Από το βίο του αγίου Μαρκιανού
Ο ΜΕΓΑΣ Μαρκιανός, γύρω στα μεσάνυχτα, όταν νόμιζε ότι κανείς δεν θα τον έβλεπε, συνήθιζε να πηγαίνει σ' έναν γνωστό του τραπεζίτη, ν' αλλάζει χρυσά νομίσματα με πολλά χάλκινα, για να έχει να μοιράζει στους φτωχούς, Και να γυρίζει αμέσως (στο σπίτι του).
Ό τραπεζίτης λοιπόν, παίρνοντας σαν πρόφαση για (μεγαλύτερο) κέρδος το ότι ή συναλλαγή γινόταν τη νύχτα, σε ακατάλληλη ώρα, ζύγιζε το χρυσάφι με λειψά ζύγια. Και ο άγιος, χωρίς να διαμαρτυρηθεί ποτέ ούτε να κάνει κανέναν έλεγχο, έδειχνε ότι τ' άφηνε όλα στη συνείδηση του ζυγιστή.
Επειδή όμως αυτό έγινε πολλές φορές Και ο Μαρκιανός δεν έκανε καμιά παρατήρηση στον τραπεζίτη, ο τελευταίος ήταν όλο έκπληξη. Και (μια νύχτα), ενώ παρακολουθούσε την ώρα Και είδε να φτάνουν τα μεσάνυχτα, κόντευαν πια να βγουν οι υποψίες του αληθινές Και αντάξιες του βίου του Μαρκιανού. Τότε λοιπόν, αφού καλοσκέφτηκε, τι έκανε; Πρόσταξε έναν από τους δούλους του να πάρει από πίσω τον άγιο, μόλις θα έφευγε, για να μάθει που πηγαίνουν εκείνα τα χρήματα.
Πραγματικά, ο δούλος τον ακολούθησε. Και όταν ο άνθρωπος του Θεού βρήκε νεκρό, πάνω σ' ένα κρεβάτι, κάποιον φτωχό, πήρε από ένα καπηλειό (κρασί), όπως συνήθιζε, τον έπλυνε και τον έντυσε. Στη συνέχεια, αφού εκείνος αναστήθηκε για μια στιγμή, τον ασπάσθηκε, και μετά τον ξάπλωσε πάλι (νεκρό) κι έφυγε, (για να ετοιμάσει ότι χρειαζόταν για την ταφή του)*.
Έφριξε ο δούλος μ' αυτά πού είδε. "Όσο πιο γρήγορα μπορούσε, γύρισε πίσω και τα διηγήθηκε όλα, με κάθε λεπτομέρεια, σ' εκείνον πού τον είχε στείλει. Αυτός τότε μετανόησε για όσα είχε κάνει και έκλαιγε, επειδή είχε αδικήσει τόσο τον άγιο. Ή συνείδηση του τον τιμωρούσε (με τις τύψεις). Γι' αυτό και, όταν ο άγιος τον επισκέφθηκε πάλι για ν' ανταλλάξει τα χρυσά νομίσματα, έπεσε στα πόδια του ο τραπεζίτης, ομολόγησε τα κακά πού είχε κάνει και του επέστρεψε όσα του είχε πάρει επιπλέον.
Έτσι μια καλή πράξη, πού γίνεται σιωπηρά, μπορεί να ωφελήσει περισσότερο από λόγια πολλά. και όσους δεν ωφέλησαν σε τίποτα έλεγχοι και συμβουλές, αυτούς τους διόρθωσε μια αξιέπαινη πράξη, πού έγινε κρυφά και ανεπίδεκτα, γιατί άγγιξε τη συνείδηση τους και τους έκανε να μάθουν μόνοι τους το καλό.
Ό Μαρκιανός όμως, αφού είπε (στον τραπεζίτη) ότι δεν είχε αδικηθεί καθόλου, άφησε εκεί και (τα χρήματα) εκείνα πού του έδινε, αλλά και τον ίδιο, και δεν ξαναφάνηκε ποτέ πια· όχι, βέβαια, για να διακόψει τις σχέσεις του μ' έναν πονηρό άνθρωπο - γιατί όχι μόνο τον συγχώρεσε, αλλά και τον βεβαίωσε ότι τον αγαπούσε ιδιαίτερα - μα για ν' αποφύγει την (ψυχική) βλάβη από τη μάταιη δόξα, και επειδή δεν ήθελε να φανερωθούν οι πράξεις του σε κανέναν άνθρωπο, παρά μόνο στο Θεό να είναι γνωστές.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική ήταν ή φιλάνθρωπη συνήθεια του αγίου Μαρκιανού να περιμαζεύει εγκαταλειμμένους νεκρούς, να πλένει τα σώματα τους και να τα ετοιμάζει για ταφή. "Όταν τελείωνε, έλεγε στο νεκρό σαν σε ζωντανό: "Σήκω, αδελφέ, ν' αλλάξουμε τον τελευταίο ασπασμό, σύμφωνα με τη συνήθεια". και αμέσως ο νεκρός ανασταινόταν για λίγο, άποχαιρετιόταν με τον άγιο, κι έπειτα ξαναπέθαινε!
Από το βίο του αγίου Σπυρίδωνος
Κάποτε ήρθε ένας άνθρωπος στον άγιο Σπυρίδωνα για ν' αγοράσει εκατό γίδια από το κοπάδι του. Ό όσιος του έδωσε την άδεια να τα πάρει (μόνος του), αφού πρώτα τα πληρώσει. Αυτός όμως του έδωσε το αντίτιμο των ενενήντα εννέα και κράτησε του ενός, νομίζοντας ότι θα τον ξεγελάσει, σαν απλοϊκό και εντελώς απονήρευτο.
Όταν λοιπόν μπήκαν κι οι δυο στο μαντρί, ο άγιος του είπε να πάρει τόσες γίδες, όσες είχε πληρώσει. Μα εκείνος, πού ούτε μ' αυτό (τον υπαινιγμό) δεν συνετίστηκε, άρχισε να βγάζει άπ' το μαντρί εκατό. ·
Τότε μια γίδα, σαν καλή δούλη, πού κατάλαβε ότι ο κύριος της δεν την πούλησε, γύριζε πίσω επίμονα κι έμπαινε πάλι στο μαντρί. Μα ο αδιάντροπος εκείνος την ξανάβγαζε έξω και την έσερνε με τη βία. Δύο-τρεις φορές έγινε αυτό το θαυμαστό - ή γίδα να γυρίζει μέσα κι εκείνος να την τραβάει έξω με δύναμη και πείσμα!
Τελικά λοιπόν τι έκανε; Επειδή μ' αυτόν τον τρόπο δεν κατόρθωνε τίποτα, την άρπαξε από χάμω, την έβαλε στους ώμους του κι έκανε να φύγει. Αυτή όμως βέλαζε δυνατά και άγρια, έσκυβε προς το κεφάλι του και τον χτυπούσε με τα κερατά της, κηρύσσοντας έτσι φανερά τη βία και τιμωρώντας, θαρρείς, τον πλεονέκτη για την αδικία του. Όσοι ήταν εκεί τα έχασαν με το αξιοθαύμαστο φαινόμενο, μην μπορώντας να το εξηγήσουν.
Ό μέγας (Σπυρίδων), επειδή δεν ήθελε να ελέγξει φανερά τον άδικο, του είπε ήρεμα:
- Κοίταξε, παιδί μου, μήπως το ζωντανό δεν τα κάνει αυτά αναίτια ούτε αρνείται να έρθει μαζί σου χωρίς λόγο, αλλά γιατί ξέχασες να πληρώσεις και τη δική του αξία...
Μ' αυτά τα λόγια ή καρδιά (του ανθρώπου) εκείνου κατανύχθηκε. Συνήλθε, συναισθάνθηκε το κακό πού έκανε, το ομολόγησε και ζήτησε συγγνώμη.
Έπειτα, αφού πλήρωσε και της μιας γίδας την αξία, εκείνη δεν βέλασε ούτε αντιστάθηκε περισσότερο, αλλά τράβηξε ήσυχα πίσω από τις άλλες.
Κάποτε, αργά τη νύχτα, ήρθαν κλέφτες στο μαντρί (του αγίου Σπυρίδωνος), για να του κλέψουν μερικά από τα ζώα του. Ό Θεός όμως, πού φρόντιζε για το βοσκό, δεν αδιαφορούσε ούτε για τα ζώα πού έβοσκε. Έτσι, οι κλέφτες εκείνοι πιάστηκαν σε αόρατα και άλυτα δεσμά: Τα χέρια τους δέθηκαν και δεν μπορούσαν να κουνηθούν καθόλου!
Είχε πια ξημερώσει, όταν το γεγονός έπεσε στην αντίληψη του αγίου. Τους πλησίασε και, όταν είδε πώς είχαν τα χέρια τους γυρισμένα πίσω και δεμένα, με την προσευχή του τους ελευθέρωσε από τα δεσμά. Έπειτα, αφού τους συμβούλεψε πολύ να κερδίζουν τα αναγκαία (για τη ζωή) με τον τίμιο μόχθο τους, τους πρόσφερε στο τέλος κι ένα κριάρι - "... για να μην πάει χαμένο το ξενύχτι σας", όπως πρόσθεσε χαριτολογώντας.
Κι ένας άλλος άνθρωπος από την Τριμυθούντα, πού ήταν καραβοκύρης και χρειαζόταν χρήματα για το εμπόριο του, ήρθε να δανειστεί από τον άγιο. Εκείνος, επειδή μαζί με (όλες) τις άλλες εντολές, τηρούσε κι αύτη πού λέει, "τον θέλοντα από σου δανείσασθαι μη αποστραφείς" (Ματθ. 5:42), δίνει στον άνθρωπο πρόθυμα ένα μικρό ποσό πού είχε (μαζέψει όχι για τον εαυτό του αλλά )για τις ανάγκες της επισκοπής.
Ό καραβοκύρης το πήρε (κι έφυγε). Το ταξίδι του πήγε καλά. "Όταν ήρθε πίσω με κέρδη, επισκέφθηκε τον άγιο για να του επιστρέψει το χρέος. Κι αυτός, χωρίς να κάνει κανέναν έλεγχο και χωρίς να μετρήσει τον αριθμό (των νομισμάτων), όπως συνηθίζουν οι περισσότεροι, είπε μόνο στον ίδιο (τον οφειλέτη) να σηκωθεί και να τα βάλει στο κουτί εκείνο, από το οποίο τα είχε πάρει πριν από καιρό. Και τότε μεν, εκτιμώντας την ακεραιότητα και την αθωότητα του δανειστή, έβαλε το χρυσάφι εκεί οπού προστάχθηκε. Και πάλι, οπότε είχε ανάγκη, με την ίδια ευκολία έπαιρνε και με την ίδια εντιμότητα επέστρεφε (τα χρήματα). Αυτό έγινε πολλές φορές, ώσπου κάποτε το πάθος της φιλαργυρίας κυρίεψε τον έμπορο, πού (άρχισε να) φέρεται πια με δολιότητα και πονηρία απέναντι σ' εκείνον πού του έδειξε εμπιστοσύνη, κακοποιώντας έτσι την αλήθεια, βρίσκοντας λοιπόν την ελευθερία εξυπηρετική της κακουργίας, μια φορά έκανε πώς έβαλε στη θέση τους (τα χρυσά νομίσματα), αλλά στην πραγματικότητα δεν άφησε τίποτα στο κουτί. "Άδειο όπως ήταν, το έκλεισε κι έφυγε.
Το χρυσάφι όμως εκείνο το ξόδεψε σε επιχειρήσεις χωρίς κέρδος. "Όταν λοιπόν βρέθηκε σε ανάγκη, θυμήθηκε πάλι τον προηγούμενο δρόμο και ήρθε στον μεγάλο (Σπυρίδωνα), ζητώντας τα
χρυσά νομίσματα, πού δεν είχε επιστρέψει, σαν να τα είχε επιστρέψει.
Ό άγιος, μολονότι δεν του είχε ξεφύγει ή απάτη, του είπε με πραότητα να πάει στο κουτί, όπως συνήθιζε, και να τα πάρει. Κι εκείνος, σαν να μην είχε κάνει καμιά πράξη απρέπειας και φιλαργυρίας, προχώρησε για να πάρει αυτά πού δήθεν είχε βάλει (στη γνωστή θέση). και αφού άνοιξε το κουτί και το βρήκε άδειο, όπως βέβαια το είχε αφήσει, το είπε στον άγιο, νομίζοντας πώς θα τον ξεγελάσει. Τον άκουσε όμως να του λέει:
- Ψάξε καλύτερα, γιατί, από τότε πού έβαλες εσύ μέσα (τα χρήματα), άλλα χέρια δεν τα έπιασαν.
Ό άλλος προσποιήθηκε πάλι ότι ψάχνει. Επειδή όμως δεν μπορεί να υπάρχει το ανύπαρκτο, είπε κάνοντας τον ανήξερο: Δεν βρίσκω απολύτως τίποτα.
Τότε ο αγαθός και πράος εκείνος άνθρωπος του είπε: -"Αν πραγματικά, αγαπητέ μου, τα είχες βάλει εκεί, θα τα έβρισκες και εύκολα. Αν όμως τώρα ζητάς να πάρεις από μας αυτό πού κατακράτησες, μάθε ότι τον εαυτό σου και όχι εμάς κοροϊδεύεις.
Μόλις τ' άκουσε αυτό, καθώς μάλιστα δεν μπορούσε πια να υποφέρει καθόλου και τον παράλληλο έλεγχο της συνειδήσεως του, έπεσε καταγής, έπιασε τα ιερά πόδια του αγίου και ζητούσε συγγνώμη. Ό άγιος τον συγχώρησε συντομότερα άπ' ο,τι εκείνος του ζήτησε, και τον συμβούλεψε να μην επιθυμεί στο έξης τα ξένα πράγματα ούτε να μολύνει τη συνείδηση του με απάτες και ψέματα.
Γιατί αυτά, πρόσθεσε, κανένα κέρδος δεν αφήνουν, αλλά ζημία καθαρή.
Από το βίο του αγίου Ευθυμίου του νέου
Κάποιοι ιερόσυλοι τρύπησαν μια νύχτα τους τοίχους του ιερού ναού, οπού ιερουργούσε ο όσιος Ευθύμιος, και άρπαξαν τα ιερά του κειμήλια. Το πρωί, όταν έγινε γνωστό το γεγονός, ή πόλη όλη ξεσηκώθηκε, ζητώντας την εξιχνίαση του εγκλήματος. Επειδή λοιπόν ή είδηση διαδόθηκε παντού, (τελικά) οι κλέφτες πιάστηκαν. Οι πολίτες, πού τους είχαν στα χέρια τους, δεν ήθελαν να τους δείξουν καμιά επιείκεια, ζητούσαν μάλιστα να επιβάλουν σ' εκείνους τους ταλαίπωρους τιμωρίες πρωτάκουστες.
Μόλις λοιπόν ο μέγας (Ευθύμιος) κατάλαβε τι σκέφτονταν, μπήκε στη μέση και είπε:
Δεν είναι καλό, παιδιά μου, να τιμωρηθούν από άλλον τούτοι οι βέβηλοι, αφού είμαι εδώ εγώ, πού άπ' όλους έχω περισσότερο δίκιο ν' αγανακτώ, μια και είμαι εκείνος πού ζημιώθηκε. Θα τους τιμωρήσω ανελέητα, κάνοντας τους ν' αργοπεθαίνουν από την πείνα και τη δίψα.
Τους φάνηκε ότι (ο άγιος) σωστά μίλησε. Έτσι, μόλις ο όχλος διαλύθηκε, πήρε τους κλέφτες στο σπίτι του, τους έκανε φιλόφρονα το τραπέζι, τους έδωσε εφόδια και για το μέλλον, τους έλυσε από τα δεσμά και τους άφησε να πάνε οπού ήθελαν!
Μιαν άλλη νύχτα ήταν πανσέληνος, γι' αυτό και το σκοτάδι, πού σκέπαζε τη γη, δεν ήταν πυκνό. Ό μέγας (Ευθύμιος) μόλις είχε τελειώσει τους μεσονυκτικούς ύμνους στο Θεό και, όπως συνήθιζε, (είχε βγει έξω και) έκανε προσκυνηματικές επισκέψεις στους ναούς.
Ξάφνου, βλέπει σ' έναν υπαίθριο χώρο δυο ανθρώπους να κλέβουν σιτάρι από τις υπόγειες αποθήκες. Ό ένας έβγαζε από κάτω το σιτάρι και το σάκιαζε, ενώ ο άλλος έπαιρνε πάνω τα σακιά και τα πήγαινε σε μια γωνιά, οπού δεν θα τα έβλεπε κανείς.
Μόλις εκείνος ο σβέλτος σιτοκλέφτης πήρε είδηση τον όσιο, το έβαλε στα πόδια, αφήνοντας το σύντροφο του στο λάκκο. Τότε ο θείος Ευθύμιος, επειδή θεώρησε πώς θα έκανε μεγάλο κακό αν στερούσε από τους φτωχούς το αναγκαίο σιτάρι, και μάλιστα σε μιαν εποχή πού το ψωμί ήταν τόσο σπάνιο όσο και το χρυσάφι, αποφάσισε να πάρει τη θέση εκείνου πού έφυγε, πηγαίνοντας κοντά σ' αυτόν πού έμεινε (και βοηθώντας τον).
Συνέχισε λοιπόν ο άλλος να βγάζει το σιτάρι, χωρίς να ξέρει τίποτε άπ' όσα είχαν μεσολαβήσει, ενώ ο άγιος το έπαιρνε και το μετέφερε.
Όταν πια ο άνθρωπος εκείνος είχε βγάλει αρκετή ποσότητα και θέλησε ν' ανέβει επάνω, ο μέγας (Ευθύμιος σκύβει και) του λέει ψιθυριστά στο αυτί:
Τι, θα φύγουμε και θ' αφήσουμε εκείνα τα τυριά; - και του έδειχνε συνάμα με το δάχτυλο τον τόπο!
Ό άλλος, από το φόβο πού τον συνείχε, ούτε τώρα (με την ερώτηση του αγίου) κατάλαβε τι είχε συμβεί.
Ρωτάει λοιπόν: και που το ξέρεις εσύ αυτό;
Άκουσα πριν από λίγο καιρό τον επίσκοπο να το λέει, απάντησε ο άγιος.
Τότε ο άλλος, αφού έφαγε τον τόπο, όπως λέει ο λόγος, βρήκε τα τυριά, πήρε όσα ήθελε και τα παρέδωσε στον μεγάλο (Ευθύμιο). Έπειτα, πιάνοντας το χέρι πού του έδωσε εκείνος, ανέβηκε πάνω. και μόλις κατάλαβε ποιος ήταν, έλιωσε άπ' την ντροπή και την τρομάρα.
Παραλυμένος λες από το φόβο, κυλίστηκε μπροστά στα πόδια του αγίου. Μα εκείνος τον χάιδεψε με καλοσύνη, τον σήκωσε από τη γη, τον αγκάλιασε και του είπε:
Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου, νομίζοντας πώς έκανες κάτι τρομερό. Γιατί (τα πράγματα) αυτά είναι δικά σου και του Θεού και αν πήρες κάτι, από τα δικά σου το πήρες και όχι από τα ξένα.
Μα και πάλι, αν θελήσεις, έλα να πάρεις ότι χρειάζεσαι.
Παρηγορημένος άπ' αυτά τα λόγια ο κλέφτης, έφυγε, θαυμάζοντας υπερβολικά τον άγιο για την ανεξικακία και τη φιλανθρωπία του και ανιστορώντας (αργότερα) σε όλους το γεγονός.
Ό άγιος πάλι, λόγω της μεγάλης του αρετής, δεν τα νόμιζε για σπουδαία αυτά, γιατί πίστευε ότι ο αληθινός χριστιανός πρέπει να θεωρεί τα υλικά αγαθά κοινά σε όλους (τους ανθρώπους), και να μην έχει τίποτα δικό του. και αυτό το φρόνημα το γεννούσε μέσα του ή αγάπη και το συντηρούσε ή μακάρια ταπείνωση, πού τον παρακινούσε ν' αποκτά "βαλάντια μη παλαιωμένα" (Λουκ. 12:33).
Από το Γεροντικό
Ένας αδελφός ρώτησε τον άββά Ποιμένα:
Τι σημαίνει το να οργιστεί κανείς χωρίς λόγο εναντίον του αδελφοί) του (Ματθ. 5:22); Και αποκρίθηκε ο γέροντας:
Αν οργιστείς για οποιαδήποτε πλεονεξία του αδελφού σου σε βάρος σου, χωρίς λόγο οργίζεσαι. Κι αν ακόμα σου βγάλει το δεξί σου μάτι ή κόψει το δεξί σου χέρι, δεν πρέπει να οργιστείς εναντίον του. Μόνο αν σε χωρίσει από το Θεό, τότε να οργιστείς.
Ένας γέροντας είπε:
- Εκείνος πού αδικείται εκούσια και συγχωρεί τον πλησίον του, μοιάζει με τον Ιησού. Εκείνος πού δεν αδικεί μήτε αδικείται, μοιάζει με τον Αδάμ. και εκείνος πού αδικεί ή ζητάει τόκους ή κάνει οποιοδήποτε κακό, μοιάζει με το διάβολο.
Διηγούνταν για τον άββά Γελάσιο, ότι είχε ένα βιβλίο πού άξιζε δεκαοχτώ νομίσματα, γιατί ήταν σ' αυτό γραμμένη ολόκληρη ή Παλαιά και ή Καινή Διαθήκη. Το είχε βάλει στην εκκλησία, για να το διαβάζει οποίος αδελφός ήθελε.
Κάποτε επισκέφθηκε το γέροντα ένας ξενομερίτης αδελφός, πού είδε το βιβλίο και το ζήλεψε. Το έκλεψε λοιπόν κι έφυγε. Και ο γέροντας, μολονότι κατάλαβε αυτό πού έκανε (ο επισκέπτης του), δεν έτρεξε πίσω του (για να τον πιάσει).
Πήγε λοιπόν εκείνος στην πόλη και ζητούσε να το πουλήσει.
Βρήκε κάποιον πού ήθελε να το αγοράσει, και του ζητούσε δέκα
έξι νομίσματα.
Δώσε μου το πρώτα να το εξετάσω, και μετά θα σου δώσω αυτό το ποσό, του είπε ο υποψήφιος αγοραστής.
Του έδωσε λοιπόν το βιβλίο, και εκείνος το έφερε στον αββά Γελάσιο να το εξετάσει, λέγοντας του και την τιμή πού του είπε ο πωλητής.
Ό γέροντας, κάνοντας πώς δεν αναγνωρίζει το βιβλίο, το εξέτασε προσεκτικά και είπε στον άνθρωπο:
Αγόρασε το. Είναι καλό και αξίζει την τιμή πού σου είπε.
Εκείνος όμως, όταν γύρισε πίσω στον πωλητή, του τα είπε αλλιώς, όχι όπως τον είχε ορμηνέψει ο γέροντας:
- Κοίταξε, έδειξα το βιβλίο στον αββά Γελάσιο, και λέει ότι
ζητάς πολλά. Δεν αξίζει τόσο.
Μόλις τ' άκουσε ο αδελφός, τον ρώτησε: Τίποτα άλλο δεν σου είπε ο γέροντας; Όχι, απάντησε ο άνθρωπος. ·
Ό αδελφός τότε ήρθε σε κατάνυξη από την ανεξικακία του γέροντα, και είπε στον άνθρωπο: Δεν θέλω πια να πουλήσω το βιβλίο.
Το πήρε και πήγε στο γέροντα μετανοημένος, παρακαλώντας τον να το δεχθεί πίσω. Ό γέροντας όμως δεν ήθελε να το πάρει.
Αν δεν το πάρεις, δεν θα ησυχάσω, του είπε ο αδελφός.
Αν δεν πρόκειται να ησυχάσεις, τότε το δέχομαι, αποκρίθηκε ο γέροντας.. Και έμεινε ο αδελφός εκείνος κοντά του ως το τέλος της ζωής του, αποκομίζοντας ωφέλεια από την (πνευματική) του εργασία.
Διηγούνταν για τον άββά Γελάσιο, ότι είχε ένα βιβλίο πού άξιζε δεκαοχτώ νομίσματα, γιατί ήταν σ' αυτό γραμμένη ολόκληρη ή Παλαιά και ή Καινή Διαθήκη. Το είχε βάλει στην εκκλησία, για να το διαβάζει οποίος αδελφός ήθελε.
Κάποτε επισκέφθηκε το γέροντα ένας ξενομερίτης αδελφός, πού είδε το βιβλίο και το ζήλεψε. Το έκλεψε λοιπόν κι έφυγε. Και ο γέροντας, μολονότι κατάλαβε αυτό πού έκανε (ο επισκέπτης του), δεν έτρεξε πίσω του (για να τον πιάσει).
Πήγε λοιπόν εκείνος στην πόλη και ζητούσε να το πουλήσει.
Βρήκε κάποιον πού ήθελε να το αγοράσει, και του ζητούσε δέκα
έξι νομίσματα.
Δώσε μου το πρώτα να το εξετάσω, και μετά θα σου δώσω αυτό το ποσό, του είπε ο υποψήφιος αγοραστής.
Του έδωσε λοιπόν το βιβλίο, και εκείνος το έφερε στον αββά Γελάσιο να το εξετάσει, λέγοντας του και την τιμή πού του είπε ο πωλητής.
Ό γέροντας, κάνοντας πώς δεν αναγνωρίζει το βιβλίο, το εξέτασε προσεκτικά και είπε στον άνθρωπο:
Αγόρασε το. Είναι καλό και αξίζει την τιμή πού σου είπε.
Εκείνος όμως, όταν γύρισε πίσω στον πωλητή, του τα είπε αλλιώς, όχι όπως τον είχε ορμηνέψει ο γέροντας:
- Κοίταξε, έδειξα το βιβλίο στον αββά Γελάσιο, και λέει ότι
ζητάς πολλά. Δεν αξίζει τόσο.
Μόλις τ' άκουσε ο αδελφός, τον ρώτησε: Τίποτα άλλο δεν σου είπε ο γέροντας; Όχι, απάντησε ο άνθρωπος. ·
Ό αδελφός τότε ήρθε σε κατάνυξη από την ανεξικακία του γέροντα, και είπε στον άνθρωπο: Δεν θέλω πια να πουλήσω το βιβλίο.
Το πήρε και πήγε στο γέροντα μετανοημένος, παρακαλώντας τον να το δεχθεί πίσω. Ό γέροντας όμως δεν ήθελε να το πάρει.
Αν δεν το πάρεις, δεν θα ησυχάσω, του είπε ο αδελφός.
Αν δεν πρόκειται να ησυχάσεις, τότε το δέχομαι, αποκρίθηκε ο γέροντας.. Και έμεινε ο αδελφός εκείνος κοντά του ως το τέλος της ζωής του, αποκομίζοντας ωφέλεια από την (πνευματική) του εργασία.
Επιτέθηκαν κάποτε στον αββά Θεόδωρο τρεις ληστές. Οι δυο τον κρατούσαν και ο ένας κουβαλούσε έξω τα πράγματα του. Αφού λοιπόν τα έβγαλε όλα, ακόμα και τα βιβλία, θέλησε να πάρει και το ράσο, πού ο γέροντας φορούσε στην εκκλησία.
- Αυτό να το αφήσετε, τους είπε.
Εκείνοι όμως δεν του έδωσαν σημασία.
Τότε ο γέροντας, με μια κίνηση των χεριών, έριξε κάτω και
τους δυο (ληστές, πού τον κρατούσαν)!
Μόλις το είδαν αυτό, φοβήθηκαν.
Μη φοβάστε! τους καθησύχασε ο γέροντας. Μοιράστε τα πράγματα σε τέσσερα μέρη, και πάρτε τα τρία.
Το ένα όμως να το αφήσετε.
Κι αυτό το είπε για να πάρει το μερίδιο του, δηλαδή το ράσο πού φορούσε στις (λατρευτικές) συνάξεις.
Μια μέρα πού γύριζε στο κελί του ο άββάς Μακάριος, βρήκε έναν άνθρωπο να κλέβει τα πράγματα του, έχοντας μαζί του και υποζύγιο. Τότε κι εκείνος, σαν να ήταν ξένος, βοήθησε τον κλέφτη και φόρτωνε μαζί του το ζώο! Τον ξεπροβόδισε μάλιστα με πολλή ηρεμία, λέγοντας:
- Τίποτα δεν φέραμε σ' αυτόν τον κόσμο, γι' αυτό και τίποτα δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας. Ό Κύριος μας τα έδωσε. Όπως Αυτός θέλησε, έτσι κι έγινε. Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος για όλα (πρβλ. Ιώβ 1:21)!
Σ έναν τόπο, οπού κατοικούσαν δυο μοναχοί, ήρθε κάποιος γέροντας για να τους δοκιμάσει. Άρπαξε λοιπόν ένα ραβδί και άρχισε να καταστρέφει τα λάχανα (στον κήπο) του ενός. Μόλις τον είδε ο αδελφός, κρύφτηκε, ώσπου (ο γέροντας) τα κατέστρεψε όλα. Κι όταν απέμεινε μια ρίζα μόνο, (φανερώθηκε και) του είπε:
Άββά, αν θέλεις, άφησε το αυτό (το λάχανο), για να το μαγειρέψω και να το φάμε μαζί.
Τότε ο γέροντας έβαλε μετάνοια στον αδελφό και του είπε:
Χάρη στην ανεξικακία σου, το Πνεύμα το Άγιο έχει αναπαυθεί επάνω σου, αδελφέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου