Από το βίο του άγίου Έφραίμ
ΜΕΓΑΣ Έφραίμ, πού ήταν πάντα αφοσιωμένος σε θεϊκές σκέψεις και σχεδόν ακατάπαυστα είχε νοερά μπροστά στα μάτια του την ήμέρα της Κρίσεως και συνεχώς πενθούσε, «εμάκρυνε φυγαδεύων» κι αυτός, όπως ο ψαλμωδός, «και ηυλίσθη εν τη ερήμω» (Ψαλμ. 54:8), αποφεύγοντας κάθε θόρυβο και φασαρία και ζάλη της ζωής. Καθώς λοιπόν πήγαινε από τόπο σε τόπο, για να ωφελήσει και να οικοδομήσει ψυχές γιατί σ' αυτό τον κινούσε το Άγιο Πνεύμα άφησε κάποτε την πατρίδα του (Νίσιβη της Μεσοποταμίας) με εντολή του Θεού, όπως ο Αβραάμ (Γεν. 12:1), και ήρθε στην πόλη των Έδεσσηνων, τόσο για να προσκυνήσει τα τίμια λείψανα (τού αποστόλου Θαδδαίου) και τούς ιερούς τόπους, όσο και για να συναντήσει κάποιον λόγιο άνδρα, πού θα του έδινε καρπό γνώσεως. Γι' αυτό και παρακάλεσε το Θεό: "'Ιησού Χριστέ, Δέσποτα και Κύριε όλων, αξίωσέ με, μόλις θα μπω στην πόλη 'Έδεσσα, να συναντήσω έναν τέτοιου άνδρα, πού θα είναι ικανός να μιλήσει μαζί μου για την ωφέλεια και την οικοδομή της ψυχής μου".
ΜΕΓΑΣ Έφραίμ, πού ήταν πάντα αφοσιωμένος σε θεϊκές σκέψεις και σχεδόν ακατάπαυστα είχε νοερά μπροστά στα μάτια του την ήμέρα της Κρίσεως και συνεχώς πενθούσε, «εμάκρυνε φυγαδεύων» κι αυτός, όπως ο ψαλμωδός, «και ηυλίσθη εν τη ερήμω» (Ψαλμ. 54:8), αποφεύγοντας κάθε θόρυβο και φασαρία και ζάλη της ζωής. Καθώς λοιπόν πήγαινε από τόπο σε τόπο, για να ωφελήσει και να οικοδομήσει ψυχές γιατί σ' αυτό τον κινούσε το Άγιο Πνεύμα άφησε κάποτε την πατρίδα του (Νίσιβη της Μεσοποταμίας) με εντολή του Θεού, όπως ο Αβραάμ (Γεν. 12:1), και ήρθε στην πόλη των Έδεσσηνων, τόσο για να προσκυνήσει τα τίμια λείψανα (τού αποστόλου Θαδδαίου) και τούς ιερούς τόπους, όσο και για να συναντήσει κάποιον λόγιο άνδρα, πού θα του έδινε καρπό γνώσεως. Γι' αυτό και παρακάλεσε το Θεό: "'Ιησού Χριστέ, Δέσποτα και Κύριε όλων, αξίωσέ με, μόλις θα μπω στην πόλη 'Έδεσσα, να συναντήσω έναν τέτοιου άνδρα, πού θα είναι ικανός να μιλήσει μαζί μου για την ωφέλεια και την οικοδομή της ψυχής μου".
Μετά από αύτή την προσευχή, καθώς βρισκόταν ήδη στην είσοδο της πόλης και περνούσε την πύλη της, ήταν συλλογισμένος και προσεκτικός και όλος φροντίδα, ψάχνοντας, θαρρείς, για το πώς θ' αντάμωνε εκείνον Τον άνθρωπο και τι θα Τον ρωτούσε και πιάν ωφέλεια θα κέρδιζε (από τη συνάντηση αυτή).
'Έτσι λοιπόν βάδιζε στην άκρη της πόλης, όταν ξαφνικά τον συναντάει μια γυναίκα, πού ήταν μάλιστα πόρνη. Αυτό πάντως ήταν από το Θεό, πού πολλές φορές, μυστικά και ανεξερεύνητα, οικονομεί (τις περιστάσεις, για να πετύχει) από τα (φαινομενικά) αντίθετα πράγματα τα αντίθετά τους.
Ό ιερός Έφραίμ λοιπόν, αφού έτσι ανέλπιστα συνάντησε την πόρνη, στάθηκε αντίκρυ της και την κοίταζε κατάματα, όλος απορία, ενώ ή ψυχή του ήταν γεμάτη ένταση και ταραχή, επειδή όχι μόνο δεν είχε πραγματοποιηθεί ότι είχε ζητήσει από το Θεό, αλλά το εντελώς αντίθετο. Η γυναίκα πάλι, βλέποντάς τον να την παρατηρεί τόσο επίμονα, ρίχνει κι αυτή επίμονη τη ματιά της επάνω του.
'Αρκετή ώρα κοιτάζονταν έτσι μεταξύ τους. Έπειτα ο μεγάλος (Έφραίμ) θέλησε να την κάνει να ντραπεί και ν' αποκτήσει τη σεμνότητα πού αρμόζει στις γυναίκες. και της λέει:
Τι λοιπόν, κυρά μου; Δεν κοκκινίζεις, έχοντας έτσι καρφωμένα τα μάτια σου επάνω μου; Μα εκείνη αποκρίθηκε:
Σε μένα όμως ταιριάζει να σε βλέπω έτσι, γιατί έχω πλαστεί από σένα, από τη δική σου πλευρά. Εσύ, αντίθετα, δεν πρέπει να κοιτάζεις εμένα, αλλά τη γη, από την όποία πλάστηκες.
Όταν ο Έφραίμ άκουσε αυτά τα εντελώς απροσδόκητα λόγια, και τη γυναίκα ευγνωμονούσε πολύ για την ωφέλεια (πού του χάρισε), αλλά και το Θεό ευχαριστούσε θερμά, πού πολλές φορές μπορεί να μας ωφελήσει πολύ περισσότερο με γεγονότα και πρόσωπα πού δεν περιμένουμε, παρά με αλλά πού περιμένουμε.
'Έτσι λοιπόν βάδιζε στην άκρη της πόλης, όταν ξαφνικά τον συναντάει μια γυναίκα, πού ήταν μάλιστα πόρνη. Αυτό πάντως ήταν από το Θεό, πού πολλές φορές, μυστικά και ανεξερεύνητα, οικονομεί (τις περιστάσεις, για να πετύχει) από τα (φαινομενικά) αντίθετα πράγματα τα αντίθετά τους.
Ό ιερός Έφραίμ λοιπόν, αφού έτσι ανέλπιστα συνάντησε την πόρνη, στάθηκε αντίκρυ της και την κοίταζε κατάματα, όλος απορία, ενώ ή ψυχή του ήταν γεμάτη ένταση και ταραχή, επειδή όχι μόνο δεν είχε πραγματοποιηθεί ότι είχε ζητήσει από το Θεό, αλλά το εντελώς αντίθετο. Η γυναίκα πάλι, βλέποντάς τον να την παρατηρεί τόσο επίμονα, ρίχνει κι αυτή επίμονη τη ματιά της επάνω του.
'Αρκετή ώρα κοιτάζονταν έτσι μεταξύ τους. Έπειτα ο μεγάλος (Έφραίμ) θέλησε να την κάνει να ντραπεί και ν' αποκτήσει τη σεμνότητα πού αρμόζει στις γυναίκες. και της λέει:
Τι λοιπόν, κυρά μου; Δεν κοκκινίζεις, έχοντας έτσι καρφωμένα τα μάτια σου επάνω μου; Μα εκείνη αποκρίθηκε:
Σε μένα όμως ταιριάζει να σε βλέπω έτσι, γιατί έχω πλαστεί από σένα, από τη δική σου πλευρά. Εσύ, αντίθετα, δεν πρέπει να κοιτάζεις εμένα, αλλά τη γη, από την όποία πλάστηκες.
Όταν ο Έφραίμ άκουσε αυτά τα εντελώς απροσδόκητα λόγια, και τη γυναίκα ευγνωμονούσε πολύ για την ωφέλεια (πού του χάρισε), αλλά και το Θεό ευχαριστούσε θερμά, πού πολλές φορές μπορεί να μας ωφελήσει πολύ περισσότερο με γεγονότα και πρόσωπα πού δεν περιμένουμε, παρά με αλλά πού περιμένουμε.
Από το βίο του άγίου Παχωμίου
Ο μέγας Παχώμιος χαιρόταν πολύ, διαπιστώνοντας ότι ο μαθητής του Θεόδωρος, ήταν σε όλα συνετός, και όχι μόνο δεν είχε την (ανώριμη) σκέψη αλλά στήριζε στην άσκηση και άλλους, τούς πιο αδύνατους.
Καθώς λοιπόν είχαν συνήθεια να συγκεντρώνονται όλοι (οι μοναχοί) κάθε βράδυ σ' ένα σημείο της μονής και ν' ακούνε τη διδαχή του μεγάλου (Παχωμίου), (κάποια φορά), όταν όλοι είχαν μαζευτεί γι' αυτό, προστάζει εκείνος το Θεόδωρο - νέον, όπως είπαμε, όχι πάνω από είκοσι χρόνων - να κηρύξει στους αδελφούς το λόγο του Θεού. Κι αυτός αμέσως, χωρίς καμιά αντιλογία ή παρακοή, άνοιξε το στόμα του και τούς είπε πολλά ωφέλιμα.
Μερικοί όμως από τούς γεροντότερους, βλέποντας αυτό το πράγμα, δεν θέλησαν να Τον ακούσουν. "Θα μας διδάξει αυτός ο αρχάριος;", είπαν μεταξύ τους. "Δεν θα Τον ακούσουμε!". Άφησαν λοιπόν τη σύναξη κι έφυγαν ο καθένας για το κελί του.
Όταν τέλειωσε ή διδασκαλία, ο μέγας (Παχώμιος) έστειλε και τούς κάλεσε. και μόλις ήρθαν, τούς ρώτησε:
Για ποίο λόγο αφήσατε το κήρυγμα και φύγατε για τα κελιά σας;
Καλά, αποκρίθηκαν, έβαλες ένα παιδί να κάνει το δάσκαλο σε τόσους γέροντες, πού πέρασαν μια ζωή μέσα στο μοναστήρι; Όταν τούς άκουσε (ο όσιος), σκυθρώπιασε και αναστέναξε βαθιά.
Ξέρετε, είπε, από που άρχισαν να μπαίνουν τα κακά στον κόσμο;
Από πού; ρώτησαν εκείνοι. Από την υπερηφάνεια!
Εξαιτίας της «εξέπεσαν εκ τού ουρανού ο εωσφόρος, ο πρωί ανατέλλων» και «συνετρίβη εις την γην» (Ήσ. 14:12). Εξαιτίας της κατοίκησε μαζί με τα θηρία και ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ (Δαν. 4:25-30). Η μήπως δεν ακούσατε τι λέει ή Γραφή, ότι «ακάθαρτος παρά Θεώ πας ύψηλοκάρδιος» (Παροιμ. 16:5), και ότι «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 14:11);
Επειδή λοιπόν δεν τα λογαριάσατε αυτά, νικηθήκατε από το διάβολο και χάσατε όλη σας την αρετή γιατί ή υπερηφάνεια είναι μητέρα και αρχή όλων των κακών.
Φεύγοντας, Δεν απομακρυνθήκατε από το Θεόδωρο, αλλά χωριστήκατε από το Άγιο Πνεύμα, καθώς στερηθήκατε το λόγο του Θεού. Είστε πραγματικά αξιολύπητοι. πως Δεν καταλάβατε, ότι ο σατανάς ήταν πού σας παρακίνησε να φτάσετε σ' αυτό (το κατάντημα); "Ω, τι παράδοξο! Ο Θεός «εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου» (Φιλιπ. 2:8) για μας, κι εμείς, αν και από τη φύση μας ταπεινοί, έχουμε έπαρση! Ο από τη φύση Του υψηλός και άπειρος, πού με το βλέμμα του και μόνο μπορεί να κατακάψει τα πάντα, έσωσε τον κόσμο με την ταπείνωση. Κι εμείς, πού είμαστε χώμα και στάχτη και ακόμα πιο τιποτένιοι από αυτά, φουσκώνουμε από υπερηφάνεια, αγνοώντας ότι καταποντιζόμαστε έτσι στα κατάβαθα της γης. Δεν είδατε εμένα, με πόση προσοχή παρακολουθούσα (την ομιλία του Θεοδώρου); Σας βεβαιώνω, ότι εγώ πάρα πολύ ωφελήθηκα πού τον άκουσα. Γιατί δεν του επέτρεψα να σας κηρύξει για να σας δοκιμάσω, αλλά γιατί ήθελα κι εγώ ο ίδιος να ωφεληθώ. Πόσο περισσότερο λοιπόν εσείς έπρεπε να τον ακούσετε με πολλή ταπεινοφροσύνη; 'Αλήθεια σας λέω, ότι εγώ, ο εν Κυρίω πνευματικός πατέρας σας, ήμουν κρεμασμένος άπ' το στόμα του, σαν να μη γνώριζα τη δεξιά και την αριστερή (στράτα). Σας λέω λοιπόν ενώπιον του Θεού, ότι, αν δεν δείξετε πολύ μεγάλη μετάνοια γι' αυτό το σφάλμα σας, ώστε να σας συγχωρηθεί ή πτώση, θα χάσετε την ψυχή σας και τούτο γιατί, μετά από αυτή την τόσο κακή αρχή, δεν θα σταματήσετε, ώσπου να φτάσετε στην έσχατη απόφαση της καταδίκης σας.
Με αυτά τα λόγια τούς νουθετούσε (ο όσιος) καυτηριάζοντας αρκετά το πάθος της υπερηφάνειας, κι έτσι γιάτρεψε αποτελεσματικά την (πνευματική) αρρώστια τους. Γιατί ήταν και σκληρός, οπότε χρειαζόταν, άλλά και ήπιος πάλι, όταν το καλούσε ή περίσταση, άλλοτε ελέγχοντας και άλλοτε παρακινώντας προς το αγαθό εκείνους πού αμάρταναν.
Από το βίο του άγίου Aρσενίoυ
Ο μέγας 'Αρσένιος ήταν άνθρωπος μεγάλης παιδείας, τόσο κοσμικής όσο και χριστιανικής. Θα μπορούσαμε να πούμε πώς ξεπερνούσε όλους τούς συγχρόνους του σε πολυμάθεια και σε αρετή. Γι' αυτό και ο βασιλιάς Θεοδόσιος τον διάλεξε ανάμεσα σε όλους τούς τότε (μορφωμένους) ανθρώπους ως παιδαγωγό για τούς γιους
του Όνώριο και ' Αρκάδιο. Μολονότι όμως και τόσο μορφωμένος ήταν, αλλά και στη Σκήτη, όπου ασκήθηκε πολύ καιρό, απέκτησε ακόμα περισσότερη θεία γνώση, είχε τόσο μεγάλη ταπείνωση, πού δεν ντρεπόταν να ρωτάει και τούς πιο απαίδευτους και να παίρνει από αυτούς κάθε δυνατή ωφελεία.
Κάποτε ρωτούσε έναν Αιγύπτιο μοναχό και τού ζητούσε πληροφορίες γύρω από τούς λογισμούς. Κάποιος, πού τον είδε, παραξενεύτηκε από το γεγονός και ζήτησε να μάθει την αιτία.
Δεν αρνούμαι, απάντησε εκείνος, πώς είμαι κάτοχος σημαντικής παιδείας. Ομολογώ όμως ότι δεν έχω μάθει ακόμα ούτε το αλφάβητο αυτού τού αμόρφωτου με τον υπαινιγμό εκείνον εννοούσε την κατά Θεό πράξη και γνώση.
Από το Γεροντικό
Ο αββάς Μακάριος έλεγε, πώς όταν ήταν νέος, επειδή κάποτε έπεσε σε ακηδία, βγήκε έξω από το κελί του, στην έρημο, με τον έξής λογισμό: Όποιον κι αν συναντήσεις, ρώτησέ τον κάτι πού θα σε ωφελήσει".
Βρήκε λοιπόν ένα παιδί πού ΄έβοσκε βόδια, και τού λέει:
Παιδί μου, πεινάω. τι να κάνω; 'Έ, να φας! αποκρίθηκε εκείνο. 'Έφαγα και πάλι πεινάω, είπε ο αββάς.
Νά ξαναφάς, τού λέει το παιδί. Πολλές φορές έφαγα, και όμως πεινάω πάλι. Τότε το παιδί Τον ρωτάει (με απλότητα):
Μήπως είσαι γάιδαρος, γέροντα, και γι' αυτό θέλεις όλο να τρως; Ωφελημένος (απ' αυτό ο αβάς), σηκώθηκε κι έφυγε.
Ένας γέροντας είπε: Προτιμώ να διδαχθώ παρά να διδάξω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου