεν φανέρωσε τίποτα στους μοναχούς μετά την επιστροφή της. Εκείνοι όμως πού ευεργετήθηκαν, έρχονται πρωί-πρωί και διηγούνται μόνοι τους το περιστατικό.
Με τις προσευχές του Θεοδώρου, έλεγαν, σώθηκε ένας άνθρωπος από τραγικό θάνατο. Το λαρύγγι ενός θηρίου μας έδωσε πίσω
χάρισμα εκείνον, πού είχε κιόλας αρπάξει για να καταβροχθίσει...
Ό ηγούμενος του μοναστηρίου άκουγε κατάπληκτος τα λόγια τους, και ρωτούσε με απορία, ποιος ήταν αυτός πού έστειλε εκεί πέρα το Θεόδωρο. Καθώς όμως όλοι έκαναν τους ανήξερους, έριξε τη ματιά του στη μακαριά και της είπε:
Ποιος ειν' αυτός, Θεόδωρε, πού σε υποχρέωσε να πάς αργά μες στη νύχτα ως εκεί, με ολοφάνερο κίνδυνο της ζωής σου; και τώρα, κοιτάξτε τον αναπλασμό μιας άδολης ψυχής, πού ήθελε και τη δική της ταπείνωση να φυλάξει και τους αδελφούς να μην κατηγορήσει:
Επειδή την ώρα εκείνη ήταν βαριά από τη νύστα και τα σωματικά και τα ψυχικά μου μάτια, δεν είμαι τώρα σε θέση να πω
ονομαστικά ποιοι με έστειλαν.
Από το Γεροντικό
Ο άββάς Ποιμήν είπε:
Σε καμιά περίπτωση ή κακία δεν εξουδετερώνεται με την κακία. Αν λοιπόν κάποιος σε βλάψει, εσύ ευεργέτησε τον, για να εξουδετερώσεις την κακία με την καλοσύνη.
Έλεγαν για κάποιον αδελφό, ότι έμπαινε στο κελί ενός μεγάλου γέροντα, γείτονα του, και έκλεβε. και ο γέροντας, μολονότι τον έβλεπε, δεν του έλεγε τίποτα. Απεναντίας, δούλευε πιο πολύ, λέγοντας (μέσα του):Ίσως έχει ανάγκη ο αδελφός. Ήταν πάντως όλο στενοχώρια ο γέροντας, γιατί εξοικονομούσε με δυσκολία το ψωμί του. Λίγο αργότερα, καθώς πλησίαζε στο τέλος του, μαζεύτηκαν γύρω του οι αδελφοί. Και βλέποντας (ανάμεσα τους) εκείνον πού τον έκλεβε, του λέει:
Έλα κοντά μου...(Μόλις ο αδελφός πλησίασε, ο γέροντας έπιασε) Και καταφίλησε τα χέρια του.
Ευχαριστώ τα χέρια τούτα, είπε, γιατί με τη συνεργεία τους πηγαίνω στη βασιλεία των ουρανών!...
Ό αδελφός κατανύχθηκε (από τα λόγια αυτά), μετανόησε Και έγινε αγωνιστής μοναχός, (παραδειγματισμένος) από τις πράξεις πού είδε (να κάνει) ο μεγάλος γέροντας.
Ένας γέροντας είπε:
Αν ακούσεις ότι κάποιος σε μισεί Και σε κακολογεί, δώσε του ή στείλε του μια μικρή ευλογία, (ένα μικρό δώρο), ότι μπορείς, για να έχεις την παρρησία να πεις την ώρα της Κρίσεως: Κύριε, "άφες ημίν τα όφειλήματα ημών, ως και ημείς άφίεμεν τοις όφειλέταις ημών" (Ματθ. 6:12)".
Του αββα Ζωσιμά
Αν φέρεις στο νου σου κάποιον πού σε λύπησε ή σε πρόσβαλε ή σε ζημίωσε, πρέπει να τον θεωρήσεις σαν γιατρό, σταλμένο από το Χριστό, Και να τον έχεις σαν ευεργέτη. Γιατί αυτό καθεαυτό το ότι πονάς μ' εκείνα (πού σου έκανε), δείχνει πώς ή ψυχή σου είναι άρρωστη. "Αν δεν ήσουν άρρωστος, δεν θα έπασχες. Οφείλεις λοιπόν να ευχαριστείς τον αδελφό Και να προσεύχεσαι γι' αυτόν, επειδή εξαιτίας του γνώρισες την αρρώστια σου. Και να δέχεσαι όσα σου κάνει σαν θεραπευτικά φάρμακα, πού σου έστειλε ο Ιησούς. "Αν όμως πικραίνεσαι εναντίον του αδελφού, είναι σαν να λες έμμεσα στον Ιησού: "Δεν θέλω τα φάρμακα σου! Θέλω να σαπίσω στα τραύματα μου! Οποίος λοιπόν θέλει να θεραπευθεί από τα "ψυχικά του τραύματα, είναι απαραίτητο να υπομείνει όσα επιβάλλει ο γιατρός, όποια κι αν είναι αυτά. Άλλωστε, ούτε ο σωματικά άρρωστος εγχειρίζεται ή καυτηριάζεται ή πίνει καθάρσιο με ευχαρίστηση. Απεναντίας, και ή θύμηση τους ακόμα του προκαλεί αηδία. Πείθει όμως τον εαυτό του ότι είναι αδύνατον να λυτρωθεί άπ' την αρρώστια αλλιώς, πάρα μόνο μ' αυτά. Έτσι τα σηκώνει με γενναιότητα, ευχαριστώντας μάλιστα το γιατρό, γιατί γνωρίζει ότι με λίγη αηδία γλιτώνει από πολυχρόνια ασθένεια. Καυτήρας του Ιησού είναι αυτός πού σε προσβάλλει ή σε βρίζει, λυτρώνοντας σε έτσι από την κενοδοξία. Καθάρσιο του Ιησού είναι αυτός πού σε ζημιώνει, καθαρίζοντας σε έτσι από την πλεονεξία. Αν λοιπόν αποφεύγεις πειρασμό ωφέλιμο, αποφεύγεις την αιώνια ζωή. Γιατί ποιος χάρισε λ.χ. στον άγιο Στέφανο τέτοια δόξα, σαν κι αύτη πού του εξασφάλισαν εκείνοι πού τον λιθοβόλησαν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου